Σάββατο, Φεβρουαρίου 28, 2009

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΟΝ "ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ"


Ο Κώστας Γαβράς καταπιάνεται με ένα θέμα που νοιώθεις ότι βρίσκεται στα νερά του: Την μετανάστευση, ένα από τα πιο καυτά προβλήματα της εποχής μας. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Έκπληξη όμως είναι ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα. Ο "Παράδεισος στη Δύση" (2009) δεν είναι ένα βαρύ, ρεαλιστικό δράμα όπως όλοι περιμέναμε από ένα τέτοιο θέμα κι από ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα. Αντίθετα, είναι μια ανάλαφρη ταινία με αρκετό χιούμορ και ψήγματα σουρεαλισμού και μαγικού ρεαλισμού. Έτσι, παρά τα δράματα και τα συνεχή κυνηγητά, την πείνα και τις κακουχίες, στο τέλος μένει μια αίσθηση ότι ο ωραίος τριτικοσμικός μετανάστης μάλλον καλά πέρασε στην όλη οδύσσειά του.
Ομολογώ ότι ο χειρισμός αυτός μάλλον με ξένισε και θεωρώ ότι η ταινία το παρατραβά σε ορισμένα σημεία, χρησιμοποιώντας μάλλον χονδροειδείς συμβολισμούς. Από την άλλη, όταν το ξανασκέφτομαι, αναρωτιέμαι μήπως έχω κι εγώ τόσο εθιστεί στα μεταναστευτικά δράματα, ώστε δεν μπορώ να δεχτώ εύκολα μια άλλη ματιά στο θέμα. Δεν ξέρω. Είμαι αναποφάσιστος.
Από το φιλμ δεν λείπουν και τα δραματικά στοιχεία (το γεμάτο παράνομους μετανάστες δουλεμπορικό καράβι στην αρχή, τα πτώματα που ξεβράζονται στην παραλία του πολυτελούς ξενοδοχείου κλπ.) Μου φάνηκε όμως σα να μην αποφασίζει αν θα είναι κωμωδία, ρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός ή ό,τι άλλο, αλλά ένα συνοθύλευμα απ' όλα αυτά. Και νομίζω ότι η "πρώτη στάση" της οδύσσειας, το πολυτελές ξενοδοχείο στην Ελλάδα όπου ξεβράζεται αρχικά ο ήρωας, παρατραβά σε διάρκεια. Και δεν πιστεύω επίσης ότι θα υπήρχε η παραμικρή περίπτωση οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου να μαθαίνουν στους κυριλέ πελάτες πώς να συλλαμβάνουν παράνομους μετανάστες, και μάλιστα χρησιμοποιώντας λαβές. Ωστόσο, θα το ξαναπώ, της σχετικής γκρίνιας μου υπερτερεί η αναποφασιστικότητα. Σίγουρα πρόκειται για πρωτότυπο, σχετικά αισιόδοξο χειρισμό του θέματος. Και, στο κάτω - κάτω, όπως καθαρά δείχνεται στο φιλμ, ο ψεύτικος "παράδεισος" της δύσης, δεν έχει μόνο σκοτεινές πλευρές, όπως μέχρι σήμερα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, αλλά και κάποιες φωτεινές και θετικές, ιδιαίτερα για κάποιον που προέρχεται από τη φτώχια και την κάθε λογής αθλιότητα ή, πιθανόν, καταπίεση περίεργων τριτοκοσμικών καθεστώτων. Κι αυτό δεν σημαίνει, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι δείχνονται όλα ρόδινα. Κάθε άλλο. Μάλλον για πιο πολύπλευρη από τη συνηθισμένη απεικόνιση της πραγματικότηας πρόκειται.
Θα μου επιτρέψετε να μη πάρω ξεκάθαρη θέση και να αφήσω να αποφασίσετε εσείς. Μεγάλα παιδιά είσαστε (υποθέτω).

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 27, 2009

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΑΠ' ΕΥΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗ


Το 1980 ο γάλλος Bertrand Tavernier γυρίζει το La Mort en direct, μια απόλυτα προφητική ταινία επιστημονικής φαντασίας. Βέβαια, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, ο σκηνοθέτης δεν εστιάζει στο "προφητικό" μέρος, κοινώς δεν τον ενδιαφέρει τόσο το αν θα συμβούν ή όχι όλα όσα περιγράφει, αλλά στην ευαίσθητη καταγραφή του θέματος, στην περιγραφή του δράματος της ηρωίδας, στο στοιχείο των αναμνήσεων. Κυρίως όμως μιλά για την φασιστική ενίοτε δύναμη της τηλεόρασης και, κατ' επέκταση, των μίνtια, καθώς και για την άπληστη δίψα για κέρδος που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, ακόμα και στο να ρίξει βορά στο πλήθος τις πιο προσωπικές, ιδιαίτερες στιγμές ενός ανθρώπου. Δεν θα σας πω πολλά για το στόρι, θα προτιμούσα να είναι μια έκπληξη για τον θεατή, αλλά θα θυμίσω ότι το 1980 δεν υπήρχαν ακόμα ριάλιτι και άλλες σχετικές αηδίες.
Στα συν της ταινίας η πλειάδα γνωστών ηθοποιών, με τη Ρόμι Σνάιντερ στον βασικό ρόλο σε μια από τις τελευταίες της εμφανίσεις (η ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας φαίνεται ότι ταίριαζε με την προσωπική της), ένας νεαρός Χάρβει Καϊτέλ, ο Χάρι Ντιν Στάντον, ο Μαξ Φον Σίντοβ μεταξύ άλλων.
Ο Tavernier παρακολουθεί το δράμα της καταδικασμένης ηρωίδας του, την ακολουθεί στο οδοιπορικό της σε μια έρημη ύπαιθρο και στην ψυχολογική της πορεία που περνά από τη θλίψη, τον συμβιβασμό και μετά την εξέγερσή (παρασύροντας σ΄αυτήν και τον αρχικό "προδότη"), αλλά ταυτόχρονα, δίχως να μας λέει πολλά γι΄αυτό και δίχως να δίνει πολλές εξηγήσεις, στήνει σα ντεκόρ ένα σκηνικό μελλοντικής δυστοπίας, με πολλές επιδέξιες πινελιές. Γύρω από τον κεντρικό πυρήνα των καλοζωισμένων, δίχως ασθένειες κατοίκων του Παρισιού, εκτείνονται ερειπωμένα, σαν σε πόλεμο προάστια, μια εγκαταλειμένη ύπαιθρος, πλήθος φτωχών και προσφύγων (δίχως να ξεκαθαρίζεται από πού), ενώ οι κάτοικοι δίνουν τα αποτυπώματά τους και απαγορεύεται να ξαναγυρίσουν στην πόλη αν βγουν απ' αυτή. Η ζοφερή αντίθεση κέντρου - περιφέρειας είναι μια ακόμα κατάσταση που θυμίζει έντονα σημερινές, αν και, όπως είπαμε, αυτό αποτελεί δευτερεύον στοιχείο. Αλλά και η σάτιρα της πορείας της ανθρωπότητας υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή (η ηρωίδα είναι προγραμματίστρια μπεστ σέλλερ που γράφονται από κομπιούτερ). Η βασική ιστορία πάντως ίσως κουράσει μερικούς, καθώς δίνεται με κάποια τυπική γαλλική φλυαρία, όμως η ποίηση, η ευαισθησία, η τρυφερότητα και η ανθρώπινη ματιά νομίζω ότι κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Γενικά πρόκειται για ενδιαφέρουσα - και παντελώς άγνωστη σε μένα τουλάχιστον - ταινία που, πέραν αυτών καθ' εαυτών των αρετών της έχει και το ασυνήθιστο στοιχείο να προηγείται κατά πολύ της εποχής της.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2009

ΦΡΟΣΤ (TV) - ΝΙΞΟΝ (ΠΟΛΙΤΙΚΗ) ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ ΕΝΑ


Είναι από τα περίεργα του κινηματογράφου: Πώς ένας χλιαρός (συχνά νερόβραστος) σκηνοθέτης όπως ο Ron Howard, υπεύθυνος για μερικά μπλοκμπάστερ απ' αυτά για τα οποία έχει επινοηθεί ο όρος "αμερικανιά", κάνει ξαφνικά μια τόσο ενδιαφέρουσα ταινία. Γιατί το Frost / Nixon (2008) δεν με άφησε κυριολεκτικά να πάρω ανάσα, κι ας είναι σχετικά στατικό (προέρχεται από θεατρικό έργο), κι ας ασχολείται με μια αληθινή πολιτική ιστορία (θέματα που συνήθως, ως πρώτη, ενστικτώδης αντίδραση τέλος πάντων, τα βαριέμαι).
Το 1977 ο πρώην πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον, που το 1973 διώχτηκε κακήν κακώς από το Λευκό Οίκο εξ αιτίας του σκανδάλου Γουότεργκέιτ, σπάει για πρώτη φορά τη σιωπή του παραχωρώντας μια εφ' όλης της ύλης συνέντευξη στον Ντέιβιντ Φροστ. Εδώ αρχίζουν οι ιδιαιτερότητες: 1. Η συνέντευξη δεν θα ήταν μια απλή κουβέντα. Είχε απ' την αρχή κανονιστεί να είναι ουσιαστικά ένα είδος μονομαχίας: Ή ο Φροστ θα συντρίψει τον Νίξον και θα τον εξαφανίσει από τον πολιτικό χάρτη ή ο Νίξον θα κερδίσει τις εντυπώσεις, θα γίνει και πάλι συμπαθής στα μάτια του λαού και ο Φροστ δεν θα ξαναδεί εκπομπή ούτε ζωγραφιστή. 2. Ο Φροστ δεν ήταν ο χάι δημοσιογράφος με κύρος και πολιτική εμπειρία. Ήταν ένας πετυχημένος παρουσιαστής τοκ σόου, κάτι σαν Αρναούτογλου της εποχής. Γιατί δέχτηκε ο Νίξον να μιλήσει σ' αυτόν; Μα γιατί πληρώθηκε με 600.οοο δολάρια (ο Φροστ, που είχε καταχρεωθεί για να τα βρει, θα πούλαγε τη συνέντευξη στα κανάλια για πολύ περισσότερα). Στο νου μας έρχεται αβίαστα το συγκλονιστικό και πολύ πριν την εποχή του "Τζακ Μπάρον" του Νόρμαν Σπίνραντ. Μόνο που εδώ έχουμε αληθινά γεγονότα. Αποτέλεσμα; Μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις σημαντικότερες τηλεοπτικές εκπομπές όλων των εποχών, ενώ ο Νίξον είναι, μαζί με τον προσφάτως ξεκουμπισθέντα Μπους, οι δύο πιο μισητοί πρόεδροι της Αμερικής από τους ίδιους τους αμερικάνους.
Έτσι η όλη ταινία δομείται σαν μονομαχία, και μάλιστα με γύρους (αφού συνολικά συμφωνήθηκαν 4 δίωρες συνεντεύξεις), διαθέτει εξαιρετικό σασπένς και με κράτησε καθηλωμένο.
Αυτά που "διαβάζουμε" στο φιλμ είναι πολλά και ποικίλα: Για μια ακόμα φορά η βρωμιά της πολιτικής, η αναλγησία και τα ξεπουλήματα. Σημαντικότερο όμως, νομίζω, είναι η διερεύνηση της τεράστιας δύναμης της TV και των μίντια γενικότερα. Η εικόνα, που "ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις" κατά το γνωστό ρητό, μπορεί να πετύχει όσα δεν πέτυχε η δικαιοσύνη, που τα έκανε πλακάκια και δεν καταδίκασε ποτέ τον διεφθαρμένο πρόεδρο (του απονεμήθηκε χάρη από τον επόμενο). Από την άλλη έρχεται ο εύλογος προβληματισμός γι' αυτή τη ανεξέλεγκτη δύναμη, και μάλιστα στα χέρια ουσιαστικά γελοίων τύπων όπως ο Φροστ. Η δύναμη αυτή μπορεί να τινάξει στον αέρα καριέρες, εκεί όπου οι αρτηριοσκληρωτικοί και συχνά διεφθαρμένοι θεσμοί απέτυχαν να το κάνουν. Και καλά στην περίπτωση που εξετάζουμε, όπου βέβαια πολύ καλά έκανε. Δεν θα στενοχωρηθούμε για τον Νίξον (ο οποίος, σημειωτέον, στην ταινία δείχνει και το καθημερινό, ανθρώπινο πρόσωπό του). Φανταστείτε όμως στη θέση του να βρίσκεται κάποιος άλλος, πολύ λιγότερο ένοχος; Τα σύγχρονα παραδείγματα είναι πολλά.
Ταινία πολλαπλών προβληματισμών λοιπόν, που, επαναλαμβάνω, δεν κουράζει καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Λέτε ο Howard να μετάνοιωσε ξαφνικά για τον πρότερο βίο του;

Ετικέτες ,

Τρίτη, Φεβρουαρίου 24, 2009

ΑΜΗΝ Ή Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΔΙΚΗ


Ο Κώστας Γαβράς (στα αγγλικά γράφεται με τον αστείο τρόπο Costa-Gavras) γυρίζει το "Amen" το 2002 και ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων από την Καθολική Εκκλησία. Ο λόγος; Η ταινία δείχνει καθαρά ότι η εκκλησία αυτή, αλλά και ο ίδιος ο πάπας αυτοπροσώπως, γνώριζαν πολύ καλά τι γινόταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους ναζί, αλλά αρνήθηκαν να πάρουν ξεκάθαρη θέση προτάσοντας τη διπλωματία και την ουδετερότητα απέναντι σ' αυτό που θα λέγαμε ηθική. Η κατηγορία γίνεται ακόμα βαρύτερη αν δεχτεί κανείς, όπως σαφώς υπαινίσεται ο σκηνοθέτης, ότι, ακόμα και σε καιρό παγκόσμιου πολέμου, ο πάπας διέθετε τέτοια επιροή ώστε το ολοκαύτωμα θα μπορούσε να αποφευχθεί - ή μάλλον, για να είμαστε δικαιότεροι, να περιριστεί όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων.
Φυσικά σε μια ταινία με τέτοιο θέμα, είναι λογικό να προέχει η συζήτηση για το αν τα παραπάνω είναι ιστορικά ακριβή. Προσωπικά δεν ξέρω, ούτε έχω μελετήσει το θέμα, δεν βρίσκω όμως κανένα λόγο να είναι ψέματα. Κάπως έτσι ήταν και είναι πάντοτε η στάση των εκκλησιών και όλων των μεγάλων εθνικών ή παγκόσμιων θεσμών και δεν βλέπω γιατί το Βατικανό θα έπρεπε να διαφέρει (κάθε άλλο μάλιστα). Ξαναλέω ομως ότι δεν έχω μελετήσει τα ιστορικά γεγονότα.
Σαν ταινία πάντως το "Αμήν", δίχως να είναι εντυπωσιακό κινηματογραφικά, μου κράτησε το ενδιαφέρον με τη στρωτή, γραμμική του αφήγηση, αν και δεν υπήρχαν σημεία έντονης έντασης. Ο Γαβράς δεν δουλεύει ντοκιμαντερίστικα, αλλά στήνει μια ιστορία με ήρωες: Έναν γερμανό αξιωματικό (και μάλιστα των απεχθέστατων Ες Ες), που αποφασίζει να εναντιωθεί στην πατρίδα του όταν μαθαίνει την εφιαλτική αλήθεια, και έναν ιταλό παπά, που βρίσκεται πολύ κοντά στον πάπα, που αποφασίζει να ενατιωθεί στην εκκλησία και την υποκρισία (ή διπλωματικότητα) της, της οποίας εκκλησίας είναι απόλυτο πνευματικό παιδί, με υψηλές μάλιστα προοπτικές, και όντας απόλυτα πιστός. Ίσως οι χαρακτήρες, καλοί ή κακοί, είναι μονόπλευροι, γραμμικοί, και μάλλον υπάρχει πολύς ηρωισμός και αυτοθυσία, ωστόσο, ξαναλέω, τα θέματα που θίγονται, ιστορικά και ηθικά, είναι πολύ σημαντικά.
Ενδιαφέρον έχει η ανάγλυφη απεικόνιση της εκκλησίας ως μιας "διπλωματικής μηχανής" χωρίς ψυχή και κουράγιο, που όλο το μέλημά της είναι να διατηρήσει ισορροπίες και να παραμείνει ουδέτερη. Και αν κάποιος μπορεί πιθανώς να συμφωνήσει με αυτή την ουδετερότητα, έρχεται η τελευταία μικρή σκηνή για να δείξει πού οδηγεί αυτή. Οπότε, νομίζω η θέση του σκηνοθέτη είναι απόλυτα αντιεκκλησιαστική. Ωστόσο, να το τονίσουμε αυτό, και οι δύο ήρωες κινούνται, εκτός από την ηθική επιταγή, και από θρησκευτική, χριστιανική πίστη (και οι δύο είναι θρήσκοι). Οπότε νομίζω ότι ο Γαβράς διαχωρίζει εδώ τον "αγνό" χριστιανισμό με την όλη εκκλησιαστική (θεσμική δηλαδή) υποκρισία. Είστε ελεύθεροι να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2009

Η "ΛΑΜΨΗ" ΠΟΥ ΘΑ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ


Έχει ειπωθεί ότι ο Stanley Kubrick (1928-1999) άφησε το στίγμα του σε όποιο κινηματογραφικό είδος κι αν καταπιάστηκε, δημιουργώντας πάντα κλασικά φιλμ του κάθε ενός απ' αυτά. Και είναι γεγονός ότι στην καριέρα του έμοιαζε να θέλει να ασχοληθεί με κάθε κινηματογραφικό είδος: Πολεμικό, επιστημονική φαντασία, εποχής, μαύρη κωμωδία... Και, φυσικά, με τη "Λάμψη" (The Shining) του 1980 με τον τρόμο.
Τόσα χρόνια μετά, η "Λάμψη" νομίζω ότι διατηρεί αναλλοίωτη την ατμόσφαιρα και το μεγαλείο της. Η ιστορία της τριμελούς οικογένειας που δέχεται να περάσει ολόκληρο το χειμώνα σε ένα αποκλεισμένο ξενοδοχείο, αφού ο σύζυγος έχει αναλάβει τη συντήρησή του, παραμένει απόλυτα ανατριχιαστική: Το στοιχειωμένο ξενοδοχείο με το αιματηρό παρελθόν, η σταδιακή βύθιση του ήρωα στην παράνοια, ο αποκλεισμός από τον έξω κόσμο, όλα συντελούν στη δημιουργία μιας υποδειγματικής ατμόσφαιρας τρόμου.
Η ταινία σημαδεύεται βέβαια από δύο "ορόσημα": Την αξέχαστη ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον (ίσως ο αρχετυπικός παρανοϊκός σ' ολόκληρη την ιστορία του σινεμά) και την μεγαλειώδη σκηνοθεσία του Κιούμπρικ. Ο οποίος διατηρεί κι εδώ το περίφημο ψυχρό ύφος που τον διακρίνει, δουλεύει με πεντακάθαρη, κρυστάλλινη φωτογραφία και καταφέρνει να εναρμονίσει την παγωνιά που νοιώθουμε στη ψυχή με την παγωμένη, βαρυχειμωνιάτικη ατμόσφαιρα έξω από το ξενοδοχείο. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους αχανείς χώρους του έρημου, τεράστιου οικήματος, που είναι λαβυρινθώδες όπως και ο λαβύρινθος από θάμνους που βρίσκεται έξω απ' αυτό, όπως ο λαβύρινθος της ψυχής του ήρωα. Και καταφέρνει να μας τρομάζει διαρκώς στο οικείο εσωτερικό (στους διαδρόμους, στις πελώριες κουζίνες, στα σαλόνια) ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Ταυτόχρονα καταφέρνει να δημιουργάσει το εξής παράδοξο: Κλειστοφοβική ατμόσφαιρα (αφού δεν υπάρχει καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο, όπως είπαμε), σε έναν αχανή, έρημο χώρο, όπου οι τρεις μοναδικές ανθρώπινες φιγούρες μοιάζουν με μικροσκοπικά έντομα.
Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί κυρίως είναι ότι ο τρόμος του Κιούμπρικ καμία σχέση δεν έχει με τον τρόμο που συνηθίζεται στα περισσότερα σύγχρονα βλακώδη θρίλερ, που προσπαθούν να σε τρομάξουν με συνεχή "μπου" από φριχτά πλάσματα που εμφανίζονται ξαφνικά πίσω από πόρτες και ντουλάπες ή με πληθώρα σκηνών σπλάτερ. Εδώ ο τρόμος είναι βαθύς, ύπουλος, υπάρχει συνεχώς στην ψυχρή ατμόσφαιρα, προκύπτει από τους ίδιους τους άδειους χώρους χάρη στη μαεστρία του δημιουργού. Έτσι, η απλή σκηνή με τη σύζυγο που διαβάζει για πρώτη φορά σε ένα κομμάτι χαρτί που μόλις έβγαλε από τη γραφομηχανή το τι γράφει ο συγγραφέας άντρας της, γίνεται πολύ πιο τρομαχτική από εκατό σύγχρονους ακρωτηριασμούς ή κατά συρροήν δολοφόνους που πετιούνται απότομα μπροστά σου για να τρομάξουν πάλι τον θεατή που έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο σε εκατό παρόμοιες σκηνές.
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν δει τη "Λάμψη". Πρόκειται για μια κλασσική ταινία τρόμου, και δεν νοείται σινεμά τρόμου δίχως αυτή.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2009

ΠΥΛΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΣΤΡΑ... ΠΟΥ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕ


Θυμόμουν απλώς ότι όταν είχα δει παλιά το "Stargate" (1994) του Roland Emmerich δεν μου είχε αρέσει καθόλου. Έτυχε να το ξαναδώ πρόσφατα και η άποψή μου δεν άλλαξε. Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, που συσσωρεύει όμως τόσες απιθανότητες, αναληθοφάνειες και, το χειρότερο, κλισέ, ώστε η έντονη δράση δεν κατάφερε να απαλύνει την αρνητική εντύπωση.
Η ταινία συνδυάζει τα μυστήρια των αρχαίων Αιγυπτίων και τις πυραμίδες με εξωγήινους πολιτισμούς. Στην αρχή μάλιστα έχει και κάποιο ενδιαφέρον, καθώς οι επιστήμονες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά και τη χρησιμότητα της αλλόκοτης πύλης που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Από τη στιγμή όμως που η ομάδα των κομάντος (σιγά μη λείπανε αυτοί) με τον επιστήμονα τηλεμεταφέρονται στον άγνωστο πλανήτη, το πράγμα βυθίζεται σε μια ατέλειωτη επανάληψη χιλιοειδωμένων κλισέ. Όσο για τις απιθανότητες, τι να πρωτοθυμηθώ; Τον επιστήμονα που λύνει σε δύο λεπτά (κυριολεκτικά) τον γρίφο που απασχολούσε στρατό και επιστήμονες από τη δεκαετία του 20; Τον ίδιο επιστήμονα που σε χρόνο dt μαθαίνει ιερογλυφικά και συντομότατα συνενοείται άριστα με τους ντόπιους σε μια "αρχαία αιγυπτιακή διάλεκτο (!)"; Τους "απολίτιστους" ντόπιους που χειρίζονται άριστα τα πολυβόλα σε ελάχιστο χρόνο, πολεμώντας τους "κακούς"; Και υπάρχουν ασφαλώς κι άλλα που δεν μπορώ (ή βαριέμαι) να θυμηθώ. Όσο για τις εντυπωσιακές εικόνες της ιπτάμενης πυραμίδας, δεν μου βγάζετε απ' το μυαλό ότι είναι κλεμένες από το φοβερό κόμικς "Η γιορτή των Αθανάτων" του Bilal. Αφείστε που όλα τελειώνουν με τους "αγαθούς ιθαγενείς" να χαιρετούν ευγνώμονες στρατιωτικά τους κομάντος που τους έσωσαν...
Η ταινία ήταν αφορμή για να εμφανιστεί στην οθόνη για δεύτερη και τελευταία φορά στη σύντομη καριέρα του (μετά εγκατέλειψε το σινεμά) ο Joey Davidson, που είχε τον βασικό ρόλο του τραβεστί στο θαυμάσιο "Παιχνίδι των Λυγμών" δύο χρόνια πριν. Αν αυτό αποτελεί λόγο για να τη δείτε, ΟΚ. Δύσκολα θα βρω κάποιον άλλον. Άλλωστε πάντοτε αντιπαθούσα τον Emmerich, που είναι υπεύθυνος για μερικές από τις χειρότερες κατά τη γνώμη μου υπερπαραγωγές (που γνώρισαν βέβαια μεγάλη επιτυχία, αλοίμονο). Το έχω ξαναπεί: Δεν είμαι ντε και καλά εναντίον των υπερπαραγωγών, ούτε των ταινιών που γίνονται με αποκλειστικό σκοπό να ψυχαγωγήσουν (μ' αρέσουν κάμποσες ταινίες του Σπίλμπεργκ, ας πούμε). Αλλά και σ' αυτόν τον τομέα (δεν σκόπευε άλλωστε και κάπου αλλού) νομίζω ότι το Stargate αποτυγχάνει.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2009

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΩΣ "ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ"


Το 1977 ο Ingmar Bergman (1918-2007) γυρίζει "Το αυγό του φιδιού", που συχνά έχει γραφεί ότι είναι η μοναδική του ίσως πολιτική ταινία. Δεν διαφωνώ, πιστεύω όμως ότι είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό (ή από μόνο αυτό). Η ταινία είναι σίγουρα αρκετά διαφορετική σε σχέση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του Bergman, γι' αυτό ξένισε πολλούς από τους θαυμαστές του, που δεν τη θεωρούν σημαντική. Προσωπικά τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα - και κλειστοφοβική βεβαίως.
Διαδραματίζεται στο Βερολίνο της δεκαετίας του 20, όπου η φτώχεια (η ήττα στον Α' Πόλεμο είναι ακόμα νωπή), η εξαθλίωση και ο τερατώδης πληθωρισμός που εξανεμίζει κάθε εισόδημα κυριαρχούν. Ακόμα περισσότερο κυρίαρχος όμως στην πόλη είναι ο φόβος. Βρίσκεται διάχυτος στην ατμόσφαιρα, στις κουβέντες, στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι περιμένουν ότι το κακό θα ξεσπάσει σύντομα. Φήμες μιλούν για κάποιο πραξικόπημα που θα επιχειρήσει ένας γελοίος τύπος ονόματι Χίτλερ, ενώ οι πρώτες αναίτιες επιθέσεις εναντίον εβραίων έχουν αρχίσει. Ο ήρωας είναι ένας αμερικάνος καλλιτέχνης του τσίρκου, εβραίος κι ο ίδιος, που βρίσκεται παγιδευμένος εκεί μετά την αυτοκτονία του αδελφού του - αν και το παγιδευμένος είναι μια όχι τόσο ταιριαστή λέξη, αφού μοιάζει να έλκεται από την παρακμή των πάντων γύρω του, να μη θέλει να αντιδράσει, να κοιτά τα πάντα αποστασιοποιημένος, αμίλητος σχεδόν και ανέκφραστος, κάπως σαν τον "Ξένο" του Καμί. Σιγά - σιγά όμως ο κλοιός αρχίζει να γίνεται όλο και ασφυκτικότερος γύρω του.
Αυτό που βρίσκω εξαιρετικό στην ταινία είναι ότι ο Μπέργκμαν κατορθώνει να δώσει όλο αυτό το κλίμα φόβου και ανησυχίας, που τρυπώνει κυριολεκτικά μέσα από κάθε χαραμάδα, με εκπληκτικό τρόπο. Νοιώθουμε και μεις την κλειστοφοβία του ήρωα, την παράλυση των πάντων πριν το τελικό ξέσπασμα της φρίκης. Ταυτόχρονα - να και το πολιτικό στοιχείο - ο φασισμός που έρχεται παραλληλίζεται με το αυγό του φιδιού: Υπάρχει το τσόφλι και οι διάφορες μεμβράνες που σε εμποδίζουν να δεις καθαρά, πίσω τους όμως το ερπετό που θα εκκολάφτεί διακρίνεται σαφώς. Αυτή ακριβώς την τρομερή στιγμή μας περιγράφει η ταινία.
Το πολύ ασυνήθιστο για Μπέργκμαν είναι ότι το φιλμ αυτό, όσο προχωρά βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια ατμόσφαιρα που είναι πολύ κοντινή σ' αυτή των ταινιών τρόμου, με μια κατάληξη που αγγίζει ακόμα και την επιστημονική φαντασία. Η λογική του μεταγενέστερου "Μπραζίλ" (όχι ότι μοιάζει καθόλου, μη με παρεξηγήσετε) μας έρχεται κάπως στο νου, ενώ όλα συμβαίνουν σαν μέσα σε έναν αργό εφιάλτη. Κι αυτή ακριβώς είναι η καθαρή πολιτική θέση του Μπέργκμαν: Είναι τέτοια η πνιγηρή και ζοφερή ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ώστε δεν χρειάζεται να κάνει κάποιο πιο άμεσο, πιο κυριολεκτικό σχόλιο πάνω στον φασισμό.
Σας είπα στην αρχή ότι σε πολλούς δεν αρέσει το φιλμ, που το θεωρούν ξένο σώμα στη δουλειά του - αν και βρίσκουμε και εδώ παράλληλα με τα εξωτερικά, πολιτικά και άλλα γεγονότα, τη σκιαγράφηση της παράξενης ψυχολογίας του ήρωα. Προσωπικά θα διαφωνήσω, βρίσκοντάς το σαν ένα από τα πιο παράδοξα και γοητευτικά του μεγάλου δημιουργού.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2009

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΙ, ΠΥΞΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ


Το 1992 ο Alex Cox, σε σαφώς καλύτερη φόρμα από το "Straight to Hell", γυρίζει το "Death and the Compass", βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Μπόρχες. Πρόκειται για ένα είδος "πειραγμένου" αστυνομικού φιλμ, με ήρωα τον ντετέκτιβ Έρικ Λάνροτ, που ακολουθεί τις δικές του φιλοσοφικές, ενίοτε και μεταφυσικές, μεθόδους για να λύσει τις υποθέσεις του. Μια σειρά φόνων, στην προκειμένη περίπτωση, στους οποίους πιθανώς εμπλέκονται εβραίοι φανατικοί, μελετητές της καμπάλα.
Μόνο που ο Cox δεν ακολουθεί τη συνηθισμένη οπτική. Αντίθετα μετατρέπει την ταινία σ' ένα είδος "αστυνομικής επιστημονικής φαντασίας". Με την έννοια ότι επιλέγει η δράση να διαδραματίζεται σε μια φανταστική πόλη, σε ακαθόριστο τόπο και χρόνο, όπου μοναδικές αρχες μοιάζουν να είναι ο αστυνομικός διευθυντής και ο δήμαρχος κι όπου η αστυνομία είναι παντοδύναμη - εκτός από το απρόσιτο νότιο μέρος της, όπου βασιλεύει ο μυστηριώδης κακοποιός Red Scarlach, που μοιάζει να απολαμβάνει του θαυμασμού των κατοίκων. Με "ύπουλο" τρόπο, σε δεύτερα πλάνα και εκτός της βασικής ιστορίας, δείχνει σκηνές συνεχούς αστυνομικής αυθαιρεσίας, οι οποίες όμως περνούν ξώφαλτσα από τον μη παρατηρητικό θεατή ή, αν θέλετε, λειτουργούν σαν φόντο στη δράση. Η αφήγηση είναι κάπως ελλειπτική, το μπαγκράουντ των ηρώων δεν είναι πολύ σαφές, ενώ πολλά πράγματα για τον κόσμο που στήνει λέγονται υπαινικτικά, κυριολεκτικά σε δεύτερα πλάνα όπως είπα και πριν. Πέρασε αρκετή ώρα και έπρεπε να παρατηρήσω αρκετές μικρές, αδιόρατες λεπτομέρειες, και κυρίως να φτάσω στο απροσδόκητο, ανατρεπτικό φινάλε,
για να καταλάβω ότι όλο το πράγμα είναι ένα είδος παρωδίας των ιστοριών με ντετέκτιβ, ότι ο Cox λειτουργεί υπόγεια για να δημιουργήσει μικρές ρωγμές και να κατεδαφίσει τελικά την φαινομενικά άψογη εικόνα του ντετέκτιβ - σούπερ σταρ (που λειτουργεί για την πόλη κάπως μεταξύ σταρ της τηλεόρασης και μεσία).
Η ταινία διαθέτει πολλές πανέμορφες, ατμοσφαιρικές σκηνές και εικόνες, που κορυφώνονται στο τέλος και γενικά η δημιουργία ατμόσφαιρας είναι βασικό μέλημα του σκηνοθέτη. Περίεργο φιλμ, με ασυνήθιστο στιλ, που ίσως ξενίσει αρκετούς. Προσωπικά πάντως το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2009

Ο "ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ" ΚΑΙ ΟΙ ΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ


Τελικά ο Darren Aronofsky αποδεικνύεται ένας εντελώς απρόβλεπτος σκηνοθέτης. Διότι, τι σχέση έχει το σαλταρισμένο "π" με το εφιαλτικό "Ρέκβιεμ..." ή το μεταφυσικό / ρομαντικό "Fountain" με τον σπαρακτικό "Παλαιστή"; Εδώ ο Aronofsky "προσγειώνεται" ηθελημένα στο ρεαλισμό, βλέπει όμως τα πράγματα με μια εξαιρετική τρυφερότητα. "Τρυφερότητα μέσα σ' όλη αυτή την κτηνωδία που ονομάζεται κατς"; θα μου πείτε. Κι όμως!
Ο "Κριός" είναι πρωταθλητής του εν λόγω βάρβαρου "αθλήματος" (;;;) στη δεκαετία του 80, είναι απεχθώς φουσκωτός και καταναλώνει κάθε πιθανή ουσία που βρίσκει μπροστά του για να φουσκώσει κι άλλο τους μυς του (και όχι μόνο). Όπως είναι φυσικό αυτού του είδους η δόξα είναι εφήμερη. Η κατάρευση θα έρθει με μαθηματική ακρίβεια, στην δεκαετία του '00 δεν του επιτρέπεται να ανέβει στο ριγκ... και τα δύσκολα αρχίζουν. Με πρώτη και καλύτερη τη μοναξιά.
Ο σκηνοθέτης εξετάζει την ανθρώπινη, καθημερινή πλευρά του ήρωα, όταν πια τα φώτα της δημοσιότητας έχουν σβήσει. Και τότε διαπιστώνουμε ότι οι φτηνοί αυτοί ήρωες (εδώ με το κυριολεκτικό νόημα της λέξης ήρωας, όχι αυτό που σημαίνει τον πρωταγωνιστή μιας ταινίας) είναι στην πραγματικότητα παρίες, απόβλητοι του αμερικάνικου (και παγκόσμιου πλέον) ονείρου, πεταμένοι στα αζήτητα. Θα μου πείτε "μα είναι το παν μια συμβατική ζωή, με οικογένεια, γυναίκα, παιδάκια και μπάρμπεκιου"; Πιθανότατα όχι. Μόνο που για να ψάξει κανείς εναλλακτικές ή να αρνηθεί συνειδητά κάθε συμβατικότητα πρέπει να διαθέτει κάτι παραπάνω (ή, τέλος πάντων, διαφορετικό) απο τον μέσο όρο και φυσικά κάτι πολύ πολύ παραπάνω από το υπό το μηδέν IQ των ανθρώπων που εξετάζουμε. Οπότε γι' αυτούς αυτό που απομένει είναι το καθημερινό, το οικείο. Είναι όμως πολύ αργά πια γι' αυτό...
Από μια άλλη σκοπιά η ταινία θα μπορούσε να μιλά και για το τίμημα της εφήμερης δόξας γενικότερα, για το αναπόφευκτο τέλος, για το κενό της "μετά το πάρτι" εποχής. Γενικά πάντως κατόρθωσε να με συγκινήσει με έναν καθόλου μελό τρόπο (ο Κριός βλέπετε, εκτός από θύμα είναι και αυτοκαταστροφικός). Και βέβαια σ' ολόκληρο το φιλμ κυριαρχεί ένας συγκλονιστικός, στραπατσαρισμένος, πρώην γόης Μίκι Ρουρκ, που αν το δει κανείς γενικότερα παίζει ουσιαστικά τον εαυτό του. Είναι ένας από τους σημαντικότερους, αν όχι ο σημαντικότερος ρόλος του. Και σας προειδοποιώ, χρειάζονται γερά νεύρα για να αντέξετε την αιματηρή σκηνή της πάλης του πρώτου μέρους. Αλλά για να προσγειωθούμε και λίγο στο πρώτο επίπεδο των όσων βλέπουμε στο φιλμ, δεν μπορώ να μη μείνω άναυδος με όλη αυτή τη στημένη κτηνωδία του κατς, τη φτηνή διασκέδαση για απόλυτα ηλίθιους, το αδίστακτο γαργάλημα των χαμηλότερων ενστίκτων. Ο αντίπαλος του "δυνατού αμερικάνου" Κριού λέγεται... Αγιατολάχ και κουνά αραβικές σημαίες προκαλώντας το έξαλλο πλήθος - και φυσικά ηττάται προσχεδιασμένα από τον λευκό αμερικάνο. Είναι ό,τι πιο φτηνό και φασιστικό θα μπορούσε να υπάρξει. Και επειδή στο φιλμ καταγράφονται οι ανθρώπινες πλευρές όλως αυτών των "κτηνών", η μεταξύ τους συμπάθεια, οι φιλικές, συναδελφικές τους σχέσεις, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι τα αληθινά κτήνη, οι αληθινά επικίνδυνοι, είναι όλο αυτό το ανεγκέφαλο πλήθος που ουρλιάζει υστερικά γύρω από το ριγκ.
Χάρηκα που ο Aronofsky ξαναγύρισε στις πολύ καλές ταινίες (σας θυμίζω ότι εμένα το Fountain δεν μου άρεσε), έστω και με κάτι απρόβλεπτο για τα μέχρι τώρα δεδομένα του. Γιατί θεωρώ πολύ καλή ταινία τον "Παλαιστή". Από τις πιο δυνατές της χρονιάς.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Φεβρουαρίου 15, 2009

ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ "12" ΩΡΕΣ


Ο Nikita Mikhalkov και καλός σκηνοθέτης είναι και θαυμάσιες ταινίες έχει κάνει στο παρελθόν. Στο μακρινό παρελθόν δυστυχώς. Στο "12"  toy 2007 διασκευάζει τους "12 Ένορκους" του Σίντνεϊ Λούμετ, μεταφέροντάς τους όμως στη σύγχρονη, προβληματική από πολλές απόψεις Ρωσία. Τολμά να κάνει κάνει σχετικά ακραίο, το αν το πέτυχε όμως επαφίεται στις αντοχές σας. Τι ακραίο; Μα πρόκειται για ταινία 153' (πάνω από δυόμισι ώρες), που διαδραματίζεται ολόκληρη σε έναν και μόνο εσωτερικό χώρο.
12 ένορκοι αποσύρονται στο γυμναστήριο ενός σχολείου για να αποφασίσουν την τύχη του κατηγορούμενου, ενός νεαρού τσετσένου που σκότωσε τον ρώσο πατριό του, που ήταν και αξιωματικός. Η υπόθεση φαίνεται αρχικά εύκολη, η απόφαση ζήτημα λίγης ώρας, πλην όμως τα πράγματα θα αρχίσουν να μπερδεύονται όλο και πιο πολύ καθώς όλο και νέα στοιχεία έρχονται στο φως.
Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα, πάσχει όμως από αθεράπευτη θεατρικότητα. Όλο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να έχει παιχτεί στη σκηνή ενός θεάτρου. Από την άλλη μάλλον σύντομα καταλαβαίνει ο θεατής πού θα το πάει, καθώς ένας - ένας ένορκος με τη σειρά, ξεκινώντας από την υπόθεση, αρχίζει να βγάζει τα σώψυχά του, να αφηγείται την προσωπική του ιστορία - και συγχρόνως τις προσωπικές του θέσεις και απόψεις πάνω σε ποικίλα θέματα. Φτιάχνεται έτσι μια σαφής αλληγορία της κοινωνίας και των τάσεων που επικρατούν σ' αυτή ή, αν θέλετε να μιλήσουμε πιο εξειδικευμένα, της σύγχρονης ρωσικής κοινωνίας, καθώς το τραύμα του μακροχρόνιου πολέμου στην Τσετσενία μοιάζει να είναι πιο ανοιχτό από ποτέ (αν και, βέβαια, ο συγκεκριμένος αυτός πόλεμος δεν είναι παρά η αφορμή για να θιγούν άλλα κοινωνικά θέματα).
Εντάξει, ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία, υπάρχουν αντροπές και αποκαλύψεις, σχόλια, χαρακτήρες (προσχηματικοί μερικές φορές), αλλά το όλο πράγμα με κούρασε αρκετά και πολλές φορές νοστάλγησα τον παλιό καλό Mikhalkov. Ίσως το βρείτε ενδιαφέρον. Αλλά σας προειδοποίησα: Χρειάζονται αντοχές. Όσο για τις ιδεολογικές θέσεις του σκηνοθέτη, σηκώνουν κι αυτές πολλή συζήτηση.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2009

STRAIGHT TO HELL... ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ


Ήταν το 1987 όταν ο Alex Cox, στις δόξες του τότε (σήμερα έχει ψιλοχαθεί), δοκίμασε να κάνει ένα είδος φιλμικής πλάκας, που όμως δεν του βγήκε καθόλου. Το Straight to Hell είναι μια ταινία με προσχηματικό σενάριο (δίχως σενάριο θα ήταν ίσως καλύτερα να πω), δίχως ρυθμό και, μου φαίνεται, δίχως κανένα λόγο ύπαρξης.
Υποτίθεται ότι είναι ένα είδος παρωδίας γουέστερν, που διαδραματίζεται όμως στη σύγχρονη εποχή σε ένα άθλιο μεξικάνικο χωριουδάκι, με άφθονη βία, σεξ (όχι, δεν δείχνει πολλά πράγματα, υπονοεί όμως) και ήρωες που παίρνουν διάφορες πόζες και λένε ένα σωρό κλισέ ατάκες (επίτηδες φυσικά, γιατί είπαμε ότι είναι παρωδία). Και φυσικά όλα τελειώνουν με μια ολοκληρωτική σφαγή. Ωστόσο ο χαβαλές δεν βγαίνει με τίποτα, η πλοκή είνια ανύπαρκτη, το χιούμορ άστοχο και γενικά κατάφερα να βαρεθώ σε ένα υποτίθεται πλακατζίδικο πρότζεκτ. Είναι σαφές ότι ο Cox στόχευε να κάνει κάτι που θα γινόταν αυτόματα καλτ. Όπως όμως είπαμε και στην περίπτωση του πρόσφατου Sukiyaki Western Django, το καλτ σπανίως (και τυχαία) "κατασκευάζεται" εγκεφαλικά. Κάτι γίνεται καλτ από μόνο του, με την πάροδο του χρόνου.
Γιατί όμως θα γινόταν (υποτίθεται) καλτ η ταινία, πέραν του στοιχείου της παρωδίας (και γιατί ίσως αξίζει να τη δει κανείς σήμερα); Επειδή οι περισσότεροπι ηθοποιοί είναι γνωστοί μουσικοί, αλλά και σημαντικές προσωπικότητες του σινεμά, που εμφανίζονται τόσο σε μικρούς όσο και σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πάρτε ανάσα και ψάξτε να βρείτε: Σε δύο από τους βασικούς ρόλους ο μακαρίτης Joe Strummer των Clash και η Courtney Love, πριν κάνει πλαστικές και αλλάξει μύτη και άλλα. Και σε διάφορες, μεγαλύτερες ή συντομότερες εμφανίσεις, οι Pogue (ολόκληρο το συγκρότημα σε ρόλους παράνομων), ο Elvis Costello ως... μπάτλερ που σερβίρει καφέ στην καφεϊνομανή συμμορία, ο Ντένις Χόπερ, η Grace Jones, αλλά και ο ίδιος ο Τζιμ Τζάρμους αυτοπροσώπως. Ενώ ο πρωταγωνιστής μαύρος Sy Richardson είναι σίγουρο ότι θα σας θυμίσει τον μαύρο ήρωα του Pulp Fiction. Είναι σίγουρο ότι ο Ταραντίνο έχει επηρεαστεί άμεσα (και) από εκεί.
Αυτά για το καλτ του πράγματος. Άν θέλετε να το ψάξετε γι' αυτές και μόνο τις σπάνιες εμφανίσεις, ΟΚ. Πέραν τούτου ουδέν.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 13, 2009

Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΤΕΡΟΣ "ΕΝΟΙΚΟΣ" ΠΟΥ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΕΤΕ ΠΟΤΕ


Ο Roman Polanski είχε κι άλλη φορά ασχοληθεί με το θέμα της παράνοιας πριν τον "Ένοικο" (Le Locataire) του 1976, στην "Αποστροφή" συγκεκριμένα, που θεωρείται από μερικούς ως η πιστότερη εικόνα της σχιζοφρένειας που αποτυπώθηκε ποτέ στην οθόνη (αλλά και το "Μωρό της Ρόζμαρι" είχε νύξεις για πιθανή παράνοια της ηρωίδας). Στον "Ένοικο" όμως πάει το πράγμα πιο πέρα με πολλούς τρόπους.
Η ταινία περιγράφει το πώς ένας ήσυχος άνθρωπος που νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε μια παλιά πολυκατοικία του Παρισιού οδηγείται βαθμιαία στην τρέλα και στο συγκλονιστικό φινάλε. Και συγχρόνως απολαμβάνουμε τον ίδιο τον Πολάνσκι να πρωταγωνιστεί δίπλα σε μια πανέμορφη Ιζαμπέλ Αντζανί. Ωστόσο, πέραν της μελέτης της τρέλας, η ταινία επιδέχεται πολλαπλές άλλες αναγνώσεις και ερμηνείες.
Κυρίως μπορεί να θεωρηθεί ως παραβολή της επίδρασης του ασφυκτικού κοινωνικού περίγυρου πάνω στο άτομο. Είναι, βλέπετε, οι ψυχροί, σα ζόμπι, γείτονες ο καταλύτης που οδηγεί τον ήρωα στην τρέλα. Από την άλλη ο ήρωας αυτός είναι και ο ίδιος πειθήνιος, υποχωρητικός, έτοιμος να θυσιάσει τις επιθυμίες, τον τρόπο ζωής, την προσωπικότητά του τελικά, προκειμένου να γίνει αρεστός στο απρόσωπο, συντηρητικό, καταπιεστικό "σύνολο", αυτό που ορίζει τον περίφημο άχρωμο, άοσμο, δίχως ιδιότητες "μέσο άνθρωπο" (ο οποίος βεβαίως είναι και ιδιαίτερα πουριτανός και έτοιμος να τσακίσει κάθε διαφορετικό προκειμένου να θριαμβεύσει ο δικός του "καθώς πρέπει" τρόπος ζωής). Βέβαια κάποια στιγμή θα κάνει την επανάστασή του (ο ένοικος, εννοώ, όχι ο μέσος άνθρωπος), όταν θα αρνηθεί να υπογράψει για την έξωση μιας άλλης ενοίκου, αλλά θα είναι πια αργά. Η εσωτερική αρρώστια θα έχει προχωρήσει πολύ βαθιά... Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ότι ο Πολάνσκι δεν σκιαγραφεί ένα θετικό αντίθετο πόλο σε σχέση με τον δειλό ήρωα. Αντίθετα, ο τολμηρός φίλος του, που αψηφά τους γείτονες, την κοινή ησυχία και κάθε κανόνα, παρουσιάζεται σαν η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος σε σχέση με τους καταπιεστικούς γείτονες. Παρουσιάζεται σεν κτήνος, δίχως ίχνος ανθρωπιάς, που είναι έτοιμος να πατήσει σε πτώματα για να ικανοποιηθεί προσωπικά. Οπότε; Ο Πολάνσκι μοιάζει να παραδίδει μαθήματα μισανθρωπίας, καθώς μας δίνει μια ζοφερή εικόνα τόσο του υποταγμένου ανθρωπάκου, όσο και του ακριβώς αντίθετού του, αυτού που δεν υπολογίζει κανέναν πέραν του εαυτού του. Ή μήπως θέλει να μας υποδείξει την ύπαρξη ενός άλλου, τρίτου δρόμου που καλούμαστε να ανακαλύψουμε; Πάντως (δικο μου συμπέρασμα αυτό) νομίζω ότι θεωρεί πως ο φοβισμένος, παθητικός ανθρωπάκος του είναι, κατά κάποιον τρόπο, άξιος της μοίρας του, αφού ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να επαναστατήσει.
Παράλληλα, το περίφημο "κοινωνικό σύνολο", γκρίζο, καταθλιπτικό σαν την ίδια την πολυκατοικία, στιγματίζεται ως απόλυτα εχθρικό σε κάθε διαφορετικότητα, καθώς οι νύξεις για ρατσισμό, ομοφοβία και επιθυμία απομόνωσης οποιουδήποτε "δεν μας μοιάζει" είναι σαφέστατες.
Η ταινία, προειδοποιώ, γίνεται ζοφερή όσο προχωρά, στιγμές - στιγμές αγγίζει τα όρια της ταινίας τρόμου, καθώς ο ήρωας βυθίζεται όλο και πιο πολύ στους εφιάλτες και τις παραισθήσεις του. Παρά την σκοτεινιά της όμως, τη βρίσκω από τις δυνατότερες του δημιουργού της και ένα από τα συγκλονιστικότερα σχόλια πάνω σε όσα προαναφέραμε. Και είναι ίσως ευκαιρία να ανακαλύψετε και τον ζωγράφο, συγγραφέα και πολλά άλλα Topor, σε βιβλίο του οποίου βασίζεται.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2009

ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ (ΣΟΥΚΙΓΙΑΚΙ) ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ (ΤΖΑΝΓΚΟ) ΚΑΙ ΣΙΝΕ-ΑΧΤΑΡΜΑΣ


Ο Takashi Miike είναι ένας καλτ γιαππωνέζος σκηνοθέτης, που ούτε λίγο ούτε πολύ έχει γυρίσει (αν βάλουμε και τα τηλεοπτικά και τα απ' ευθείας σε βίντεο)... 70τόσες (εβδομηντακάτι, να το γράψω και ολογράφως) ταινίες σε 19 χρόνια καριέρας! Οι περισσότερες από αυτές είναι βεβαίως παντελώς b-movie, τα τελευταία χρόνια όμως οι προϋπολογισμοί του έχουν ανέβει. Πάντοτε υπερβίαιες, άρρωστες πολλές φορές (αίμα και σπέρμα, ξέρετε), κινούνται σε πολλά είδη και αρκετές απ' αυτές (όχι ότι έχω δει και πολλές βεβαίως) κυριολεκτικά δεν βλέπονται, αν και στη φιλμογραφία του περιλαμβάνεται και μια από τις πιο νοσηρές και εφιαλτικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, η συγκλονιστική Audition.
To Sukiyaki Western Django (2007) είναι αυτό που λέει ο σπαγγετογιαπωνέζικος τίτλος του: Μια παρωδία (μάλλον) σπαγγέτι γουέστερν, με το κλασσικό στόρι με τις δυο συμμορίες που λιμαίνονται ένα φτωχό χωριό, ώσπου έρχεται ο μυστηριώδης ξένος και ανατρέπει τα πάντα (ιδέα των "7 Σαμουράι" φυσικά, που στη συνέχεια υιοθέτησε στη δική του εκδοχή ο Λεόνε στο "Για μια χούφτα δολλάρια"). Μόνο που εδώ το χωριό είναι στη Νεβάδα, τα φτωχά σπίτια όμως έχουν γιαπωνέζικη αρχιτεκτονική, οι κάτοικοι και οι εισβολείς - συμμορίες είναι κανονικότατοι γιαπωνέζοι, οι οποίοι μιλάν αγγλικά με γιαπωνέζικη προφορά και οι οποίοι βεβαίως, εκτός από άψογο χειρισμό των εξάσφαιρων, είναι βαθείς γνώστες ανατολικών πολεμικών τεχνών, όπως η ξιφασκία. Η φωτογραφία είναι επίτηδες πειραγμένη, τα χρώματα έντονα και συχνά εξωπραγματικά και οι σκηνές με τον Ταραντίνο, που παίζει ένα χαρακτηριστικό ρόλο (λείπει ο Μάρτης απ' τη σαρακοστή;) έχουν οφθαλμοφανώς (επίτηδες φυσικά)ζωγραφισμένα σκηνικά.
Το θέμα είναι ότι όλη αυτή η άνευ λόγου βία, τα επαναλαμβανόμενα (επίτηδες και πάλι) κλισέ και η όλη αισθητική με έκαναν να βαρεθώ σύντομα και να περιμένω πώς και πώς να τελειώσει - με την καθιερωμένη πλήρη σφαγή φυσικά. Διότι άλλο ν' ανακατώνεις είδη, πράγμα που συχνά βρίσκω ενδιαφέρον, κι άλλο να κάνεις έναν πλήρη αχταρμά, τα επί μέρους συστατικά του οποίου μάλιστα έχουμε ξαναδει πάμπολλες φορές.
Φυσικά η ταινία είναι φτιαγμένη ως ένα είδος πλάκας (ευτυχώς ο Miike φαίνεται ότι ελάχιστες φορές παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του) και με ξεκάθαρο στόχο να γίνει καλτ. Μόνο που το καλτ σπανιότατα κατασκευάζεται εξ αρχής, ως πρόθεση. Γίνεται από μόνο του με την παροδο του χρόνου. Οπότε το όλο εγχείρημα μου φαίνεται πως σκάει σύντομα σα μια φανταχτερή τσιχλόφουσκα. Ίσως βέβαια κάποιοι το βρουν διασκεδαστικό. Εγώ πάντως δεν το κατάφερα.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 09, 2009

ΤΡΕΙΣ ΝΑΥΤΕΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ


Να λοιπόν που το "On the town" (όλα τα λεφτά ελληνικός τίτλος "Τρεις ναύτες και τρία κορίτσια"!) του 1949 των Stanley Donen και Gene Kelly παραμένει ένα διασκεδαστικό μιούζικαλ, κλασικό στο είδος του. Προσοχή όμως: Υπό προϋποθέσεις, και μάλιστα αρκετές, τις οποίες πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπ' όψιν του ο σύγχρονος θεατής, και ειδικά ο αμύητος στον κόσμο των αμερικάνικων μιούζικαλ: Έχω γράψει και αλλού ότι στο πάλαι ποτέ ένδοξο αυτό είδος το σενάριο περνάει σε δεύτερη (μπορεί και τρίτη) μοίρα. Αυτό που προέχει είναι τα τραγούδια, τα χορευτικά νούμερα, το θέαμα. Ειδικά όταν πρόκειται για κωμωδία, όπως εδώ, κάθε αληθοφάνεια πάει περίπατο. Ξεχάστε την 1949), λοιπόν απ' την αρχή. Αν μπείτε στο λούκι "μα αυτό δεν γίν1949), εται ούτε με σφαίρες", τότε χάσατε το παιχνίδι. Δεχτείτε λοιπόν τις απιθανότητες και τις τερατώδεις και κατ' εξακολούθησιν συμπτώσεις, και τότε θα διασκεδάσετε μια χαρά.
Διότι ο εξαιρετικός χορευτής Τζιν Κέλι, ο Φρανκ Σινάτρα και ο Ζιλ Μάνσιν είναι τρεις ναύτες, που βγαίνουν για 24 μόλις ώρες στη Νέα Υόρκη, την οποία και οι τρεις επισκέπτονται για πρώτη φορά. Στο 24ωρο αυτό πρέπει να δουν όλα τα αξιοθέατα, να γλεντήσουν σ΄όλα τα τρέντι μαγαζιά και... να βρούν κοπέλες. Δεν νομίζω βέβαια ότι αποτελεί σπόιλερ να πω ότι τα πετυχαίνουν όλα. Είπαμε, το θέμα δεν είναι το σενάριο. Είναι τα μουσικοχορευτικά νούμερα, είναι τα σκηνικά (αρκετά απ' αυτά κατασκευασμένα σε στούντιο, βεβαίως), τα όμορφα τραγούδια, οι έξυπνοι διάλογοι, και το κωμικό στοιχείο, που όσο προχωρά το φιλμ ανεβαίνει όλο και περισσότερο για να καταλήξει σ' ένα κρεσέντο στο φινάλε με μεταμφιέσεις, κυνηγητά αυτοκινήτων, μπάτσους κι άλλα πολλά, ενώ σ' όλη τη διάρκεια γίνονται και πολλά κινηματογραφοφιλικά λογοπαίγνια ή αστεία - αναφορές. Πρέπει όμως να έχει κανείς γνώση του παλιότερου σινεμά, προσώπων, έργων κλπ. για να τα πιάσει. Αναφέρονται, βλέπετε, στην προ 1949 εποχή... Έχει τέλος ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο τέτοιου είδους σενάρια έχουν επηρεάσει την ελληνική κωμωδία της δεκαετίας του 60, που τόσο συχνά βλέπουμε στην τηλεόραση. Δεν μιλώ μόνο για τον Δαλιανίδη και τα μιούζικάλ του, αλλά και για συγκεκριμένο στιλ αστείων, ιστοριών κλπ. Μόνο που εδώ βλέπουμε το πρωτότυπο.
Θα πρότεινα λοιπόν να οπλιστείτε με "αθωότητα", να μην πολυαναλύετε το τι ακριβώς συμβαίνει και να χαλαρώσετε. Τότε θα απολαύσετε ένα από τα κλασικότερα κωμικά αμερικάνικα μιούζικαλ.

Ετικέτες , ,

Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΧΡΟΝΟΥ


Έχετε ίσως βαρεθεί να με ακούτε να εκθειάζω το νέο ισπανικό σινεμά. Φαίνεται ότι εκεί κρύβεται μια ανεξάντλητη πηγή νέων ταλέντων. Μακάρι αυτό το "μπουμ" να βγει και παραέξω και να μη μένει σε άγνωστα dvd.
Το "Cronocrimenes" (Time Crimes), ας πούμε, του 2007, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Nacho Vigalondo. Δεν πρόκειται για καμιά μεγάλη ταινία, διαθέτει όμως πρωτότυπη σεναριακή ιδέα, η πλοκή της σε κρατά και γενικά είναι ένα ενδιαφέρον φιλμ, απ' αυτά που θα ικανοποιούσαν τις προσδοκίες από έναν πρωτοεμφανιζόμενο, με χαμηλό budget σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας (χωρίς καθόλου σχεδόν εφφέ, αν αυτό είναι που σας ενδιαφέρει), που για μια ακόμα φορά ασχολείται με τα παράδοξα που προκύπτουν από το ταξίδι στο χρόνο (και ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται προς τα πίσω): Όταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος ταξιδεύει άθελά του λίγες μόνο ώρες πίσω στο χρόνο, η ζωή του ανατρέπεται πλήρως και μπαίνει σε έναν απίστευτο φαύλο κύκλο με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η ιστορία είναι κάπως πολύπλοκη και ομολογώ ότι από κάποιο σημείο και πέρα δυσκολεύτηκα να παρακολοθήσω τη λογική της. Ίσως όσοι ασχοληθούν σε βάθος με το στόρι (πράγμα που δεν έκανα) να εντοπίσουν κάποια σεναριακά κενά. Ωστόσο ο ρυθμός είναι πολύ σωστός, με αποτέλεσμα να καθηλωθώ και να την παρακολουθήσω με ενδιαφέρον. Και βέβαια, άθελά μου, η σκέψη μου πήγε στους έλληνες αντίστοιχους πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες (καμιά δεκαριά κάθε χρόνο). Πόσοι απ' αυτούς μπορούν, αν μη τι άλλο, να αρθρώσουν έναν σωστό και στρωτό κινηματογραφικό λόγο; Αντιλαμβάνεστε ότι μελαγχόλησα...

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 06, 2009

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΜΟΓΓΟΛΟΥ


Ο Ρώσος Sergei Bodrov κάποτε είχε γυρίσει τον πολύ καλό "Αιχμάλωτο του Καυκάσου". Το 2007 όμως βρίσκεται πολύ μακριά απ' αυτόν, κάνοντας ένα αληθινό έπος - υπερπαραγωγή. Το "Mongol" του 2007 είναι η ιστορία του μογγόλου Τζένγκις Χαν, που κατέκτησε τον μισό κόσμο ιδρύοντας μια αχανή αυτοκρατορία. Η ταινία όμως αφηγείται το πρώτο μέρος μόνο της ζωής του (φαντάζομαι ότι θα έχουμε και συνέχεια): Τα παιδικά του χρόνια, την ενηλικίωση, τις διαρκείς φυλακίσεις και τα βάσανά του, μέχρι που μαζεύει στρατό και ξεκινά τις πρώτες του νίκες στη Μογγολία.
Ο Bodrov είναι πολύ ικανός σκηνοθέτης: Το έπος του Τεμουτζίν (αυτό ήταν το αληθινό
όνομα του Τζένγκις Χαν) δίνεται με πολύ εντυπωσιακές εικόνες, δυνατή αναπαράσταση της εποχής, φοβερά σκηνοθετημένες - χορογραφημένες θαρρείς - μάχες και ό,τι άλλο τέλος πάντων συνιστά ένα έπος. Ίσως σε κάποια σημεία να με κούρασε, καθώς νομίζω ότι το παρατραβά με τις συνεχείς συλλήψεις και αποδράσεις του ήρωά του, γενικά όμως πρόκειται για πραγματικά "χορταστική" ταινία (σε βαθμό μπουχτίσματος ίσως), που βαδίζει στα χνάρια του "Ήρωα" του Γιμού (αν και ο τελευταίος μου άρεσε περισσότερο).
Το βασικό πρόβλημα ωστόσο για μένα δεν είναι κινηματογραφικό, αλλά καθαρά ιδεολογικό: Ο Τζέγκις Χαν ένωσε βεβαίως τη χώρα του και την έκανε πανίσχυρη, αλλά ταυτόχρονα ήταν σφαγέας χιλιάδων ανθρώπων (όπως κάθε "μεγάλος" κατακτητής άλλωστε). Εδώ παρουσιάζεται δίχως το παραμικρό ψεγάδι. Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια πραγματική αγιογραφία ενός Ήρωα με τα όλα του. Τίποτα σκοτεινό, καμιά αμφισβήτηση μιας, αν μη τι άλλο, αμφιλεγόμενης ιστορικής προσωπικότητας (όπως και κάθε κατακτητής, επαναλαμβάνω). Και επειδή δεν πολυχωνεύω όλα αυτά τα "έσφαξα και έκαψα μερικά εκατομμύρια, αλλά, α... όλα κι όλα, έκανα τη πατρίδα μου ισχυρή και δοξασμένη", θα επιτρέψω στον εαυτό μου να βυθιστεί σε μια μικρή παράνοια και να υποψιαστεί ότι θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται και για μια παραβολή για τον Πούτιν. Έτσι κι αλλιώς για διάφορα είδη Μεσσία μιλάμε. Και μη σας φαίνεται εντελώς απίθανο αυτό. Υπενθυμίζω ότι μια από τις μεγαλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ο "Ιβάν ο Τρομερός" του Αϊζενστάιν ήταν μια παραβολή για τον Στάλιν, πράγμα που έγινε αντιληπτό και γι' αυτό και απαγορεύτηκε για χρόνια στη Ρωσία, αφού περιείχε και κάμποση κριτική κι όχι μόνο αγιογράφηση...
Τέλος πάντων, αυτά είναι ιδεολογικοπολιτικά θέματα. Οι φίλοι του έπους θα απολαύσουν ένα εντυπωσιακό σύγχρονο τέτοιο. Γι' αυτούς η ταινία συστήνεται.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ BRIAGADOON, Η ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΤΣ


Ο Vincente Minnelli (1903-1986), ένας από τους κατ' εξοχήν χολιγουντιανούς σκηνοθέτες, πέρασε από πολλά είδη. Το μελόδραμα και τα μιούζικαλ όμως είναι αυτά που τον χαρακτηρίζουν περισσότερο. Το Brigadoon του 1954 είναι ένα από τα μιούζικάλ του, μάλλον ξεχασμένο σήμερα. Όπου πραγματικά, ως σύγχρονος θεατής, πολύ δύσκολα αποφασίζεις αν θέλεις να θαυμάσεις ή να ενοχληθείς.
Η ιστορία του ομώνυμου μυθικού, χαμένου σκοτσέζικου χωριού, μπλέκεται με τόννους ρομαντισμού, αφέλειας και βέβαια, χορευτικών και τραγουδιών των Lerner και Loewe. O Minnelli υπήρξε πάντοτε ένας σκηνοθέτης των στούντιο. Προτιμούσε τα τεράστια κατασκευασμένα ντεκόρ από τα φυσικά σκηνικά. Ολόκληρο το τοπίο λοιπόν, τα δάση, τα βουνά και τα λουλούδια, και κυρίως το χωριό (που θυμίζει αυτό των χόμπιτ στο Lord of the Rings) είναι εμφανώς ψεύτικα, τρισδιάστατα ή ζωγραφισμένα. Τα χρώματα, ψεύτικα κι αυτά, άλλοτε εκτυφλωτικά κι άλλοτε παστέλ, μια αποθέωση του τεχνικολόρ, μπορεί να προκαλέσουν από απόλυτο θαυμασμό μέχρι αναγούλα και να χαρακτηριστούν από υπέροχα έως κιτς, ανάλογα με τα γούστα και τη διάθεση του κάθε σύγχρονου θεατή. Το ίδιο και η απίστευτα ρομαντική ιστορία με τον έρωτα του "μοντέρνου αμερικάνου" Τζιν Κέλλυ που ερωτεύεται (κεραυνοβόλα, εννοείται) την αθώα χωρικό, την πολύ όμορφη Σιντ Τσαρίς. Κάπου στα μισά της ταινίας εισβάλλει το στοιχείο του φανταστικού, του παραμυθιού, πάντοτε φυσικά στην υπηρεσία της αφέλειας και της αθωότητας.
Τελικά αυτή την "αθωότητα" (εντός ή εκτός εισαγωγικών) είναι που θεωρώ βασικό στοιχείο σε πολλά παρόμοια φιλμ, και κυρίως μιούζικαλ. Μια αθωότητα που μπορεί να αμφισβητηθεί με ένα σωρό τρόπους και από πολλές σκοπιές (είναι κατασκευασμένη στην πελώρια χολιγουντιανή μηχανή της εποχής, απομακρύνει συνειδητά από καυτά, ρεαλιστικά προβλήματα, γίνεται μόνο για τα λεφτά... να μερικές μόνο από τις κατηγορίες). Ωστόσο είναι αναμφισβήτητη αυτή η γλυκειά αφέλεια που αποπνέουν τα φιλμ αυτά - καθώς και η ψευδής κατά τη γνώμη μου θέση ότι "αν το θέλεις πολύ, γίνεται". Αν μπορεί κανείς σήμερα να αφεθεί σ' αυτές δίχως να βαρεθεί, και έχοντας πάντοτε στο μυαλό του τις κατηγορίες που μπορούν να τουςς αποδοθούν, μερικές μόνο από τις οποίες ανέφερα, ίσως περάσει καλά. Ξεροντας πολύ καλά βεβαίως, ότι άυτά που βλέπει "δεν γίνονται".

Ετικέτες ,

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009

Ο ΜΠΕΝΖΑΜΙΝ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ ΧΡΟΝΟΣ


Αναλύεις μια ταινία σε πολλά μικρά μέρη ή την εξετάζεις κάθε φορά από μια διαφορετική οπτική. Τα επί μέρους αποτελέσματα είναι όλα άψογα. Ωστόσο το σύνολο δεν σε ενθουσιάζει τόσο κι ας σ' αρέσει και η σκηνοθεσία, και η πρωτότυπη ιστορία και η φωτογραφία και τα εφφέ... Είναι σπάνιο, αλλά αυτό μου συνέβει με το "The Curious Case of Benjamin Button" (Η απίστευτη ιστορία του Μ.Μ.) του David Fincher. Και, να φανταστείτε, εκτός όλων των παραπάνω, θεωρώ τον Fincher σαν έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της εποχής μας...
Η ταινία, που ως γνωστόν αφηγείται την αλλόκοτη ιστορία ενός ανθρώπου που γεννιέται γέρος (περίπου 80άρης) και χρόνο με τον χρόνο γίνεται νεότερος, ώσπου καταλήγει να γίνει το φυσιολογικό εξωτερικά (μόνο εξωτερικά όμως) βρέφος που δεν υπήρξε ποτέ, διαθέτει μια σειρά από αναμφισβήτητες αρετές: Υπέροχες εικόνες και εντυπωσιακή, καφέ - ώχρα φωτογραφία, γνήσιες στιγμές συγκίνησης, κυρίως προς το τέλος, καλές ηθοποιίες, εκπληκτικά μακιγιάζ (με τον Μπραντ Πιτ και την Κέιτ Μπλάνσετ να περνάν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας από όλες τις πιθανές ηλικίες), εξαιρετικούς δεύτερους ρόλους (Τίλντα Σουίντον, Ελίας Κοτέας, Τζούλια Όρμοντ κλπ.) και αρκετό προβληματισμό πάνω στο χρόνο που κυλά αδυσώπητα, στο εφήμερο των ανθρώπινων σχέσεων, την ματαιότητα των πάντων τελικά. Και συγχρόνως είναι και μια καλοφτιαγμένη τοιχογραφία της ιστορίας της Αμερικής του 20ού αιώνα. Τι μου φταίει λοιπόν;
Πολύ απλά, το ότι με κούρασε. Εξ αιτίας κυρίως της ατέλειωτης διάρκειάς της (166' είναι αυτά) και των σχετικά αργών ρυθμών (οι οποίοι συχνά δεν με ενοχλούν, το έχω ξαναπεί, αλλά εδώ λειτούργησαν μάλλον αρνητικά). Ίσως βέβαια να έφταιγε και το ότι, παρά το ότι το φιλμ ανήκει τυπικά στο χώρο του φανταστικού, είχα διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού μου το ότι όλα δείχνουν ότι ο Fincher μοιάζει να έχει εγκαταλείψει τον χώρο της "αρρώστιας" (με την καλή έννοια) που τον ανέδειξε (σκεφτείτε τα Alien 3, Fight Club, Seven) και σαν βασικό στόχο να έχει πλέον τα πολλά Όσκαρ, με μια ταινία κομένη και ραμένη γι' αυτά. Και βέβαια με εντυπωσιάζει και πάλι η άνεση με την οποία μπορεί να το κάνει κι αυτό, αλλά επιτρέψτε μου να μου λείπει ο παλιός, καλός (κατ' εμέ τουλάχιστον) εαυτός του. Ίσως αν η ταινία ήταν λιγότερο φλύαρη (= μεγαλεπήβολη) να χαιρέτιζα με ενθουσιασμό κι αυτή τη νέα του κατεύθυνση. Προς το παρόν μένω με την ανάμικτη αίσθηση ότι είδα κάτι πολύ όμορφο, πλην όμως κάπως βαρετό.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2009

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΝΤΡΙΓΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑΝΕ


Το κλασικό χολιγουντιανό μιούζικαλ είναι ένα "δύσκολο" είδος: Ή το αγαπάς ή το απεχθάνεσαι βαθύτατα. Κι έχει κι ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό: Η "υπόθεση", το στόρι, περνά σε δεύτερη μοίρα. Η μερίδα του λέοντος πέφτει στα εκπληκτικά ενίοτε χορευτικά νούμερα, στη μουσική και τα τραγούδια.
Έτσι συμβαίνει, για παράδειγμα, στο "The Barkleys of Broadway" ("Τα φτερωτά παπούτσια" ο ελληνικός τίτλος) του Charles Walters (1911-1982), που γυρίστηκε το 1949. Στο οποίο, βέβαια, και μόνο η παρουσία του αρχετυπικού ζεύγους του αμερικάνικου μιούζικαλ, του Φρεντ Αστέρ και της Τζίντζερ Ρότζερς, αρκεί για να το κάνει να θεωρηθεί κλασικό. Είναι μάλιστα και η τελευταία φορά που το θρυλικό ζύγος εμφανίστηκε μαζί στην οθόνη.
Οι δύο σταρ παίζουν στην ουσία τον εαυτό τους: Οι Barkleys είναι ένα διάσημο χορευτικό ζευγάρι εντός και εκτός σκηνής, σούπερ σταρ στα μουσικά θέατρα του Μπρόντγουει. Στην προσωπική ζωή τους ενσαρκώνουν αυτό που θα λέγαμε "εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε". Τις τρυφερές ερωτικές στιγμές διαδέχονται ομηρικοί καυγάδες και το σίριαλ συνεχίζεται για χρόνια. Κάποτε θα χωρίσουν, εκείνη θα ασχοληθεί με το "σοβαρό" θέατρο... και οι παρεξηγήσεις και οι κωμικοτραγικές καταστάσεις εν μέσω χορευτικών θα προσπαθήσουν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή.
Δίχως να έχω βαθειά γνώση των μιούζικαλ, αυτό εδώ δεν πρέπει να είναι από τα πολύ μεγάλα. Περιέχει όμως - ανάμεσα σε μερικά μάλλον βαρετά - και ορισμένα εκπληκτικά νούμερα, όπως αυτό με τα ζευγάρια παπουτσιών που χορεύουν μόνα τους γύρω από έναν έκπληκτο Φρεντ Ασταίρ (απ' όπου πήρε και τον ελληνικό τίτλο το φιλμ) και το συγκινητικό χορευτικό με το πολύ όμορφο τραγούδι του μεγάλου Γκέρσουιν They can't take that away from me (η υπόλοιπη μουσική είναι του Harry Warren). Και βέβαια είναι πάντοτε άξια θαυμασμού η τέλεια χημεία του ζεύγους στη σκηνή, ο συγχρονισμός και ο φοβερός ρυθμός (του Ασταίρ κυρίως) στις κλακέτες.
Να πω τώρα ότι βρήκα την ταινία συντηρητική όσον αφορά στα ερωτικά και μάλλον μισογύνικη, καθώς ουσιαστικά κάνει μια ακόμα παραλλαγή του μύθου του Πυγμαλίωνα, που διαμορφώνει σαν γλύπτης το "άμορφο υλικό" που αρχικά είναι η γυναίκα του; Είπαμε: Αυτά πρέπει να τα έχουνε εξ αρχής υπ' όψη όταν μιλάμε για τα περισσότερα φιλμ που προέρχονται από το "βαθύ Χόλιγουντ" (και μάλιστα τόσο παλιά).

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker