Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2008

ΑΠΟΑΛΥΣΤΙΚΟΤΑΤΗ ΚΑΙ ΣΠΙΝΘΗΡΟΒΟΛΑ JUNO


Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα, μπορώ σχεδόν με σιγουριά να προβλέψω ότι η Juno (2007), δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του Jason Reitman, θα έχει μια θέση στα 10 καλύτερα της σεζόν. Εξαιρετικό χιούμορ, φοβερή πρωταγωνίστρια, ανατρεπτικές καταστάσεις - πολύ έξω από την mainstream αμερικάνικη ματιά σε παρόμοια θέματα - και πέρα για πέρα feel good φάση, συνθέτουν μια ταινία που δεν αρκείται μόνο στην πλάκα.
Το θέμα είναι απλό: Μια 16χρονη έφηβη μένει έγκυος την πρώτη φορά που κάνει σεξ με έναν συνομήλικο συμμαθητή της. Θα πιστεύατε λοιπόν (κι εγώ το ίδιο) ότι από εδώ θα άρχιζε ένα ζοφερό δράμα με εκτρώσεις ή μη, με κοινωνικές κατακραυγές, οικογενειακά προβλήματα, καταστροφή της ερωτικής σχέσης και τέτοια. Ε, λοιπόν, καμία σχέση. Το δύσκολο αυτό θέμα αντιμετωπίζεται με χιούμορ, με εστίαση στην πολυπλοκότητα φιλικών και άλλων σχέσεων, με απρόβλεπτους χαρακτήρες που, όπως στην πραγματικότητα, συνδυάζουν θετικά και αρνητικά στοιχεία και βρίσκονται πολύ μακριά από τη μονολιθικότητα του "καλού" και του "κακού" και, τελικά, καταλήγει σε εξ ίσου απρόβλεπτο φινάλε.
Η πανέξυπνη και κάθε άλλο παρά συνηθισμένη νεαρή ηρωίδα (Έλεν Πέιτζ) κυριαρχεί βέβαια σε έναν από τους καλύτερους φετινούς γυναικείους ρόλους. Αυτό όμως που μέτρησε ιδιαίτερα για μένα είναι η απόλυτη ανατρεπτικότητα της όλης κατάστασης. Πολύ μακριά από κάθε μορφή πολιτικής ορθότητας, πολύ πέρα από κάθε στερεότυπο οικογένειας (η οικογένεια της μικρής και ιδιαίτερα ο πατέρας είναι όλα τα λεφτά), πολύ μακριά από κάθε σεμνοτυφία και - επιτέλους - πολύ μακριά από τις συνήθεις έννοιες της πατρότητας και της μητρότητας (που είναι "θαύματα της φύσης" και "ιερά" και άλλα τέτοια βαρύγδουπα), απόλυτα απενοχοποιημένη σε σχέση με το σεξ και την κατά λάθος εγκυμοσύνη, γράφοντας κυριολεκτικά στα παλιά της τα παπούτσια τον κοινωνικό περίγυρο και το "τι θα πει ο κόσμος", βλέπεται με απόλαυση από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Δεν νομίζω ότι θα πάρει τα μεγάλα Όσκαρ για τα οποία έχει προταθεί, αυτό όμως είναι το τελευταίο πράγμα που με νοιάζει.
Όπως καταλάβατε, τη βρήκα μία από τις δροσερότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων. Κι όσο για τον Jason Reitman, εκτός από το ότι είναι η μοναδική περίπτωση (απ' όσο θυμάμαι τουλάχιστον) γιου που βγαίνει καλύτερος σκηνοθέτης από τον πατέρα (είναι γιος του Ivan Reitman και έχει κάνει και το "Thank you for smoking"), καθιερώνεται ως ένας εξαιρετικά ελπιδοφόρος νέος δημιουργός. Θα περιμένω με αγωνία τις επόμενες δουλειές του.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Ιανουαρίου 27, 2008

ΜΙΑ ΦΟΡΑ... ΔΥΟ ΜΟΥΣΙΚΟΙ... ΚΙ ΕΝΑΣ ΣΧΕΔΟΝ ΕΡΩΤΑΣ


Το "Once" (Μια φορά, 2007) του Ιρλανδού John Carney είναι μια από τις πιο ιδιόρυθμες ταινίες της χρονιάς. Μια περίπου ερωτική ιστορία (αλλά όχι ακριβώς) και, αν έπρεπε να το κατατάξουμε κάπου, ένα μιούζικαλ (αλλά όχι με τη συνηθισμένη έννοια του όρου). Αυτό που σίγουρα είναι, είναι μια τρυφερή και ευαίσθητη ταινία, που βλέπει με συμπάθεια τους ήρωές της και, παρά την ευαισθησία της, δεν υποκύπτει σε εύκολους συναισθηματισμούς.
Μια Τσέχα μετανάστρια, που ξέρει μουσική αλλά πασχίζει να ζήσει πουλώντας λουλούδια, γνωρίζει έναν ταλαντούχο μουσικό του δρόμου, που θέλει να κάνει δικό του cd. Ανάμεσά τους γεννιέται αμοιβαία συμπάθεια, κάνουν παρέα, συνεργάζονται μουσικά, όλα οδεύουν προς ερωτική κατάληξη, αλλά... Αυτό που πρωταγωνιστεί στο φιλμ είναι η μουσική και η αγάπη των δύο πρωταγωνιστών γι' αυτήν. Ένα μεγάλο μέρος του καταλαμβάνεται από τα τραγούδια του ήρωα (που είναι γραμμένα από τον ίδιο τον ηθοποιό και μουσικό Γκλεν Χάνσαρντ), που παίζονται ζωντανά και ολόκληρα και λειτουργούν σαν μέρος της δράσης, έχουν βασική θέση στην αφήγηση. Γι΄αυτό σας είπα πριν για περίπου μιούζικαλ. Οι ηθοποιοί δεν τραγουδούν στα καλά καθούμενα, όπως στα κλασσικά δείγματα του είδους. Απλώς παρακολουθούμε συχνά (πολύ συχνά) τον Χάνσαρντ να παίζει στο δρόμο, στο σπίτι του, να ηχογραφεί κλπ., οπότε η μουσική ενσωματώνεται, γίνεται μέρος της δράσης.
Παράλληλα, τα σχόλια για την κατάσταση των μεταναστών του πρώην ανατολικού μπλογκ στη δύση, για τη σχέση ανδρών - γυναικών και την παλλινδρόμηση από τη φιλία στον έρωτα και αντιστρόφως ή για τη μουσική και τη δημιουργία της, δεν λείπουν.
Το πρόβλημα για κάποιους θεατές είναι ίσως το τι γίνεται αν δεν τους αρέσουν τα τραγούδια του συγκεκριμένου μουσικού - τροβαδούρου, που όπως είπα πολλάκις, κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Εδώ δεν μπορώ να βοηθήσω. Όσο για μένα, πρέπει να ομολογήσω ότι βαρέθηκα κάπως στο πρώτο μέρος, στη συνέχεια όμως η ταινία με κέρδισε απόλυτα και με γοήτευσε με το μελαγχολικό της τέλος. Σίγουρα πρόκειται για μια από τις πιο γλυκιές και τρυφερές εκπλήξεις της χρονιάς.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

DEEP END... ΠΟΥ ΘΑ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΘΡΙΛΕΡ


Παρά τον τίτλο του το Deep End (2008) είναι μια ελληνική ταινία του Θανάση Αντωνίου. Μια ερωτική, αλλά και βίαιη ιστορία που διαδραματίζεται σε μια ερημική παραλία ανάμεσα σε δύο ζευγάρια με πολύπλοκες ερωτικές σχέσεις. Η πρόθεση του σκηνοθέτη είναι δηλωμένη: Να κάνει ένα ελληνικό b-movie στα πρότυπα των παλιών 70ς ιταλικών αντίστοιχων, που θα βρίθει βεβαίως από σεξ και αίμα. Η πρόθεση είναι σεβαστή - και ένα καλό τέτοιο και διασκεδαστικό θα ήταν και από την ελληνική παραγωγή λείπει. Ωστόσο άλλες οι προθέσεις και άλλο το αποτέλεσμα.
Τα προβλήματα είναι πολλά. Το βασικότερο όμως κατά τη γνώμη μου είναι οι κακές ηθοποιίες από όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές. Τόσο, που δίχως να υπάρχει πρόθεση για κάτι τέτοιο, η ταινία βγάζει πολύ γέλιο. Γέλιο που γίνεται δυνατότερο αν συνυπολογίσει κανείς και τα κενά και τις απιθανότητες τοAntwniou Thanasisυ σεναρίου. Οπότε, από δραματικό, ψυχολογικό θρίλερ έχουμε μια ακούσια κωμωδία. Γιατί αν δεν το διασκεδάσεις και λίγο βλέποντάς το... τότε την πάτησες για τα καλά.
Ίσως κάποιοι πουν ότι αφού ήθελε να κάνει b-movie, όλα αυτά είναι δικαιολογημένα και ηθελημένα. Στο κάτω - κάτω τα b-movies και κακές ηθοποιίες έχουν συνήθως και κακό σενάριο. Χμμμ... δεν είμαι σίγουρος ότι ο σκηνοθέτης είναι τόσο "μπροστά" ώστε να βάλει τους ηθοποιούς να παίζουν όπως παίζουν. Αφείστε που το όλο πράγμα πάσχει και από τηλεοπτικίαση. Οι πόζες, οι ατάκες, οι κινήσεις θυμίζουν σίριαλ. Αν αυτό δεν είναι κακό, τότε τι είναι;
Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να γίνει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον και γνήσια (και όχι ακούσια) διασκεδαστικό. Προς το παρόν αρκεστείτε να απολαύσετε (;) το γυμνό που περιέχει και να διασκεδάσετε με τα σεναριακά κουφά και την ανατροπή του τέλους. Άλλωστε, οι καλές προθέσεις ποτέ δεν ήταν αρκετές...

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2008

Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ (;) ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


Τα "Παιχνίδια Εξουσίας" (Charlie Wilson's War) (2007) του βετεράνου Mike Nichols εντάσσονται στην κατηγορία "προοδευτικό Χόλιγουντ" (βλ. Syriana, 3 Heroes, Wag the dog κλπ.) και τα βάζουν με την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική (εδώ βρισκόμαστε στην εποχή του Ρίγκαν). Η ταινία επιλέγει σα μέσον τη σάτιρα, η οποία ενίοτε διακόπτεται από δραματικές κορώνες. Οι ηθοποιοί είναι καλοί (όλα τα λεφτά ο ελληνικής καταγωγής Αβρακότος, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν δηλαδή, που καπνίζει σα φουγάρο, βρίζει χυδαία και περηφανεύεται για τη στήριξη που πρόσφερε στη χούντα του Παπαδόπουλου...), η ταινία τσουλάει έως και ευχάριστα... αλλά κάποιες αντιρρήσεις τις έχω.
Υποτίθεται ότι βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Η απορία μου είναι αν όντως κοτζάμ πολιτική των ΗΠΑ - και έμμεσα, η τύχη ολόκληρου του πλανήτη - καθορίζεται από καπρίτσια, εμμονές ή αιφνίδιες αφυπνίσεις μεμονωμένων ατόμων. Εδώ ο γυναικάς και καλοπερασάκιας βουλευτής Wilson αποφασίζει ξαφνικά ότι δεν είναι καθόλου του γούστου του η παθητική αμερικάνικη πολιτική έναντι των σοβιετικών που έχουν εισβάλλει στο Αφγανιστάν, βάζει στόχο να την αλλάξει ("πρέπει να σκοτώσουμε σοβιετικούς" είναι το σύνθημά του) και, με διάφορες ίντριγκες και κόλπα, τελικά τα καταφέρνει. Ίσως όντως να είναι εφικτά τέτοια πράγματα. Ειλικρινά δεν ξέρω. Και μάλλον θα μείνω μ΄αυτή την απορία.
Από την άλλη δεν κατάφερα να ξεκαθαρίσω αν η ταινία βλέπει με συμπάθεια όλους αυτούς τους τύπους ή αν τους σαρκάζει. Διότι ό ήρωας, αλλά ακόμα και ο άξεστος Αβρακότος τελικά, παρουσιάζονται μάλλον συμπαθητικοί σαν τύποι. Ο Wilson μάλιστα είναι ένα μείγμα συμπαθούς περσόνας, που πάει συχνά κόντρα στο κατεστημένο και τη γραφειοκρατία, και "πατριώτη", που δεν ανέχεται τις σοβιετικές θηριωδίες στο Αφγανιστάν και επιθυμεί έναν σχεδόν κανονικό πόλεμο (και καλά κάνει και δεν τις ανέχεται, κατά τη γνώμη μου, αλλά πώς και δεν λέει λέξη για τις αντίστοιχες αμερικάνικες θηριωδίες στο Βιετνάμ, τον Παναμά κλπ. κλπ., όπου επίσης έγιναν εισβολές;) Τέλος πάντων, νομίζω ότι ο Nichols μάλλον σατιρίζει - ευπρεπώς βεβαίως - και δεν ασπάζεται αντίστοιχες απόψεις. Ενδιαφέρον πάντως έχει η κατάδειξη των σχέσεων των αμερικάνων με τους φανατικούς Ισλαμιστές: Ενώ λοιπόν πρώτα τους υποστήριξαν με νύχια και με δόντια όσο αυτοί πολεμούσαν εναντίον των κομμουνιστών, στη συνέχεια, που όλοι ζούμε βεβαίως σήμερα, όταν οι ισλαμιστές στράφηκαν εναντίον τους μετά την αθέτηση των αμερικάνικων υποσχέσεων, τους έκαναν υπ' αριθμόν ένα εχθρό τους. Σκιαγραφείται τέλος και ο ρόλος ζάμπλουτων, ακροδεξιών (ή και τα δύο) στη χάραξη της πολιτικής των ΗΠΑ.
Ωραία όλα αυτά, αλλά η ταινία παραμένει για μένα μέτρια. Απλώς βλέπεται σχετικά ευχάριστα. Τίποτα το σπουδαίο όμως κατά τη γνώμη μου.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2008

Η YELLA ΚΑΙ Η ΨΥΧΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ


Η "Yella" (2007) είναι η πρώτη ταινία που βλέπω του αξιόλογου, όπως διαβάζω, γερμανού Christian Petzold και επιβεβαιώνει την πρόσφατη άνοδο του νέου γερμανικού κινηματογράφου. Πρόκειται για μια παράξενη ταινία, απόλυτα ρεαλιστικά γυρισμένη, όπου όμως το μεταφυσικό στοιχείο και το θρίλερ καραδοκούν κρυμμένα "στις γωνίες". Αυτή είναι και η ιδιομορφία του Petzold. Ενώ κινηματογραφεί εντελώς ψυχρά, απόμακρα και ρεαλιστικά τα τεκταινόμενα, ταυτόχρονα καταφέρνει να δημιουργήσει μια ανησυχητική ατμόσφαιρα, με το μυστήριο να υποβόσκει, κάνοντάς με να διαισθάνομαι διαρκώς ότι "κάτι δεν πάει καλά", δίχως να μπορώ να προσδιορίσω τι ακριβώς. Θεωρώ το στοιχείο αυτό αρετή.
Παράλληλα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια πολύ έμμεση αλληγορία του στυγνού καπιταλισμού των ημερών μας και μάλιστα σε μια από τις πιο "προοδευμένες" χώρες και στυλοβάτες του, τη Γερμανία. Όλη αυτή η αφόρητη ψυχρότητα, που επικεντρώνεται στις επαγγελματικές σχέσεις των ανθρώπων αλλά, όπως είναι φυσικό, τρυπώνει και διαβρώνει και τις ερωτικές, τις καθημερινές γενικότερα, αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια πολύ πετυχημένη μεταφορά του κλίματος αυτού. Κυρίαρχες στο φιλμ είναι οι επαγγελματικές σχέσεις, οι συμφωνίες που κλείνονται ή δεν κλείνονται, οι ατέλειωτες διαπραγματεύσεις, οι μετοχές που αλλάζουν χέρια, οι χρηματοδοτήσεις, τα κεφάλαια, τα λογιστικά κόλπα... και κυρίως η απάτη - ή η πρόθεση απάτης - και οι εκβιασμοί που έχουν το πάνω χέρι σ' όλον αυτόν τον υποτιθέμενο καθωσπρέπει, απόλυτα κυριλέ, φαινομενικά άψογο και αποστειρωμένο κόσμο, που αποτελείται από κοστουμάτους (και απρόσωπους) επιχειρηματίες, πολυτελή (και εξίσου απρόσωπα) γραφεία και ξενοδοχεία και χρήματα - αληθινά ή εικονικά - που αλλάζουν συνεχώς χέρια ή υπόσχονται για κάτι τέτοιο (σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά;). Σ' αυτόν τον κόσμο λοιπόν δεν υπάρχει περιθώριο για συναίσθημα, για έρωτα, για αληθινή ζωή. Υπάρχουν μόνο αληθινές ή ψευτικες συμφωνίες. Όλα, μέχρι και η παραμικρή χειρονομία ή ψίθυρος, είναι προσχεδιασμένα και αποσκοπούν στο οικονομικό κέρδος και μόνο.
Γι' αυτό, σ΄έναν τέτοιο κόσμο απόλυτης διαστροφής που έχουμε φτιάξει, η μεταφυσική αλληγορία του Petzold ταιριάζει γάντι. Ποια αλληγορία; Δεν μπορώ να σας πω λέξη γι' αυτό, διότι και ο παραμικρός υπαινιγμός για το τι ακριβώς συμβαίνει μπορεί να αποτελέσει ανεπίτρεπτο σπόιλερ. Πάντως όλη αυτή η ψυχρότητα και τα οικονομικά (ακαταλαβίστικα συχνά, σε μένα τουλάχιστον) που αναφέρονται, δεν με κούρασαν, αφού συνεχώς παραμονεύει, όπως είπαμε, το "άλλο" στοιχείο, που υπονομεύει τα πάντα.
Θα προσπαθήσω να δω κι άλλες ταινιες του Petzold, μια που βρήκα θετική την πρώτη επαφή μου με το έργο του.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

"ΔΙΑΒΟΛΟΓΥΝΑΙΚΕΣ" ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΟΥΑΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΡΟΜΟΥ


Το 1955 ο Henri-Georges Clouzot γυρίζει την άλλη (εκτος από το "Μεροκάματο του φόβου") μεγάλη ταινία του, τις "Διαβολογυναίκες" (Les Diaboliques). Πιστεύω ότι μέχρι σήμερα η ταινία διατηρεί αναλλοίωτη τη γοητεία, το μυστήριο και τα διφορούμενα στοιχεία της. Ξεκινά σαν ένα σκοτεινό και παράδοξο φιλμ νουάρ. Παράδοξο, αφού σύζυγος και ερωμένη αποφασίζουν από κοινού να σκοτώσουν τον καταπιεστικό, βάναυσο σύζυγο / εραστή. Από ένα σημείο και πέρα όμως μεταλάσσεται σε σχεδόν ταινία τρόμου, μεlταφυσικό στοιχείο να έχει κυρίαρχη θέση στην ιστορία. Κι όλα αυτά ενώ και το σασπένς, μάστορας του οποίου αναδεικνύεται και πάλι ο Clouzot (αυτή τη φορά αστυνομικής υφής) ανεβαίνει με κάθε λεπτό που περνά.
Πάνω σ' αυτόν τον ασυνήθιστο καμβά πλέκονται, κάτω από το κυρίαρχο μοτίβο του "εγκλήματος και της τιμωρίας", κάμποσα ερωτήματα και διφορούμενα στοιχεία: Είναι αληθινό ή κατασκευασμένο το μεταφυσικό στοιχείο; Ποια είναι η πραγματική σχέση των δύο γυναικών; Μήπως ουσιαστικά πρόκειται για μια λεσβιακή ιστορία; Και βέβαια, διάφορα ηθικά ερωτήματα: Έχουν δικαίωμα να δολοφονήσουν τον καταπιεστικό γυμνασιάρχη, έστω κι αν πρόκειται σαφώς για κάθαρμα ή ο φόνος οποιουδήποτε, ακόμα και του χειρότερου ανθρώπου, είναι απαγορευμένος; Ή, αν θέλετε, μπορεί να κερδηθεί η πολυπόθητη ελευθερία μέσα από μια αποτρόπαιη πράξη; Και αν αυτή συμβεί ποιες είναι οι συνέπειες; Ποιός είναι ο ρόλος των τύψεων; Ταυτόχρονα σκιαγραφείται το κλειστό, άχαρο και υποκριτικό περιβάλλον τόσο του σχολείου όσο και της κοινωνίας που το περιβάλλει, στις λίγες σκηνές που συμβαίνουν έξω απ' αυτό.
Την ατμοσφαιρικότητα της ταινίας ανεβάζει η ασπρόμαυρη φωτογραφία και, κυρίως, η επιλογή των χώρων. Το αχανές, δαιδαλώδες σχολείο με τους εσώκλειστους μικρούς μαθητές αποτελεί ιδανικό χώρο για την ανάπτυξη των στοιχείων του θρίλερ, που κορυφώνεται με την τελική, ανοιχτή σε αναγνώσεις σκηνή. Γενικά νομίζω ότι δίκαια κατέχει τη θέση μιας από τις κλασικές ταινίες του γαλικού σινεμά.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2008

ΠΕΡΙ "ΔΕΙΛΩΝ" ΚΑΙ "ΗΡΩΩΝ"


Η ιστορία του περιβόητου ληστή του Φαρ Ουέστ Τζέσε Τζέιμς έχει μεταφερθεί πολλές φορές στο σινεμά και μάλιστα με πολλές διαφορετικές οπτικές και στιλ. Από απλή γουέστερν περιπέτεια μέχρι ψαγμένες ταινίες, πλην όμως ειδωμένες κάτω από διαφορετικές "γωνίες". Η πολυπλοκότερη ίσως είναι η τωρινή "The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford" (2007) του Andrew Dominik, που ως ταινία είναι τόσο μακρά όσο και ο τίτλος της. Θα σας προειδοποιήσω από την αρχή: Δεν είναι μόνο τρίωρη, αλλά και αρκετά αργή. Όσοι λοιπόν είναι εθισμένοι στους καταιγιστικούς ρυθμούς της πλειοψηφίας του σύγχρονου mainstream μάλλον θα κουραστούν. Οι υπόλοιποι θα απολαύσουν μια ενδιαφέρουσα ματιά στον ήδη πολυχρησιμοποιημένο μύθο.
Ο Dominik επικεντρώνει περισσότερο στην ψυχολογία των ηρώων του δράματος - και όχι μόνο του θύτη και του θύματος (όροι που κι αυτοί είναι αμφισβητήσιμοι), αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων που τους περιβάλλουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιστορία ξεκινά μετά το τέλος της δράσης της συμμορίας των αδελφών James. Έτσι δεν βλέπουμε σχεδόν καμιά ληστεία, κανένα κυνηγητό ή μονομαχίες. Η εποχή της δράσης έχει παρέλθει, ο μεγάλος αδελφός αποσύρεται προς άγνωστη κατεύθυνση, ενώ ο Jesse James, παντρεμένος με παιδιά και ήδη θρύλος στα μάτια του κόσμου, που τον θαυμάζει θεωρώντας τον κάτι σαν Ρομπέν των Δασών, ζει με μυστικότητα και συνεχή υπερένταση, αλλάζοντας διαρκώς ταυτότητα και διαμονή. Ακριβώς αυτό το "μετά" είναι λοιπόν που αναλύεται εδώ.
Ο Jesse είναι ήρωας στα μάτια του λαού, στην πραγματικότητα όμως είναι φοβισμένος, βασανισμένος και διαρκώς καχύποπτος, μισότρελος σχεδόν από το συνεχές κυνηγητό, ένας ημιπαρανοϊκός που λαγοκοιμάται με το όπλο κάτω από το μαξιλάρι και στυγνός δολοφόνος όσων υποπτεύεται. Ο Ρόμπερτ Φορντ, ξάδελφος ή κάτι τέτοιο και απόλυτος θαυμαστής του, έχει μεγαλώσει με τις φυλλάδες που γράφουν για τα κατορθώματα του ινδάλματός του και το μόνο που ονειρεύεται είναι να του μοιάσει. Κάποτε όμως θα γίνει κι αυτός, όπως και ο αδελφός του, στόχος, ένα ακόμα υποψήφιο θύμα του ημιπαράφρονα Jesse. Και τότε...
Παρά τους αργούς ρυθμούς, η ταινία με κράτησε. Οι εξαιρετικές ηθοποιίες, η μουσική του Νικ Κέιβ (που κάνει κι ο ίδιος μια σύντομη εμφάνιση), η μουντή και ατμοσφαιρική φωτογραφία, συντέλεσαν σ' αυτό. Είναι όμως και η συνεχής ψυχολογική ένταση που δεν σ' αφήνει να ησυχάσεις. Ο ακαθόριστος φόβος, η ένταση και η ταραχή που σκορπά στους γύρω του, άσχετα με το τι κάνει, ο Jesse, το διαρκές παιχνίδι κυνηγού - θηράματος που μπορεί ανά πάσα στιγμή να αντιστραφεί. Και οι ρόλοι που μπερδεύονται και αλλάζουν συνεχώς. Ο θαυμαστής που γίνεται δολοφόνος του ινδάλματός του, ο ήρωας που φοβάται και κλαίει και δεν μπορεί να κρατήσει τα νεύρα του, η ρετσινιά του δειλού που συνοδεύει τον μόνο που κατάφερε να τα βάλει με τον τρομερό δολοφόνο... Και το τέλος, που δείχνε ότι όλα είναι μάταια, ότι το τίμημα της εκτός νόμου ζωής είναι βαρύ και σε σημαδεύει για πάντα.
Νομίζω ότι το φιλμ θα μείνει στην ιστορία σαν ένα από τα πιο ιδιόρυθμα γουέστερν που γυρίστηκαν ποτέ.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2008

ΜΑΥΡΟΙ ΚΑΙ ΛΕΥΚΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡΣ


Το "American Gangster" του Ridley Scott δεν με τράβηξε αρχικά για τον απλό λόγο ότι έχω βαρεθεί τις ταινίες με γκάνγκστερς. Πόσες φορές, επιτέλους, το αμερικάνικο σινεμά θα μας δείξει ιστορίες Μαφίας, μαύρων, άσπρων ή κίτρινων "οικογενειών", ανόδους και πτώσεις εγκληματιών; Δεν φτάνουν ο Σκορτσέζε, ο Κόπολα, άντε και ο Ντε Πάλμα; Πρέπει όλοι, μα όλοι να μας πουν την ιστορία κάποιου γκάνγκστερ;
Παρ' όλα αυτά, πάντως, παρακολούθησα με αρκετό ενδιαφέρον το συγκεκριμένο φιλμ. Το οποίο, βασιζόμενο σε αληθινά γεγονότα, περιγράφει - τι άλλο; - την άνοδο και την πτώση του Φρανκ Λούκας, ενός μαύρου έμπορου ναρκωτικών που για μερικά χρόνια (τέλη 60 - αρχές 70) γίνεται ο υπ' αριθμόν ένα "επικίνδυνος" άνθρωπος στη Ν.Υόρκη. Δεν έχω, φυσικά, ιδέα για το αν τα όσα βλέπουμε ανταποκρίνονται στα αληθινά γεγονότα ούτε και με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ο Scott πάντως επικεντρώνει την ταινία αποκλειστικά σχεδόν στα δύο βασικά πρόσωπα, τον εγκληματία και τον κύριο διώκτη του, τον αδιάφθορο μπάτσο Ρίκι Ρόμπερτς. Ο πρώτος, "αυτοδημιούργητος" και ανεξάρτητος από οποιοδήποτε αφεντικό ή οργάνωση, στήνει την αυτοκρατορία του χάρη στην τόλμη και την υπομονή του. Ο άλλος, αποτυχημένος και ρεμάλι στην προσωπική του ζωή, έχει ως μόνο προσόν την τιμιότητα.
Εδώ αρχίζει μια σειρά από αντιθέσεις και κοινωνικά σχόλια, που υποβόσκουν κάτω από την ιστορία και την κάνουν ενδιαφέρουσα: Το πρώτο το είπαμε ήδη. Ο "κακός" είναι ένας πολύ καλός οικογενειάρχης, πιστός στη γυναίκα του, αφοσιωμένος στην πολυμελή οικογένειά του (κάνει τα πάντα γι΄αυτήν), τακτικός θαμώνας της εκκλησίας, συντηρητικός, καλοντυμένος. Πρότυπο οικογενειάρχη. Ο "καλός" είναι γυναικάς, αποτυχημένος σύζυγος και πατέρας, κακοντυμένος, πότης, ρεμάλι γενικώς. Αλλά ο πρώτος, ο οικογενειάρχης, σκορπά αδίστακτα τον θάνατο, ενώ ο δεύτερος προσπαθεί να τον σταματήσει. Οι ρόλοι καλού - κακού μπερδεύονται.
Από την άλλη η καταγγελία των μπάτσων, των αρχών, του συστήματος γενικότερα είναι αδίστακτη. Σχεδόν όλοι οι μπάτσοι είναι διεφθαρμένοι, λαδώνονται ασύστολα, παίρνουν κάθε είδους προμήθειες, συνεργάζονται με το έγκλημα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αν εμφανιστεί κάποιος αδιάφθορος ανάμεσά τους τον βάζουν σε ένα είδος μαύρης λίστας, αφού χαλάει την πιάτσα.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ξέρετε γιατί κατορθώνει να φτάσει τόσο ψηλά ο Λούκας; Επειδή κανείς δεν τον υποψιάζεται. Γιατί; Μα επειδή είναι μαύρος. Σιγά μη δεν έχει κανένα αφεντικό ένας μαύρος, σιγά μην είναι αυτός η κεφαλή της επιχείρησής του, μην έχει μυαλό... Να το πούμε με άλλα λόγια; Ρατσισμός ακόμα και στους κόλπους του εγκλήματος.
Κι όλα αυτά μέσα σε ένα αδίστακτο σύστημα που θεωρεί το έγκλημα, την ηρωίνη, μια ακόμα μπίζνα και τους φόνους ένα απλό μέσο για να πετύχει κανείς επιχειρηματικά. Η φράση "Εδώ είναι Αμερική" ακούγεται κάμποσες φορές κι ο καθένας τη χρησιμοποιεί όπως του συμφέρει, πάντοτε όμως σαν συνώνυμο της ελεύθερης αγοράς και του "κάνουμε μπίζνες κι όλα τα άλλα βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα"...
Βρήκα λοιπόν ενδιαφέρουσα, κοινωνικά κυρίως, την ταινία - αν και η διάρκειά της είναι κάπως μεγάλη και ίσως κουράσει μερικούς. Ο Ridley Scott πάντως, παρά τις ικανότητές του, δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό, εντυπωσιακό σκηνοθέτη του φανταστικού. Φοβάμαι ότι οι εποχές του Alien ή του Blade Runners έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2008

ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ, ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΟ "ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ"


Το "Μεροκάματο του Τρόμου" (Le Salaire de la peur) του 1953 του Henri-Georges Clouzot (1907-1977) είναι αυτό που λέμε "κλασσικό", δίχως, κατά τη γνώμη μου, η έννοια του όρου αυτού, σε όποιο επίπεδο κι αν την εξετάσεις, να μπορεί να αμφισβητηθεί. Γιατί το λέω αυτό; Η ταινία διαθέτει πολλές αρετές, πέραν αυτών όμως θα μείνω σε ένα και μόνο στοιχείο, το βασικότερο όλων για μένα: Πάνω από 50 χρόνια από τη δημιουργία της, με κράτησε κυριολεκτικά με κομμάνη ανάσα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Ναι, έβλεπες από την αρχή ότι πρόκειται για μια πολύ παλιά ταινία, έλα ντε όμως που δεν μπορούσες να σηκωθείς από τη θέση σου... Και να σκεφτείτε ότι η διάρκειά του ασπρόμαυρου αυτού έπους είναι πάνω από δύο ώρες.
Σε μια απόλυτα εξαθλιωμένη τριτοκοσμική πόλη, κάπου στο Μεξικό ή στη Νότια Αμερική, οι πάμφτωχοι κάτοικοι ζουν δουλεύοντας στην πετρελαιοπηγή που υπάρχει εκεί κοντά και που ανήκει σε αμερικάνικη εταιρία. Οι υπόλοιποι είναι άνεργοι. Στην πόλη παρασιτούν και αρκετοί δυτικοί (εκτός των αμερικάνων της εταιρίας), άνεργοι κι αυτοί, κάθε καρυδιάς καρύδι, κοινωνικά κατακάθια κυρίως, που έχουν ξεμείνει εκεί και, λόγω φτώχιας, αδυνατούν να φύγουν αν και αυτό είναι το μοναδικό τους όνειρο. Τέσσερις απ' αυτούς θα αρπάξουν από τα μαλιά την ευκαιρία που τους δίνεται, παίζοντας κορώνα - γράμματα τη ζωή τους και αποδεχόμενοι έναντι υψηλής αμοιβής να μεταφέρουν δύο τεράστια φορτηγά φορτωμένα με νιτρογλυκερίνη κάπου 300 χιλιόμετρα μακριά - και μέσα από φοβερούς κωλόδρομους, επικίνδυνους ακόμα και για κοινά, ελαφρά αυτοκίνητα. Όπως ίσως ξέρετε, η νιτρογλυκερίνη είναι ένα εξαιρετικά εκρηκτικό υλικό, που μπορεί να τιναχτεί στον αέρα με το παραμικρό τράνταγμα...
Ο Clouzot περιγράφει στην αρχή με δυνατό τρόπο τις συνθήκες ζωής στην μικρή εξαθλιωμένη πόλη, το απόλυτο κενό όσων έχουν ξεμείνει εκεί, κενό που πασχίζουν να γεμίσουν με αλκοόλ, ενώ η ζέστη κάνει κάθε προσπάθεια αδύνατη. Αποπνικτική ατμόσφαιρα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και υπαινικτικές πολιτικές νύξεις για το ρόλο της εταιρίας, την αλλοτρίωση ανθρώπων και περιβάλλοντος, τις σχέσεις εξουσιαστών και καταπιεσμένων. Κι έπειτα ξεκινά το σασπένς του φοβερού ταξιδιού. Και από εδώ και πέρα η ταινία γίνεται ένα αρχετυπικό πραγματικά θρίλερ, που θα επηρεάσει άλλα φιλμ στο μέλλον και θα κρατήσει, όπως είπα στην αρχή, καθηλωμένο τον θεατή - αφού βέβαια περάσει από ανατροπές, χαρακτήρες που μεταμορφώνονται και δείχνουν έναν άλλον εαυτό κάτω από την επιφάνεια και μια κορυφούμενη ένταση καθώς οι ήρωες σιγά - σιγά καταρέουν εξαντλημένοι κάτω από την υπερπροσπάθεια, το άγχος και τον φόβο.
Ίσως να μπορεί να διαβαστεί σαν αλληγορία όσων αναγκαζόμαστε να κάνουμε στη ζωή, της αλλοτρίωσης που επιβάλλουν οι δυσβάστακτες κοινωνικές συνθήκες, ίσως πάλι κάποιοι μιλήσουν για το μάταιο, το ανέφικτο των ονείρων, την ματαιότητα του κόσμου γενικότερα. Άλλοι θα θαυμάσουν την ασπρόμαυρη, ατμοσφαιρική φωτογραφία ή θα μείνουν στην απλή περιπέτεια. Όλοι όμως θα συμφωνήσουν, νομίζω, ότι πρόκειται για μεγάλη ταινία, που δεν έχει γεράσει. Κι ότι ο Clouzot είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις μεγάλων, αλλά σχετικά άγνωστων δημιουργών.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2008

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (;) ΚΑΙ ΤΑ ΖΟΜΠΙ


To "I am Legend" είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο του 1954 του Richard Matheson, από τα πιο σκοτεινά και παράξενα της φανταστικής λογοτεχνίας. Το "I am Legend" του Francis Lawrence είναι η τρίτη απόπειρα μεταφοράς του στην οθόνη και, όπως και οι προηγούμενες, αποκλείνει αρκετά από το βιβλίο, χάνοντας όλη σχεδόν την αρχική του ζοφερότητα. Τέρμα όμως οι συγκρίσεις με το βιβλίο. Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να (προσπαθούμε να) ξεχνάμε τα πρωτότυπα, και να βλέπυμε τις ταινίες αυτόνομα, σαν τέτοιες. Τώρα πόσο εφικτό είναι αυτό αν αγαπάς το βιβλίο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Θεωρητικά πάντως, είμαι εναντίον τέτοιων συγκρίσεων.
Το τωρινό "I am Legend" λοιπόν είναι εντυπωσιακά γυρισμένο, όπως εντυπωσιακά και επιβλητικά είναι και τα σκηνικά της μισοκατεστραμένης, εγκατελειμένης Νέας Υόρκης, στα οποία περιφέρεται ο Will Smith ως τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο. Κάποιες σκηνές "σε πιάνουν", τρομάζουν... και όλα κυλάνε ομαλά όσον αφορά το μέρος της εικόνας. Τα προβλήματά μου με το φιλμ είναι περισσότερο σεναριακής φύσης. Υπάρχουν κάποια κενά, δεν υπάρχει η αναμενόμενη κλιμάκωση, ενώ ο κεντρικός χαρακτήρας, τουλάχιστον μέχρι να του συμβεί το πρώτο κακό κάπου στα μισά της ταινίας, μοιάζει υπερβολικά cool και ελάχιστα σαλταρισμένος, όπως θα έπρεπε να είναι μετά κάποια χρόνια απόλυτης μοναξιάς. Κι έπειτα έρχεται και το ξενέρωτο φινάλε, για να τα τινάξει όλα στον αέρα. Δεν είναι μόνο το "ξενέρωτο" που ανέφερα, με τις αμπελοφιλοσοφίες περί "σχεδίου του Θεού" και άλλα τέτοια, είναι και spoiler spoilerη σπουδή με την οποία όλα αλλάζουν στα τελευταία κυριολεκτικά λεπτά, για να μας δώσουν το απαραίτητο "μήνυμα ελπίδας". Αφείστε που με την απόλυτα ειδυλιακή, καταπράσινη κλπ. κλπ. τελική εικόνα της αποικίας των επιζώντων (με την εξ ίσου απαραίτητη αμερικάνικη σημαία να δεσπόζει κι ας έχουν μείνει όλοι κι όλοι λίγες χιλιάδες άνθρωποι σ' ολόκληρο τον κόσμο, δεν μπόρεσαν να μη μου περάσουν από το μυαλό σκέψεις του στυλ "τέτοιος που είναι ο κόσμος, κάψιμο και αφανισμό χρειάζεται, για να ξαναγεννηθεί αγνός και άσπιλος και, προφανώς, πιο κοντά στο Θεό" και άλλα παρόμοια. Τέλος spoiler

Αν καταφέρετε να τα ξεπεράσετε όλα αυτά πάντως, ίσως να το ευχαριστηθείτε. Σαν περιπέτεια και σαν φιλμ επιστημονικής φαντασίας είναι μάλλον συμπαθητικό.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker