Παρασκευή, Μαΐου 14, 2010

ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΗ "ΣΙΩΠΗ"


Με τη "Σιωπή" (Tystnaden) του 1963 ο Ingmar Bergman (1918-2007) κάνει μια από τις σπαρακτικότερες ταινίες του. Δράμα δωματίου (το μεγαλύτερο μέρος διαδραματίζεται στα δωμάτια ή στους έρημους διαδρόμους ενός ξενοδοχείου), το φιλμ αυτό με την πολύ καλή, σχεδόν εξπρεσιονιστική φωτογραφία, κυλά αργά και βλέπεται δύσκολα από μη υποψιασμένους θεατές.
Μιλά για τη "άρρωστη" σχέση μίσους ανάμεσα σε δυο αδελφές, μία που αργοπεθαίνει και μία άλλη που απολαμβάνει υλικά μόνο και δίχως συναισθήματα τη ζωή - το σεξ για να είμαστε ακριβέστεροι. Με ελάχιστα πρόσωπα και λίγους, αραιούς διαλόγους, καταφέρνει να δημιουργήσει μια κλειστοφοβική, αποπνικτική ατμόσφαιρα, ενώ το βασικό στοιχείο που κυριαρχεί είναι η αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους και η μοναξιά. Οι αδελφές μισούν η μία την άλλη, κανείς δεν μπορεί να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους αφού (συμβολικό αυτό) βρίσκονται σε μια ξένη χώρα της οποίας τη γλώσσα δεν ξέρουν, το σεξ γίνεται μόνο μηχανικά, δίχως έρωτα, η αγάπη απουσιάζει παντελώς. Η κόλαση είναι σ' αυτήν εδώ τη ζωή, μοιάζει να μας λέει ο μεγάλος δημιουργός ή, αν προτιμάτε τη γνωστή ρήση του Σαρτρ, "η κόλαση είναι η άλλοι". Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ένα άλλο στοιχείο που κυριαρχεί στην ταινία είναι η διαρκής ζέστη, που κάνει ακόμα πιο αποπνικτική την ατμόσφαιρα και την πλησιάζει σ' αυτήν της κόλασης που ο μέσος άνθρωπος έχει στο μυαλό του.
Όπως καταλαβαίνετε όλα εδώ λειτουργούν συμβολικά. Το μεγάλο, έρημο ξενοδοχείο, ο γέρος θαλαμηπόλος που, όπως έχει γραφτεί, "θα μπορούσε να είναι κλειδοκράτορας του κάτω κόσμου", η ξένη χώρα και η έλλειψη επικοινωνίας λόγω άγνοιας της γλώσσας, οι γκροτέσκοι νάνοι που κατοικούν στο ξενοδοχείο, ακόμα και η εξωτερική απειλή, καθώς σε μία από τις σπάνιες εξωτερικές σκηνές, βλέπουμε ένα τανκς να διασχίζει τους έρημους νυχτερινούς δρόμους, παραπέμποντας έτσι σε δικτατορία ή πόλεμο που σοβεί στην ανώνυμη χώρα και εντείνοντας το κλίμα της απειλής.
Ο Μπέργκμαν είχε δηλώσει λίγο καιρό πριν την ταινία ότι δεν πιστεύει πια στην ύπαρξη του θεού "και από τότε που το αποδέχτηκε αυτό νοιώθει πολύ καλύτερα" (ας μη ξεχνάμε ότι είχε ανατραφεί σε καταπιεστικό, θρησκευτικό περιβάλλον από πάστορα πατέρα). Έτσι, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, η ταινία μιλά ουσιαστικά για τον "θάνατο του θεού". Το θέμα είναι (το πρόβλημα για πολλούς) ότι όταν αποδεχτείς τη μη ύπαρξη θεού, τότε συνειδητοποιείς την ανθρώπινη μοναξιά και αντιλαμβάνεσαι ότι ο θάνατος είναι απλώς το τέλος και τίποτα παραπάνω και ότι όλα αυτά περί αιωνιότητας δεν ισχύουν. Όπως τα περισσότερα πράγματα, ο θάνατος της πίστης έχει διττά αποτελέσματα: Την απελευθέρωση από μια σειρά από δεσμά και την ελευθερία του ανθρώπου από έναν "ουράνιο μπαμπούλα", αλλά και αυτά που μόλις περιγράψαμε προηγουμένως. Τη ζοφερή πλευρά του θέματος, την κυριαρχία της μοναξιάς και την έλλειψη ανθρώπινης επαφής εικονογραφεί λοιπόν το κλασικό αυτό φιλμ.
Στην εποχή του είχε προκαλέσει σκάνδαλο και είχε λογοκριθεί σε πολλές χώρες λόγω κάποιων σεξουαλικών σκηνών που περιέχει. Σήμερα αυτό μας φαίνεται αστείο. Ήταν όμως η πρώτη φορά σε μη πορνογραφικό φιλμ που δειχνόταν όχι κάτι τολμηρό με τα σημερινά δεδομένα, αλλά απλώς η διαδικασία του σεξ, πέρα από το αρχικό φιλί όπου έμεναν όλα στις παλιότερες ταινίες, καθώς και το ωμό, σκέτο σεξ δίχως έρωτα και συναισθήματα. Αλλά αυτό δεν είναι η ουσία της ταινίας.
Θα μπορούσε να είναι θεατρικό, η υπέροχη φωτογραφία όμως και η υποβλητική σκηνοθεσία το κάνουν πέρα για πέρα σινεμά. Και υπάρχουν και οι πολύ δυνατές ερμηνείες των δύο γυναικών. Έτσι μπορούμε να μιλάμε για ένα αποπνικτικό (αυτή κατά τη γνώμη μου είναι η λέξη που το χαρακτηρίζει περισότερο) και ζοφερό αριστούργημα. Μάλλον για λίγους όμως.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

ΦΑΝΥ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ


Το 1982 ο Ingmar Bergman (1918-2007) γυρίζει το "Φάνυ και Αλέξανδρος" (Fanny och Alexander), που κατά τη γνώμη μου είναι αριστουργηματικό. Μας μεταφέρει στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου, μέσα από τα μάτια των ομώνυμων παιδιών, παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν σε μια σουηδική εύπορη οικογένεια. Πολυμελής, (γιαγιά, τρεις παντρεμένοι γιοι, εγγόνια, υπηρετικό προσωπικό), παρά τα προβλήματα μερικών από τα μέλη της, αποτελεί ένα είδος παράδεισου, λιμανιού για τα μέλη της. Συμβολικά μιλώντας, ας πούμε ότι εκπροσωπεί το καλό, ή, τέλος πάντων, την καλή ζωή όπως την εννοεί ο Μπέργκμαν.
Ο σκηνοθέτης δεν θα λέγαμε ότι εξετάζει το θέμα του πολιτικά. Αυτό που κάνει δεξιοτεχνικά είναι μια τομή στην κοινωνία, δίνοντάς μας τρεις χαρακτηριστικές πλευρές της:
Την καλοζωισμένη πλούσια οικογένεια, με μπαγκράουντ ηθοποιών. Στο βασίλειο αυτό της ευμάρειας, κυρίαρχο στοιχείο είναι η ανεκτικότητα. Παντού βασιλεύει μια θετική, ηδονιστική άποψη για τη ζωή. Τα μέλη της αγαπούν το καλό φαϊ, τον έρωτα και το σεξ, τις γιορτές, τις τέχνες. Είναι ανεκτικοί στις ερωτικές ατασθαλίες (ο ένας γιος διατηρεί φανερά σύζυγο και ερωμένη, που συνυπάρχουν αρμονικά), στις ιδιορυθμίες κάποιων άλλων (αποδέχονται το πάθος του άλλου γιου για το θέατρο ή την κλίση προς το ποτό του τρίτου). Τα προβλήματα βέβαια υπάρχουν, η γενναία δόση ανεκτικότητας όμως καταφέρνει να εξομαλύνει τα πάντα.
Στον αντίποδα βρίσκεται ο απόλυτα μαζοχιστικός χριστιανισμός του επισκόπου (που, σημειωτέον, βρίσκεται κι αυτός σε εξ ίσου υψηλή κοινωνική θέση, άρα το θέμα δεν είναι ταξικό). Λιτός, ασκητικός, αυστηρός, καταπιεστικός, μοιάζει να μισεί κάθε ηδονή και χαρά της ζωής εν ονόματι ενός διεστραμένου προτεσταντικικής φύσης χριστιανικού, που υπέρτατο ιδανικό του είναι η αγνότητα (που σημαίνει η αποχή σχεδόν από τα πάντα). Όταν ο επίσκοπος παντρεύεται τη χήρα μητέρα των παιδιών, η ζωή τους μετατρέπεται αυτόματα σε κόλαση, όπου κάθε εκδήλωση χαράς απαγορεύεται αυστηρά. Η άρνηση αυτή της ζωής έρχεται σε συγκλονιστική αντίθεση με την απόλυτη κατάφασή της που είδαμε προηγουμένως. Δεν ξέρω η αυστηρότητα αυτή είναι η ουσία του προτεσταντικού δόγματος ή μία διαστρέβλωσή του, ό,τι και νά' ναι όμως, πρόκειται για απόλυτη διαστροφή.
Ο τρίτος πόλος είναι οι εβραίοι. Το σύντομο πέρασμα από την εβραϊκή οικογένεια καταδεικνύει ένα βασίλειο του μυστικισμού, του ελαφοϊσκιωτου, της αγάπης για το υπερφυσικό και το μυστηριώδες (και, ταυτόχρονα, για το εμπόριο). Το σπίτι τους είναι χαώδες, ασφυκτικά γεμάτο από παράξενα αντικείμενα, δαιδαλώδεις διαδρόμους, κρυφές πόρτες και κρυμμένα μυστικά. Ίσως η κοινωνία αυτή να συμβολίζει το άγνωστο, που ωστόσο ζει δίπλα μας.
Η εικαστική απόδοση όλων αυτών είναι εκπληκτική. Το βαρυφορτωμένο, έντονα μπαρόκ, χαρούμενο, φωτεινό και μόνιμα γιορτινό σπίτι της οικογένειας Έκνταλ, με το κόκκινο χρώμα να κυριαρχεί εκτυφλωτικά σε κάθε σκηνή (προφανώς χρώμα της κατάφασης της ζωής για τον Μπέργκμαν), δίνει τη θέση του στο ψυχρό, λιτό, γυμνό, γκρίζο σα φυλακή, στερημένο από χαρά, ιεραρχικό περιβάλλον του σπιτιού του επισκόπου, κι αυτό με τη σειρά του στο απόλυτα παράδοξο, μυστηριώδες, σκοτεινό, βαρυφορτωμένο κι αυτό (αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους Έκνταλ) εβραϊκό σπίτι. Νομίζω ότι σπάνια το σινεμά έχει φτάσει σε τόσο υψηλό εικαστικό επίπεδο, προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Και μέσα σ' όλα αυτά διακριτική, αλλά συνεχή σχεδόν παρουσία, έχει το στοιχείο του υπερφυσικού. Τα φαντάσματα που βλέπει ο μικρός Αλέξανδρος είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο τρόπος του σκηνοθέτη για να μας πει ότι όσα ζήσαμε, καλά ή κακά, δεν διαγράφονται ποτέ, αλλά μας σημαδεύουν ανεξίτηλα σ' όλη μας τη ζωή. Και φυσικά πλείστα άλλα θέματα θίγονται στην υπέροχη αυτή τοιχογραφία: Το ερώτημα για την ύπαρξη ή μη του θεού, η σταδιακή αμφισβήτηση προς αυτόν του Αλέξανδρου, η σύγκρουση του παιδιού με τον επίσκοπο - πατριό, που θα μπορούσε να είναι η σύγκρουση της παλιάς με τη νέα γενιά και πλείστα άλλα. Ιδιαίτερα το θέμα του θεού σηκώνει πάρα πολλή συζήτηση όσον αφορά την αντιμετώπισή του από το φιλμ, που μοιάζει να τον απορρίπτει και να τον αποδέχεται ταυτόχρονα, που ωστόσο θα μας έπαιρνε πάρα πολύ χώρο αν γινόταν εξονυχιστικά.
Τρίωρης διάρκειας, με αργούς ρυθμούς στο πρώτο κυρίως μέρος, δεν με κούρσε καθόλου παρ' όλα αυτά. Όταν το περιεχόμενο είναι τόσο πλούσιο και πολυσήμαντο, οι αργοί ρυθμοί δεν με ενοχλούν καθόλου. Ίσως μάλιστα να είναι απόλυτα ταιριαστοί με την οπτική πανδαισία που απολαμβάνουμε.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2009

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΩΣ "ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ"


Το 1977 ο Ingmar Bergman (1918-2007) γυρίζει "Το αυγό του φιδιού", που συχνά έχει γραφεί ότι είναι η μοναδική του ίσως πολιτική ταινία. Δεν διαφωνώ, πιστεύω όμως ότι είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό (ή από μόνο αυτό). Η ταινία είναι σίγουρα αρκετά διαφορετική σε σχέση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του Bergman, γι' αυτό ξένισε πολλούς από τους θαυμαστές του, που δεν τη θεωρούν σημαντική. Προσωπικά τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα - και κλειστοφοβική βεβαίως.
Διαδραματίζεται στο Βερολίνο της δεκαετίας του 20, όπου η φτώχεια (η ήττα στον Α' Πόλεμο είναι ακόμα νωπή), η εξαθλίωση και ο τερατώδης πληθωρισμός που εξανεμίζει κάθε εισόδημα κυριαρχούν. Ακόμα περισσότερο κυρίαρχος όμως στην πόλη είναι ο φόβος. Βρίσκεται διάχυτος στην ατμόσφαιρα, στις κουβέντες, στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι περιμένουν ότι το κακό θα ξεσπάσει σύντομα. Φήμες μιλούν για κάποιο πραξικόπημα που θα επιχειρήσει ένας γελοίος τύπος ονόματι Χίτλερ, ενώ οι πρώτες αναίτιες επιθέσεις εναντίον εβραίων έχουν αρχίσει. Ο ήρωας είναι ένας αμερικάνος καλλιτέχνης του τσίρκου, εβραίος κι ο ίδιος, που βρίσκεται παγιδευμένος εκεί μετά την αυτοκτονία του αδελφού του - αν και το παγιδευμένος είναι μια όχι τόσο ταιριαστή λέξη, αφού μοιάζει να έλκεται από την παρακμή των πάντων γύρω του, να μη θέλει να αντιδράσει, να κοιτά τα πάντα αποστασιοποιημένος, αμίλητος σχεδόν και ανέκφραστος, κάπως σαν τον "Ξένο" του Καμί. Σιγά - σιγά όμως ο κλοιός αρχίζει να γίνεται όλο και ασφυκτικότερος γύρω του.
Αυτό που βρίσκω εξαιρετικό στην ταινία είναι ότι ο Μπέργκμαν κατορθώνει να δώσει όλο αυτό το κλίμα φόβου και ανησυχίας, που τρυπώνει κυριολεκτικά μέσα από κάθε χαραμάδα, με εκπληκτικό τρόπο. Νοιώθουμε και μεις την κλειστοφοβία του ήρωα, την παράλυση των πάντων πριν το τελικό ξέσπασμα της φρίκης. Ταυτόχρονα - να και το πολιτικό στοιχείο - ο φασισμός που έρχεται παραλληλίζεται με το αυγό του φιδιού: Υπάρχει το τσόφλι και οι διάφορες μεμβράνες που σε εμποδίζουν να δεις καθαρά, πίσω τους όμως το ερπετό που θα εκκολάφτεί διακρίνεται σαφώς. Αυτή ακριβώς την τρομερή στιγμή μας περιγράφει η ταινία.
Το πολύ ασυνήθιστο για Μπέργκμαν είναι ότι το φιλμ αυτό, όσο προχωρά βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια ατμόσφαιρα που είναι πολύ κοντινή σ' αυτή των ταινιών τρόμου, με μια κατάληξη που αγγίζει ακόμα και την επιστημονική φαντασία. Η λογική του μεταγενέστερου "Μπραζίλ" (όχι ότι μοιάζει καθόλου, μη με παρεξηγήσετε) μας έρχεται κάπως στο νου, ενώ όλα συμβαίνουν σαν μέσα σε έναν αργό εφιάλτη. Κι αυτή ακριβώς είναι η καθαρή πολιτική θέση του Μπέργκμαν: Είναι τέτοια η πνιγηρή και ζοφερή ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ώστε δεν χρειάζεται να κάνει κάποιο πιο άμεσο, πιο κυριολεκτικό σχόλιο πάνω στον φασισμό.
Σας είπα στην αρχή ότι σε πολλούς δεν αρέσει το φιλμ, που το θεωρούν ξένο σώμα στη δουλειά του - αν και βρίσκουμε και εδώ παράλληλα με τα εξωτερικά, πολιτικά και άλλα γεγονότα, τη σκιαγράφηση της παράξενης ψυχολογίας του ήρωα. Προσωπικά θα διαφωνήσω, βρίσκοντάς το σαν ένα από τα πιο παράδοξα και γοητευτικά του μεγάλου δημιουργού.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker