Σάββατο, Φεβρουαρίου 29, 2020

"Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (;) ΤΟΥ ΗΑΡΙ ΦΡΙΓΚ" ΚΑΙ ΑΛΛΑΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΟΛΕΜΑΤΟΣ

Ο τηλεοπτικός και κινηματογραφικός Jack Smight (1925-1003) γυρίζει το "The Secret War of Harry Figg" (στην Ελλάδα "Απόδραση κατά Διαταγήν") το 1968, σ' ένα απόλυτα αντιπολεμικό και φιλειρηνικό τότε παγκόσμιο κλίμα (καμία σχέση δηλαδή με το σημερινό), με τον Πολ Νιούμαν και τη Σίλβα Κοσίνα στους βασικούς ρόλους. Πρόκειται για μια αντιπολεμική κωμωδία.
Το 1943 5 στρατηγοί των Συμμάχων διαφόρων εθνικοτήτων συλλαμβάνονται και "φυλακίζονται" (;;;) από τους ιταλούς σε παραδεισένιο πύργο κάπου στην Ιταλία, όπου τους φέρονται με το γάντι και, εν γένει, οι αιχμάλωτοι περνάνε "ζωή και κότα". Η έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας  απόδρασης (αφού δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε ένα σχέδιο) αποτελεί "κόκκινο πανί" για τους Συμμάχους και την προπαγάνδα τους. Βρίσκουν λοιόν ένα λουφαδόρο φαντάρο, ο οποίος έχει αποδράσει από όπου μπορείτε να φανταστείτε, τον προάγουν σε μία νύχτα σε στρατηγό και τον στέλνουν να "αιχμαλωτιστεί" στην ίδια περιοχή και, κατά συνέπεια, να "φυλακιστεί" μαζί τους, ώστε να τους οργανώσει την απόδραση. Εκεί όμως, ο ούτως ή άλλως καλοπερασάκιας πρώην φαντάρος θα διαπιστώσει ότι δεν έχει καμία όρεξη για απόδραση...
Εντάξει, δεν είναι σπουδαία ταινία, βλέπεται όμως ευχάριστα, τόσο για το (όχι ξεκαρδιστικό πάντως) χιούμορ της, όσο και για την αντιπολεμική της διάθεση. Βλέπετε, τόσο οι μεγαλεπήβολοι στρατηγοί (όσο κι αν δεν το παραδέχονται μεταξύ τους) όσο και ο ούτως ή άλλως λουφαδόρος φαντάρος, καμία όρεξη δεν έχουν να αφήσουν την καλοπέραση και να "θυσιαστούν υπέρ"... όλων αυτών που ξέρετε. Και μόνο όταν εμφανίζονται οι στρατόκαυλοι ναζί (σε πλήρη αντίθεση με τους ζαμανφουτίστες και εξ ίσου με τους αιχμαλώτους καλοπερασάκηδες ιταλούς), τότε μόνο η ιδέα της απόδρασης αρχίζει να έχει κάποιο νόημα. Όχι για καμιά πατρίδα βεβαίως, αλλά γι' αυτούς τους ίδιους.
Καλή ιδέα, απολαυστική σάτιρα του πολέμου δίχως ίχνος ηρωισμού (το αντίθετο), ξαναλέω ότι βλέπεται ευχάριστα, δίχως όμως να είναι και τίποτα σπουδαίο.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 27, 2020

Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ "ΑΟΡΑΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ ΓΚΟΥΣΜΑΟ"

Κι όμως: Μερικές φορές το μελόδραμα μπορεί να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα. Αφορμή για τη σκέψη αυτή ήταν η βραζιλιάνικη ταινία του Karim Ainouz "Η Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο" (A Vida Invisivel) του 2019.
Δύο αδελφές μεγαλώνουν στο Ρίο ντε Ζανέιρο της δεκαετίας του 50. Η μία, ταλαντούχα στο πιάνο, ονειρεύεται μουσικές σπουδές στη Βιέννη. Η άλλη, πιο παρορμητική, εγκαταλείπει το σπίτι και φεύγει με έναν έλληνα ναυτικό, ο οποίος σύντομα θα την παρατήσει έγκυο. Η πρώτη θα παντρευτεί σχεδόν υποχρεωτικά έναν άντρα που δεν αγαπά και δεν θα αγαπήσει ποτέ. Η δεύτερη θα επιστρέψει σπίτι μετανιωμένη, αλλά θα διωχτεί σκαιά από τον παλαιών αρχών πατέρα, που δεν ανέχεται τέτοια σκάνδαλα. Μέσα από μια σειρά ψεμάτων και συμπτώσεων, οι δύο αδελφές θα ψάχνουν απεγνωσμένα η μία την άλλη (η μεταξύ τους αγάπη είναι η μόνη πραγματική που έχουν γνωρίσει), αγνοώντας ότι μένουν στην ίδια πόλη (νομίζουν ότι η μία ζει στην Ελλάδα και η άλλη στη Βιέννη). Τα χρόνια περνούν...
Το φιλμ είναι πραγματικά συγκινητικό. Πέραν όμως από τη σφιχτή πλοκή και τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων (των ηρωίδων περισσότερο), η ταινία αξίζει για το φεμινιστικό της κλίμα, καθώς δείχνει ξεκάθαρα την καταπίεση της γυναίκας από μια άγρια φαλλοκρατική κοινωνία, που στελεχώνεται φυσικά από άντρες που έχουν τον πρώτο λόγω για τη ζωή των γυναικών (τους). Άλλωστε απ' αυτό το γεγονός πηγάζει όλο το δράμα και οι άτυχες ζωές των δύο αδελφών.
Συγκίνηση λοιπόν (μην ανησυχήσετε αν σας ξεφύγει κανένα δάκρυ στο τέλος, φυσιολογικό είναι), χαμένες ζωές, όνειρα που δεν πραγματοποιούνται ποτέ, δυστυχία με κοινωνική προέλευση και φεμινιστικός λόγος συνθέτουν ένα από τα σπάνια σύγχρονα ενδιαφέροντα μελοδράματα. Συνίσταται.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 26, 2020

ΟΙ "MONOS" ΚΑΙ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΦΡΙΚΗ

Ο Alejandro Landes είναι βραζιλιάνος και οι "Monos" (είναι το όνομα της ομάδας) τού 2019 είναι η δεύτερη ταινία μυθοπλασίας που γύρισε, αυτή τη φορά στην Κολομβία.
Μια ομάδα 8 έφηβων ανταρτών (αγόρια και κορίτσια) ζουν απομονωμένοι σε βουνό, εκπαιδεύονται στρατιωτικά και παίρνουν πού και πού εντολές για τις αποστολές τους, το μεγαλύτερο μέρος όμως του χρόνου τους ζουν μόνοι, δίχως επαφή με οποιονδήποτε άλλο. Οι τωρινές αποστολές τους είναι να φυλάνε μια αμερικανίδα όμηρο και μια πολύτιμη αγελάδα, που κάνει γάλα για όλους.
Κατά τη διάρκεια του φιλμ δεν θα μάθουμε ποτέ την ιδεολογία των νεαρών (παιδιών ουσιαστικά) ανταρτών, σε μια χώρα που επί δεκαετίες σπαράσσεται από εμφύλιους. Ανήκουν σε παραστρατιωτικές δυνάμεις βασιλιάδων των ναρκωτικών; Είναι αριστεροί αντάρτες; Δεν ξέρουμε. Και, τελικά, δεν έχει σημασία. Η ταινία μας "ενοχλεί" (το λέω θετικά) ανεξάρτητα από τη γνώση αυτή. Λέω μας "ενοχλεί" διότι καταγράφει τη στρατιωτικοποίηση και τη σκληρή εκπαίδευση παιδιών, τα οποία, ως κανονικοί στρατιώτες, θα πολεμήσουν και, μερικά, θα πεθάνουν για τον όποιο λόγο. Και, φυσικά, θα επιτελέσουν και αυτά τις δικές τους κτηνωδίες. Η ομάδα, ταυτόχρονα, λειτουργεί ως μικρόκοσμος, με τις δικές του εσωτερικές σχέσεις, αλλαγές, συγκρούσεις και ισορροπίες (ή μη). Από κάποιο σημείο και μετά βεβαίως θα απομείνει μόνο η ανάγκη επιβίωσης. Πάντοτε όμως παραμένουν απλό γρανάζι ενός ευρύτερου, απάνθρωπου μηχανισμού, που οι ίδιοι, ουσιαστικά, δεν καταλαβαίνουν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο σκηνοθέτης δίνει το θέμα του άλλοτε ποιητικά, με θαυμάσιες, υποβλητικές εικόνες της αφιλόξενης φύσης εντός της οποίας καλούνται  να επιβιώσουν οι ήρωες του φιλμ και άλλοτε πάλι ωμά ρεαλιστικά, καταγράφοντας τον αγώνα και τις περιπέτειές τους. Και λειτουργεί αντιπολεμικά, τόσο λόγω της απέχθειας που δημιουργεί η "χρήση" παιδιών για πολεμικούς σκοπούς, όσο και λόγω της κατάδειξης της βίας, αχρείαστης κάποιες φορές, τόσο μεταξύ τους όσο και προς τρίτους, που δημιουργεί όλο αυτό το εξ αρχής "άρρωστο" περιβάλλον.
Ασυνήθιστη, σίγουρα όμως ενδιαφέρουσα ταινία.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 24, 2020

ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΙΑ "ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ"

"Frequency" (στα ελληνικά "Φονική Συχνότητα") είναι ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας που γύρισε το 2000 ο Gregory Hoblit με τον Denis Quaid και τον Jim Caviezel στους κύριους ρόλους.
Όταν μια σειρά από ηλιακές εκρήξεις το 1969 δημιουργεί διάφορα παράδοξα, ένας πυροσβέστης πιάνεi στον ασύρματό του μια παράξενη συχνότητα απ' όπου μπορεί να επικοινωνήσει με τον αστυνομικό γιο του... 30 χρόνια μετά (το 1969 ο εν λόγω γιος είναι παιδάκι 6 χρονών). Ο γιος θα του αποκαλύψει ότι πρόκειται να πεθάνει σε πυρκαγιά λίγο μετά και οι δύο μαζί προσπαθούν να αλλάξουν το παρελθόν (το 1969) για να τροποποιηθεί έτσι το μέλλον. Κάθε προσπάθεια όμως θα φέρει κι άλλες περιπλοκές και τα πράγματα θα μπερδευτούν κι άλλο όταν στη μέση θα μπει ένας σίριαλ κίλερ...
Καλό φιλμ με χρονικά παράδοξα και εναλλακτικά σύμπαντα - όπου μια μικρή αλλαγή μπορεί να επιφέρει μεγάλες ανατροπές - βασίζεται σε έξυπνη ιδέα και παρακολουθείται με εμνδιαφέρον. Το βασικό εύρημα εδώ είναι ότι,  αντίθετα με ό,τι θα συνέβαινε όταν το παρόν τροποποιείται από παρεμβάσεις στο παρελθόν, εδώ υπάρχει κάποιος (ο γιος) του οποίου οι αναμνήσεις είναι μπερδεμένες και θυμάται κάποια σκόρπια στοιχεία από τις προηγούμενες εκδοχές. Βέβαια στην ταινία ίσως υπάρχουν κάποια σεναριακά κενά (συμβαίνει με τις περισσότερες ταινίες με χρονικά παράδοξα) και ίσως η έννοια της "ευτυχίας" να παραείναι αμερικάνικη (αμερικανιά θα το λέγαμε), ωστόσο, ξαναλέω, πρόκειται για πρωτότυπη ιδέα που μπερδεύει έξυπνα την ΕΦ με το αστυνομικό φιλμ (ο σίριαλ κίλερ που λέγαμε) και τη δράση (δίχως να βασίζεται σ' αυτή). Έτσι το αποτέλεσμα, παρά κάποια μειονεκτήματα, με κράτησε απολυτα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 23, 2020

"ΑΝ..." ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΣΤΗΜΕΝΟ...

Το 2012 ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης γυρίζει την πρώτη του κινηματογραφική ταινία, το "Αν...", με τον ίδιο φυσικά ως πρωταγωνιστή, και κάνει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ωστόσο... σχεδόν τίποτα δεν μ' αρέσει σ' αυτή.
Το φιλμ παρακολουθεί δύο ερωτικές ιστορίες και την εξέλιξή τους σε δύο εναλλακτικές εκδοχές του κόσμου που ζούμε. Στη μία γνωρίζονται, ερωτεύονται... και θα δούμε πώς θα εξελιχθεί η σχέση, στην άλλη ο ήρωας έχει χάσει πολλά και είναι δυστυχισμένος ενώ η γυναίκα της προηγούμενης εκδοχής βρίσκεται πάντα κοντά του, δίχως όμως, μέχρι κάποιο σημείο, να έχουν γνωριστεί ποτέ. Φυσικά οι καταλήξεις των δύο εκδοχών του σύμπαντος που ζούμε θα είναι εντελώς διαφορετικές.
Υπάρχουν πολλά που με ενόχλησαν στο φιλμ: Πρώτα πρώτα η ιδέα είναι απόλυτα "κλεμμένη" από το "Sliding Doors" του 1998, με την Γκουίνεθ Πάλτροου, αν θυμάστε. Βρήκα όμως χειρότερο απ' αυτό τον χειρισμό της ιστορίας: Η Αθήνα είναι (άνευ λόγου) εντελώς ψεύτική, εξωραϊσμένη, κάτι σαν το Παρίσι της "Αμελί". Όλοι μένουν σε νεοκλασικά, σε μια ιδανική, πεντακάθαρη γραφική και γεμάτη λουλούδια Πλάκα, ενώ απ' έξω περνούν λατέρνες, όλοι, μα όλοι οι χώροι όπου κινούνται οι ήρωες είναι πανέμορφοι - ανεξάρτητα αν οι ήρωες αυτοί είναι ευτυχείς ή δυστυχείς - όλα είναι εμφανώς (και από άποψη) ψεύτικα. Οι ίδιοι είναι χάι διαφημιστές με καλλιτεχνικές τάσεις και άλλα σχετικά και μιλάνε με "στιλ" και εντελώς στημένο τρόπο. Σα να μην έφταναν αυτά βρήκα τις ηθοποιίες κακές. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε με το ντοκιμαντέρ που θα γυρίσει ο ήρωας της δεύτερης εκδοχής¨: 'Οσα αποσπάσματά του οποίου βλέπουμε αποτελούν μνημεία αμπελοφιλοσοφίας και μπούρδας, σα διαφήμιση από τράπεζες ή ασφάλειες που "μας αγαπάνε και μας παραστέκονται". Αφήστε που φαίνεται ότι πρόκειται για ντοκιμαντέρ με αντικείμενο... τα πάντα για τον κόσμο και τα συναισθήματα...
Στα λίγα θετικά η απροσδόκητη πολιτικοποίηση της ταινίας, όταν αυτή αρχίζει να αναφέρεται στην κρίση και επιχειρεί να καταδείξει τα αρνητικά (προφανώς) αποτελέσματά της στην καθημερινότητα των ελλήνων. Πάλι καλά.
Γενικά βρήκα το φιλμ χαζό και δήθεν. Ευτυχώς κατά τη γνώμη μου η δεύτερη ταινία του Παπακαλιάτη, το "Ένας Άλλος Κόσμος", μου φάνηκε σαφώς καλύτερη.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2020

"Ο (ΠΙΟ) ΚΑΛΟΣ ΨΕΥΤΗΣ"

Το φιλμ "Ένας Καλός Ψεύτης" (The Good Liar) που γύρισε το 2019 ο Bill Condon είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ / δράμα με δύο μεγάλους ηθοποιούς: Την Έλεν Μίρεν και τον Ίαν ΜακΚέλεν (αμφότεροι κρατιούνται θαυμάσια).
Δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι γνωρίζονται μέσω διαδικτύου, συναντιούνται, συμπαθούν ο ένας τον άλλον και σύντομα αποφασίζουν να συγκατοικήσουν και να ενώσουν τις ζωές τους. Από την αρχή αντιλαμβανόμαστε ότι εκείνος είναι απατεώνας (και κάτι χειρότερο) και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η περιουσία της γυναίκας, η οποία τον έχει ερωτευθεί (διότι υπάρχει έρωτας και μετά τα 70). Το να τον παρακολουθούμε όμως να ξετυλίγει το σατανικό του σχέδιο είναι μόνο η αρχή...
Κλασικό ψυχολογικό θρίλερ ανατροπών, καλογυρισμένο, που σίγουρα κρατά γερά τον θεατή. Βασικό του ατού, βεβαίως, είναι οι δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές του, τους οποίους σίγουρα θα απολαύσετε. Πέραν αυτού, παρά το έξυπνο σενάριο και τις ανατροπές που λέγαμε, δεν παύει να είναι ένα (καλό) δείγμα ενός πολυχρησιμοποιημένου είδους. Προσωπικά από πολύ νωρίς είχα αρχίσει να μαντεύω τι πάει να συμβεί (δίχως βεβαίως να αντιληφθώ όλο το εύρος του πράγματος). Πάντως πιστεύω ότι αν δεν ψάχνετε για κάτι πιο "βαθύ" και αρκείστε στην κινηματογραφική διασκέδαση (πράγμα, προφανώς, καθόλου κακό) να το ψάξετε οπωσδήποτε.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2020

ΝΑΙ ΜΕΝ ΑΛΛΑ": ΜΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΙΖΕΡΙΑΣ

Το 1972 στην Ελλάδα υπήρχε χούντα. Ως αντίδραση (κατά ένα μέρος τουλάχιστον) στην πνιγηρή αυτή κατάσταση είχε ξεκινούσε εκεί γύρω ο λεγόμενος "Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος" (Αγγελόπουλος, Βούλγαρης κλπ.), που πρότεινε κάτι εντελώς διαφορετικό από το εμπορικό σινεμά των κωμωδιών και των δακρύβρεκτων δραμάτων που κατέκλυζαν τις οθόνες. Ταινίες κοινωνικές, έντονα πολιτικοποιημένες, ρεαλιστικές, συχνά ωμές και "ακατέργαστες". Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το "Ναι μεν, Αλλά..." του Παύλου Τάσιου (1942-1011), ο οποίος δεν ήταν πρωτοεμφανιζόμενος. Είχε γυρίσει εμπορικές ταινίες στη δεκαετία του 60, με το φιλμ αυτό όμως έκανε στροφή 180 μοιρών μπαίνοντας στην (τότε) πρωτοπορία του ελληνικού σινεμά (το ίδιο έκανε λίγο αργότερα ο Τσιώλης).
Το φιλμ είναι το πορτρέτο ενός ανθρώπου που "δεν τον χωρά ο τόπος". Παντρεύεται μετά από πίεση των γύρω του μια κοπέλα που "εξέθεσε" και την οποία δεν θέλει και έρχονται στην πρωτεύουσα από την επαρχία, όπου κάνει μια δουλειά (δουλεύει σε γραφείο τελετών) που επίσης δεν θέλει. Σιγά - σιγά θα αρχίσουν να του φταίνε όλα, ενώ θα ερωτευτεί παράφορα και απόλυτα "άγαρμπα" μια νεαρή "μοντέρνα" φοιτήτρια, η οποία, στον αντίποδα της συζύγου του, είναι το είδος κοπέλας που φαντασιώνεται. Τα πράγματα θα πάρουν βαθμιαία δυσβάστακτη τροπή.
Το φιλμ λειτουργεί σήμερα και ως καταγραφή μιας απόλυτα πνιγηρής, συντηρητικής κοινωνίας. Η Αθήνα που βλέπουμε είναι πραγματικά άσχημη και γκρίζα (ναι, είναι χειρότερη ως εικόνα από τη σύγχρονη χαώδη πρωτεύουσα), οι άνθρωποι είναι κι αυτοί γκρίζοι, με περιορισμένους πνευματικούς ορίζοντες και τυποποιημένες απόψεις, το οικογενειακό περιβάλλον αγγίζει τα όρια του κλειστοφοβικού... Τα πάντα είναι μίζερα. Η σχεδόν τρέλα του ήρωα και οι πράξεις του μοιάζουν σχεδόν αναπόφευκτες. Οι καταπιεσμένες  σεξουαλικές επιθυμίες και η διαρκής αίσθηση που βιώνει (και ο θεατής μαζί του) ότι "η ζωή είναι αλλού" είναι πανταχού παρούσες. Το φιλμ δεν μπορεί (λογοκρισία γαρ) να μιλήσει ανοιχτά και για πολιτική καταπίεση. Ωστόσο η όλη ατμόσφαιρα είναι τόσο μίζερη ώστε το κοινωνικό σχόλιο είναι απόλυτα εύγλωττο. Όσο για την αφήγηση, δεν είναι γραμμική, αλλά παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας με διαρκή φλας μπακ.
Ίσως σήμερα να βλέπεται δύσκολα. Ωστόσο, με την μουντή φωτογραφία, με την "ακατέργαστη" σκηνοθεσία, με τη συνειδητά άσχημη εικόνα, αποτελεί ντοκουμέντο μιας δύσκολης εποχής και μια καθόλου κολακευτική εικόνα της τότε Ελλάδας. Και μια σημαντική ταινία του τότε "Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου".

Κυριακή, Φεβρουαρίου 16, 2020

ΜΙΑ "DIVA" ΜΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Ήταν 1981 όταν οι σινεφίλ όλου του κόσμου είχαν εντυπωσιαστεί από τη στιλάτη γαλλική ῾Ντίβα῾ του Jean- Jacques Beineix. Μια ταινία που συνδύαζε την (αιματηρή ενίοτε) περιπέτεια με - το είπαμε ήδη  -το στιλ.
Ένας νεαρός ταχυδρόμος λατρεύει μια μαύρη ντίβα της όπερας, η οποία αρνείται πεισματικά να ηχογραφήσει τη φωνή της. Εκείνος, παθιασμένος με τη μουσική, ηχογραφεί παράνομα μια κασέτα παρακολουθώντας ένα εξαίσιο ρεσιτάλ της. Την επόμενη μέρα μια γυναίκα δολοφονείται στη μέση του δρόμου από δύο διώκτες της. Πριν πεθάνει προλαβαίνει να πετάξει μια κασέτα με συγκλονιστικές αποκαλύψεις για κυκλώματα πορνείας στην τσάντα του ταχυδρὀμου που έτυχε να βρίσκεται εκεί. Φυσικά οι κασέτες θα μπερδευτούν και ο ήρωάς μας θα βρεθεί κυνηγημένος από τους πάντες.
Η ιστορία, αν και παρακολουθείται δίχως καθόλου να κουράζει, είναι βέβαια τραβηγμένη από τα μαλλιά. Απίθανες συμπτώσεις, από μηχανής θεοί της τελευταίας στιγμής και άλλα τέτοια συνθέτουν ένα μπερδεμένο παζλ από πολύ λίγο πιστευτές καταστάσεις. Αυτό όμως που κυριαρχεί απολυτα είανι (να που το λέω για τρίτη φορά) το στιλ. Ιδιαίτερη φωτογραφία, στιλιζαρισμένα αστικά τοπία, παράξενοι φωτισμοί, απίθανες ενδυματολογικές και διακοσητικές απόψεις και ό,τι άλλο εκκεντρικό μπορείτε να φανταστείτε συνθέτουν όχι μόνο τις εικονες που βλέπουμε, αλλά και την καθημερινότητα, τον τρόπο ζωής των ηρώων, την προσωπική τους αισθητική και φιλοσοφία. Α, και όλα αυτά βουτηγμένα σε έναν βαθύτατο ρομαντισμό. Μόνο που όλη αυτή η ξεχωριστή και ιδιαίτερη αισθητική είναι καθαρά παρμένη απ᾽αυτήν της διαφήμισης (και μάλιστα των πολυτελών διαφημίσεων, βλέπε αυτοκινήτων, αρωμάτων, ρούχων και άλλων σχετικών).
Τελικά, παρά το ότι, επαναλαμβάνω, το φιλμ κρατά τον θεατή, δεν είναι παρά μια ωδή στη διαφημιστική αισθητική, πράγμα που βλέποντάς το μετά τόσα χρόνια, πρέπει να πω ότι με κούρασε. Γενικά το βρήκα κάτι σαν λαμπερή και εντυπωσιακή μπουρμουλήθρα, δίχως περιεχόμενο ή, με άλλα λόγια, προσωπικά μου φάνηκε ότι δεν άντεξε και τόσο στο χρόνο, αν λάβουμε υπ᾽όψιν το πόσο είχε εντυπωσιάσει όταν πρωτοβγήκε.  Κάτι σαν το στιλ για το στιλ δηλαδή. Άλλωστε ούτε και ο ίδιος ο Μπενέξ είχε και πολλή συνέχεια.
Παραμένει αξέχαστη η εξαίσια φωνή της ντίβας.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2020

"JOJO RABBIT" Ή Ο ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΩΣ ΚΩΜΩΔΙΑ

Ο νεοζηλανδός Taika Waititi φτιάχνει πάντα έξυπνες και πρωτότυπες feelgood κωμωδίες με δικό του στιλ. Το "Τζότζο" (Jojo Rabbit) του 2019 δεν αποτελεί εξαίρεση. Μόνο που αυτή τη φορά η πλάκα γίνεται με το... ναζισμό.
Ένα δεκάχρονο αγόρι μεγαλώνει μόνο με τη μητέρα του (τη Σκάρλετ Γιόχανσον) στη ναζιστική Γερμανία και, ονειροπόλο και σχετικά μοναχικό καθώς είναι, γίνεται φανατικός ναζί. Κι όχι μόνο αυτό. Έχει ως φανταστικό φίλο τον... Χίτλερ. Τα πράγματα θα αλλάξουν σοκαριστικά γι' αυτόν όταν θα ανακαλύψει ότι η μητέρα του κρύβει στο πατάρι μια 15χρονη εβραία! Τι θα κάνει ο μικρός, του οποίου η πρώτη σκέψη είναι (προφανώς) να την καρφώσει;
Η ταινία μου άρεσε, αλλά με κάποιες δεύτερες σκέψεις. Κατ' αρχήν διαθέτει όντως χιούμορ και πρωτότυπη ματιά, όπως όλες του σκηνοθέτη. Και, φυσικά, δεν κάνει συμπαθητικό τον ναζισμό. Αντίθετα, προσπαθεί όσο μπορεί να τον γελοιοποιήσει. Καταδεικνύει επίσης ότι στην περίπτωση του μικρού αυτό που εκείνος θέλει είναι να ανήκει κάπου, να είναι ενσωματωμένος και όχι "ξεχωριστός" (και να γελοιοποιείται γι' αυτό). Ο συγκεκριμένος ποθεί την ομοιομορφία, όχι το διαφορετικό (το οποίο είναι αυτό που του δημιουργεί προβλήματα). Και πού να βρει κανείς περισσότερη ομοιομορφία αν όχι στις "μάζες" του ναζισμού, που θέλει τον άνθρωπο δίχως ξεχωριστή προσωπικότητα, απλό εξάρτημα της μηχανής; Στο δεύτερο μέρος η διάθεση ξαφνικά αλλάζει και γίνεται πολύ περισσότερο δραματική. Ωστόσο, παρά τα συγκινητικά γεγονότα, αυτή η "γλυκιά" και "η αγάπη είναι το καλύτερο γιατρικό" διάθεση παραμένει. Το όλο κλίμα μου θύμισε Μπενίνι στο "Η Ζωή είναι Ωραία". Και, φυσικά, τη γενικότερη ατμόσφαιρα του Wes Anderson.
Το είδα λοιπόν πολύ ευχάριστα. Οι δεύτερες σκέψεις όμως που σας έλεγα; Είναι αυτό το μούδιασμα που νοιώθει κανείς όταν κάποιος κάνει πλάκα με το ναζισμό και όσα αυτός έφερε. Δεν τον εξωραϊζει σε καμία περίπτωση (προφανώς). Αλλά η feelgood διάθεση σε ένα τέτοιο θέμα είναι κάπως... Ίσως ο σκηνοθέτης να το συνειδητοποίησε αυτό στο δεύτερο μέρος που λέγαμε και να άλλαξε το κλίμα επί το δραματικότερον.
Αν ξεπεράσουμε πάντως αυτού του είδους τις αντιρρήσεις, νομίζω ότι το φιλμ είναι ευχάριστο και πρωτότυπο.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2020

(ΕΩΣ ΚΑΙ) ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΟΣ "ΦΑΡΟΣ"

Ο Robert Eggers φαίνεται ότι εξελίσσεται σε έναν υποβλητικό, "σκοτεινό" σκηνοθέτη, με άποψη. "Ο Φάρος" του 2019, με εξαιρετικούς Νταφόε και Πάτινσον, ένα ασπρόμαυρο ως εικόνα και κατάμαυρο ως περιεχόμενο ψυχολογικό θρίλερ το επιβεβαιώνει.
Δύο φαροφύλακες, ένας νέος κι ένας βετεράνος, αποκλείονται τον 19ο αιώνα από φοβερή καταιγίδα σε βραχονησίδα στο πουθενά. Οι σχέσεις τους θα περάσουν από διάφορα στάδια, πάντοτε όμως θα είναι "στην κόψη". Όσο ο καιρός περνά και ο εγκλεισμός επιμηκύνεται, όλα θα φτάσουν σε απόλυτα ακραία όρια...
Ταινία με δύο μόνο ηθοποιούς, εντελώς κλειστοφοβική, ακραία σε πολλά σημεία, φτάνει σε εικόνες που δύσκολα αντέχει κανείς. Τα θέματα που θίγει; Πολλά. Ανάμεσα στους δύο αποκλεισμένους υπάρχει κατ' αρχήν ένα διαρκές (και εναλλασσόμενο) παιχνίδι εξουσίας και δύναμης. Ποιος θα κυριαρχήσει; Το μόνιμο εξουσιαστικό παιχνίδι της ανθρωπότητας δηλαδή... Από την άλλη υπάρχουν τα θέματα της σεξουαλικής στέρησης, του αλκοόλ, της διαστροφής, της διαρκώς αυξανόμενης παράνοιας, των εφιαλτικών παραισθήσεων και ό,τι άλλο μπορεί να επιφέρει η μακρά απομόνωση. Πόσο μακριά άραγε μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη ικανότητα για φρίκη και καταστροφή; Το όλο φιλμ θυμίζει εφιάλτη. Έναν εφιάλτη από τον οποίο όμως δεν μπορείς να ξυπνήσεις... ή μάλλον από τον οποίο ξυπνάς, αλλά η πραγματικότητα είναι εξ ίσου ζοφερή.
Απόλυτο στιλιζάρισμα, που παραπέμπει στα φιλμ του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ψήγματα τρόμου, φοβερή φωτογραφία, αλλά και απωθητικές σκηνές, πολύ δύσκολες και απόλυτα ψυχοφθόρες καταστάσεις... γενικά μια ταινία στα όρια. Ενώ είναι αναμφισβήτητα καλή και δυνατή και αποτυπώνεται ανεξίτηλα στο μυαλό του θεατή, φοβάμαι ότι βλέπεται δύσκολα. Εγώ σας προειδοποίησα...

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 10, 2020

"AD ASTRA": ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Ποτέ δεν απόλαυσα πραγματικά μια ταινία του James Gray (από όσες έχω δει φυσικά). Πάντα μου αφήνουν μια στυφή γεύση ή - αν θέλετε - σαν να υπάρχει κάτι ανολοκλήρωτο σ' αυτές. Το "Ad Astra" του 2019, ένα φιλμ επιστημονικής φαντασίας με τον Μπραντ Πιτ και τον Τόμι Λι Τζόουνς, δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Ένας έμπειρος και παθιασμένος αξιωματικός - αστροναύτης στέλνεται στις εσχατιές του ηλιακού συστήματος για να συναντήσει τον πατέρα του, ο οποίος, παρά την αντίθετη κοινή αντίληψη, φαίνεται ότι ζει ακόμη εκεί, επιζών μιας παλιότερης χαμένης αποστολής. Αιτία; Το ότι ολόκληρη η γη κινδυνεύει πραγματικά από εκπομπές που διαταράσσουν τα πάντα και προέρχονται ακριβώς από τη θέση της αποστολής αυτής. 
Μερικές φορές το φιλμ γίνεται υποβλητικό. Προσεγμένα σκηνικά και εικόνες, καλές ηθοποίίες και μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ταινίας ΕΦ με καθαρά υπαρξιακές αναζητήσεις και μελέτη ψυχολογικών προβλημάτων - ή προβληματικών χαρακτήρων. Σχέσεις πατέρα - γιου, τρέλα ή μεγαλομανία, ερωτήματα για την ύπαρξη εξωγήινης ζωής, επιστημονική αναζήτηση ή στρατιωτικές επιδιώξεις, όλα μπλέκονται εδώ. Κατά τη γνώμη μου όμως με έναν μάλλον νωθρό και άνευρο τρόπο - με μερικές εμβόλιμες σκηνές δράσης όπως η καταδίωξη από πειρατές ή η εξερεύνηση στο ναυαγισμένο σκάφος, οι οποίες μοιάζουν ξεκάρφωτες και, αν έλειπαν δεν θα άλλαζε τίποτα απολύτως. Και, ίσως, με κάποια σεναριακά ερωτήματα ή κάποια στοιχεία που δεν αναλύονται ή δεν φωτίζονται καθαρά.
Βλέπεται μεν, με κούρασε δε.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 06, 2020

"CORPUS CHRISTI" Ή Η ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

Το "Corpus Christi" (Boze Cialo) του 2019 είναι μια ταινία του Jan Komasa που μας έρχεται από την Πολωνία. Είναι μια ενδιαφέρον και πρωτότυπο φιλμ, που καταπιάνεται τόσο με κοινωνικά όσο και με θέματα πίστης και θρησκείας.
Ένας νεαρός βγαίνει από το αναμορφωτήριο με αναστολή με τον όρο να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο σε χωριό στην άλλη άκρη της χώρας. Εκεί, μια που δεν του αρέσουν καθόλου οι συνθήκες του εργοστασίου, παρουσιάζεται ως παπάς (ξέρει κάποια πράγματα απ' αυτά διότι στο αναμορφωτήριο ήταν βοηθός του ιερέα) και πολύ σύντομα, με το πάθος και τους πρωτότυπους και αυτοσχεδιαστικούς του τρόπους γίνεται εξαιρετικά δημοφιλής στους θρήσκους χωρικούς (να υπενθυμίσω ότι η Πολωνία είναι ίσως η πιο "θρήσκα" - θρησκόληπτη θα μπορούσα να πω - καθολική χώρα της Ευρώπης). Ώσπου προσπαθεί να αντιμετωπίσει (ή να θεραπεύσει) το μεγάλο "τραύμα" της μικρής πόλης και τα μυστικά και οι ανατροπές που αποκαλύπτονται είναι πολλές.
Στοχασμός πάνω στο θέμα της θρησκευτικής πίστης (σύγκρουση της απολιθωμένης, δογματικής θρησκευτικής πρακτικής και μιας πολύ πιο ζωντανής, ζεστής, ουσιαστικής και αυθόρμητης αντιμετώπισης της θρησκείας) αφ' ενός και αφ' ετέρου διερεύνησης των βαθύτερων, σκοτεινών μυστικών που κρύβονται κάτω από την ήσυχη επιφάνεια μιας ήσυχης μικρής κοινωνίας. Αυτά που αποκαλύπτονται είναι μη αναμενόμενα μίση, υποκρισία, βαθύς συντηρητισμός εν γένει, αλλά και μικρά, ατομικά "απαγορευμένα" μυστικά (ο αλκοολισμός του κανονικού ιερέα κλπ.). Θίγονται επίσης οι αυστηρά ανελαστικές και αιώνιες σχέσεις εξουσίας, καθώς και ο ρόλος των πολιτικών και τα συμφέροντα, που πάντοτε έχουν το πάνω χέρι. Αλλά και οι συχνά αδιέξοδη αντιμετώπιση προβλημάτων με "νόμιμο" τρόπο, από την επίσημη πολιτεία, που μερικές φορές μπορεί να είναι πολύ χειρότερη - έως και καταστροφική - από μια άμεση και πηγαία αντιμετώπιση. Προσωπικά, το έχω ξαναγράψει, το θρησκευτικό μέρος και τα θέματα πίστης ή "τι είδους πίστης" δεν με αφορούν καθόλου. Το κοινωνικό μέρος όμως είναι πολύ δυνατό. 
Τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα και διεισδυτική και την παρακολούθησα δίχως να κουραστώ. 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 05, 2020

Ο "JERRY MAGUIRE" ΚΑΙ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΚΟΜΕΝΤΙ

Ο "Jerry Maguire" του τίτλου είναι ο απόλυτα πετυχημένος μάνατζερ αθλητών, που δουλεύει σε μεγάλη εταιρία και, ξαφνικά, σε μια βραδιά τύψεων, γράφει ένα υπόμνημα για το πόσο απρόσωπη, ψυχρά επαγγελματική και τίποτα παραπάνω είναι η δουλειά που κάνουν και προτείνει να έχουν λιγότερους σούπερ αθλητές - πελάτες και να τους νοιάζονται και να τους φροντίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Να απολυθεί πάραυτα. Θα μείνει λοιπόν με έναν μόνο πελάτη, έναν ιδιοσυγκρασιακό μαύρο παίκτη του football (αυτό που δέρνονται) και μία γραμματέα (με την οποία φυσικά θα ερωτευτούν κάποια στιγμή)...
Το φιλμ του Cameron Crow (αλήθεια, τι απέγινε αυτός;) γυρίστηκε το 1996 και υπήρξε μεγάλη επιτυχία τόσο γι' αυτόν όσο και για τον Τομ Κρουζ. Κλασική κομεντί - ενός είδους που έχει αφάνταστα ταλαιπωρηθεί - που συνδυάζει με επιτυχία κωμωδία και δράμα, γέλιο και συγκίνηση και σχετικό σασπένς, είναι νομίζω από τα καλά δείγματα του είδους. Είναι φυσικά προβλέψιμο από την αρχή σχεδόν, δίχως ιδιαίτερες ανατροπές και με αρκετή "αμερικανιά" (η σκληρή προσπάθεια και η "τίμια" δουλειά , παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις δυσκολίες, αργά ή γρήγορα θα αποδώσουν καρπούς), κριτικάρει λιγάκι και τις μεγάλες, απρόσωπες, στυγνές και αρπακτικές εταιρίες, αλλά όχι και τίποτα βαθύ. Τελικά βλέπεται ευχάριστα (έχοντας υπόψη βεβαίως όλα τα παραπάνω). Εκτός φυσικά αν έχετε πλήρη αλλεργία στο είδος...

Τρίτη, Φεβρουαρίου 04, 2020

Ο ΚΑΦΚΙΚΟΣ "ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΟΥΕΛ"

Ο Clint Eastwood, στα 90 του (!), εξακολουθεί πυρετωδώς να γυρίζει ταινίες! "Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ" (Richard Jewell) του 2019 είναι ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των σημαντικών ταινιών του.
Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του ομώνυμου ήρωα, φύλακα στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα του 1996, ο οποίος σώζει πολλούς ανθρώπους όταν ανακαλύπτει μια βόμβα κάτω από μία εξέδρα, γίνεται ήρωας, για να κατηγορηθεί στη συνέχεια από το FBI και τα μίντια της εποχής ότι αυτός έβαλε τη βόμβα και να ζήσει έναν πραγματικά καφκικό εφιάλτη.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Ο ήρωας είναι ένας εντελώς κοινός άνθρωπος. Ευτραφής, μοναχικός, όχι ιδιαίτερα έξυπνος, τυπολάτρης μέχρι εμμονής, συντηρητικός, δίχως τίποτα απολύτως να αμφισβητεί από τα πολιτικοκοινωνικά πράγματα, ζει στα 33 του με τη μάνα του και η μεγαλύτερη επιθυμία του είναι να γίνει μπάτσος. Όχι επειδή είναι βίαιος ή κάτι τέτοιο, το αντίθετο, αλλά επειδή, μέσα στην τεράστια αφέλειά του, πιστεύει ακράδαντα ότι έτσι θα προστατεύει ανθρώπους. Το τελευταίο πράγμα που πιστεύει είναι όλος αυτός ο μηχανισμός μπορεί να στραφεί εναντίον του, και μάλιστα εντελώς άδικα. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Αν γνωρίζατε τον μάλλον χαζό αυτόν τύπο πιθανότατα θα τον βαριόσαστε αφόρητα, ίσως και να τον αντιπαθούσατε με τις εμμονές και την αγάπη του για τα σώματα ασφαλείας και την τάξη. Ακριβώς γι' αυτό όμως τον διαλέγει ο Eastwood, για να κάνει πιο αιχμηρή την άγρια κριτική του σε βασικούς "πυλώνες" του συστήματος : Τον τύπο και τα αδηφάγα media εν γένει, που ξεπουλάν τα πάντα για μια καλή αποκλειστική είδηση, την αστυνομία, που εν γνώσει της είναι έτοιμη να κατασκευάσει πλαστούς ενόχους, ακόμα και την κανιβαλιστική μανία των κοινών ανθρώπων.
Είναι πασίγνωστο αυτό το κινηματογραφικό παράδοξο: Ο συντηρητικός Eastwood, που ψηφίζει ρεπουμπλικάνους, είναι ένας από τους πλέον οξείς και αιχμηρούς κριτές της αμερικάνικης κοινωνίας και του συστήματος γενικότερα. Και υποστηρίζει με πάθος - βλέποντάς τους μάλιστα με συμπάθεια - τους αδύναμους, άσημους, κοινούς αναξιοπαθούντες, ακόμα κι αν ρέπουν προς την (καλοσυνάτη) ηλιθιότητα, όπως ο Τζούελ. Τι να πει κανείς. Άβυσσος η ψυχή... Το φιλμ δεν είναι κατά τη γνώμξ μου "Σκοτεινό Ποτάμι" ή ¨Γκραν Τορίνο", σίγουρα όμως είναι αξιόλογο.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Φεβρουαρίου 02, 2020

ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΗΡΩΙΚΟ "1917"

Πώς γίνεται ένα φιλμ να είναι απόλυτα "ηρωικό" (με την έννοια ότι καταγράφει τον ηρωισμό κάποιων ατόμων) αλλά, ταυτόχρονα, να λειτουργεί απόλυτα αντιπολεμικά; Το "1917" του Sam Mendes (2019) νομίζω ότι τα καταφέρνει.
Η ταινία μας μεταφέρει στην κόλαση των χαρακωμάτων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και παρακολουθεί την οδύσσεια δύο στρατιωτών που εχουν αναλάβει την σχεδόν ακατόρθωτη αποστολή να περάσουν από νεκρές ζώνες και από τις γραμμές του εχθρού για να μεταφέρουν σε συμμαχική μονάδα ένα μήνυμα που θα σώσει εκατοντάδες ζωές (και τον αδελφό του ενός μεταφορέα, που βρίσκεται ανάμεσά τους).
Ακούγεται ηρωικό, κάτι σαν πολεμικό "Lord of the Rings". Ναι, έτσι είναι. Μόνο που η πραγματικά συγκλονιστική του εικόνα μας δείχνει να βασιλεύει μια τέτοια εφιαλτική κόλαση, σε (πρώην) κατοικημένες και μη περιοχές, τέτοια απόγνωση και ερήμωση, ώστε κάθε έννοια ηρωισμού και θυσίας περνά σε δεύτερη μοίρα. Αυτό που κατέκλυσε το δικό μου μυαλό ήταν η απίστευτη φρίκη του πολέμου, αυτής της απόλυτα ηλίθιας και παρανοϊκής ανθρώπινης "επινόησης". Μπροστά στη "μεγάλη εικόνα", την κόλαση δηλαδή που δημιουργεί ένας πόλεμος, κάθε ηρωισμός, καθήκον, "καλοί και κακοί" και οποιδήποτε παρόμοια "λεπτομέρεια" περνά σε δεύτερη μοίρα.
Αλλά είναι και η σκηνθεσία του Μέντες που καθηλώνει τον θεατή: Γυρισμένο σε ένα μοναδικό μονοπλάνο (δεν είναι στην πραγματικότητα, είναι μονταρισμένο, αλλά τόσο δεξιοτεχνικά, ώστε να δίνει πειστικότατα αυτή την αίσθηση), δηλαδή σε real time, κατάφερε να με κάνει να μη μπορώ να πάρω ανάσα, να μη βαρεθώ ούτε λεπτό. Αυτό είναι επίτευγμα, αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν ότι ποτέ δεν ήμουν φανατικός φίλος των πολεμικών περιπετειών. Η εικόνα του, γενικά, είναι απίστευτη.
Οπότε; Μια από τις καλύτερες για μένα ταινίες της χρονιάς.
ΥΓ: Να λάβουμε υπ' όψιν ότι ο Α' πόλεμος, παρά το ότι, λόγω χαμηλότερης πολεμικής τεχνολογίας, είχε λιγότερα θύματα από τον Β', υπήρξε ίσως χειρότερος από αυτόν και είχε επέφερε μάλλον βαρύτερα ψυχολογικά τραύματα στην ανθρωπότητα. Τα χαρακώματα και η τριετής, παράλογη  καθήλωση πολλών χιλιάδων ανθρώπων σ'αυτά αποτελούν μια από τις βασικές αιτίες.

eXTReMe Tracker