Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2011

ΟΥΦ! ΠΑΕΙ ΚΙ Ο ΧΑΡΙ ΠΟΤΕΡ!



Επιτέλους! Ο Harry Potter φτάνει στο τέλος του με τη 8η ταινία της σειράς (την 7η τέλος πάντων, που όμως παίχτηκε σε δύο μέρη), το «Ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου Νο 2» του David Yates (2011). Όπως όλοι περιμέναμε, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαμε διαβάσει τα βιβλία, εδώ κυριαρχεί η τελική σύγκρουση του μικρού (;) μάγου με τον μοχθηρό Βόλντεμορτ, τον "Άρχοντα του Κακού", τουτέστιν η τελική σύγκρουση καλού – κακού (όπως πάντα, από την εποχή του Τόλκιν). Και εφ’ όσον πρόκειται για σειρά με τέτοια πρωτοφανή κυριολεκτικά επιτυχία, μαντέψτε ποιο θα νικήσει…
Για την ταινία καθ’ εαυτή τώρα, τι να σας πω. Ο Yates ήταν ένας τηλεοπτικός σκηνοθέτης και στο σινεμά μπήκε κυρίως με τους τελευταίους "Χάρι Πότερ". Οπότε μην περιμένετε φοβερές πρωτοτυπίες ή ξεχωριστή κινηματογραφική άποψη. Είναι απλώς ένας καλός διεκπεραιωτής, που από τέτοιους το Χόλιγουντ είναι γεμάτο. Το κλίμα είναι λίγο – πολύ παρόμοιο με τις προηγούμενες και κάποιες εντυπωσιακές σκηνές ασφαλώς υπάρχουν (όπως πάντα άλλωστε). Η όποια ιδιαιτερότητά του φιλμ έγκειται στις αποκαλύψεις από το παρελθόν (για τους γονείς του ΧΠ και τα νεανικά τους χρόνια, τη σχέση τους με κάποια από τα γνωστά πρόσωπα της σειράς κλπ., καθώς και στο ότι φωτίζονται ορισμένα σκοτεινά σημεία σε σχέση με το τι ακριβώς έχει συμβεί στο παρελθόν... τέτοια πράγματα). Πράγματα δηλαδή λίγο – πολύ αναμενόμενα (κι ας με συγχωρήσει η κ. Ρόουλινγκ). Κινηματογραφικά, όπως είπα, τίποτα καινούριο ή απρόοπτο – εκτός αν θεωρείτε απρόοπτο το ότι οι πρώην μικροί πρωταγωνιστές μεγάλωσαν για τα καλά και έγιναν κοτζάμ άντρες ή/και όμορφες γυναίκες. Οπότε βρίσκομαι στην ασυνήθιστη θέση να μην έχω πολλά να σας πω. Αν είστε φίλοι της σειράς συνολικά, ούτως ή άλλως δεν θα το χάσετε με τίποτα. Αν πάλι όχι – ή αν δεν έχετε δει τα προηγούμενα, οπότε δεν θα καταλάβετε και πολλά - δεν έχει κανένα νόημα να δείτε αυτό εδώ το τελευταίο μέρος (μεταξύ μας, κι εγώ που έβλεπα ένα ΧΠ κάθε χρόνο, δίχως επαναλήψεις, είχα κάμποσα κενά για το ποιος είναι ποιος, τι είχε γίνει στο προπροηγούμενο επεισόδιο κτλ.). Γιατί τώρα είδα τη σειρά εγώ, που δεν είμαι ιδιαίτερα φαν και συνολικά τη θεωρώ… χμμμ… έτσι κι έτσι, χωρίς πάντων να πλήξω και πολύ (ας το τονίσω αυτό) ε, ας όψονται κάποια κινηματογραφικά βίτσια. Όσο γι' αυτό το "δεν έπληξα και πολύ", έχει να κάνει με το ότι εξ ορισμού τέτοια φιλμ και θεαματικά είναι και άφθονη δράση έχουν και, γενικά, επιβεβαιώνουν τη χολιγουντιανή ικανότητα να κρατά το θεατή για δύο ώρες (και, αφού βγει από την αίθουσα, να κάνει delete).
Αν θέλετε πάλι συνολική συζήτηση για τα αίτια της απίστευτης πραγματικά, εκδοτικά και κινηματογραφικά, επιτυχίας της σειράς, έχουν γραφεί άπειρα πράγματα επί του θέματος και, γενικά, δεν νομίζω ότι είναι του παρόντος.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Αυγούστου 25, 2011

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ "ΛΑΜΠΕΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ"


Η Jane Campion χρόνια τώρα μπορεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον μας με τις ταινίες της. Όπως και να το κάνουμε είναι αξιόλογη δημιουργός για να πάψουμε να ασχολούμαστε μαζί της, αν και τα σχετικά πρόσφατα πονήματά της δεν νομίζω ότι βρίσκονται στο ύψος παλαιότερων. Το τελευταίο της φιλμ (μετά από αρκετά χρόνια απουσίας) είναι το "Bright Star" του 2009, που παρακολουθεί την ερωτική ιστορία του μεγάλου άγγλου ποιητή John Keats με μια κοπέλα που, αρχικά τουλάχιστον, λίγα κοινά στοιχεία έχει μαζί του.
Η ιστορία διαδραματίζεται στη δεκαετία 1820-1830, οπότε έχουμε φυσικά να κάνουμε με ταινία εποχής. Ο πρώτος χαρακτηρισμός που αυθόρμητα έρχεται στο νου μας είναι αυτός της ρομαντικής ταινίας. Πράγματι ο ρομαντισμός είναι το στοιχείο που κυριαρχεί απ’ την αρχή ως το τέλος σ’ αυτήν. Παθιασμένος έρωτας, απόλυτος, αλλά και ποίηση, η οποία είναι το μόνο σχεδόν ενδιαφέρον στη ζωή του νεαρού ποιητή. Ποίηση, στην οποία είναι δοσμένος, για την οποία μοιάζει να ζει. Το άλλο χαρακτηριστικό του φιλμ είναι η πολύ όμορφη φωτογραφία. Τα πανέμορφα τοπία, οι γεμάτοι λουλούδια αγροί, η εξοχή, αλλά και τα σπίτια, εσωτερικά και εξωτερικά. Πανδαισία χρωμάτων και όμορφων εικόνων.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, έντονα ξεχωρίζει το φεμινιστικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των ταινιών της Κάμπιον. Η νεαρή ηρωίδα, ακόμα και όταν ενδιαφέρεται μόνο για τη μόδα (ναι, τη μόδα το 1820τόσο!), διακρίνεται για την τόλμη, την ανεξαρτησία, το θάρρος της γνώμης της. Είναι μάλιστα αυτή που πρώτη προσεγγίζει ερωτικά τον ποιητή. Η μητέρα της, από την άλλη, τής συμπαραστέκεται και είναι ανεκτική ακόμα κι όταν η κόρη της προκαλεί μικρά σκάνδαλα. Μου έκαναν αρκετή εντύπωση όλα αυτά, με δεδομένη την εικόνα που έχουμε για τη θέση της γυναίκας την εποχή αυτή. Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποιες απόψεις μας, τουλάχιστον σε κάποιες έστω ιδιαίτερες περιπτώσεις;
Ωστόσο συνολικά, και παρά τις επί μέρους αρετές, βρήκα την ταινία επίπεδη, δίχως εξάρσεις και κορυφώσεις ή, αν θέλετε να το πω με πιο απλά λόγια, μάλλον βαρετή. Σίγουρα η Κάμπιον βρίσκεται πολύ μακριά από τη δύναμη των «Μαθημάτων Πιάνου» ή, έστω, από την ανατρεπτικότητα που προσπάθησε να προσδώσει στο μεταγενέστερο "In the Cut". Συνολικά λοιπόν ένοιωσα κάπως να μη μ’ ενδιαφέρει όλη αυτή η ιστορία, όλος αυτός ο έρωτας μιας άλλης εποχής που φαντάζει πολύ μακριά. Παραμένει νομίζω καλή σκηνοθέτης, αλλά… τα αλλά είναι αρκετά.
Αν είστε φίλοι των πολύ ρομαντικών ταινιών εποχής μάλλον θα ενθουσιαστείτε. Αν όχι, φοβάμαι ότι δεν θα γλιτώσετε ένα μάλλον πληκτικό δίωρο, και μάλιστα με προδιαγεγραμμένο τέλος, αν γνωρίζετε, έστω και λίγο, τη βιογραφία του Τζον Κιτς, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους άγγλους ρομαντικούς ποιητές .

Ετικέτες ,

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2011

ΑΣ ΚΟΛΥΜΠΗΣΟΥΜΕ ΟΣΟ ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Όπως πάντα τέτοια εποχή, το blog ξεκινά τις διακοπές του σε κρυστάλινες - ελπίζω - θάλασσες. Ίσως κατά τη διάρκεια του Αυγούστου ανεβάσουμε και κανένα κειμενάκι για ταινία, ίσως και όχι. Εξαρτάται από τη ένταση των διακοπών...
Οπότε εύχομαι και σε σας καλές διακοπές - όσοι και όσο μπορείτε - και (για να πούμε και την κινηματογραφική κλισέ ευχή) ραντεβού τον Σεπτέμβριο.

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2011

NIGHT BREED: ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ



Ο Clive Barker είναι ίσως ο γνωστότερος σήμερα συγγραφέας τρόμου μετά τον Στίβεν Κινγκ. Παρά τα αρκετά γραπτά του, πρόλαβε να περάσει και πίσω από την κάμερα, γυρίζοντας μέχρι τώρα τρεις ταινίες. Το "Night Breed" του 1990 είναι η δεύτερη απ' αυτές, μετά το τρομαχτικό σε βαθμό σοκ "Hellraiser" που είχε προηγηθεί.
Η ταινία μου γέννησε αντικρουόμενα συναισθήματα: Από τη μία διαθέτει εντυπωσιακές εικόνες και, κυρίως, πολύ ενδιαφέρον concept. Από την άλλη... δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, δεν την βρήκα καλή ταινία τελικά.
Βασισμένη στο δικό του φυσικά μυθιστόρημα "Cabal", ο Μπάρκερ αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού που ονειρεύεται διαρκώς ότι βρίσκεται σε μια πόλη τεράτων, στην οποία ουσιαστικά ανήκει. Κάτω από την καθογήγηση του ψυχίατρού του, αρχίζει να υποπτεύεται πολλά για τον εαυτό του, αλλά και το ότι η πόλη αυτή υπάρχει στ' αλήθεια.
Είπα ότι οι εικόνες είναι εντυπωσιακές. Τα μέικ απ εφέ είναι κάτι παραπάνω απ' αυτό, μερικές φορές γίνονται εφιαλτικά, ενώ η φαντασία των δημιουργών τους ξεχειλίζει. Ορισμένες σκηνές είναι ατμοσφαιρικές. Σημαντικότερο απ' αυτά όμως βρίσκω το όλο concept: Ολόκληρη η ταινία αποτελεί έναν ύμνο στο δικαίωμα της διαφορετικότητας, στο δικαίωμα να υπάρχεις και να απολαμβάνεις ίσα δικαιώματα όσο διαφορετικός από τον "μέσο όρο" κι αν είσαι. Τα τέρατα, με την αστείρευτη ποικιλία τους, όσο αποκρουστικά κι αν είναι τις περισσότερες φορές, έχουν δικαίωμα να υπάρχουν. Το κακό εδώ, το αληθινό κακό, είναι ο ρατσισμός, οι κυνηγοί τεράτων δηλαδή που τα εξολοθρεύουν μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Barker βάζει να τους παίζουν τυπικοί νότιοι αμερικάνοι "βλάχοι", πασίγνωστοι και στην πραγματικότητα για τις όχι και τόσο προοδευτικές τους ιδέες... Το μήνυμα είναι σαφές.
Από την άλλη νομίζω ότι το φιλμ στερείται οποιασδήποτε αληθοφάνειας. Φυσικά μιλάμε για ταινία του φανταστικού. Λέγοντας αληθφάνεια δεν εννοώ προφανώς κάποιον ρεαλισμό, δεν ειναι αυτό το ζητούμενο. Αλλά οι χαρακτήρες μοιάζουν τόσο ρηχοί, οι αντιδράσεις τους τόσο απλοϊκές και αναληθοφανείς, το σενάριο και οι λεπτομέρειές του μου φάνηκαν τόσο προχειρογραμμένα, ώστε δεν μπορώ να πάρω και πολύ στα σοβαρά όλα τα θετικά προηγούμενα. Διάβολε, μπαίνεις σ' ένα απόλυτα φρικιαστικό περιβάλλον, όπου ζωντανεύουν όλοι σου οι εφιάλτες. Δεν μπορεί να συνεχίσεις να το εξερευνάς απαθέστατα. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με στοιχειδώς σώας τας φρένας θα είχε εξαφανιστεί ουρλιάζοντας πανικόβλητος. Το ίδιο ισχύει και για τους φασίστες (στην ουσία) που προαναφέραμε. Όταν μπροστά τους βλέπουν να ξεπροβάλλουν με σάρκα και οστά ανείπωτες φρίκες, δεν γίνεται να συνεχίζουν να πυροβολούν διασκεδάζοντας, λες κι είναι βαρεμένοι Κου Κλουξ Κλαν που τη βρίσκουν πυροβολώντας απροστάτευτους μαύρους. Κάπου, σε κάθε άνθρωπο, κανονικό ή κάθαρμα, υπάρχει ένα αρχέγονο πράγμα που ονομάζεται πανικός. Εδώ οι πάντες, καλοί και κακοί, μοιάζουν να είναι απρόσβλητοι απ' αυτό. Αφείστε που ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τα κίνητρα του "κακού" ήρωα, που είναι κάτι μεταξύ ιδεολόγου ρατσιστή και σίριαλ κίλερ...
Καταλάβατε ότι συνολικά δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η ταινία. Κάτι έλειπε. Κρίμα, γιατί και η ιδέα είναι καλή και οι προθέσεις αγαθές. Πάντως στο φιλμ υπάρχει και ένα σαφώς καλτ στοιχείο: Τον δεύτερο βασικό ρόλο, αυτόν του ψυχίατρου, παίζει ο κύριος Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ αυτοπροσώπως. Αν αυτό ή η αγάπη σας για τη λογοτεχνία του Μπάρκερ (προσωπικά μ' αρέσουν μόνο τα πάμπολλα μικρά διηγήματά του, ενώ βρίσκω τα μυθιστορήματά του - πλην του "Υφαντόκοσμου" - φλύαρα και κουραστικά) αποτελούν ικανό λόγο να το δείτε, κάντε το.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Αυγούστου 02, 2011

ΠΩΣ ΝΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΤΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ 1000000 ΔΟΛΑΡΙΑ



Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω κάποια πράγματα: Υπάρχει σινεμά που ούτε σχολιάζει τα γεγονότα, ούτε πολιτικό, φιλοσοφικό ή ψυχολογικό βάθος διαθέτει, ούτε καυτηριάζει αρνητικές καταστάσεις. Είναι απλώς διασκεδαστικό σινεμά, με μοναδικό στόχο την ψυχαγωγία του θεατή. Και αυτό βέβαια δεν ισχύει μόνο για το σινεμά, αλλά και για όλες ανεξαρτήτως τις τέχνες. Το θέμα είναι ότι και σ’ αυτόν τον «αβαθή» χώρο υπάρχουν σκουπίδια και αριστουργήματα (όπως και σε κάθε είδος άλλωστε, ακόμα και στο πορνό). Η ρομαντική κομεντί, είδος που άνθισε και (δυστυχώς) ανθεί ακόμα στο Χολιγουντ, παρά το ότι συγκεντρώνει την περιφρόνηση πολλών, διαθέτει κι από τα δύο. Όταν μάλιστα έχεις να κάνεις με τον μεγάλο William Wyler (1902–1981) , από τους χαρακτηριστικότερους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, ο οποίος καλλιέργησε αρκετά το είδος, τα αποτελέσματα είναι σχεδόν πάντοτε, αν μη τι άλλο, διασκεδαστικότατα.
Αυτό συμβαίνει κατά τη γνώμη μου και στο «Πώς να Κλέψετε Ένα Εκατομμύριο Δολάρια» του 1966, που είναι μια από τις τελευταίες ταινίες του και διαθέτει το φοβερό δίδυμο Όντρεϊ Χέπμπορν – Πίτερ Ο’Τουλ, αλλά και τον Ελάι Γουάλας, για να μην παραλείψουμε έναν σημαντικό δευτεραγωνιστή. Το οποίο, επί πλέον, έχει και το στοιχείο της ιδιοφυούς ληστείας, βασισμένης στην «ανθρώπινη ψυχολογία», που δημιουργεί καλοδεχούμενο σασπένς, ενώ στο σενάριο εμπλέκεται και το στοιχείο της πλαστογράφησης αριστουργηματικών έργων τέχνης και κάποια σχόλια πάνω στο νόημα του «γνήσιου» ή του «πλαστού» έργου (γιατί το γνήσιο είναι σημαντικότερο όταν το πλαστό είναι πραγματικά άψογο;). Το χιούμορ λοιπόν, το απαραίτητο κοσμοπολίτικο στοιχείο, ο ρομαντικός έρωτας (προφανώς) και η διασκεδαστική παρανομία – που δεν διστάζει να αντιμετωπίσει με ελαφρότητα την κλοπή ενός πολύτιμου γλυπτού από ένα μεγάλο μουσείο – αναμιγνύονται εδώ με σοφό τρόπο και άψογη ισορροπία για να επιτύχουν το απόλυτο ζητούμενο σ’ αυτά τα φιλμ: Την διασκέδαση.
«Μα δεν μπορούν να συμβούν στην πραγματικότητα αυτά τα πράγματα», θα πείτε. Προφανώς. Αν πιστεύετε ότι είναι εφικτές τέτοιες καταστάσεις, καλύτερα να καταφύγετε στον ψυχολόγο σας ή να ξαναμετρήσετε το IQ σας. Αλλά αυτό είναι δεδομένο. Μήπως μπορεί να συμβεί δηλαδή το ένα εκατοστό των κατορθωμάτων του Τζέιμς Μποντ ή του Ιντιάνα Τζόουνς; Μειώνει όμως αυτό την ψυχαγωγική διάσταση κάποιων τουλάχιστον από τις ταινίες των σειρών αυτών (και πλήθος άλλων φυσικά); Μεγάλο μέρος πάντως της γοητείας του συγκεκριμένου φιλμ – εκτός της σκηνοθετικής μαστοριάς του Γουάιλερ - οφείλεται ακριβώς στην αφέλεια, στην αθωότητα με την οποία αντιμετωπίζονται τα πάντα, αθωότητα που, ακόμα και από το παραμυθογόνο Χόλιγουντ έχει εκλείψει σήμερα, κάνοντάς το συνήθως να καταφεύγει σε χοντράδες για να μας «διασκεδάσει». Καταλαβαίνετε ότι μπορώ να αντιληφτώ πώς διασκεδάζει κανείς με την κενή «σοβαρού» περιεχομένου ταινία που σχολιάζουμε, δεν αντιλαμβάνομαι όμως πώς μπορεί κανείς να το κάνει με το 28ο «Meet the Parents”. Δεν είναι μόνο το ότι δεν πρόκειται καν για το νο 1, το πρωτότυπο τέλος πάντων. Είναι και η διαφορά κομψότητας, που είναι συντριπτική υπέρ κάποιων παλιότερων φιλμ.
Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό – απαραιτήτως πιστεύω – μπορείτε άφοβα να απολαύσετε ένα καλοκαιρινό βράδυ σε θερινό, εν μέσω φινέτσας, χιούμορ, ρομαντισμού, ληστειών και, κυρίως, άφθονων κλασικών έργων τέχνης. Δεν νομίζω ότι θα πλήξετε. Πρόκειται γι’ αυτό που λέμε «παλιό καλό Χόλιγουντ».

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker