Τρίτη, Μαρτίου 31, 2020

ΜΙΑ ΟΝΤΩΣ ῾ἙΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ῾῾

Το 2013 ο Luc Besson, ήδη γνωστός για τις συμπαραγωγές και τις βόλτες του στις ΗΠΑ, γυρίζει την αμερικανογαλλική συμπαραγωγή ῾The Family" ("Malavita" στα γαλλικά, ῾Ἑπικίνδυνη Οικογένεια῾῾στην Ελλάδα), μια μαύρη γκαγκστερική κωμωδία με εντυπωσιακο καστ: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μισέλ Φάιφερ και Τόμι Λι Τζόουνς.
Μια οικογένεια μαφιόζων (πατέρας μητέρα, κόρη και γιος), αφού καρφώνουν την πρώην ᾽᾽οικογένειά῾῾τους (την μαφιόζικη οικογένεια εννοώ) γίνονται προστατευόμενοι μάρτυρες και αλλάζουν κάθε λίγο κατοικία για να μην τους ανακαλύψουν οι πρώην συνεργάτες τους. Αυτή τη φορά εγκαθίστανται σε μικρή πόλη της Γαλλίας, υπό την αγρυπνη προστασία βεβαίως των μπάτσων. Ο πατέρας μάλιστα παρουσιάζεται στους ανύποπτους γείτονες ως... συγγραφέας. Το φιλμ παρακολουθεί την εεε... όχι και τόσο αθώα συμπεριφορά των γονιών στην πόλη, αλλά και των δύο παιδιών, που βεβαίως ακολουθούν παρόμοιους με τους γονείς δρόμους στο σχολείο. Στο τέλος θα γίνει χαμός.
Μαύρη κωμωδία, το είπαμε, με την έννοια ότι τα πτώματα συσσωρεύονται για ψύλου πήδημα, υπάρχει ολόκληρη σφαγή, αλλά όλα γίνονται με χιούμορ ῏και, φυσικά, για χιουμοριστικούς λόγους ῏πάντα, εντελώς υπερβολικά. Αστεία είναι όντως η σινεφίλ αναφορά όπου ο Ντε Νίρο, παρουσία πολλών κατοίκων της πόλης, παρακολουθεἰ σε ντόπια κινηματογραφική λέσχη τα ῾Καλά Παιδιά῾ του Σκορσέζε και μετά καλείται να μιλήσει για το φιλμ (ως συγγραφέας που έχει δηλώσει).
Γενικά το είδα ευχάριστα, υπάρχει και η φουλ δράση προς το τέλος, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα το εντελώς σπουδαίο κατά τη γνώμη μου.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Μαρτίου 29, 2020

῾῾ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΑΜΕ῾῾ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΙΚΉ ΑΘΩΟΤΗΤΑ (;)

Το 1986 ο Δήμος Αβδελιώδης παίρνει μια ξεχωριστή θέση στο ελληνικό σινεμά με ῾Το Δέντρο που Πληγώναμε῾. Ήταν η πρώτη του μεγάλου μήκους. Έχει κάνει μόνο τρεις.
Στη Χίο, τόπο καταγωγής του δημιουργού, ένα παιδί του δημοτικού αφηγείται πώς πέρασε το καλοκαίρι του κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 60. Οι σχέσεις με τον καλύτερό του φίλο (όχι όμως και το καλύτερο παιδί της παρἐας), οι σκανταλιές και τα ατελείωτα παιχνίδια, το πρώτο σκίρτημα του έρωτα...
Μπορεί ένα φιλμ να σε συγκινήσει ενώ είναι. άτεχνο, ερασιτεχνικό σχεδόν, χειροποίητο; Μπορεί. Ο σκηνοθέτης εδώ καταγράφει τις παιδικές του μνήμες με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί  είναι ερασιτέχνες, είναι οι κάτοικοι και κυρίως τα παιδιά του χωριού του στη Χίο. Τα παιδιά αυτά (και τα όσα κάνουν) είναι αφοπλιστικά. Αναμεσα στο γέλιο και την πίκρα, τη χαρά και το κλάμα, την αθωότητα και τη σκληρότητα, καταγράφεται η πραγματικότητα μιας εποχής: Αυτής της επαρχιακής Ελλάδας της δεκαετίας του 60 (της Χίου ιδιαίτερα), αλλά, κυρίως, η αιώνια πραγματικότητα της εποχής παιδικής ηλικίας. Η ταινία δεν είναι παρά μια σειρά επεισοδίων. Μέσα απ᾽αυτά όμως η ξενοιασιά μιας ξεχασμένης εποχής (είπαμε: διπλή η σημασία: της εποχής της παιδικής ηλικίας και αυτής της δεκαετίας του 60) προβάλλουν ανάγλυφα.
Ένα σημείο που θέλω να τονίσω ιδιαίτερα: Η παιδική ηλικία που καταγράφει ο Αβδελιώδης σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο αθώες σκανταλιές και γέλιο. Είναι γνωστή η αθέλητη σκληρότητα των παιδιών. Εδώ λοιπόν θα δείτε πολλά τα οποία θα σας φανούν απαράδεκτα (η συμπεριφορά προς τον τρελό του χωριού, προς τα ζώα κλπ.) . Έτσι ήταν όμως τότε. Το φιλμ είναι απόλυτα ειλικρινές ως προς τη διττή όψη της παιδικότητας.
Το ειπα και στην αρχή: Άτεχνο, ερασιτεχνικό σχεδόν, συχνά ντοκιμαντερίστικο, καταφέρνει να είναι συγκινητικό και να αφήνει μια νοσταλγική γεύση από καιρό χαμένων πραγμάτων. Σίγουρα από τις ξεχωριστες στιγμές του Νέου (δηλαδή του μετά το 70) Ελληνικού Κινηματογράφου.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2020

"THE UNINVATED" : ΕΝΑ ΡΟΥΤΙΝΙΕΡΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ

Μοναδική μεγάλου μήκους ταινία των βρετανών Guard Brothers (Charles και Thomas), το "The Uninvated" (Η Απρόσκλητη) γυρίστηκε το 2009 και ειναι ένα ακόμα θρίλερ τρόμου.
Μια έφηβη έχει εγκλειστεί σε ψυχιατρείο μετά τον θάνατο της κατάκοιτης μητέρας της σε πυρκαγιά. Στο σπίτι θα ξαναβρεί τον συγγραφέα πατέρα της, την μεγαλύτερη αδελφή της, αλλά και την πρώην νοσοκόμα της μητέρας της, την οποία εκείνος πρόκειται να παντρευτεί. Σύντομα τα δύο κορίτσια θα αρχίσουν να υποψιάζονται τη μέλλουσα μητριά τους για το θάνατο της μητέρας τους, ενώ η μικρή υποφέρει από συνεχείς φριχτούς εφιάλτες (ή οράματα).
Μάλλον ρουτινιερικη ταινία τρόμου, που προσπαθεί να γίνει ατμοσφαιρική και να τρομάξει δίχως πάντοτε να τα καταφέρνει (εμένα τουλάχιστον). Επιφυλάσσει, όπως συνηθίζεται, μια μεγάλη ανατροπή στο τέλος, κι αυτή όμως κινείται σε ένα πλαίσιο που έχουμε ξαναδεί. Εδώ που τα λέμε πάντως, η ανατροπή αυτή ίσως να είναι και ο μόνος λόγος ύπαρξης του φιλμ.
Μία ακομα μάλλον αδιάφορη προσθήκη σε ένα είδος που, ενώ παράγει πολλά φιλμ και αρκετά απ᾽αυτά γνωρίζουν επιτυχία, παραμένει σε κατάσταση παρακμής εδώ και πολλά πολλά χρόνια (οι εξαιρέσεις βεβαίως υπάρχουν, αλλά, ακριβώς, πρόκειται για εξαιρεσεις).

Ετικέτες , ,

Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2020

῾῾ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ῾' Ή Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΩΝ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ ΣΠΑΓΓΕΤΙ

Το 1964 ο Sergio Leone (1929-1969) γυρίζει ένα εμβληματικό ιταλικό γουέστερν (γουέστερν σπαγγέτι) και, ταυτόχρονα κάνει σταρ τον Κλιντ Ίστγουντ. Πρόκειται βέβαια για το ῾῾Για μια Χούφτα Δολάρια῾῾, με τον Τζαν Μαρία Βολοντέ στο ρόλο του ῾῾κακού῾᾽. Στα credits δεν υπογράφει με το όνομά του, αλλά με το ψευδώνυμο Bob Robertson, για να μοιάζει το φιλμ πιο αμερικάνικο (τα κάνανε αυτά οι ιταλοί τότε. Στο κάτω - κάτω το γουέστερν ήταν ένα καθαρά αμερικάνικο είδος). Με ψευδώνυμο επίσης υπογράφει και ο μεγάλος Ένιο Μορικόνε, που έχει γράψει την πασίγνωστη μουσική του φιλμ. Όσο για την ιστορία, είναι μια παραλλαγή (μεταφορά σε γουέστερν δηλαδή) του σεναρίου του Κουροσάβα για το ῾῾Γιοζίμπο῾᾽!
Ένας μοναχικός πιστολέρο φτάνει σε μια μικρή πόλη του Φαρ Ουέστ, η οποία υποφέρει και καταδυναστεύεται από δύο αντίπαλες συμμορίες - οικογένεις: Μιας μεξικάνικης (λαθρέμποροι ποτών) και μιας αμερικάνικης (λαθρέμποροι όπλων). Οι πάντες σκοτώνουν για ψύλου πήδημα. Ο ήρωάς μας θα πουλήσει τις υπηρεσίες του σε αμφότερες και, με μεγάλη πονηριά, θα στρέψει τη μία ενάντια στην άλλη, έως το τελικό αιματηρό ξεκαθάρισμα.
Φυσικά αυτό που μετρά εδώ είναι το στιλ. Τα έρημα, λιτά τοπία της ερήμου, μόνιμα ψημένα από τον ήλιο, η χαρακτηριστική εμφάνιση του λιγομίλητου, ανέκφραστου ήρωα, η λιτότητα που χαρακτηρίζει τα πάντα, ο κυνισμός, τα συνεχή κοντινά πλάνα στα βλέμματα των ηρώων... Αυτό ακριβώς το έντονο στιλιζάρισμα είναι που κάνει το φιλμ κλασικό και τόσο καθοριστικό για το είδος. Όσο για τον ήρωα, μπορεί να έχει ῾῾καλή καρδιά῾῾ και ένα ασίγαστο αίσθημα δικαιοσύνης, το κίντηρό του όμως δεν παύει να είναι ο πλουτισμός. Άλλωστε οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι να σκοτώνει ανθρώπους...
Το στιλ, ο ρυθμός, η ολη ατμόσφαιρα, η μουσική, ο Ίστγουντ, είναι που κάνουν την ταινία απολαυστική μέχρι σήμερα, και κλασική στο είδος της. Αν τουλάχιστον σας αρέσουν τα γουέστερν.


Ετικέτες ,

Τρίτη, Μαρτίου 24, 2020

"ALLONSANFAN": ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Το 1974 οι Paolo και Vittorio (1929 - 2018) Taviani γυρίζουν το "Allonsanfan", με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο βασικό ρόλο, ένα πολιτικό φιλμ εποχής, που πολλοί θεωρούν από τα καλύτερα των δύο αδελφών, .
Στα χρόνια της Παλινόρθωσης, όταν τα όνειρα της Γαλλικής Επανάστασης πέθαιναν και η αυτοκρατορία επανερχόταν, ένας αριστοκρατικής καταγωγής ηγέτης των επαναστατών αποφυλακίζεται μετά από χρόνια εγκλεισμού και βασάνων. Αρχικά επιστρέφει στον πατρικό πύργο και στα αδέλφια του που ζουν εκεί με τις οικογένειές τους και σύντομα νοιώθει την ανάγκη να αποσυρθεί από τη δράση και να απολαύσει τη ζωή που του απομένει. Οι σύντροφοί του όμως, δίχως να γνωρίζουν την επιθυμία του αυτή, θα τον πάρουν και πάλι μαζί τους. Από εκεί και πέρα το φιλμ αποτελείται από μια σειρά από προδοσίες του ήρωα, προκειμενου να απαλλαγεί από τους παλιούς συντρόφους του. Προδοσίες που εκείνοι, αθώοι, ονειροπόλοι και αφελείς ταυτόχρονα, δεν αντιλαμβάνονται...
Φυσικά έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική αλληγορία, που συζητά το επίκαιρο στα 70ς θέμα της επανάστασης (στην Ευρώπη τουλάχιστον και ιδιαίτερα στην Ιταλία). Αυτό που ερευνάται εδώ είναι η διαρκής αμφιταλάντευση του εξεγερμένου ανάμεσα στον πόθο της επανάστασης και της αλλαγής του κόσμου αφ᾽ ἐνός και στην προσωπική γαλήνη, στο ῾῾βόλεμα῾῾όπως ίσως κάποιοι θα το αποκαλούσαν, που θα του επιτρέψει να απολαύσει  τη ζωή έστω όπως αυτή είναι αφ᾽ετέρου. Ο (αντι)ήρωας εδώ είναι προδότης των ιδανικών του. Ωστόσο, επειδή καποτε πίστεψε βαθιά σ᾽αυτά, πάντοτε μια σπίθα μένει μέσα του και τον έλκει προς τον αγώνα. Είναι αρνητικός χαρακτήρας, αλλά η διαλεκτική των Ταβιάνι δεν τον μετατρέπει σε μονοδιάστατα ῾῾κακό῾῾, αλλά σε έναν βασανισμένο άνθρωπο που διαρκώς αμφιταλαντεύεται  - άσχετα αν το έγκλημα και η προδοσία τον κερδίζουν. Επίσης σχολιάζεται με πίκρα το ανέφικτο του επαναστατικού ονείρου, το αδύνατο της πλήρους αλλαγής, από τη μία στιγμή στην άλλη, ενός κόσμου τοσο ριζωμένου στα όσα αρνητικά τον έχουν διαμορφώσει (η σκηνή στο χωριό και η στάση των χωρικών είναι χαρακτηριστικά).
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι Ταβιάνι δεν κάνουν μια γραμμική, ευανάγνωστη πολιτική ταινία. Το φιλμ είναι ποτισμένο από ποιητικές ή σουρεαλιστικές σκηνές, απο τις παραισθήσεις του ήρωα, από αναφορές στην ιταλική κουλτούρα, από την Comedia del Arte έως το καρναβάλι και τη λαϊκή μουσική, πράγμα που του δίνει μια εξωπραγματική, παράδοξη, ονειρική διάσταση.
Δύσκολη ταινία για τους εθισμένους στην  κλασική χολιγουντιανή γραφή, πλην όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Τροφή για σκέψη πάνω στα θέματα που προαναφέραμε.

Ετικέτες , ,

Δευτέρα, Μαρτίου 23, 2020

''ΟΙ ΤΕΜΠΕΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ'' ΚΑΙ Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (1941-2016) υπήρξε ένας από τους συνεπέστερους νεοέλληνες σκηνοθέτες, καταφέρνοντας να γυρίζει ταινίες σε τακτά διαστήματα, πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Το δεύτερο φιλμ του, ῾Ὁι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας῾῾ του 1978 διαθέτει εντυπωσιακό ελληνικό καστ (Διαμαντόπουλος, Πουλικάκος, Τσακίρογλου, Διαλεγμένος και Καρλάτου) και αποτελεί σπανιότατο δείγμα ελληνικού σουρεαλιστικου σινεμά.
Ένας πατέρας, οι τρεις γιοι του και η όμορφη υπηρέτριά τους κληρονομούν από ένα θείο μια υπέροχη, απομονωμένη βίλα στην εξοχή. Εγκαθίστανται εκεί και σιγά - σιγά χάνουν κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Η υπηρέτερια τα κάνει κυριολεκτικά όλα γι᾽αυτούς, ενώ οι άντρες περνούν όλο και περισσότερο χρόνο κοιμισμένοι.
Το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι η εμφανής μπουνουελική επιροή. Ναι, θα μπορούσε να είναι ταινία του Μπουνουέλ. Ξεκινά ῾῾κανονικά῾῾ και βαθμιαία εισχωρεί όλο και περισσότερο στον σουρεαλισμό. Το χιούμορ υπάρχει παντού ενώ, αργά και μεθοδικά, οι κοινωνικές αξίες αναστρέφονται. Είναι πραγματικά αστείο να βλέπει κανείς την οργή και τη μέχρι δακρύων απελπισία της οικογένειας επειδή ο ένας γιος θέλει - αλοίμονο - να εργαστεί! Πέρα από το χιούμορ όμως η ζοφερότητα μιας διαρκούς διολίσθησης στην παρακμή, την απάθεια, τη σήψη των πάντων, είναι εντονόταη, έως και ηθελημένα ενοχλητική. Και, φυσικά, πίσω απ᾽όλη αυτή την παράλογη ιστορία, είναι εμφανής η αλληγορία: Η μεγαλοαστική τάξη είναι ένας κυριολεκτικός κηφήνας, που απολαμβάνει τα πάντα δίχως να προσφέρει τίποτα χάρη στο διαρκή μόχθο της εργατικής τάξης (της υπηρέτριας), την οποία βεβαίως εκμεταλλεύεται ασύστολα. Αν θέλετε μπορείτε εξ ίσου εύκολα να δείτε την ίδια εικόνα με όρους φύλου: Όπου άρχουσα τάξη βάλτε άντρες, όπου εργατική γυναίκες. Έτσι η ταινία γίνεται ένα διπλό σχόλιο πάνω στο κοινωνικό καθεστώς και τη φαλλοκρατία. Πιθανόν να βρείτε μόνοι σας κι άλλες αλληγορίες.
Ίσως κάποιυς να κουράσει η κάπως μεγάλη διάρκειά της. Στην εποχή της είχε ενοχλήσει και η σχετική ερωτική τολμηρότητα. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα από τα ελάχιστα δείγματα ελληνικού σουρεαλιστικού σινεμά και, ως εκ τούτου, σε μια ξεχωριστή στιγμή του. Φυσικά δεν είναι για όλους. Βρισκόμαστε στον απόλυτο αντίποδα της κυρίαρχης χολιγουντιανής λογικής.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Μαρτίου 21, 2020

"ZABRISKIE POINT" Ή ΤΑ ΚΑΤΑ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ 60ς

Ο αριστερός Michelangelo Antonioni (1912-2007) γυρίζει το "Zabriskie Point" το 1970 στις ΗΠΑ. Η δεκαετία του 60 μόλις έχει τελειώσει, ωστόσο ο αντίκτυπός της είναι πανταχού παρόν. Το Βιετνάμ παραμένει το μεγάλο αγκάθι των αμερικανών, το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται στα πάνω του, το ίδιο και το κίνημα των μαύρων για ισότητα, οι χίπις θἐλουν να αλλάξουν με τον δικό τους τρόπο τον κόσμο, η νεολαία απεχθάνεται την προηγούμενη γενιά, το ροκ είναι στα ντουζένια του, οι πειραματισμοί με τον έρωτα, αλλά και τις διάφορες ουσίες το ίδιο... Αυτό το κλίμα αναβρασμού προσπαθεί να καταγράψει το φιλμ.
Ένας νεαρός επαναστάτης σκοτώνει σε μια διαδήλωση ένα μπάτσο που μόλις πυροβόλησε καταληψία. Στη συνέχεια κλέβει ένα μικρό αεροπλάνο και, δίχως συγκεκριμένο σκοπό, κατευθύνεται στην έρημο. Εκεί θα συναντήσει μια κοπέλα, ερωμένη ενός πλούσιου επιχειρηματία, που πηγαίνει με το αυτοκίνητό του αφεντικού της στο Φίνιξ για να τον συναντήσει σε ένα μίτινκγ. Οι δύο νέοι θα περιπλανηθούν στην έρημο, θα κάνουν έρωτα και η ζωή της κοπέλας θα αλλάξει...
Επαναστατικό φιλμ, που παίρνει ξεκάθαρα το μέρος των εξεγερμένων, με υπνωτικά όμορφες εικόνες στην έρημο και φοβερή μουσική των Pink Floyd, Grateful Dead και άλλων, θα καταδείξει την έλξη που άσκησε η αμερικάνικη (προσωρινή εννοείται) εξέγερση των νέων στον μεγάλο ιταλό δημιουργό. Και μάλιστα, θα έλεγα, ιδιαίτερα οι χίπις (πέρα από το αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό κίνημα), καθώς οι τελευταίες δυνατές σκηνές μάλλον ενάντια στον καταναλωτισμό επιτίθενται με τόση βιαιότητα.
Μουσική, ελεύθερος έρωτας, επανάσταση και ναρκωτικά μπλέκονται στην ταινία, η οποία βέβαια διαθέτει τους γνωστούς αργούς ρυθμούς του δημιουργού της. Αναρωτιέμαι πόσο θα ξενίσει ένα σύγχρονο νέο, μεγαλωμένο με εντελώς άλλες ιδέες και προτεραιότητες. Πάντως σίγουρα αποτελεί σημαντικό ντοκουμέντο μιας ανήσυχης και ουσιαστικά χαμένης άλλον ανεπιστρεπτί εποχής...
ΥΓ: Η ταινία είχε συναντήσει πολλές δυσκολίες στα γυρίσματα, καθώς συντηρητικοί αμερικάνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν την πταγματοποίησή της.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2020

ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ "MAMA ROMA"

Το "Mama Roma" του 1962 εἰναι η δεύτερη ταινία του Pier Paolo Pasolini (1922-1975), η οποία, όπως η πρώτη του, κινείται στα πλαίσια του ιταλικού νεορεαλισμού. Στη συνέχεια ο Παζολίνι θα άλλαζε κλίμα και θα γινόταν ένας μάλλον αταξινόμητος δημιουργός.
Μια πρώην πόρνη και νυν έμπορος φρούτων στη λαϊκή έχει ως μοναδικό όνειρο την επιτυχία στη ζωή του έφηβου, αγνώστου πατρός γιου της. Γι᾽αυτόν θα κάνει τα πάντα. Εκείνος όμως σύντομα θα μπλέξει με κακές παρέες και ο δρόμος που θα ακολουθήσει θα είναι διαφορετικός από αυτόν που ονειρεύεται η μητέρα του.
Η πληθωρική Άννα Μανιάνι κλέβει βεβαίως την παράσταση καθώς ερμηνεύει τον βασικό ρόλο. Κατά τα άλλα, το φιλμ είναι διαπραγματευμένο ως μια σύγχρονη τραγωδία, με το δραματικό στοιχείο να ελλοχεύει ακόμα και στις πιο χαλαρές σκηνές. Άλλωστε σε δύο σεκάνς ο μάλλον σουρεαλιστικός περἰπατος της Μάμα Ρόμα (το παρατσούκλι της ηρωίδας) με τους διαφορετικούς συνοδούς στην νυχτερινή πιάτσα υπογραμμίζει το στοιχείο της θεατρικότητας.
Πέραν της μελέτης της μητρικής αγάπης και θυσίας, το όλο κοινωνικό και τοπογραφικό πλαίσιο, χαρακτηριστικό του νεορεαλισμού, μας δείχνει τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης μια χώρας που προσπαθεί ακόμα να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί μετά τις καταστροφές του πολέμου (έχουν περάσει 17 χρόνια από το τέλος του, αλλά οι πληγές δεν έχουν ολότελα κλείσει).  Φτωχοί άνθρωποι, ενίοτε ακόμα και λούμπεν, με μικρά, καθημερινά όνειρα, κινούνται κυρίως σε ένα no man's land τοπίο, που εκετίνεται ανάμεσα στις νεόδμητες (και άσχημες) πολυκατοικίες της Ρώμης που ανοικοδομείται και στην ύπαιθρο. Την εποχή αυτή η ῾῾μοντέρνα῾᾽ Ρώμη σταματούσε εντελώς απότομα και γύρω της εκτεινόταν η γυμνή, ακατοίκητη no man's land που λέγαμε, διασπαρμένη από αρχαία ρωμαϊκά ερείπια. Εκεί αλητεύουν οι παρέες των εφήβων, εκεί συμβαίνουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα... Είναι ο ίδιος ακριβώς χώρος όπου, πριν μερικά χρόνια, είχαν γυριστεί και ¨Οι Νύχτες της Καμπίρια῾῾ του Φελίνι.
Βαριά ταινία με έντονο δραματικό και τραγικό στοιχείο, παραμένει από τις χαρακτηριστικές της τελευταίας περιόδου του ιταλικού νεορεαλισμού.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Μαρτίου 18, 2020

ΟΤΑΝ Ο ΧΙΤΣΚΟΚ ΓΙΝΟΤΑΝ Ο ΧΙΤΣΚΟΚ ΠΟΥ ΞΕΡΟΥΜΕ: ῾῾39 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ῾῾

Το 1935 ο Alfred Hitchcock (1899-1980) είχε κάνει μεν κάμποσες ταινίες στην πατρίδα του, τη Βρετανία, αλλά δεν είχε ακόμα αποκτήσει μεγάλη φήμη. Αυτό θα συμβεί με τα ῾῾39 Σκαλοπάτια῾῾ εκείνης τυης χρονιάς, ένα ῾῾κανονικὀ῾῾χιτσκοκικό θρίλερ με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντόνατ.
Ένας θαμώνας θεάτρου στο Λονδίνο προσπαθεί να βοηθήσει μια μυστηριώδη γυναίκα, η οποία του αποκαλύπτει ότι είναι διπλή κατάσκοπος. Όταν αυτή βρίσκεται δολοφονημένη στο σπίτι του, ο ίδιος βρίσκεται, άδικα φυσικά, κυνηγημένος τόσο από την αστυνομία όσο και από ένα σκοτεινό δίκτυο κατασκόπων. Ένας εφιάλτης αρχίζει, ενώ η δράση θα μεταφερθεί στη Σκωτία.
Δεν έχω δει τις βουβές βρετανικές ταινίες του του Χίτσκοκ. Ωστόσο αυτή, που όπως είπαμε τον έκανε γνωστό, φέρει από τόσο νωρίς όλα τα βασικά στοιχεία του έργου του: Το μοτίβο ενός αθώου που άθελά του βρίσκεται μπλεγμένος σε μια σκοτεινή ίντριγκα, το περίφημο χιτσκοκικό σασπένς, που καταφέρνει πάντοτε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή και το εξ ίσου περίφημο χιούμορ του σκηνοθέτη, που εδώ ειδικά είναι πανταχού παρόν αικόμα και στις πιο αγωνιώδεις στιγμές. Συν τις όμορφες και ενίοτε υποβλητικές σκηνές καταδίωξης στην ορεινή και άγρια Σκωτία. Και, εδώ ειδικά, μια έξυπνη ῾῾κυκλική῾῾δομή, που ξαναγυρνά απροσδόκητα την ιστορία εκεί απ᾽ όπου ξεκίνησε.
Δεν έχω πολλά να πω. Ο Χίτσκοκ βρίσκεται σε μια από τις καλύτερες στιγμές της πρώτης φάσης της μεγάλης καριέρας του. Οι θεατές που δεν φοβούνται την ετικέτα του ῾῾παλιού῾῾ και μπορούν να απολαύσουν το κλασικό σινεμά σίγουρα θα το ευχαριστηθούν.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2020

"ARIEL" : Η ΚΑΤΑ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δηλώνω  από την αρχή ότι ο Aki Kaurismaki παραμένει ένας από τους αγαπημένους μου δημιουργούς. Από τις χαρακτηριστικότερες ταινίες του ιδιόρυθμου στιλ του είναι, νομίζω, το "Ariel" του 1988.
Πρόκειται για την ιστορία ενός μοναχικού, συνηθισμένου, ῾῾χωρίς ιδιότητες῾῾ ανθρώπου: Απολύεται από ένα εργοστάσιο που κλείνει κάπου στην παγωμένη επαρχία της Φιλανδίας, κληρονομεί μια ανοιχτή Κάντιλακ, της οποίας η οροφή δεν κλείνει και, με μόνο περιουσιακό στοιχείο αυτό, έρχεται στο Ελσίνκι για να βρει την τύχη του. Εκεί θα βρει μια γυναίκα, θα πάει φυλακή και θα ζήσει διάφορα άλλα που δεν θα σας αποκαλύψω.
Βρισκόμαστε στην καρδιά του στιλ του Καουρισμάκι. Λιτότητα και αφαιρετικότητα, υποδόριο χιούμορ ακόμα και στις πιο τραγικές καταστάσεις, απόλυτα συνηθισμένοι άνθρωποι και τοπία (αστικά κυρίως) και αυτό το ανέκφραστο, δίχως συναισθήματα παίξιμο των ηθοποιών, οι οποίοι μοιάζουν να δέχονται με απίστευτη στωικότητα, σα να μη συμβαίνει τίποτα, ακόμα και τα πιο σοβαρά χτυπήματα της μοίρας ή τις κατάφωρες κοινωνικές αδικίες. Όλα στο φιλμ είναι ῾῾γυμνά῾῾, περιορίζονται στα απόλυτα ουσιώδη. Και οι λιγοστές ατάκες το ίδιο. Αλλά το χιούμορ είναι πανταχού παρόν. Χαρακτηριστικό δείγμα του η τελευταία ατάκα κάποιου που πεθαίνει προς το τέλος. Αν το δείτε θα με θυμηθείτε. Στο μεταξύ, με τον ανέκφραστο τρόπο του και την τετριμμένη καθημερινότητα του, ο σκηνοθέτης προλαβαίνει να κάνει νύξεις για ττην ανεργία και τη φτώχια, την απόλυτη μοναξιά (στην ουσία στο φιλμ δύο μοναχικοί άνθρωποι βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον), την κοινωνική και δικαστική αδικία, την ανάγκη για ελευθερία και τον αγώνα γι᾽αυτήν και για κάμποσα άλλα.
Λατρεύω το στιλ του Καουρισμάκι, το χιούμορ που,  εκτός των άλλων,  προκύπτει ακόμα κι από την ίδια απάθεια των κοινότοπων ηρώων του, τον τρόπο του να μιλά τόσο απλά, λιτά και ελαφρά για σημαντικά θέματα και ακόμα, εικονογραφώντας την καθημερινή, συχνά απόλυτη μιζέρια απλών, καθόλου ηρωικών ανθρώπων, να δημιουργεί με μυστηριώδη τρόπο μια feelgood αίσθηση. Ξέρω ότι δεν είναι για όλους και πολλούς θα ξενίσει το κλίμα του. Τι να κάνουμε όμως; Προσωπικά γούστα είνα αυτά.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Μαρτίου 15, 2020

"GLASS LIPS" Ή ΣΤΟΝ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ MAJEWSKI

Ο Lech Majewski είναι ένας πειραματικός πολωνός σκηνοθέτης και το "Glass Lips" (περιέργως ο πολωνικός τίτλος είναι - έτσι, στα αγγλικά - "Blood of a Poet") είναι ένα παράξενο, δίχως διαλόγους, φιλμ του 2007.
Μέσα από μικρές, συχνά ασύνδετες σουρεαλιστικές σκηνές παρακολουθούμε με διαρκή φλας μπακ τα παιδικά χρόνια του ήρωα, όπου συχνά τιμωρείται από τους πλούσιους γονείς του και ιδιαίτερα από τον πατέρα του, τις σεξουαλικές διαστροφές (και τον μαζοχισμό) του τελευταίου και (στον παρόντα χρόνο) τη ζωή του σχεδόν κατατονικού νέου στον οποίο έχει εξελιχτεί το παιδί, που είναι έγκλειστος σε άσυλο ψυχικά ασθενών.
Το φιλμ, το είπαμε, είναι απόλυτα πειραματικό. Πολλά απ᾽τα τεκταινόμενα είναι ακατανόητα, πολλές από τις μικρές σεκάνς είναι πέρα για πέρα σουρεαλιστικές, πολλές είναι εικαστικά πανέμορφες, άλλες πάλι φορτισμένες με διεστραμένη σεξουαλικότητα... Μάλλον δεν θα ερμηνεύσετε όλα όσα θέλει να μας πει με τον συνειριμικό τρόπο του ο δημιουργός του. Οι εικόνες, εκτός από όμορφες και ονειρικές, είναι συχνά ανησυχητικές, μακάβριες, νοσηρές. Σε γενικές γραμμές η ταινία φαίνεται να μας μας μιλά για την τραυματική σε πολλά επίπεδα σχέση γονιών - παιδιών, για την πατρική καταπίεση, για τον άρρωστο ψυχισμό που κυριαρχεί σε τέτοιες σχεσεις. Με τον δικό της εντελώς πειραματικο τρόπο βεβαίως... Πάντως η κινηματογραφική γραφή μου έφερε στο νου το κλίμα του Roy Andersson.
Όπως καταλάβατε ως πειραματικό φιλμ απευθύνεται εξ ορισμού σε λίγους. Εικαστικά πάντως, θα επαναλάβω, εκτός από ανησυχητικό, είναι πανέμορφο.  

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Μαρτίου 12, 2020

"ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗΣ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕ" Ή Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ο Robert Bresson (1901-1996) είναι σίγουρα ένας σκηνοθέτης για λίγους. Αν με μια λέξη θα έπρεπε να τον χαρακτηρίσω, η λέξη αυτή θα ήταν "λιτός". Είναι σαν να χρησιμοποιεί μόνο τα απολύτως αναγκαία, το μίνιμαλ της κινηματογραφικής γραφής, για να εκφράσει αυτά που θέλει να πει. Είναι περίεργο, αλλά αυτή η λιτότητα, η αυστηρότητα, δίνει στις ταινίες του μια εντελώς πνευματική διάσταση.
Το φιλμ "Ένας Θανατοποινίτης Δραπέτευσε" (Un condamne a mort s'est echappe ou le vent souffle ou il veut) του 1956 αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ένας αντιστασιακός γάλλος οδηγείται σε φυλακή της Γκεστάπο. Από την πρώτη μέρα, από την πρώτη στιγμή θα λέγαμε, αρχίζει μεθοδικά, αργά και υπομονετικά, δίχως κανένα δισταγμό και υποχώρηση, να καταστρώνει σχέδιο για δραπέτευση. Έως, εβδομάδες ή μήνες μετά, έρχεται η ώρα να το δοκιμάσει στην πράξη.
Το είπαμε: Ο Μπρεσόν περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία. Κοντινά στα πρόσωπα του ήρωα και των συγκρατουμένων του, το γυμνό κελί, οι εξ ίσου γυμνοί χώροι του φαγητού και της αυλής, οι τοίχοι, τα αντικείμενα, τα ευτελή, καθημερινά αντικείμενα που θα χρησιμοποιήσει για την απόδραση... Λιγοστοί διάλογοι, μια φωνή off που αφηγείται την ιστορία και τα συναισθήματα του ήρωα, συνθέτουν τελικά μια ελεγεία για την ελευθερία, τον πόθο για αποτίναξη κάθε ζυγού και τυραννίας. Και συγχρόνως μιλά για τη δύναμη του πνεύματος, την υπομονή και την επιμονή, τη θέληση και την προσήλωση σε στόχους, τη στωικότητα... και ό,τι άλλο εσείς θα ανακαλύψετε. Όσο για τα αντικείμενα (τα πιο κοινά αντικείμενα όπως ένα κουτάλι, ένα τσίγκινο πιάτο, ένα σχοινί, το σανίδι μιας πόρτας κλπ.), μοιάζουν να περιβάλλονται από μια αύρα πολυτιμότητας, σχεδόν ιερότητας. Κάθε τι ευτελές είναι όχι απλώς πολύτιμο, αλλά κυριολεκτικά απαραίτητο. Συγχρόνως το σιωπηλό αυτό φιλμ δημιουργεί ένταση και σασπένς πραγματικά από το τίποτα. Βλέπετε, όλα όσα διαδραματίζονται (ή μάλλον όσα επιχειρεί ο ήρωας) είναι κυριολεκτικά θέμα ζωής ή θανάτου.
Εξαιρετικό, κλασικό φιλμ, το οποίο, προειδοποιώ, θα κουράσει με τους αργούς ρυθμούς και την σχεδόν εξαντλητική επιμονή του στην κατάδειξη των λεπτομερειών όσους δεν είναι συνηθισμένοι σε ένα άλλου είδους, πνευματικού και φιλοσοφικού κινηματογράφου. Για μένα πάντως η θέασή του αποτελεί εμπειρία.


Ετικέτες ,

Κυριακή, Μαρτίου 08, 2020

ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΟΗΣΙΑ ΤΟΥ ''HEROIC TRIO''

Τ
Το σινεμά του Χονγκ Κονγκ σίγουρα έχει παράδοση. Ίσως πάλι ο παραγωγικότατος  Johnnie To να έχει κάνει και κάποια καλά φιλμ. Το 'Heroic Trio'' πάντως του 1993 νομίζω ότι δεν βλέπεται.
Πρόκειται για ένα είδος υπερηρωικού εν Χονγκ Κονγκ σινεμά, πλήρως ασυνάρτητο. όπου τρεις γυναίκες με υπερδυνάμεις ή με κάποιες πολύ οξυμένες ικανότητες τέλος πάντων, αλλάζουν διαρκώς στρατόπεδα και τελικά ενώνουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν έναν πολύ πολύ κακό (αυτός να δείτε πόσες υπερδυνἀμεις διαθἐτει), ο οποίος είναι κάτι σαν άρχοντας του Κάτω Κοσμου και... κλέβει βρέφη προκειμένου να επιλέξει ένα απ᾽αυτά ως διάδοχο...
Λίγο ξύλο (βρισκόμαστε στην καρδιά των πολεμικών τέχνών γαρ), λίγο σπλάτερ, κακά εφέ (το σκελετοειδές τέρας στο τέλος είναι μάλλον αστείο), παντελώς α;τσούμπαλο και ασυνάρτητο σενάριο, αλλαγές χαρακτήρα ή στρατοπέδων που δεν δικαιολογούνται (τίποτα δεν δικαιολογείται εδώ που ταλέμε), συνθέτουν μία από τις πλέον ανόητες ταινίες που έχω δει.
Και γιατί την έβλεπες; θα μου πείτε. Από καθαρή περιέργεια, για να δω τι θα δούμε ακόμα. Ε, λοιπόν είδα. Και δεν χάρηκα καθόλου. Και αν υπάρχουν κάποιες ίσως εντυπωσιακές σκηνές, σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να βελτιώσουν τα πράγματα.
Ίσως για κάποιους ταινίες σαν αυτή να θεωρούνται καλτ. Προσωπικά βαρέθηκα και την βρήκα κακή.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2020

"ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ " ΠΟΛΛΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ

Να μια ευχάριστη ελληνική έκπληξη : "Απόστρατος" του 2019, δεύτερη φιξιόν ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή. Ένα φιλμ που λειτουργεί σε πολλά επίπεδα.
Ένας 30άρης κάτοικος Γλυφάδας, επιστρέφει για λίγους, υποτίθεται, μήνες στο σπίτι του πεθαμένου παππού του, παλιού στρατιωτικού, στο αποστειρωμένο και δίχως ζωή Παπάγου, γνωστή γειτονιά στρατιωτικών, όπου έμενε και ο ίδιος ως παιδί. Προσπαθεί να πιάσει την καλή με μια μεγάλη εισαγωγή εν μέσω κρίσης (βρισκόμαστε στα 2012), επανασυνδέεται με παιδικούς φίλους, γνωρίζει έναν ηλικιωμένο φίλο του παππού του και αρχίζει να ερευνά (και να βυθίζεται όλο και περισσότερο σ᾽αυτὀ) το παρελθόν του παππού, για να βρεθεί μπροστά σε εκπλήξεις...
Θα ξεκινήσω από το πρώτο επίπεδο: Σπάνια έχω δει ελληνική ταινία με τόσο φυσικό και πειστικό παίξιμο και διαλόγους από όλους τους ηθοποιούς. Πραγματικά πειστική απεικόνιση της γλώσσας των νέων και της όλης ῾φάσης῾ της εποπχής. Εξ ίσου άψογα και τα ντεκόρ, κυρίως αυτά που αφορούν τα παλιά σπίτια... Το σημαντικότερο βέβαια είναι τα πολλαπλά νοήματα του φιλμ: Η κατάδειξη της κρίσης και των επιπτώσεών της στη ζωή των νέων ανθρώπων. Η καταγραφή μιας γενιάς δίχως αξίες και ρομαντισμούς, που απλώς πασχίζει να πιάσει την καλή. Καμιά συλλογική συνείδηση. Καθένας για τον εαυτό του. Ακόμα και οι παρέες, που λειτουργούν μια χαρά, παραείναι εύθραυστες. Ακόμα δυνατότερη ὀμως, κατά τη γνώμη μου, είνα η διερεύνηση της επίδρασης (της σκιάς θα έλεγε ίσως κανείς) που ρίχνει το παρελθόν στις ζωές των ανθρώπων. Ο ήρωας απορροφάται όλο και περισσότερο απ᾽αυτό, από την ιστορία του παππού, απο τη δύσκολη ιστορία της χώρας εντέλει. Θα φτάσει σε μια σκηνή (στο μασκέ πάρτι) να "γίνει" ο παππούς, ενώ στο τέλος το φιλμ θα γίνει αληθινά συγκινητικό. Συγχρόνως, σε ένα μάλλον διασκεδαστικό "μικροεπίπεδο" η ταινία καταγράφει πειστικά τον μικρόκοσμο του Παπάγου, τη χαύνωση που προκαλεί. Νομίζω ότι είναι καλή μεταφορά της ψυχικής βύθισης στη χαύνωση του ήρωα ή, αν προτιμάτε, στην εναλλαγή προσπαθειών και απραξίας, και, τελικά, στο βάλτωμα το δικό του και των ονείρων του...  Τελικά το φιλμ, με χαμηλότονο τρόπο, κρατά μια πολύ καλή ισορροπία ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, τόσο το ατομικό όσο και το ευρύτερο, τον προσωπικό μικρόκοσμο και την Ιστορία, από τις συνέπειες της οποίας βέβαια ουδείς μπορεί να ξεφύγει.
Για μένα αποτέλεσε μία αευχάριστη εκπλήξη απο ένα σκηνοθέτη που αγνοούσα (δεν έχω δει την πρώτη του ταινία).

Τρίτη, Μαρτίου 03, 2020

"Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ" ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟ

Ο Βασίλης Βαφέας γυρίζει τον "Έρωτα του Οδυσσέα" το 1984. Είναι η πρώτη φορά (νομίζω) που ο Κώστας Βουτσάς χρησιμοποιείται από τον λεγόμενο "Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο".
Το φιλμ είναι μια διαρκής ονειρική περιπλάνηση. Ο ήρωας, ένας σεξουαλικά πεινασμένος, βαριεστημένος, δίχως ενδιαφέροντα, κοινότοπος με λίγα λόγια, πενηντάρης, ξεμένει στην Αθήνα ολομόναχος, καθώς σύζυγος και δύο παιδιά λείπουν για διακοπές. Πηγαίνει στην ρουτινιάρικη δουλειά του, μαθαίνει ότι απολύεται και, αποχαυνωμένος, αρχίζει να περιπλανιέται με τα πόδια στην (πολύ άσχημη) Αθήνα της εποχής, και μετά στην Ύδρα. Όσο περνά η ώρα η περιπλάνηση αυτή, οι εικόνες και οι καταστάσεις γίνονται όλο και πιο σουρεαλιστικές, αγγίζοντας σχεδόν το απόλυτο παράλογο.
Είπαμε: Μην περιμένετε λογική. Ένας μόνιμα έκπληκτος, μόνιμα με ανοιχτό στόμα, εκτός τόπου και χρόνου μικροαστός, αντικρίζει παράδοξα κομμάτια ενός κόσμου που δεν κατανοεί και, κυρίως, του είναι αδύνατο να ενσωματωθεί σ' αυτόν, παρά το ότι όλα δείχνουν ότι θα το επιθυμούσε πολύ για να ξεφύγει από την καθημερινή του γκρίζα μιζέρια. Αυτό είναι και το σχόλιο της ταινίας. Ο "μέσος άνθρωπος", ο συνηθισμένος μικροαστός, ο "άνθρωπος χωρίς ιδιότητες" (για να δανειστούμε τον τίτλο του γνωστού μυθιστορήματος), βουλιάζει στην κοινοτοπία, θέλει να αντιδράσει, να ξεσπάσει, να ζήσει έντονα, αλλά δεν ξέρει πώς. Αυτό που σίγουρα νοιώθει όμως είναι ότι "η ζωή είναι αλλού". Η "υψηλή τέχνη" του είναι ακατανόητη, ο πλούτος άπιαστος, οι γυναίκες ελεύθερες και ποθητές, αλλά απλησίαστες... Ο πιο άμεσος τρόπος να ξεφύγει είναι ο μεγάλος έρωτας (σε συνδυασμό βέβαια με την ικανοποίηση της σεξουαλικής πείνας). Αλλά κι αυτό είναι φευγαλέο και καθόλου εύκολο...
Οι περισσότεροι κουράστηκαν ή βαρέθηκαν με το φιλμ. Προσωπικά αφέθηκα στην παράλογη οδύσσεια του (καθόλου τυχαία) Οδυσσέα, την ονειρική αίσθηση που αποπνέει και στο υποδόριο, διακριτικό (επιρροές από Τατί) χιούμορ της. Το τονίζω όμως: Δεν είναι για πολλούς...

eXTReMe Tracker