Σάββατο, Νοεμβρίου 29, 2008

Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΛΛΟΝ ΑΣΤΕΙΟ ΣΠΛΑΤΕΡ


Προσωπικά το αγνοούσα, αλλά έμαθα ότι πρόκειται για μια σειρά βραζιλιάνικων ταινιών τρόμου (και σπλάτερ) με ήρωα τον φριχτό και σαδιστή Coffin Joe, που υπάρχει από τη δεκαετία του 60 από τον ίδιο πάντα σκηνοθέτη, τον José Mojica Marins. Το τελευταίο πόνημα της σειράς είναι η "Ενσάρκωση του Κακού" (Encarnacao do Demonio, 2008). Όπου ο εν λόγω Coffin Joe, ο οποίος είναι ένας σαδιστής σίριαλ κίλερ, αλλά με υπερφυσικές ικανότητες, κάτι σαν επί γης ενσάρκωση του Κακού, συνεχίζει την αναζήτησή του (προφανώς αυτό έκανε και στις άλλες ταινίες της σειράς): Να βρει την τέλεια γυναίκα που θα κάνει το παιδί του, ώστε να διαιωνιστεί το "είδος". Μόνο που τώρα, 40 χρόνια μετά την αρχή των περιπετειών του, αποφυλακίζεται (είχε κλειστεί μέσα ως κοινός σίριαλ κίλερ) και, γέρος ών, συνεχίζει ακάθεκτος. Ταυτόχρονα σκοτώνει με εφιαλτικούς (και ευρηματικούς) τρόπους γυναίκες που δεν κρίνει "τέλειες" (ομολογώ ότι δεν κατάλαβα ακριβώς τα κριτήριά του), ενώ υπάρχουν και "αφηρημένες" σκηνές από εφιάλτες, όπου ο ήρωας οδηγείται στην κόλαση, καθώς και ασπρόμαυρες σκηνές - φλας μπακ από... προηγούμενες ταινίες του.
Αυτά τα ωραία. Η ταινία διαθέτει μπόλικο κιτς, έντονο μπαρόκ στοιχείο (βαρυφορτωμένα σκηνικά, πομπώδη μουσική, βαρύ, στομφώδες παίξιμο από τον πρωταγωνιστή κλπ). Ο οποίος πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μια αλησμόνητη φιγούρα στα 68 του, κάτι σαν Όρσον Ουέλλες ντυμένος Δράκουλας. Η υπόθεση είναι παιδαριώδης, το αίμα (συνοδευόμενο με αρκετό σεξ) ρέει άφθονο, η σκηνοθεσία ατμοσφαιρική, μπαρόκ (όπως είπαμε), αλλά και αδέξια και γενικά γέλασα αρκετά - μιλάω για το είδος γέλιου που ρίχνει κανείς όταν βλέπει μέτριες ταινίες τρόμου. Όλα τα λεφτά η εμφάνιση στη συζήτηση του ίδιου του σκηνοθέτη (αυτός που βλέπετε στην αφίσα), ντυμένου όπως ακριβώς τον βλέπετε στην αφίσα (ναι, και με το νύχι), όπου έκανε επί σκηνής με τη βαριά, γεμάτη στόμφο φωνή του επικλήσεις στο κακό, υποθέτω (μιλούσε, βλέπετε, άπταιστα βραζιλιάνικα).
Συνίσταται αποκλειστικά και μόνο σε φίλους του είδους, που θα έχουν όμως και λίγη διάθεση για γέλιο.

Ετικέτες ,

ΤΟ "ΚΥΜΑ" ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ


Να πω από την αρχή ότι το γερμανικό "Κύμα" (Die Welle, 2008) του Dennis Gansel είναι ενδιαφέρουσα, καλογυρισμένη ταινία που την παρακολουθεί κανείς με κομμένη την ανάσα. Να προσθέσω αμέσως όμως ότι, παρ' όλα αυτά, δεν με έπεισε καθόλου. Για να είμαι ακριβέστερος, τη βρήκα απλοϊκή, έως και αφελή.
Την ιστορία την ξέρετε φαντάζομαι: Ένας καθηγητής που διδάσκει το πολίτευμα της απολυταρχίας στην τάξη του, θέλοντας να δείξει ότι ο φασισμός μπορεί να γιγαντωθεί ακόμα και στη σημερινή, ευημερούσα εποχή μας, αναπαράγει σταδιακά στον μικρόκοσμο της τάξης όλες τις συνθήκες που έφεραν τον ναζισμό... και καταφέρνει να δημιουργήσει, άθελά του, μια κανονική φασιστική οργάνωση, στην οποία συμμετέχουν σχεδόν όλοι πανευτυχείς, δίχως να αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει, και που πολύ γρήγορα ξεφεύγει από τον έλεγχό του.
Τα ενδιαφέρονα σημεία που θίγει το φιλμ (πέραν του ότι είναι, όπως είπαμε, καλογυρισμένο) είναι πολλά: Είναι εντυπωσιακό το ότι η καθαρά φασιστική οργάνωση επιβάλλεται δίχως την παραμικρή ιδεολογία. Δεν υπάρχουν εδώ κακοί εβραίοι ή οιποιοσδήποτε άλλος ρατσισμός (ίσα ίσα που ένα από τα στελέχη είναι τούρκος). Τα αιτήματα θα μπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται από την αριστερά: Απέχθεια για την οικονομική ή όποια άλλη ανισότητα (γι' αυτό καλό είναι να φοράμε στολές), απέχθεια για τον καπιταλισμό εν γένει, ακόμα και οικολογικά μηνύματα ("θα συντρίψουμε", λέει ο νέος Φύρερ, "όσους καταστρέφουν και μολύνουν τη φύση" και όλοι από κάτω παραληρούν ενθουσιασμένοι, όπως τότε με τον αληθινό). Τι συμβαίνει λοιπόν; Τα αίτια του φασισμού είναι κυρίως ψυχολογικά, φαίνεται να υποστηρίζει ο Gansel. Η ανάγκη για δύναμη (η οποία βεβαίως εξασφαλίζεται όταν όλοι λειτουργούν ομαδικά, σαν ένα άτομο ή, αν θέλετε, σαν μυρμήγκια), η ανάγκη να ανήκεις κάπου, σε μια οποιαδήποτε ομάδα, η υπόσχεση ότι κάτω από τον ηγέτη και μέσα στην ομοιόμορφη στολή είμαστε όλοι ίσοι και άλλα τέτοια. Όταν αυτά λειτουργούν δεν έχει καμιά σημασία η ιδεολογία. Μπορεί να είναι από ακροδεξιά έως ακροαριστερή, από οικολογική έως ρατσιστική, από σοσιαλιστική έως χριστιανική. Το τι πιστεύεις δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει να πιστεύεις κάπου (οπουδήποτε) και να νοιώθεις μέρος της ομάδας!
Πού βρίσκονται όμως οι διαφωνίες μου; Στο ότι η ταινία δεν αποδεικνύει απολύτως τίποτα. Θέλει να μας πει ότι μπορεί ακόμα και σήμερα να υπάρξει φασισμός, δεν το στηρίζει όμως πουθενά. Υποθέτει, υποθέτει λέω, δεν αποδεικνύει, ότι από την πρώτη στιγμή που στην τάξη επιβάλλεται σιδηρά πειθαρχία, έστω και σαν παιχνίδι ("για να δούμε πώς είναι"), όλοι γουστάρουν και τσιμπάνε αμέσως, τους αρέσει. Μετά από αυτή την πρώτη στιγμή, όλα κυλούν πολύ εύκολα ή μάλλον παίρνουν τον κατήφορο ανεπιστρεπτί. Μα, διάβολε, αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο. Ποιος είπε δηλαδή ότι όλοι θα τσιμπήσουν με τη μία; Και εντάξει, τσιμπάνε την πρώτη μέρα για χάρη του πειράματος. Όσο όμως το πράγμα χοντραίνει δεν βρίσκεται κανείς (ΟΚ, φεύγουν 2 κοπέλες μόνο) να αντιδράσει, να πει φτάνει μέχρις εδώ και να σηκωθεί να φύγει; Η ιδέα ότι όλοι σχεδόν θα ντοπαριστούν από τη νέα κατάσταση μου φαίνεται παντελώς αστήρικτη. Θα μπορούσε, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χρησιμοποιείται κανένα απολύτως επιχείρημα, να συμβεί εντελώς το αντίθετο, να μείνουν δηλαδή δυο - τρεις και όλοι οι άλλοι να πουν ένα μεγαλοπρεπές "χέσε μας" και να αποχωρήσουν. Έτσι, και πάλι δίχως κανένα απολύτως επιχείρημα. Άφείστε πια που όλα αυτά γίνονται σε διάστημα μιας μόνο εβδομάδας (!!!), πράγμα που θεωρώ έως και βλακώδες. Για να γιγαντωθεί ένα τέτοιο "Κύμα" θα χρειαζόντουσαν τουλάχιστον μήνες.
Κρίμα για την τόση αφέλεια, σχηματικότητα και ευκολία. Γιατί, το ξαναείπα, εδώ θίγονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέματα.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008

ΕΦΗΒΙΚΗ "ΕΚΡΗΞΗ"


Το "Θα εκραγώ" (Voy a explotar, 2008) είναι μια ενδιαφέρουσα μεξικάνικη ταινία του Gerardo Naranjo. Θέμα της (αρκετά κοινό στο σινεμά) είναι η εφηβική επανάσταση ενάντια σε όλα. Τυφλή, δίχως καμιά εγκεφαλική "επεξεργασία", ενστικτώδης σχεδόν, θέλει μονάχα να αποτινάξει κάθε σύμβαση, να μην γίνει βορά ενός κόσμου που όπου σχεδόν το κάθε τι είναι σάπιο.
Έτσι οι έφηβοι της ταινίας (ο ένας γιος πλούσιου, διεφθαρμένου δεξιού βουλευτή, η άλλη γόνος μικροαστικής οικογένειας δίχως πατέρα) γνωρίζονται στο σχολείο και νοιώθουν ότι βρίσκονται κοντά εξ αιτίας της κοινής τους απόρριψης για οτιδήποτε τους περιβάλλει. Έτσι κάνουν την επανάστασή τους, παρατούν πίσω τους τα πάντα και φεύγουν, ή μάλλον κρύβονται, αλλά δεν θα σας αποκαλύψω πού, αφού είναι από τα έξυπνα ευρήματα του φιλμ. Μόνοι πια, μακριά από κάθε σύμβαση και υποχρέωση, ανακαλύπτουν τον έρωτα, αλλά και τα αρνητικά της συμβίωσης και το τίμημα της άρνησης των πάντων.
Δυνατή, ρεαλιστική εικόνα, κάμερα στο χέρι, "νευρική" σκηνοθεσία, με έκαναν να παρακολουθήσω το φιλμ με ενδιαφέρον. Κι όχι μόνο αυτό. Ο σκηνοθέτης πάει το πράγμα αρκετά βαθιά, μέχρι που οι ήρωές του να ανακαλύψουν ότι πλέον έχουν κόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν τους κι ότι πλέον δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής και να οδηγηθούν στην τραγική κορύφωση.
Μου φάνηκε ειλικρινής ταινία, με στόχο να καταγγείλει την ζοφερή κατάσταση στο Μεξικό, αλλά και γενικότερα στον κόσμο, και να αντιπαραθέσει τη νεανική αγνότητα και επαναστατικότητα με τη διαφθορά, τη μιζέρια, την βρώμικη καθημερινότητα, έστω κι αν η επαναστατικότητα αυτή οδηγήσει τους νεαρούς ήρωες στα άκρα. Κι εδώ που τα λέμε, βλέποντας το περιβάλλον τους (που δεν διαφέρει και πολύ από το δικό μας), δεν μπορούμε παρά να τους συμπαθήσουμε, παρά το όποιο κόστος.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

Ο ΤΟΝΙ ΜΑΝΕΡΟ ΩΣ ΣΙΡΙΑΛ ΚΙΛΕΡ


Ενδιαφέρον δεν ακούγεται; Ψωνάρα 50κάτι χρονών, κολλημένος απόλυτα με τον Τόνι Μανέρο (που, για τους ανιστόρητους, είναι ο χαρακτήρας που ερμήνευε ο Τραβόλτα στο Saturday Night Fever), πάει κάθε τρεις και λίγο σινεμά και βλέπει και ξαναβλέπει το φιλμ, ηγείται ερασιτεχνικής ομάδας χορού της κακιάς ώρας που θέλει να "ανεβάσει" χορευτικά νούμερα της ταινίας στη σκηνή άθλιου μπαρ και που το απώτατο ονειρό του είναι να κερδίσει σε ηλίθια τηλεοπτική εκπομπή όπου διαγωνίζονται... μιμητές του Τραβόλτα, είναι ταυτόχρονα και σίριαλ κίλερ μόνο και μόνο για να βρει τα φτηνά υλικά που απαιτούνται για να στηθεί το σόου (για το οποίο, σημειωτέον, εκτός του ήρωα, ζουν και αναπνέουν και όλοι οι άλλοι "συντελεστές"). Όλα αυτά συμβαίνουν στην εξαθλιωμένη Χιλή του Πινοσέτ κάπου στα τέλη των 70ς. Συμβαίνουν επίσης στην χιλιανή ταινία "Τόνι Μανέρο" (2008) του Pablo Larrain.
Όντως μου φάνηκαν ενδιαφέροντα όλα αυτά, γι' αυτό και είδα την ταινία στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Πλην όμως απογοητεύτηκα, ή μάλλον, για να είμαι ακριβέστερος, έκοψα τις φλέβες μου. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο για να βγάλει όσο περισσότερη μιζέρια γίνεται, σε όλα τα επίπεδα. Πεσμένα χρώματα, σχεδόν γκρίζα, στη φωτογραφία, άσχημες, καθημερινές (αυτό δεν είναι κακό) φάτσες, κάμερα στο χλερι, άθλιοι χώροι, εσωτερικοί και εξωτερικοί, εξουθενωτικός ρεαλισμός και απόλυτα πνιγηρή ατμόσφαιρα κυριαρχούν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Φυσικά όλα αυτά γίνονται ηθελημένα και σ' αυτό ο Larrain πετυχαίνει απόλυτα. Οι θεατές όμως τι φταίνε;
Πάντως, εκτός από την στενόχωρη, "βρώμικη" ατμόσφαιρα που, υποθέτω, αποδίδει τέλεια τη μιζέρια των μαύρων χρόνων μιας από τις εφιαλτικότερες και πιο μισητές δικτατορίες που γνώρισε ποτέ η Νότια Αμερική (ίσως και ο κόσμος ολόκληρος), καταφέρνει να δείξει και τις επιπτώσεις της ασφυκτικής πολιτικής κατάστασης στην καθημερινή ζωή των άχαρων ηρώων και να κάνει αρκετά σχόλια πάνω στο θέμα των γελοίων ονείρων (που φυσικά διαψεύδονται), πάνω στις επιδράσεις που ασκούν στον μέσο άνθρωπο παντελώς ηλίθια πρότυπα, καθώς και στην ψευτιά του αμερικάνικου (και διεθνούς πλέον) όνειρου: Ο καθένας, απ' όπου και να ξεκινά, έχει ευκαιρίες να πιάσει την καλή.
Μπορεί και να ειδωθεί και ως μια πικρότατη σάτιρα, αφού ωθεί τον μιμητισμό του ήρωα στην μονομανία και στα απόλυτα άκρα. Και όλες οι προθέσεις είναι σεβαστές. Κρίμα που βλέπεται τόσο, μα τόσο δύσκολα ως ταινία και, όταν τελειώνει, αφήνεις να σου ξεφύγει ένα βαθύτατο "ουφ!" ανακούφισης (επειδή τελείωσε εννοώ).

Ετικέτες ,

Κυριακή, Νοεμβρίου 23, 2008

Ο ΚΑΛΟΣ, Ο ΚΑΚΟΣ ΚΑΙ Ο... ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΠΑΝΕ ΚΟΡΕΑ


Το "The Bad, the Good and the Weird" (2008) του κορεάτη Ji-woon Kim είναι, όπως αντιλαμβάνεστε από τον τίτλο του, ένα ριμέικ ή, αν θέλετε, ένα είδος παρωδίας του κλασικού γουέστερν "Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος". Επίσης, όπως περήφανα δηλώνει και στην αφίσα, είναι ένα "oriental western". Ε, λοιπόν, πρόκειται ακριβώς γι' αυτό. Και είναι και χορταστικότατο (130').
Ο σκηνοθέτης μεταφέρει (περίπου και με κάμποσες αλλαγές) την ιστορία των τριών παράνομων που συγκρούονται για έναν θησαυρό στη Μαντζουρία της δεκαετίας του 30 και τα κάνει όλα κυριολεκτικά λίμπα. Με την καλή έννοια το λέω, με την έννοια δηλαδή ότι γίνεται ένας απίστευτος χαμός απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Πράγμα που σημαίνει, επίσης, ότι μην περιμένετε να δείτε ένα "σοβαρό" φιλμ με νοήματα ή ό,τι άλλο. Εδώ μιλάμε για τον απόλυτο χαμό. Προσοχή όμως. Αυτός έχει δύο πολύ σοβαρά στοιχεία υπέρ του: Α. Αντίθετα με κάτι σφιχτόκωλες "Επικίνδυνες Αποστολές", "Τζέιμς Μποντ" (τον πρόσφατο εννοώ) και άλλα τέτοια, αυτό εδώ δεν παίρνει τον εαυτό του καθόλου στα σοβαρά και το δείχνει κάθε λίγο και λιγάκι. Κοινώς έχει χιούμορ (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κωμωδία) και, εν πάσει περιπτώσει, αντιλαμβάνεσαι ότι ο δημιουργός κάνει πλάκα δίχως να ντρέπεται να το δηλώσει. Όλο το νταβαντούρι και οι απιθανότητες γίνονται για καθαρή διασκέδαση κι αυτό, ξαναλέω, είναι φανερό. Β. Η σηνοθεσία των τόσων καταιγιστικών φάσεων είναι απόλυτα βιρτουόζικη και εντυπωσιακή, η απίστευτη δεξιοτεχνία είναι εμφανής και συχνά πολύ εντυπωσιακότερη αυτής των αντίστοιχων αμερικάνικων ταινιών.
Εντυπωσιακά και καθόλου δυτικά είναι και τα χρώματα της ταινίας. Από την αρχή ως το τέλος ο χρωματικός πλούτος είναι εκτυφλωτικός (και αυτό σε κάνει από την πρώτη στιγμή να αντιληφτείς ότι δεν πρόκειται για δυτική ταινία) και όλα τα σκηνικά κάτι παραπάνω απο μπαρόκ, τόσο που δεν θα δεν τολμούσε μια χολιγουντιανή ταινία δράσης. Τώρα αυτό μπορεί να σας λιγώσει αρκετά και να κουραστείτε από το τόσο too much, παραμένει όμως σήμα κατατεθέν της ταινίας. Κι εμένα άλλωστε με κούρασε λίγο και θα προτιμούσα να μην διαρκεί τόσο πολύ, αλλά, είπαμε, έχει την πλάκα του. Α, και διαθέτει και μια απροσδόκητη ανατροπή στο τέλος, πράγμα που δεν συνηθίζεται σε γουέστερν. Τέλος πάντων, δίχως να είναι κανένα αριστούργημα, με διασκέδασε πολύ περισσότερ από την "Γλυκόπικρη Ζωή", την προηγούμενη ταινία του Ji-woon Kim.
Να ανακεφαλαιώσω: Δείτε το εντελώς απενοχοποιημένα, για τον χαβαλέ και μόνο του πράγματος και για την δεξιοτεχνική κατασκευή. Με κίνδυνο, όπως είπαμε, κάπου να σας μπουχτίσει από το "πολύ" του όλου πράγματος. Αλλά, στο κάτω - κάτω, πότε άλλοτε θα ξαναδείτε κορεάτικο γουέστερν, το οποίο, μάλιστα, να βάζει κάτω τις περισσότερες δυτικές ταινίες δράσης;

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2008

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΔΙΧΩΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ Η ΒΙΑΙΗ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ


"Το Καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου" (2006) του Cao Hamburger είναι μια βραζιλιάνικη ταινία με ιδιαίτερη ευαισθησία και στιλ. Βρισκόμαστε στο 1970, η Βραζιλία στενάζει κάτω από στυγνή δικτατορία και είναι οι μέρες του περίφημου Παγκόσμιου Κύπελου, τότε που έπαιζε ο Πελέ, ο Ζαϊρζίνιο και άλλοι ποδοσφαιρικοί θρύλοι στην Εθνική (η οποία βεβαίως το κατέκτησε πανηγυρικά). Ένας 12χρονος φεύγει από την πόλη του και αναγκάζεται να μείνει με τον παπού του στο Σάο Πάολο, καθώς οι γονείς του, αριστεροί γαρ, εξαφανίζονται ή, κατά κόσμον, "πάνε διακοπές". Ο παπούς όμως πεθαίνει πριν καν συναντήσει τον μικρό κι αυτός περνά ολόκληρο το καλοκαίρι στο διαμέρισμα και τη γειτονιά του παπού, που βρίσκεται στην καρδιά της εβραϊκής συνοικίας.
Πολύ καλή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ, τη συγκίνηση, την τρυφερότητα, τις πολιτικές νύξεις, θαυμάσια κατάδειξη του τρόπου που τα πολιτικά πράγματα καθορίζουν την καθημερινότητά μας και επεμβαίνουν (εδώ με κάθε άλλο παρά θετικό τρόπο) στη ζωή μας και ταυτόχρονα μια έξυπνη ιστορία ενηλικίωσης (έστω και με το ζόρι), συνθέτουν μια από τις ταινίες που θεωρώ ως "χαμηλότονες" εκπλήξεις της χρονιάς.
Οι δημιουργοί πάντως, όπως διαβάζω, δεν είναι τυχαίοι, καθώς στο φιλμ συνεργάζονται ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης Meirelles (ως παραγωγός) και ο μοντέρ της πολύ καλής "Πόλης του Θεού". Πολύ ενδιαφέρουσα και η επισήμανση του τι κρύβεται πίσω από ποδοσφαιρικούς θριάμβους και φιέστες (εδώ μια αδίστακτη δικτατορία), αλλά και η απεικόνιση του γνήσιου ενθουσιασμού, του πάθους και της χαράς της ζωής που διακρίνει τους βραζιλιάνους, σε αντιπαράθεση με το μουντό πολιτικό τοπίο της εποχής. Και τέλος, μια πολύ καλή ερμηνεία από τον πιτσιρικά, που μέσα από τόσες τραυματικές εμπειρίες, αλλά και πρωτόγνωρες χαρές, εξόριστος σε ένα ξένο σ' αυτόν περιβάλλον (οι εβραίοι με τις δικές τους συνήθειες και τρόπο ζωής), καταφέρνει να ανταπεξέλθει και να βγει πλούσιος ή, αν θέλετε, να ενηλικιωθεί με έναν, εν τέλει, μεστό τρόπο. (Γιατί, διάβολε, οι δικοί μας πιτσιρικάδες ηθοποιοί είναι συνήθως τόσο ψεύτικοι στις ελληνικές ταινίες);

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2008

H SUSPIRIA ΚΑΙ Ο ΕΦΙΑΛΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ARGENTO


Η Suspiria (1977) θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες του ιταλού μετρ της φρίκης Dario Argento. Και επειδή μιλάμε για μετρ της φρίκης, καλό είναι να μη μπουν στον κόπο να διαβάσουν τα παρακάτω όσοι απεχθάνονται το ειδος (και είναι πάρα πολλοί, πράγμα αναμενόμενο).
Ο Argento είναι κατά τη γνώμη μου ένας κακός σκηνοθέτης. Καμιά απολύτως ταινία του δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ικανοποιητική. Η Suspiria φέρει κι αυτή όλα τα χαρακτηριστικά μελανά του σημεία: Κάκιστες ηθοποιίες, απίστευτα πρόχειρο σενάριο (σε βαθμό κακουργήματος), ανεκδιήγητες ατάκες που φτάνουν (δίχως τη θέληση των δημιουργών τους) στη γελοιότητα, εντελώς αψυχολόγητες αντιδράσεις των ηρώων στα όσα εφιαλτικά συμβαίνουν καί άλλα τέτοια. Τι είναι λοιόν αυτό που κανει τη Suspiria (και μερικά άλλα φιλμ του δημιουργού της) απόλυτα καλτ;
Είναι, νομίζω, η ιδιαίτερη εικόνα του Αρτζέντο. Εδώ χειρίζεται το όλο πράγμα εντελώς εξπρεσιονιστικά. Φωτίζει το art nouveau σκηνικό του (το χοροδιδασκαλείο όπου διαδραματίζονται τα φοβερά γεγονότα είναι χτισμένο και διακοσμημένο μ' αυτό τον ρυθμό) με συνεχείς μονοχρωμίες (με αγαπημένο βέβαια το κόκκινο). Έτσι πολλές από τις σκηνές είναι κατακόκκινες, καταπράσινες, μπλε κλπ., δίνοντας έτσι μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Είναι και οι αλλόκοτες γωνίες λήψης, τα ασυνήθιστα πλάνα, που μπορεί να κινηματογραφούν ας πούμε μόνο ένα σημείο στο βάθος δίχως να φαίνονται τα πρόσωπα που μιλάνε, είναι η ευρηματικότητα στους τρόπους των φόνων, καθώς και η χαρακτηριστική μουσική των Goblins που ντύνει τις τρομακτικές εικόνες, οπότε έχουμε μπροστά μας ένα μάθημα ατμόσφαιρας.
Και είναι καλό αυτό, θα μου πείτε, όταν όλα τα υπόλοιπα είναι από αστεία έως κακά; Όχι ακριβώς. Το είπαμε από την αρχή. Δεν θεωρώ καμιά του ταινία απόλυτα καλή. Πρόκειται όμως για ένα είδος παράξενης ιδιομορφίας, μια πολύ ξεχωριστή, προσωπική ματιά, κι αυτό τοποθετεί σε περίοπτη θέση στο πάνθεον των ταινιών τρόμου τη Suspiria (πρώτο μέρος μιας τριλογίας από την οποία γύρισε μόνο το 2ο μέρος, το Inferno, ενώ πολύ πρόσφατα επιχείρησε να γυρίσει με σχεδόν 30 χρόνια καθυστέρηση και το 3ο με κακά, όπως διαβάζω, αποτελέσματα).

Ετικέτες ,

Κυριακή, Νοεμβρίου 16, 2008

IL DIVO Ή Η ΒΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΩΣ ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ


Θα έλεγε κανείς (και εγώ πρώτος και καλύτερος) ότι μια ταινία με θέμα τη βιογραφία του Τζούλιο Αντρεότι θα ήταν, αν μη τι άλλο, βαρετή. Φυσικά άλλαξα 100% γνώμη βλέποντας το Il Divo (2008) του Paolo Sorrentino.
Πριν όμως λίγα λόγια για τον αληθινό Αντρεότι. Δεξιός πολιτικός, κυρίαρχος στην ιταλική πολιτική σκηνή για μισό αιώνα (ήταν για πρώτη φορά υφυπουργός το 1947!) και 7φορές πρωθυπουργός (!!), κατηγορήθηκε επανειλημένα για εμπλοκή σε σκάνδαλα και σχέσεις με Μαφία και άλλα σκοτεινά κέντρα εξουσίας (αποκαλείται στη χώρα του Μαύρος Πάπας, Βελζεβούλ, Αλεπού και πολλά άλλα) και τέλος, πρόσφατα σχετικά, στα γεράματά του, καταδικάστηκε. Μάλλον δεν πήγε ποτέ φυλακή, αλλά η καταδίκη ενός τόσο ισχυρού προσώπου λέει πολλά...
Ωραία. Και λοιπόν; Πόσο ενδιαφέρουσα μπορεί να είναι μια βιογραφία του Καραμανλή (του παλαιότερου ή του νεότερου αδιάφορο), του Μητσοτάκη ή του Αβέρωφ; Κι εδώ έρχεται ο Sorrentino. Γιατί το Il Divo δεν είναι μια απλή, κλασική, ευθύγραμμη χρονικά βιογραφία, που παραθέτει γεγονότα και ντοκουμέντα. Εδώ το όλο θέμα έχει ειδωθεί μέσα από το πρίσμα μιας σχεδόν σουρεαλιστικής σάτιρας, όπου όλοι οι πρωταγωνιστές (υπαρκτά πρόσωπα φυσικά, υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές) μοιάζουν και συμπεριφέρονται σαν καρτούν, άλλοτε στομφώδεις σαν ηθοποιοί όπερας, άλλοτε αστείοι σαν ήρωες βουβών ταινιών, πάντοτε όμως απίστευτα γελοίοι, τόσο που κάνουν το θεατή να αντιληφτεί σε βάθος τη γελοιότητα της τρέχουσας πολιτικής και όσων "παίζουν" σ' αυτήν, κυρίως αν τους εξετάσεις μεμονωμένα, σαν άτομα. Και φυσικά, επικεφαλής του θιάσου, ο Αντρεότι, μια απίστευτη φιγούρα, κάτι μεταξύ Νοσφεράτου και Πιγκουίνου του Ντε Βίτο, λιγομίλητος, αγέλαστος, λιτοδίαιτος, πειθαρχημένος, πονηρός και ύπουλος, μοναχικός, βαθιά συντηρητικός, αλλά και με ένα είδος σοφίας από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, που κινείται με απίστευτο τρόπο (σαν καρτούν, το είπαμε) και μοιάζει να πιστεύει ότι κάνει όλη τη βρώμικη δουλειά, που είναι η διαχείρηση της εξουσίας, σαν ένα είδος θυσίας. Σα να λέει ότι "θυσιάζομαι για σας και χώνομαι στα σκατά, και αναγκάζομαι να γίνομαι και να ξαναγίνομαι πρωθυπουργός, κι εσείς, αντί για ευχαριστώ, με δικάζετε από πάνω".
Υπάρχει φυσικά και η καταγγελία, πολλές βρωμιές, πολύπλοκες ίντριγκες, ύποπτες διασυνδέσεις με Μαφία, Βατικανό, τράπεζες, μασόνους, βιομήχανους και άλλες λέρες,
κλπ. (κάπου σ' όλα αυτά εμπλέκεται και αναφέρεται και ο Μπερλουσκόνι). Ίσως κάπου να χάσετε τα γεγονότα και τα ονόματα. Δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Η όλη εικόνα της διαφθοράς και της σαπίλας δίνεται ανάγλυφα κι ας μη θυμόμαστε ποιος ακριβώς είναι τι και τι έκανε. Κι έτσι η ταινία απογειώνεται από την Ιταλία και τα εκεί τεκταινόμενα και γίνεται διαχρονική και παγκόσμια, σαν μια καταγγελία των συμβιβασμών, της διαφθοράς και της σαπίλας που συνεπάγεται κάθε άσκηση εξουσίας.
Το βρήκα από τα καλύτερα φετινά φιλμ (με τον πρωταγωνιστή Τόνι Σερβίλο όλα τα λεφτά) και, κυρίως, με ξάφνιασε ευχάριστα καθώς είδα κάθε άλλο παρά αυτό που περίμενα να δω. Να λοιπόν που υπάρχει τρόπος να απογειώσεις ακόμα και μια αυστηρά πολιτική ταινία, και μάλιστα βιογραφία!
ΥΓ1: Το Il Divo συμπίπτει χρονικά με τα Γόμορρα. Και τα δυο μαζί δίνουν μια εφιαλτική εικόνα της Ιταλίας. Το ένα στην καθημερινότητα του Νότου, το άλλο στα πιο υψηλά κέντρα εξουσίας. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι άλλο από μια χώρα που βγάζει δύο φορές πρωθυπουργό ένα άτομο σαν τον Μπερλουσκόνι.
ΥΓ2: Μη σας ξαφνιάζει τόσο το "7 φορές πρωθυπουργός" του Αντρεότι. Θυμίζω ότι στην Ιταλία, από το τέλος του πολέμου μέχρι τη δεκαετία του 90 άλλαζαν συνεχώς κυβερνήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν βραχύβιες, μερικές μάλιστα διαρκούσαν λιγότερο από χρόνο. Πολλοί πρωθυπουργοί διορίζονταν υπηρεσιακά μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2008

ΩΡΑΙΑ ΠΟΛΗ Η ΓΕΝΟΒΑ, ΑΛΛΑ...


Τελικά ο Michael Winterbottom είναι ένας περίεργος και άνισος σκηνοθέτης. Συχνά οι ταινίες του είναι συμπαθητικές, χωρίς ποτέ να είναι μεγάλες, ενώ φαίνεται ότι σαν στυλ έχει επιλέξει την... έλλειψη στυλ. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι κάθε μια τους είναι εντελώς διαφορετική από την άλλη, τόσο θεματικά όσο και σκηνοθετικά (τι σχέση μπορεί να έχει το "άρρωστο" Butterfly Kiss με το "μοντέρνο" 24 hours party people" ή με το "πειραματικό" 12 songs;)
Η Genova πάντως με απογοήτευσε αρκετά. Ενώ διαθέτει αναμφισβήτητα τρυφερότητα και ευαισθησία, μου φαίνεται ότι δεν έχει αποφασίσει ούτε το είδος στο οποίο ανήκει ούτε τι ακριβώς θέλει να πει. Μετά τον τραγικό θάνατο της μητέρας σε δυστύχημα, ο αμερικάνος καθηγητής πανεπιστημίου πατέρας παίρνει τις δύο κόρες του και μετακομίζουν στην όμορφη Γένοβα στην Ιταλία. Εντάσσεται στο νέο του περιβάλλον, η μεγάλη, έφηβη κόρη ανακαλύπτει τον έρωτα και τα παιχνίδια με τα αγόρια, ενώ η μικρή, που είναι υπέυθυνη για το δυστύχημα, βλέπει το φάντασμα της μητέρας της, που της μιλά και την προστατεύει. Αυτό δεν γίνεται καθόλου τρομακτικά, αλλά γλυκά και με αγάπη. Αυτά. Υπάρχει φάντασμα, αλλά δεν πρόκειται για ταινία τρόμου ή θρίλερ, υπάρχει κοινωνικός ρεαλισμός, αλλά το φάντασμα τον ανατρέπει, μελέτη εφηβείας ή οποιαδήποτε ψυχολογική μελέτη δεν θα την έλεγες, το τέλος είναι απότομο και σ' αφήνει λίγο στα κρύα του λουτρού, οπότε μένω να αναρωτιέμαι προς τι όλο αυτό. Είναι αυτό που λέμε δεν κατάλαβα γιατί γυρίστηκε αυτή η ταινία.
Πάντως η Γένοβα, για την οποία μαθαίνουμε και διάφορες ιστορικές πληροφορίες, είναι πολύ όμορφη πόλη. Μου έκανε κλικ να την επισκεφτώ.
ΥΓ: Μη σας μπερδέψει ο τίτλος. Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα γνωστά πολιτικά γεγονότα της Γένοβας πριν μερικά χρόνια.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Νοεμβρίου 13, 2008

ΞΑΝΑΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ "ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗ"


Τελικά είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν καλά και κακά είδη ταινιών (και βιβλίων και μουσικών και κόμικς και...). Υπάρχουν μόνο καλές και κακές ταινίες ή καλές και κακές ταινίες στα πλαίσια του κάθε είδους. Συνήθως βαριέμαι τις ταινίες δράσης, με τα συνεχή κυνηγητά αυτοκινήτων, ελικοπτέρων και δεν ξέρω τι άλλο, το overdose εκρήξεων, τους ήρωες που ποτέ δεν παθαίνουν τίποτα και που, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να γίνονται όλο και πιο επαναλαμβανόμενες. Όμως ακόμα και σ' αυτό το είδος υπάρχουν κάποια φιλμ που ξεχωρίζουν.
Ξαναβλέποντας μετά από αρκετά χρόνια το Terminator 2: Judgment Day (Εξολοθρευτής 2) του James Cameron του 1991, ανακάλυψα ότι με κράταγε ακόμα και, αν μη τι άλλο, διασκέδαζα δεόντως με τον καταιγισμό δράσης. Ίσως "φταίει" ο σκηνοθέτης. Ο Κάμερον δεν είναι βιντεοκλιπάς της σειράς που καλείται να μας ζαλίσει με μοντάζ αστραπή και εκτυφλωτικά σπέσιαλ εφέ. Ίσως πάλι να "φταίει" το σενάριο, που δεν είναι σκέτο κυνηγητό ή στοιχειωδώς αστυνομικό, αλλά επιστημονικής φαντασίας, μ' αυτό το έξυπνο παιχνίδι με τους χρόνους που μπερδεύονται, με το παρόν που πασχίζει να αλλάξει το μέλλον, με την απίστευτη μελλοντική δυστοπία που περιγράφει... Χάρη σ' αυτό το εύρημα μάλιστα δικαιολογείται απόλυτα και ο "απέθαντος" ήρωας (ήρωες μάλλον, αφού και ο "κακός" της ιστορίας είναι από τα ίδια), που ό,τι και να πάθει σηκώνεται και συνεχίζει ακάθεκτος. Λογικό, αφού είναι cyborg και όχι άνθρωπος. Υπάρχουν επίσης σ' αυτόν τον δεύτερο "Εξολοθρευτή" και το συναισθηματικό και λιγάκι συγκινητικό στοιχείο, η όλη φάση της προσπάθειας εξανθρωπισμού της μηχανής, τα πολύ προχωρημένα για την εποχή τους εφφέ (κυρίως όσα αφορούν τον "κακό"), είναι και ο ούτως ή άλλως ανέκφραστος και ουγκ Σβαρτσενέγκερ, που αυτός ειδικά ο ρόλος, ο καλύτερος της καριέρας του, του ταιριάζει γάντι, οπότε η συνταγή δένει.
Εννοείται ότι όλο το πακέτο έγινε για εμπορικούς λόγους, όπως όλα σχεδόν τα sequel του κόσμου. Και, αν θέλετε, εκ του πονηρού κιόλας: Η δόση συναισθηματισμού που λέγαμε, η μετατροπή του ήδη σούπερ σταρ ήρωα από κακό στην πρώτη ταιία (που του ταίριαζε ακόμα περισσότερο) σε καλό και προστάτη του πιτσιρικά που είναι το αντικείμενο διεκδίκησης των πάντων, οι προϋπολογισμοί που αυξήθηκαν κάθετα... Αλλά, σας είπα, το ευχαριστήθηκα παρ' όλες τις επιφυλάξεις.
Πάντως, τελειώνοντας, θα πω ότι μ' αρέσει πολύ περισσότερο ο πρώτος Terminator, του Κάμερον και πάλι, που δεν κάνει τις παραχωρήσεις που ανέφερα και βασίζεται κυρίως (παρά τη δράση) σ' ένα πραγματικά πανέξυπνο σενάριο. Όταν έχεις δει το πρωτότυπο, το νο 2, όσο συμπαθητικό και να είναι, βαρύνεται υποχρεωτικά με το στοιχείο της επανάληψης.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2008

Ο ΤΖΕΙΜΣ ΜΠΟΝΤ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΝΗΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΥΝΙΚΟΣ


Φάνηκε από το προηγούμενο φιλμ: Από τότε που τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ πήρε ο Ντάνιελ Κρεγκ, η μακρότερη σειρά στην ιστορία του σινεμά "ενηλικιώθηκε". Που σημαίνει ότι ο Μποντ είναι πια σκληρός, κυνικός, εκδικητικός, παρορμητικός ενίοτε και, κυρίως, δίχως χιούμορ. Όλα τα παραπάνω αντανακλούν στη φάτσα του νέου σταρ, συνεχώς σφιγμένη σα να υποφέρει από μόνιμη δυσκοιλιότητα.
Δεν θάβω ακριβώς την ριζική αυτή αλλαγή. Απλώς μένω σκεπτικός μπροστά στο δηλωμένο πλέον χάσιμο της αθωότητας (όχι ότι ήταν ποτέ αθώος, συγκριτικά μιλάμε), που εξαφανίστηκε οριστικά με το χιούμορ και τα πατροπαράδοτα γκάτζετ, που όλο και λιγοστεύουν. Έτσι στο Quantum of Solace (2008) του παντός καιρού σκηνοθέτη Marc Forster, ο πράκτορας είναι ακόμα ερωτευμένος με την Βέσπερ του προηγούμενου φιλμ (o tempora, o mores), παραβαίνει διαταγές προκειμένου να εκδικηθεί και τα κάνει αδίστακτα όλα λίμπα με μοναδικό στόχο την επίτευξη του στόχου του, κι όποιον άσχετο, που περνούσε τυχαία από εκεί, πάρει ο χάρος... Μου θύμισε περισσότερο τον Εξολοθρευτή - μηχανή του Σβαρτσενέγκερ, παρά τον πρώην κομψό και χαβαλετζή πράκτορα. Και, βέβαια, ό Κρεγκ ταιριάζει γάντι σ' αυτό το νέο ύφος. Είναι δηλαδή πολύ πειστικός στο ρόλο του.
Προσγείωση στον ρεαλισμό λοιπόν σε σχέση με τις παλιότερες ταινίες, που πριμοδοτείται και από τις σαφείς πολιτικές νύξεις στο σενάριο: Αδίστακτοι, σαδιστές Λατινοαμερικάνοι δικτάτοες που στηρίζονται κρυφά από τη CIA, παγκόσμιες μυστικές οργανώσεις που προκαλούν οικολογική καταστροφή προκειμένου να κερδοσκοπήσουν κλπ. Καλά όλα αυτά βέβαια, αλλά να μη ξεχνάμε ότι ο ρεαλισμός που λέγαμε έχει σαφέστατα, ασφυκτικά όρια: Εννοείται ότι ο υπερπράκτορας με μια σφαίρα καθαρίζει αμέσως, ενώ όταν τον πυροβολεί μισός στρατός, έχοντάς τον σαν μοναδικό στόχο, αστοχεί πάντοτε. Και εννοείται ότι από αυτοκίνητα, αεροπλάνα, ταχύπλοα που συντρίβονται μ' όλους τους πιθανούς τρόπους, βγαίνει πάντοτε σώωος και αβλαβής - και η γκόμενα επίσης.
Εννοείται επίσης ότι η ταινία είναι καλογυρισμένη, με overdose δράσης από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και ότι θα κρατήσει τον θεατή καθηλωμένο (αν δεν τα έχει σκυλοβαρεθεί όλα αυτά). Δεδομένου όμως ότι αυτό επιτυγχάνεται πλέον στις μισές τουλάχιστον αμερικάνικες ταινίες δράσης, έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί ζητούμενο και αντικείμενο θαυμασμού για μένα τουλάχιστον.
Όλα αυτά σας τα λέει κάποιος που ποτέ δεν υπήρξε ιδιαίτερος φαν της αναμφισβήτητα καλτ σειράς. Οπότε ούτε και η προηγούμενη "εποχή αθωότητας" μου έκανε ιδιαίτερα κλικ. Αυτό για να σας δηλώσω ότι εγώ μάλλον δεν έχω άποψη και εσείς διαλέγετε ελεύθερα αν προτιμάτε το παλιό, χαλαρό ή το νέο να-σφίγκουν-οι-κώλοι στυλ. Πάντως, αν έπρεπε να διαλέξω κάτι από το είδος αυτό, προτιμώ χίλιες φορές την τριλογία του Bourne.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2008

Ο ΚΡΟΥΠΙΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ


Ο παλαίμαχος βρετανός Mike Hodges κάνει σποραδικά ταινίες, μερικές απ' τις οποίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Μετά από μετριότητες, το 1998 γυρίζει τον "Κρουπιέρη", που σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλές του.
Αρχικά είναι από τα φιλμ που πιάνουν πολύ καλά και πειστικά την έννοια του τζόγου, το παρασκήνιο ενός καζίνου και, κυρίως, τη φύση της δουλειάς, την ένταση, τους άγραφους νόμους της ζωής όσων εργάζονται σ' αυτό. Ο ήρωας (πολύ καλός στον "ψυχρό" χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο Κλάιβ Όουεν) είναι κρουπιέρης, αλλά και επίδοξος συγγραφέας. Κλασσικός διχασμός ανάμεσα στην "καλλιτεχνική" και την άλλη, τη σκοτεινή πλευρά του κεντρικού χαρακτήρα, ενδιαφέρουσες ίντριγγες και ανατροπές, με την τελική να κορυφώνει την όλη ιστορία, σφιχτοί ρυθμοί και σασπένς, με έκαναν να απολαύσω την ταινία. Βασικό ατού της πάντως παραμένει η ρεαλιστική κατάδειξη του γεμάτου ένταση κλίματος του καζίνο, του τζόγου γενικότερα. Και συγχρόνως, μπορεί κανείς και να το δει σαν αλληγορία: Ο κρουπιέρης δεν (πρέπει να) είναι παίκτης ο ίδιος. Κι αν είναι, δεν είναι καλός κρουπιέρης. Η ηδονή του κρουπιέρη πηγάζει από τον έλεγχό του πάνω στη ζωή των άλλων. Το να τους βλέπει να χάνουν, να τους βοηθά αμυδρά, ανεπαίσθητα, μερικές φορές, όταν το θέλει, να κερδίσουν... να είναι δηλαδή κάτι σαν μικρός θεός.
Ο ήρωας θα γράψει τελικά το βιβλίο του. Αυτό που έχει σημασία όμως είναι η σταδιακή του κάθοδος, ο εθισμός, το άφημά του στην άλλη, τη βρώμικη πλευρά, αυτή της ζωής στο καζίνο. Η αδρεναλίνη, το απρόβλεπτο, φαίνεται να είναι σημαντικότερα από τη δόξα, που όμως συνεπάγεται και βόλεμα. Και φυσικά υπάρχει και το τίμημα. Είναι κι αυτό όμως μέσα στο παιχνίδι. Άλλωστε το παιχνίδι είναι και το βασικό μοτίβο πάνω στο οποίο στήνεται η ταινία...

Ετικέτες ,

Σάββατο, Νοεμβρίου 08, 2008

Η ΝΑΥΣΙΚΑ ΚΑΙ Η ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ MIYAZAKI


Το 1984 ο μεγαλύτερος ίσως εν ζωή δημιουργός κινουμένων σχεδίων, ο Hayao Miyazaki γυρίζει τη "Ναυσικά" (Nausicaa of the Valley of the Wind), που είναι το πρώτο από τα περίφημα έπη που θα ακολουθήσουν.
Σε μια κατεστραμένη από μόλυνση γη νέα είδη και νέες φυλές έχουν δημιουργηθεί. Η πριγκίπισσα Ναυσικά της φιλειρηνικής Κοιλάδας των Ανέμων πασχίζει να σταματήσει την αιματοχυσία ανάμεσα σε δύο μεγάλα πολεμοχαρή έθνη, αλλά και να σώσει ολόκληρο τον ετοιμοθάνατο πλανήτη. Το μυστικό του Δάσους της Σήψης, των τερατωδών εντόμων που κατοικούν σ' αυτό, του δηλητηριώδους αέρα... κρύβεται σε μια λέξη: Οικολογία. Από την άλλη οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις δεν είναι πάντοτε αυτό που φαίνονται σε πρώτη ματιά, ενώ οι "κακοί" χαρακτήρες δεν είναι ποτέ μονοδιάστατα κακοί.
Βαθύτατα οικολογικό και αντιπολεμικό λοιπόν, συγκινητικο στο τέλος, το έπος του Miyazaki, εκτός της καθηλωτικής πλοκής του, που κρατά τον θεατή από την αρχή ως το τέλος, διαθέτει πραγματικά οργιαστική οπτική φαντασία που μου φαίνεται ότι βρίσκεται μίλια μακριά από τις αντίστοιχες αμερικάνικες προσπάθειες των μεγάλων στούντιο. Οι οπτικές του εμπνεύσεις, κυρίως στα τοπία, τα περιβάλλοντα και τα πλάσματα, είναι αστείρευτες, κάνοντας τον θεατή να μην πιστεύει στα μάτια του. Η πλοκή, όπως πάντοτε συμβαίνει στις ταινίες του, είναι αρκετά πολύπλοκη, μπερδεμένη μερικές φορές, με βασικούς χαρακτήρες ή καίρια στοιχεία να εμφανίζονται σε άσχετες στιγμές. Ίσως έχει κανείς την αίσθηση ότι οι ιδέες είναι πάρα πολλές, ότι με όλα αυτά θα μπορούσε κάποιος άλλος να γυρίσει 5 ταινίες και όχι μία. Ωστόσο αυτό το "βατυφόρτωμα" (όπως θα το έλεγαν οι εχθροί του) είναι σήμα κατατεθέν του Miyazaki (και ίσως και των περισσότερων σημαντικών γιαπωνέζικων animation) και πρέπει από την αρχή να το αποδεχτούμε πριν δούμε οποιαδήποτε από τις μεγάλες δουλειές του.
Το άλλο παράδοξο μ' αυτόν είναι ότι, ενώ είναι αναμφισβήτητα μέγιστος στον χώρο του, δεν διαθέτει αυτό που θα λέγαμε προσωπικό εικαστικό στιλ. Τα σχέδια δηλαδή δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμα και ιδιόρυθμα όπως συμβαίνει ας πούμε με χαρακτηριστικά φιλμ όπως "Οι τριπλέτες της Μπελβίλ", "Ο άγριος πλανήτης", οι ταινίες του Plympton κλπ. Είναι σχέδια που θα μπορούσαν να είχαν παραχτεί από ένα ντισνεϊκού στιλ μεγάλο αμερικάνικο στούντιο. Όσο όμως κι αν αυτό ακούγεται παράξενο, στην περίπτωση Miyazaki αυτό έχει μικρή σημασία: Είναι τόσο απίστευτος ο πλούτος των οπτικών ιδεών, έχεις τόσα πράγματα να δεις, να χαζέψεις, να θαυμάσεις, ώστε αυτή η "mainstream" αισθητική περνά υποχρεωτικά σε δεύτερη μοίρα. Δεν προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα για να τα σκεφτείς σοβαρά όλα αυτά...
Αν είστε φίλος των κινουμένων σχεδίων (ασχέτως ηλικίας φυσικά), μην το χάσετε.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2008

ΓΟΜΟΡΡΑ Ή Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ


Έχουμε δει δεκάδες ταινίες για τη Μαφία, είτε στην ιταλική είτε στην αμερικάνικη, γιαπωνέζικη κλπ. εκδοχή της. Ίσως καμιά όμως δεν είναι τόσο ρεαλιστικά, ωμά, ντοκιμαντερίστικα δοσμένη όσο τα "Γόμορρα" (2008) του Matteo Garrone. Η ταινία εξετάζει την καθημερινότητα του ιταλικού νότου όπου, σε κάθε πτυχή της ζωής, κυριαρχεί η περιβόητη Καμόρα. Για να πιάσει ακριβώς αυτή την καθημερινότητα, δεν αφηγείται μια συγκεκριμένη "μαφιόζικη" ιστορία, αλλά 5 διαφορετικές, όχι όμως σπονδυλωτά. Οι ιστορίες περιπλέκονται, "μπαίνουν" η μια στην άλλη, κάποιοι από τους ήρωες συναντιούνται... Φαίνεται λίγο χύμα σε πρώτη ματιά, στην πραγματικότητα όμως είναι μελετημένο και άψογα δομημένο. Και, όπως είπα, πολύ πιο ντοκιμαντερίστικο, πραγματικό, από το "Νονό", τον "Σημαδεμένο" και άπειρα άλλα σχετικά φιλμ. (Μην παρεξηγηθώ. Δεν υποτιμώ ούτε κατά διάνοια τις ταινίες αυτές, που πολλές αποτελούν κινηματογραφικά ορόσημα και μ' αρέσουν ιδιαίτερα. Απλώς επισημαίνω τη διαφορά στην οπτική τους από τα "Γόμορρα": Ενώ όλες τους αφηγούνται μια συγκεκριμένη ιστορία, αυτή εδώ πιάνει την καθημερινότητα, τίς επιπτώσεις στη ζωή ολόκληρης της συγκεκριμένης κοινωνίας).
Αυτό πού πραγματικά σε παγώνει είναι ότι δείχνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το πόσο ριζωμένη στην καθημερινή ζωή είναι στις υποβαθμισμένες αυτές περιοχές η Καμόρα και η εγκληματική δραστηριότητα γενικότερα. Ο φόβος, η υποταγή και η συχνή βία είναι κάτι παραπάνω από κοινοτοπίες. Κι ακόμα χειρότερα, όλοι το θεωρούν δεδομένο αυτό. Τα παιδιά μεγαλώνουν σ' αυτό το άρρωστο περιβάλλον και το όνειρό τους είναι να γίνουν ισχυροί μαφιόζοι, αφεντικά συγκεκριμένων περιοχών ή δραστηριοτήτων. Και, φυσικά, στρατολογούνται από πολύ μικρά στην οργάνωση (πράγμα που και τα ίδια το επιθυμούν πολύ). Είναι συνηθισμένο λοπόν να δουλεύουν γι' αυτήν 12χρονα ή 13χρονα. Βλέπουμε επίσης έντρομοι τον πατέρα να είναι πολύ χαρούμενος και περήφανος που ο αρχιμαφιόζος πήρε τον 25άρη γιο του στη δουλειά (όπως οι δικοί μας που χαίρονται επειδή το παιδί τους διορίστηκε, έστω παράνομα, στο δημόσιο) - αλλιώς, πολύ απλά, ο γιος θα ήταν άνεργος.
Όλα αυτά τα εφιαλτικά συμβαίνουν σε ένα απίστευτα άσχημο περιβάλλον, με άθλιες, γιγάντιες πολυκατοικίες, εργοστάσια εν λειτουργία και μη, και ανύπαρκτη, κατεστραμμένη φύση, που μολύνεται όλο και περισσότερο με παράνομα τοξικά απόβλητα που θάβουν στα σπλάχνα της (μια από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις της οργάνωσης). Και αυτό που κάνει ακόμα εφιαλτικότερη την όλη κατάσταση είναι ότι δεν υπάρχει καμιά διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο της παρανομίας και του αίματος που χύνεται άφθονο στους συχνούς πολέμους ανάμεσα στις ανθυποσυμμορίες. Το πράγμα πάει πολύ βαθειά, είναι συνυφασμένο με την κοινωνία και τη δομή της. Και στο τέλος ο θεατής μένει με την τρομακτική αίσθηση ότι, πολύ απλά, είναι αδύνατο να ξεριζωθεί.
Η ταινία, διάβασα, ενόχλησε πολύ τον Μπερλουσκόνι και την κυβέρνησηή του, αφού παρουσιάζει ένα κάθε άλλο παρά ελκυστικό και τουριστικό πρόσωπο της σύγχρονης νότιας Ιταλίας. Αυτό σημαίνει ότι αυτό που βλέπουμε είναι πέρα για πέρα αληθινό, αλλιώς δεν θα δήλωνε επίσημα την ενόχλησή της κοτζάμ κυβέρνηση. Κι αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα και αδιέξοδα.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008

Η ΑΝΝΑ ΚΑΙ Η ΑΦΟΡΗΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ ΔΙΧΩΣ ΑΝΤΑΠΟΡΙΣΗ


Μπορεί μια ταινία να είναι αφόρητα μελαγχολική (καταθλιπτική για να είμαστε ακριβείς) κι όμως εξαιρετική; Ναι, αποδεικνύει ο πολωνός Jerzy Skolimowski, που επανέρχεται μετά 18(!) χρόνια απουσίας από το σινεμά.
Οι "Τέσσερις νύχτες με την Άννα" (2008) αφηγούνται μια σπαρακτική ιστορία μοναξιάς και "μονόπλευρου" έρωτα. Ο ήρωας, ενσαρκωμένος από έναν πολύ καλό άγνωστο πολωνό ηθοποιό, είναι ένας ελαφρά καθυστερημένος, μοναχικός τύπος, που έχει μεγαλώσει με την άρρωστη γιαγιά του και σύντομα, μετά τον θάνατό της, μένει ολομόναχος. Ερωτευμένος παράφορα, στα όρια της μονομανίας, με τη γειτόνισσά του Άννα, την οποία παρακολουθεί κάθε νύχτα δίχως να τολμά να της πει τίποτα, σκαρφίζεται τρόπους να βρίσκεται όλο και πιο κοντά της (εν αγνοία της), βλέποντάς την και φροντίζοντάς την ενώ κοιμάται.
Ο Skolimowski αφηγείται την μελαγχολική, αλλά και αφάνταστα τρυφερή ιστορία του με φοβερή οικονομία και σκηνοθετική μαεστρία, δίνει βάρος στις μικρές λεπτομέρειες και καταφέρνει να δώσει τα πάντα με ελάχιστο λόγο, κάνοντας ένα σχεδόν βουβό σινεμά στο οποίο κυρίαρχο λόγο έχει η εικόνα. Υπάρχουν στιγμές που μας έρχονται σχεδόν δάκρια στα μάτια από την τυφλή αφοσίωση του μοναχικός ήρωας. Σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη μοναξιά λοιπόν και κινηματογραφικό κομψοτέχνημα πάνω στον έρωτα δίχως ανταπόκριση.
Τη "μαυρίλα" της ταινίας πάντως επιτείνει το απίστευτα μίζερο και καταθλιπτικό περιβάλλον, τόσο τα εσωτερικά όσο και τα τοπία που περιβάλλουν τη δράση. Τρομάζεις όταν κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι όλα αυτά υπάρχουν στην σημερινή Πολωνία και δεν εικονογραφούν ένα παρελθόν δεκαετιών. Έτσι, δεν μπορώ να μη σκεφτώ (με το βίτσιο που με διακρίνει) και πολιτικά, μένοντας άφωνος με τη σημερινή κατάσταση πρώην "σοσιαλιστικών" χωρών (η οποία προφανώς ήταν πανομοιότυπη και επί προηγούμενου καθεστώτος), διαπιστώνοντας ένα αφάνταστο είδος λασπωμένης και μουντής μιζέριας σε χώρες της σύγχρονης Ευρώπης, που δύσκολα θα συνατήσουμε στην Ελλάδα.
Ξαναλέω: Μου άρεσε πολύ, αλλά δεν απευθύνεται σε πολλούς. Ή, τέλος πάντων, να είστε προετοιμασμένοι για πολλή θλίψης και μαυρίλας.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker