Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2011

ΒΟΥΒΟΣ ¨ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ"

Δεν είναι η πρώτη φορά που γυρίζεται μια... βουβή ταινία στη σύγχρονη εποχή. Υπήρξαν ας πούμε (για να αναφέρω δυο παραδείγματα) το "Silent Movie" του Μελ Μπρουκς ή το εξαιρετικό "Zelig" του Γούντι Άλλεν. Αυτός εδώ ο "Artist", που γυρίζεται εν έτει 2011 από τον Michel Hazanavicius έρχεται πραγματικά από το πουθενά και είναι, νομίζω, υπέροχος. Η ταινία, βουβή και ασπρόμαυρη φυσικά, είναι απόλυτα αυτοαναφορική: Παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση ενός superstar ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου. Πτώση, και μάλιστα ραγδαία, που συμβαίνει από την πρώτη στιγμή της καταιγιστικής εμφάνισης του ομιλούντος, όταν οι περισσότεροι σταρ του βωβού δεν μπόρεσαν ποτέ να προσαρμοστούν στο νέο μέσο και εξαφανίστηκαν. Φυσικά αυτό συνέβει στην πραγματικότητα, πραγματικότητα από την οποία αντλεί έμπνευση η ταινία. Υπάρχουν φιλμ που, ίσως, μπορούν να "κατηγορηθούν" ότι δεν έχουν "βαθύτερο περιεχόμενο" ή κάτι τέτοιο. Θα πω από την αρχή ότι το "The Artist" είναι ένα τέτοιο φιλμ. Ωστόσο είναι τόσο απολαυστικό και έξυπνο, παρακολουθείται τόσο ευχάριστα, που όλα τα άλλα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο σκηνοθέτης μοιάζει να είναι γεμάτος από ιδέες. Εκπληκτικά πλάνα, εξαιρετική "αναπαράσταση" βωβής ταινίας των '20 (ατμόσφαιρα, ηθοποιίες, τα πάντα), πλήθος από κινηματογραφοφιλικές αναφορές σε κλασικές ταινίες, ένας καλοδεχούμενος σουρεαλισμός ορισμένες στιγμές (προσωπικά θεωρώ υπέροχη τη σκηνή όπου ο σταρ συνειδητοποιεί, μόνος στο καμαρίνι του, την έλευση του ομιλούντος), συνεχής εναλλαγή από την κωμωδία στο δράμα, πετυχημένο πάντρεμα διαφόρων ειδών σινεμά... τι άλλο να ζητήσει κανείς; Είπα ότι η ταινία στερείται "βαθύτερου περιεχομένου". Μα, τελικά, ή ουσία της είναι η ίδια η κινηματογραφοφιλία της, η αυτοαναφορικότητά της, η παιχνιδιάρικη ενασχόλησή της με την ίδια την τέχνη που υπηρετεί, την τέχνη του σινεμά. Γι' αυτό νομίζω ότι θα ενθουσιάσει κάθε σινεφίλ. Προσοχή όμως: Αυτό το κάνει δίχως να πέφτει σε μια συχνή παγίδα έργων τέχνης που βασίζονται στην αναφορικότητα: Πολλά απ' αυτά χάνουν το νόημά τους αν ο αποδέκτης δεν έχει τις γνώσεις ώστε να κατανοήσει τις αναφορές αυτές (τις γνώσεις λέω, όχι την εξυπνάδα, οπότε το να αγνοείς απλώς κάποια εις βάθος στοιχεία ενός οποιοδήποτε θέματος δεν είναι καθόλου μεμπτό. Άλλωστε ουδείς σήμερα μπορεί να κατέχει το σύνολο της γνώσης). Εδώ λοιπόν, ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα για το βουβό σινεμά, για την επανάσταση που έφερε η έλευση του ομιλούντος, για το κραχ και τα άλλα γεγονότα της εποχής, για τις ταινίες στις οποίες υπάρχουν αναφορές, πάλι μπορείς να παρακολουθήσεις πολύ ευχάριστα το φιλμ. Και σ' αυτό το βασικό κατά τη γνώμη μου στοιχείο κρύβεται η σοφία μιας από τις καλύτερες φετινές ταινίες ενός δημιουργού του οποίου την ύπαρξη ομολογώ ότι μέχρι τώρα αγνοούσα.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2011

Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΜΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΤΟ "LIEBESTRAUM"

Υπάρχουν ταινίες που με γοητεύουν κυρίως με την ατμόσφαιρά τους, το κινηματογραφικό τους ύφος, το στιλ. Το "Liebestraum" (Ερωτική Καταιγίδα) του έως και πειραματιστή ενίοτε Mike Figgis του 1991 είναι μία απ' αυτές και τη θεωρώ ως μια από τις πιο στιλάτες ταινίες των τελευταίων δεκαετιών. Σκοτεινό, υποβλητικό, ερωτικό, αφηγείται την ιστορία ενός αρχιτέκτονα που φτάνει σε μια πόλη στο νοσοκομείο της οποίας βρίσκεται ετοιμοθάνατη η μητέρα του, την οποία έχει πολλά χρόνια να δει. Στην ιστορία θα εμπλακούν ένας παλιός φίλος που συναντά τυχαία, η γυναίκα του, με την οποία υπάρχει μια άμεση ερωτική έλξη, και ένα παλιό, υπέροχο αρχιτεκτονικά κτίριο, που ο φίλος του, ιδιοκτήτης σχετικής εταιρίας, ετοιμάζεται να κατεδαφίσει. Με επίκεντρο το κτίριο αυτό, συνδετικό κρίκο των πάντων θα έλεγε κανείς, αρχίζει αν ξεδιπλώνεται μια ιστορία γεμάτη παλιά, κρυμένα μυστικά και αποκαλύψεις στις οποίες εμπλέκεται δίχως να το γνωρίζει και ο ίδιος ο ήρωας. Το κύριο χαρακτηριστικό του φιλμ, που ακροβατεί ανάμεσα στο νουάρ και κάποια στοιχεία (όχι κυρίαρχα και όχι τόσο γκροτέσκα πάντως) του αλλόκοτου κόσμου του Ντέιβιντ Λιντς, είναι, όπως είπα στην αρχή, η ατμόσφαιρα. Οι φωτισμοί είναι εξαιρετικά προσεγμένοι, με συχνά αυθαίρετα χρώματα με κυρίαρχο το κόκκινο, δημιουργώντας εξπρεσιονιστικό κλίμα, οι αφηγηματικοί ρυθμοί είναι αργοί, πράγμα που προσωπικά κάθε άλλο παρά με κούρασε (ίσα - ίσα νομίζω ότι ταιριάζουν απόλυτα με την δημιουργία της ατμόσφαιρας που επιδιώκει ο Figgis), υπάρχει παντού διάχυτος ερωτισμός και, σε ένα μεγάλο μέρος του φιλμ, η αίσθηση των ανεκπλήρωτων πόθων, καθώς και μια αίσθηση παγίδευσης του κεντρικού χαρακτήρα σε ένα κλίμα ζοφερό αλλά και ερεθιστικό ταυτόχρονα. Όλα αυτά συμβάλλουν στην έντονη υποβλητικότητα της ταινίας. Δεν είναι το νουάρ με την έντονη δράση που ίσως περιμένετε, είναι όμως για μένα ένα μάλλον παραγνωρισμένο εξαίρετο φιλμ, διαποτισμένο από ένα είδος νοσηρότητας που προέρχεται από ένα σκοτεινό, άγνωστο παρελθόν, που συμβολίζει και συμπυκνώνει το παλιό, σχεδόν στοιχειωμένο από γεγονότα και αναμνήσεις, κτίριο. Σας το είπα από την αρχή: Αγαπημένη για μένα και για πολλούς άγνωστη ή ξεχασμένη ταινία. ΥΓ: Να μην ξεχάσουμε και την τελευταία πριν τον αληθινό θάνατό της εμφάνιση - έκπληξη της Κιμ Νόβακ στο ρόλο της ετοιμοθάνατης μητέρας.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΡΧΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Συμπτωματικά μια παμπάλαια ταινία που είδα πρόσφατα έχει παρόμοιο θέμα με την πολύ πρόσφατη "Ύποπτη Συνομωσίας" του Ρέντφορντ. Το μακρυνό 1936 ένας από τους μεγάλους αερικανούς σκηνοθέτες, ο John Ford (1894–1973) γυρίζει το "Prisoner of the Shark Island". Όπως και στο φιλμ του Ρέντφορντ, η δολοφονία του Λίνκολν συμβαίνει στα πρώτα 5 λεπτά της ταινίας. Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι αυτά που μας ενδιαφέρουν εδώ. Ένας καθ' όλα τίμιος επαρχιακός γιατρός του Νότου καλείται μέσα στη νύχτα να περιθάλψει έναν άγνωστο τραυματία, πράγμα που κάνει. Ο τραυματίας στη συνέχεια χάνεται στο σκοτάδι. Φυσικά ο γιατρός αγνοεί ότι πρόκειται για τον Τζον Μπουθ, δολοφόνο του Προέδρου. Στη συνέχεια ο γιατρός συλλαμβάνεται σαν μέλος της συνωμοσίας κατά του προέδρου και, παρά την προφανή αθωότητά του, καταδικάζεται (αφού πρέπει να ικανοποιηθεί η οργισμένη κοινή γνώμη) σε ισόβια κάθειρξη στις φοβερές φυλακές του "Νησιού των Καρχαριών", ενός απομονωμένου νησιού - φρουρίου δηλαδή, απ' όπου η απόδραση είναι ουσιαστικά αδύνατη. Στη συνέχεια το φιλμ θα εξελιχτεί σε τυπικό φιλμ φυλακών. Προσωπικά δεν τη θεωρώ από τις πολύ καλές ταινίες του Φορντ. Υπάρχει βέβαια αρκετό σασπένς, στο πρώτο μέρος κυρίως, αλλά και στις προσπάθειες απόδρασης στο δεύτερο μέρος, υπάρχει όλος αυτός ο αγώνας και τα άδικα βάσανα ενός αθώου, με τον οποίο ταυτιζόμαστε πλήρως, αλλά και αρκετά προβλέψιμα στοιχεία. Γενικά πάντως δεν το συγκαταλέγω στα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού. Μένει το ιστορικό μέρος, αφού η ταινία βασίζεται κι αυτή σε αληθινή ιστορία: Προφανώς, μετά τη δολοφονία του Λίνκολν, που κυριολεκτικά συγκλόνισε το νεογέννητο τότε αμερικάνικο έθνος, ακολούθησε ένα μεγάλο "κυνήγι μαγισσών", κατά το οποίο την πλήρωσαν ένοχοι και αθώοι. Ήταν βέβαια και κάτι παραπάνω από νωπός ο αμερικάνικος εμφύλιος, ένας από τους αιματηρότερους πολέμους που έγιναν ποτέ, και η κατάσταση ήταν όντως κρίσιμη. Ωστόσο εγείρονται πάντα στις περιπτώσεις αυτές βασικά ερωτήματα: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Η δικαιοσύνη δικαιούται να "μην είναι τόσο τυφλή" όταν διακυβεύονται πράγματα που θεωρούνται μεγαλύτερης σημασίας; Αν υποθέσουμε (πράγμα για το οποίο δεν είμαι σίγουρος, αλλά, λέω, αν υποθέσουμε) ότι αυτό που διακυβεύεται είναι το "κοινό καλό" (οι ερμηνείες γι' αυτό είναι φυσικά ποικίλες), αξίζει χάρη σ' αυτό να την πληρώσουν και μερικοί αθώοι; Και άλλα σχετικά. Στο μεταξύ, μπορείτε να δείτε δυο φιλμ με παρόμοια θέμα και διαφορά πάνω από 70 χρόνων μεταξύ τους και να κάνετε τις δικές σας προσωπικές συγκρίσεις...

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 26, 2011

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ "ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ" Ή ΝΟΣΗΛΕΙΑ;

Βρήκα το "Take Shelter" (Το Καταφύγιο) του ελπιδοφόρου Jeff Nichols μια από τις αξιόλογες ταινίες του 2011. Ανησυχητική, ανοιχτή σε ερμηνείες, παίζει έξυπνα με το φανταστικό στοιχείο και διαθέτει πολύ καλές ερμηνείες. Ένας συνηθισμένος οικογενειάρχης, με σταθερή ζωή και δουλειά, αρχίζει να υποφέρει από εφιάλτες, που όλοι έχουν θέμα μια τεράστια καταστροφή που θα έρθει και θα τρελλάνει τους πάντες. Αρχίζει λοιπόν να σπαταλά όλα του τα λεφτά για να φτιάξει ένα υπόγειο καταφύγιο, πληρέστατο σε εξοπλισμό, γι' αυτόν και την οικογένειά του. Στο μεταξύ οι εφιάλτες χειροτερεύουν... Θα συμφωνήσω με τη θέση του Μήτση από την κριτική του στο "Αθηνόραμα": Δεν έχω ιδέα αν αυτό γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα, το φιλμ όμως αντανακλά τον διάχυτο φόβο που επικρατεί στην εποχή μας στην Αμερική (και σε ολόκληρο τον κόσμο, εκεί όμως η κατάσταση αυτή είναι πιο οξυμένη, κυρίως μετά την 11η Σεπτέμβρη). Βρισκόμαστε μίλια μακριά από την αθωότητα και την πίστη στην αμερικάνικη οικογένεια και στο σύστημα εν γένει που εξέπεμπαν οι ταινίες των 50ς. Η αβεβαιότητα είναι πανταχού παρούσα. Αβεβαιότητα οικονομική, πολιτική και κοινωνική, καθώς νέα φαινόμενα (φόβος για κατάρρευση του οικονομικού συστήματος, προβλήματα από την μετανάστευση, διόγκωση της παγκόσμιας ανισότητας, οικολογικό κ.ά.) κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους και προς το παρόν τουλάχιστον δεν διαφαίνεται κάποια λύση. Άλλωστε πεσιμιστικό είναι και το όλο κλίμα της ταινίας. Πώς λοιπόν μπορεί να είναι ήσυχος και "ευτυχής" (ό,τι και να σημαίνει αυτή η έννοια) ο μέσος οικογενειάρχης, ο μέσος άνθρωπος γενικότερα; Από την άλλη, η ταινία θυμίζει από τη μία ταινίες του φανταστικού (οι σκηνές των ονείρων θα μπορούσαν να είναι σκηνές από ταινίες τρόμου), και από την άλλη φιλμ όπως η "Αποστροφή", αφού κι εδώ παρακολοθούμε τη βαθμιαία κατάρρευση ενός ανθρώπου και την σταθερή του πορεία προς την παράνοια. Μ' αυτόν τον τρόπο εξ άλλου, κλινικό σχεδόν, μπορεί κάποιος να δει όλη την ταινία, παραβλέποντας όσα περί κοινωνικού περίγυρου έγραψα παραπάνω. Το σασπένς υπάρχει, η κλιμακούμενη αγωνία του ήρωα κατάφερε να με αγγίξει, και γενικά μπορώ συνολικά να μιλήσω για ένα πολύ αξιόλογο φιλμ που ήρθε απρόσμενα για να μας ανησυχήσει βαθειά. Όσο για το διφορούμενο τέλος, δώστε εσείς όποια ερμηνεία προτιμάτε. Δεν έχει τελικά σημασία. Σημασία έχει η πορεία μέχρι εκεί.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Δεκεμβρίου 25, 2011

ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΗ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΜΙΑ "ΥΠΟΠΤΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ";

Ο Robert Redford είναι ένας σταθερά φιλελεύθερος, δημοκρατικός ηθοποιός, που σποραδικά σκηνοθετεί ταινίες που υπερασπίζονται τα πιστεύω του. Το 2010 λοιπόν γυρίζει το "The Conspirator" (Ύποπτη Συνωμοσίας), ένα ιστορικό δράμα που ερευνά τα όσα έγιναν μετά τη δολοφονία του Λίνκολν το 1865. Ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται για το καθαρά ιστορικό μέρος, τα όσα πραγματικά έγιναν, αλλά για μια αλληγορία σύγχρονων πολιτικών καταστάσεων, που καυτηριάζονται, και για την αποτύπωση στο πανί των ιδεών του για τη δικαιοσύνη, η οποία βέβαια πρέπει να είναι πάσει θυσία τυφλή και αδέκαστη. Ανάμεσα στους 8 συνωμότες που συλλαμβάνονται και παραπέμπονται όχι σε κανονική δίκη, αλλά σε στρατοδικείο, αποτελούμενο από στρατηγούς, υπάρχει και μια γυναίκα, μητέρα του μοναδικού συνωμότη που διαφεύγει (ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο δολοφόνος, ο ηθοποιός Μπουθ, είχε ήδη δολοφονηθεί από στρατιώτη κατά την καταδίωξή του). Ο ρόλος της γυναίκας αυτής είναι αδιευκρίνιστος, οι κατηγορίες εναντίον της σαθρές, πλην όμως πρέπει πάσει θυσία να καταδικαστεί σε θάνατο, όπως οι υπόλοιποι, για να κατευναστεί η οργή του έθνους και να ικανοποιηθεί το αίσθημα δικαιοσύνης του, χωρίς πολλά πολλά ψαξίματα και έρευνες σε βάθος. Το φιλμ εστιάζει σε ένα νεαρό δικηγόρο, πρώην αξιωματικό, που αναλαμβάνει με το ζόρι την υπεράσπισή της (είναι πεπεισμένος για την ενοχή των πάντων και δεν του αρέσει καθόλου ο ρόλος του υπερασπιστή τους), ο οποίος, όσο εισχωρεί βαθύτερα στην υπόθεση, αντιλαμβάνεται την αδικία στο πρόσωπο της γυναίκας και τις πολιτικές σκοπιμότητες που παίζονται και διχάζεται ανάμεσα στο αίσθημα δικαιοσύνης του και στα όσα κινδυνεύει να χάσει στην προσωπική του ζωή, καθώς γίνεται όλο και πιο "ενοχλητικός". Η ταινία θέτει διλήμματα όπως: Οφείλει να είναι αδέκαστη και τίμια η διακιοσύνη, ακόμα κι αν ο κατηγορούμενος είναι μισητός και το "δημόσιο αίσθημα" απαιτεί την τιμωρία του; Ποια η θέση της δικαιοσύνης όταν (αληθινά ή ψεύτικα, δεν έχει σημασία) διακυβεύονται συμφέροντα της πολιτείας; Γενικότερα, τι συμβαίνει όταν συγκρούεται το καθήκον (με θετική έννοια εδώ) με το συναίσθημα; Εκτός αυτών όμως κάνει και ένα σαφή παραλληλισμό με τη σύγχρονη Αμερική, για την ακρίβεια με την Αμερική μετά την 11η Σεπτέμβρη. Διότι παρόμοιες αντιλήψεις περί "γενικοτέρων κοινών συμφερόντων" οδήγησαν σε μαζικές συλλήψεια (και) αθώων, σε δημιουργία Γκουαντάναμο, σε μαζική τρομοϋστερία και άλλα τέτοια. Η ταινία είναι καλογυρισμένη, με ωραία φωτογραφία και αναπαράσταση εποχής, είναι όμως ίσως πολύ ακαδημαϊκή και "στεγνή" για τα γούστα μου. Ο Ρέντφορντ είναι... πώς να το πω... απόλυτα συνεπής και κάθετος όσον αφορά τα (θετικά) πιστεύω του, υπερβολικά σοβαρός και "αγέλαστος". Όλα λειτουργούν άψογα, αλλά και αναμενόμενα. Το στοιχείο της όποιας έκπληξης λείπει. Φιλμ οσκαρικών προδιαγραφών, δικαστικό δράμα εποχής, βαθειά δημοκρατικό ιδεολογικά, αλλά και υπερβολικά στεγνό και σοβαρό. Δεν αμφιβάλλω ότι θα αρέσει σε πολλούς. Και πιστεύω ότι χρειάζονται στη δύσκολη εποχή μας τέτοιες καθαρές δηλώσεις. Απλά μου φαίνεται ότι του λείπει το κάτι άλλο που θα το απογείωνε.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2011

MINIMOYS ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

O Luc Besson έκανε στην αρχή της καριέρας του μερικές αν μη τι άλλο εντυπωσιακές ταινίες και στη συνέχεια ασχολήθηκε κυρίως με την παραγωγή (είναι χωμένος σε πάμπολλα projects), εξοκολυθώντας πάντως να σκηνοθετεί σποραδικά κάποια φιλμ πολύ μετριότερα από τα πρώτα του. Τα περισσότερα απ' αυτά ωστόσο γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, στη Γαλλία τουλάχιστον (έτσι είναι αυτά. Και στην Ελλάδα τις μεγαλύτερες πωλήσεις έχει η Βανδή ή ο Χατζηγιάννης). Το 2006 ασχολείται και με το κινούμενο σχέδιο, γυρίζοντας το αρχικό "Arthur et les Minimoys", το οποίο θα ακολουθούσαν κάμποσες συνέχειες.

Η ταινία συνδυάζει σκηνές με κανονικούς ηθοποιούς (πρωταγωνιστεί μάλιστα η Μία Φάροου) και animation. Ο ομώνυμος μικρός ήρωας καταδύεται στον κόσμο των μικροσκοπικών Minimoys, πλασμάτων που ζουν αθέατα στον κήπο του, προσπαθώντας να βρει τον χαμένο παππού του και έναν θησαυρό από ρουμπίνια για να σώσει το σπίτι του που κινδυνεύει από χρέη. Φυσικά εκεί κάτω τον περιμένουν πάμπολλες περιπέτειες και, βέβαια, η πριγκήπισα των ονείρων του. Το καρτούν είναι ψηφιακό, ενίοτε εντυπωσιακό, πλην όμως ελάχιστη πρωτοτυπία διαθέτει. Πρόκειται για συνονθύλευμα γνωστών μύθων ή/και κλισέ, τα οποία είναι πανταχού παρόντα. Από το σπαθί που, ως άλλος Αρθούρος, μόνο ο Άρθουρ (προφανής αναφορά το όνομα) μπορεί να ξεκολλήσει ως τον έρωτα με την πριγκήπισα, τον αστείο μικρό αδελφό, τους κακούς, όλα κάπου τα έχουμε ξαναδεί. Και, εκτός αυτών, βρήκα το χιούμορ πολύ λίγο και καθόλου ευφάνταστο, ώστε να πιαστεί τουλάχιστον κανείς απ' αυτό. Το όλο φιλμ φοβάμαι ότι μόνο μικρά παιδιά μπορεί να ενθουσιάσει - πράγμα που έκανε άλλωστε, για να υπάρχουν τόσες συνέχειες. Όπως καταλάβατε, βρισκόμαστε πολύ, πολύ μακριά από τις εξαιρετικές και για όλες τις ηλικίες παραγωγές της Pixar ή από ευρωπαϊκά "handmade" animation (βλέπε π.χ. τις "Τριπλέτες της Μπελβίλ"). Εδώ έχουμε μόνο μια σειρά κλισέ περιπετειών, που όλο και κάτι μας θυμίζουν, δίχως εκείνο το ενήλικο άγγιγμα που κάνει ένα τέτοιο φιλμ να απογειωθεί και εμάς να γινόμαστε ακόμα περισσότερο φαν από τα ίδια τα παιδιά. Αν λοιπόν διαθέτετε τέτοια (παιδιά εννοώ), ίσως διασκεδάσουν. Εσείς... μάλλον όχι.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2011

"IN TIME" ΑΛΛΑ... ΕΚΤΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΟΥΣ ΠΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Υπάρχουν δυστυχώς δημιουργοί που η πρώτη τους ταινία είναι η καλύτερη και μετά... το χάος. Φοβάμαι ότι ο Andrew Niccol εμπίπτει σ' αυτή την κατηγορία. Πήγα να δω το "In Time" (2011) λόγω του δικού του "Gattaca" και από περιέργεια για το πώς θα χειριστεί μια ιδέα που δεν είναι μεν πρωτότυπη, μάλλον πρώτη φορά όμως χρησιμοποιείται στο σινεμά. Στην μελλοντική κοινωνία που περιγράφεται κυριολεκτικά ο χρόνος είναι χρήμα. Μετά τα 25 ξεκινάς τη ζωή σου με 365 μέρες... και προσπαθείς διαρκώς να κερδίσεις χρόνο. Κυριολεκτικά, όπως είπαμε, αφού όλες οι οικονομικές συναλλαγές πληρώνονται μ' αυτόν. Ένα λεπτό κοστίζει, ας πούμε, το εισητήριο του λεωφορείου, κάμποσα χρόνια ένα ακριβό αυτοκίνητο. Η ιδέα έχει χρησιμοποιηθεί σε κόμικς και στη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, όχι όμως (απ' όσο ξέρω, γιατί κάτι μπορεί κάτι να μου διαφεύγει) στο σινεμά. Ο Niccol τονίζει ιδιαίτερα την άγρια ταξική δομή αυτής της κοινωνίας: Οι "φτωχοί" ζουν με λίγες ώρες μπροστά τους και κάθε λίγο πεθαίνουν στο δρόμο, αφού τους τελειώνει ο χρόνος, οι πλούσιοι έχουν συσσωρεύσει μπροστά τους αιώνες, πρακτικά δηλαδή είναι αθάνατοι. Εδώ η ταξική κοινωνία δεν δημιουργεί απλώς έντονες αντιθέσεις. Σκοτώνει κυριολεκτικά. Ενδιαφέρον μέχρι εδώ. Ενδιαφέρον και το πρώτο μέρος του φιλμ. Μέχρι που ο φτωχός ήρωας ερωτεύεται την πλούσια κληρονόμο και αρχίζει να ζει και να βασιλεύει ο Ξανθόπουλος σε συνδυασμό με ένα "Μπόνι και Κλάιντ" του μέλλοντος. Διότι η πλούσια κληρονόμος τον ερωτεύεται κι αυτή (φυσικά) και παρατά τους αιώνες της για να τη βγάζει μόλις με λίγα λεπτά κάθε φορά (αλοίμονο τώρα) και ζει ευτυχής στο γκέτο των χρονοφτωχών (εκεί θα κωλώσουμε τώρα;) και οι ληστείες και οι αποδράσεις τους γίνονται υπερβολικά εύκολα και καθόλου πιστευτά (σιγά μην ασχοληθούμε με τέτοιες λεπτομέρειες), και η μικρή τρέχει σ' όλο το φιλμ ξεφεύγοντας από τους πάντες με κάτι γόβες-στιλέτο να! (ασχολίαστο) και, βέβαια, ένας να είναι αποφασισμένος και να υπάρχει και κάμποση σάλτσα ρομαντισμού, πάει, το κακό σύστημα έχει καταρρεύσει (πώς δεν το σκέφτηκα τόσον καιρό, ρε γαμώτο, να ρίξω τον καπιταλισμό;). Όσα παρακολουθούμε στο δεύτερο μέρος δεν είναι παρά αμερικάνικη περιπέτεια της σειράς, με αυτοκινητοκυνηγητά, πιστολίδι, κλέφτες κι αστυνόμους (εδώ οι αστυνόμοι είναι οι κακοί) και άλλα τέτοια πρωτότυπα. Μια μεγάλη ευκαιρία για κάτι πολύ δυνατό πήγε πραγματικά χαμένη. Κρίμα! ΥΓ: Να σχολιάσω πάντως ότι αφού το πλέον mainstream Χόλιγουντ κάνει ταινίες ενάντια στις τερατώδεις κοινωνικές ανισότητες και απαιτεί - έστω και με τον πιο αφελή και απλοϊκό τρόπο - ανακατανομή του πλούτου, ε, φαίνεται ότι διεθνώς ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι και κάτι πρέπει να αλλάξει. Δεν ξέρω τι και πώς, αλλά μοιάζει κάτι τέτοιο να έχει περάσει στο υποσυνείδητο ακόμα και του πιο συντηρητικού μέσου αμερικάνου. Για να δούμε, τι θα δούμε ακόμα...

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ "ΜΙΚΡΟΥΣ" ΦΟΝΟΥΣ Ή Ο ΕΝΤ, ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ ΩΣ ΚΩΜΙΚΟΣ

Ο Lloyd Bacon (1889–1955) υπήρξε ένας παραγωγικός χολιγουντιανός σκηνοθέτης που έδρασε κυρίως στις δεκαετίες από '30 έως '50. Δεν είναι από τους γνωστότερους, δεν έχει κλασικά αριστουργήματα στο ενεργητικό του, υπήρξε όμως ένας συνεπής "εργάτης" του σινεμά με ταινίες που αντέχουν μέχρι σήμερα (όλα αυτά τα διαβάζω από κείμενα γι' αυτόν, γιατί πολύ λίγα φιλμ του έχω δει ώστε να έχω απόλυτα προσωπική άποψη). Το 1938 γυρίζει το "A Slight Case of Murder", μια ταινία με μια ιδιορυθμία: Πρωταγωνιστεί ο περίφημος Έντουαρντ Ρόμπινσον, τυποποιημένος σε ρόλους σκληρών γκάνγκστερ, στο φιλμ αυτό είναι επίσης γκάνγκστερ, πλην όμως πρόκειται για κωμωδία ή, αν προτιμάτε, για σάτιρα της τότε πραγματικότητας. Για μαύρη κωμωδία βέβαια, διότι τι άλλο θα μπορούσε να είναι με τόσα πτώματα που συσσωρεύονται... Ο ήρωας λοιπόν, μεσήλικας πλέον και οικογενειάρχης, είναι πρώην γκάνγκστερ που αποφασίζει μετά το τέλος της ποτοαπαγόρευσης να περάσει στη νόμιμη πλευρά, να κάνει δηλαδή νόμιμες μπίζνες ανοίγοντας μια ζυθοποιία, κοινώς επενδύοντας τα πάμπολλα παράνομα λεφτά που κέρδισε από το έγκλημα σε κάτι απόλυτα νόμιμο. Μήπως σας θυμίζει αυτό σύγχρονες καταστάσεις; Η ταινία βλέπει τον πρώην παράνομο και τη συμμορία του (που έχουν μετατραπεί σε αθώους πωλητές, υπηρέτες κλπ.) με συμπάθεια και βγάζει το γέλιο από την αλλαγή τους και τη δυσκολία να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες νομιμότητας, αφού τα παλιά είναι δύσκολο να ξεχαστούν. Ωστόσο η αστυνομική πλοκή υπάρχει, ένας τραυματίας φυγάς κουβαλά μια βαλίτσα με λεφτά, τέσσερεις αδίστακτοι γκάνγκστερς δολοφονούνται και, σα να μην έφταναν όλα, η κόρη του νεόκοπου μπιζνεσμαν τα φτιάχνει με... πλούσιο και τίμιο μπάτσο! Χωρίς κατά τη γνώμη μου να πρόκειται για κάτι εξαιρετικό, η ταινία βγάζει αρκετό γέλιο τοσο σε επιμέρους σκηνές, όσο και με τη γενικότερη πλοκή της και τα μπερδέματα που συμβαίνουν, οπότε τη βρήκα γενικά διασκεδαστική. Εντυπωσιακή πάντως παραμένει η καταγγελία που κάνει - μέσα στην πλάκα: Πλήθος από τους νέους πλούσιους επιχειρηματίες έχουν ένα εγκληματικό παρελθόν. Τα χρήματά τους, ή έστω η αρχική μαγιά, είναι προϊόντα εγκλήματος που επενδύθηκαν στη συνέχεια σε νόμιμες επιχειρήσεις. Ξέρουμε σήμερα ότι αυτό το έχει κάνει κατά κόρον η Μαφία στις ΗΠΑ, και η προέλευση πάμπολλων ζάπλουτων "κυρίων" της υψηλής κοινωνίας, κάθε λογής εκατομμυριούχων τέλος πάντων, είναι, για να το θέσω κομψά, σκοτεινή. Ίσως μάλιστα η παγκόσμια οικονομία να κυριαρχείται από τέτοιους. Εδώ βλέπουμε το ξεκίνημα της κατάστασης αυτής ή, τέλος πάντων, μια μικρογραφία αυτού που συμβαίνει σήμερα σε ολόκληρο τον πλανητη. Οπότε η σάτιρα τουλάχιστον του φιλμ παραμένει κάτι παραπάνω από επίκαιρη.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2011

"ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ" ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Με το "Παιδί με το Ποδήλατο" του 2011 οι Jean-Pierre και Luc Dardenne συνεχίζουν στο ρεαλιστικό δρόμο που έχουν εδώ και χρόνια επιλέξει. Ιστορίες κοινωνικού ρεαλισμού, συνήθως γεμάτες δύναμη, απλές και λιτές στο κινηματογραφικό τους στιλ, πυκνές και ουσιαστικές σε νοήματα. Το παιδί της ταινίας εγκαταλείπεται από τον πατέρα του και τον αναζητά με μια εμμονή που θυμίζει αυτή της "Ροζέτας", αφού χρειάζεται απεγνωσμένα κάποιον μεγαλύτερο, κάποιο πρότυπο ουσιαστικά (η οποία "Ροζέτα", σημειωτέον, παρά τα βραβεία και τις άριστες κριτικές, προσωπικά με εκνεύρισε). Η αναζήτησή του θα το οδηγήσει σε μια κομμώτρια, που το νοιάζεται και δέχεται να το φιλοξενήσει και να παίξει το ρόλο της μητέρας, αλλά και στον τοπικό ντίλερ και κακοποιό, που δέχεται να τον εντάξει στη συμμορία του για δικούς του λόγους φυσικά. Μέσα από μια απλή ιστορία οι Dardenne καταφέρνουν να καταγράψουν μια βορειοευρωπαϊκή, ευνομούμενη και - ακόμα - ευημερούσα κατά τα άλλα κοινωνία, η οποία όμως έχει τα δικά της τρωτά, τις πληγές, το κενά της. Η οικογένεια δεν είναι πια προστάτης, "ζεστή φωλιά", κάθε άλλο μάλιστα, η οικονομική πραγματικότητα είναι άγρια (η περίπτωση του πατέρα του μικρού), οι σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ, η συμμορία και η εγκληματικότητα που τη συνοδεύει φαντάζουν σαν υποκατάστατο της (ανύπαρκτης) οικογένειας. Απόρροια όλων αυτών είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στη ψυχή του μικρού να είναι η οργή, ενώ σε προσωπικό επίπεδο η σχέση του μικρού με την κομμώτρια περνά από διάφορα στάδια, αγάπης, απόρριψης, αποδοχής κλπ. Τελικά το ανησυχητικό ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιό είναι το μέλλον αυτής της κοινωνίας; Πώς θα είναι αυτή όταν απαρτίζεται από παιδιά σαν αυτό που βλέπουμε στο φιλμ; Οι αδελφοί Dardenne είναι αυτή τη φορά λιγότερο αργοί, η ιστορία τους διαθέτει κάποιο σασπένς και γίνεται έντονα δραματική προς το τέλος, οι αφηγηματικοί τους ρυθμοί είναι καθαροί, σαφείς. Συνολικά δεν είμαι οπαδός του απόλυτου ρεαλισμού στο σινεμά, υπάρχουν όμως φιλμ που τα θεωρώ εξαιρετικά στο είδος αυτό. "Το Παιδί με το Ποδήλατο", με το βάθος και με την αναμφισβήτητη δύναμή του, είναι σίγουρα ένα από αυτά.

Ετικέτες , ,

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2011

Ο "ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ" ΚΑΙ Η ΑΦΕΛΕΙΑ ΤΩΝ 50'ς

Ο H.J. Wells γράφει τον περίφημο "Πόλεμο των Κόσμων", ένα από τα πρώτα βιβλία καθαρής επιστημονικής φαντασίας, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Όρσον Ουέλες τρομοκρατεί τους αμερικάνους με μια ραδιοφωνική του εκπομπή στις αρχές της δεκαετίας του 40 διαβάζοντας το έργο και πείθοντας τους συμποτριώτες του ότι συμβαίνει στ΄αλήθεια εξωγήινη εισβολή. Ο Byron Haskin (1899–1984) γυρίζει το 1953 την ομώνυμη ταινία φτιάχνοντας κάτι εντυπωσιακό για την εποχή του. Αν και βασισμένο, όπως είπαμε, σε προϋπάρχον και ήδη διάσημο έργο, η ταινία καταφέρνει να ενταχθεί - ίσως άθελά της - στο γνωστό ψυχροπολεμικό κλίμα των 50'ς με τα b-movies που παντοιοτρόπως προειδοποιούν για "εισβολές", υπονοώντας βέβαια τους ανά τον κόσμο σατανικούς "κόκκινους" και παρακινώντας τους αμερικανούς να προσέχουν και να ανησυχούν, αφού οι προαναφερθέντες κόκκινοι μπορεί να βρίσκονται κάπου εκεί έξω και να καραδοκούν, αλλά και μέσα στην ίδια τη χώρα. Ας γυρίσουμε όμως στην ταινία. Ο Haskin είναι γνωστός τόσο ως σκηνοθέτης b-movies ως επί το πλέιστον, όσο και ως δημιουργός ειδικών εφέ, από τους πλέον πετυχημένους μάλιστα. Οι δύο ιδιότητες συνδυάζονται στο εν λόγω φιλμ, το οποίο ακροβατεί ανάμεσα στο σασπένς και ενίοτε τον τρόμο και την αβάσταχτη σεναριακή αφέλεια. Στη δεύτερη εντάσονται το σχετικά αστείο και κεραυνοβόλο love story, καθώς και διάφορες επί μέρους σκηνές, με αποκορύφωμα τη ρίψη ατομικών βομβών κατά των αρειανών εισβολέων, την οποία ρίψη παρακολουθεί με πρωτοφανή άνεση απο κάνα - δυο χιλιόμετρα απόσταση πλήθος κόσμου ελαφρώς προφυλαγμένου πίσω από... φράχτες και φορώντας γυαλιά!!! Ωστόσο υπάρχουν και οι πραγματικά ανησυχητικές σκηνές, όπως αυτή με το άγγιγμα του εξωγήινου στον ώμο της κοπέλας, η πορεία μέσα στα ερείπια, η ασταμάτητη επέλαση των εισβολέων, ο εν ψυχρώ θάνατος του παπά κλπ. Γενικότερα είναι η απάνθρωπη ψυχρότητα των αρειανών, που απλώς σκοτώνουν δίχως τίποτα άλλο να τους ενδιαφέρει, που παγώνει το αίμα. Το φιλμ υπήρξε θεαματικότατο για την εποχή του, αν και σήμερα, όπως είναι φυσικό, τα εφέ μας φαίνονται ξεπερασμένα. Οι εξωγήινες μηχανές, που έχουν στοιχειώσει μέχρι σήμερα το συλλογικό ασυνείδητο, η μορφή των εξωγήινων, οι σκηνές των μαχών, πρέπει να έκαναν τότε εξαιρετική εντύπωση. Καθώς εντύπωση προκαλούν και τα έντονα χρώματα που κυριαρχούν στο φιλμ. Απογοητευτικό πάντως βρίσκω το τέλος, όπου όλα συμβαίνουν εντελώς ξαφνικά και άδοξα και... νοιώθεις σα να έμεινες κάπως στα κρύα του λουτρού. Τελικά νομίζω ότι η ταινία μπορεί σε αρκετούς να προκαλέσει έντονη νοσταλγία για την αφέλεια άλλων εποχών, να γίνει εντυπωσιακή σε κάποια σημεία της και, ίσως, να προκαλέσει ακούσια γέλια σε κάποια άλλα (όχι σε πολλά πάντως). Όπως και να το κάνουμε πρόκειται για κλασικό δείγμα επιστημονικής φαντασίας των 50΄ς, με το τυπικό μείγμα αφέλειας και ανησυχητικής ατμόσφαιρας που συναντάμε σε πολλά φιλμ της εποχής και, ξαναλέω, εντυπωσιακά για τότε εφέ. Οπότε, αν είστε λάτρης τους είδους, αποτελεί must.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2011

ΕΝΑΣ "ΤΥΡΑΝΟΣΑΥΡΟΣ" ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ

Οι βρετανοί έχουν τελικά έναν πολύ ιδιαίτερο, δικό τους τρόπο να παρουσιάζουν την κοινωνική μιζέρια (μια αναγνωρίσιμη, "βρετανική" μιζέρια θα έλεγε κανείς), συχνά με συγκλονιστικά αποτελέσματα. Έτσι και αυτός εδώ ο "Τυραννόσαυρος" (2011) του πρωτοεμφανιζόμενου πίσω από την κάμερα Paddy Considine, κατάφερε να μου αφήσει, τελικά, μια πολύ δυνατή γεύση, πατώντας στέρεα στα κλασικά χνάρια σκηνοθετών όπως ο Μάικ Λι ή ο Κεν Λόουτς. Κοινωνική απομόνωση, προσωπική μοναξιά, αποτυχημένος (εφιαλτικός καλύτερα να λέγαμε) γάμος, ακραίες πράξεις, όλα συνυπάρχουν στο δραματικό πορτρέτο ενός μόνιμα οργισμένου - και συχνά μεθυσμένου - ηλικιωμένου λούζερ, που ξεσπά το καταπιεσμένο μίσος του για ό,τι συνέβει (ή δεν κατάφερε να συμβεί) στη φτωχική, συνηθισμένη ζωή του, επί διακίων και αδίκων. Και, επειδή συνήθως κάθε δράση δημιουργεί και αντίδραση, υφίσταται ουκ ολίγες φορές το τίμημα των πράξεών του και συνήθως μετανοιώνει όταν είναι αργά. Σκληρό φιλμ, απόλυτα ρεαλιστικό (ξέρετε τώρα την αγγλική ματιά στις κατώτερες τάξεις, τα έχουμε πει από την αρχή), καταφέρνει, δίχως να προχωρά σε ανοιχτές πολιτικές καταγγελίες, να σκιαγραφήσει αδρά τον αβάσταχτο κοινωνικό περίγυρο και, τελικά, ενώ επικεντρώνεται στο ποτρέτο του ήρωα και της εντελώς διαφορετικής από αυτόν γυναίκας που συναντά, να μας κάνει να σκεφτούμε: "Ε, βέβαια, έτσι που είναι δομημένο αυτό το σύστημα και τόσο άσχημο που είναι το εξωτερικό περιβάλλον, λογικό είναι να γεννά τέτοιους τύπους". Φυσικά έχουμε και τα ψυχολογικά ποτρέτα των δύο ηρώων, καθώς και την πολύπλοκη σχέση τους, που περνά από διάφορα στάδια. Εντέλει το φιλμ μας αφήνει μια νότα αισιοδοξίας, μια ζεστασιά, μια ελπίδα: Δυο άνθρώπινα ναυάγια, για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με εντελώς διαφορετικά background, μπορούν τελικά να βρουν γαλήνη όταν αφεθούν στην ανθρώπινη επαφή ή όταν - θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς - αποφασίσουν επιτέλους, διοχετεύοντας σε κάτι πιο αποτελεσματικό την οργή ή την απελπισία τους, να δράσουν, κερδίζοντας έτσι τη λύτρωση. Η ταινία βασίζεται στην ηθοποιία του Πίτερ Μάλαν σε έναν εξαιρετικό ρόλο και, τελικά, όση δυστυχία κι αν κουβαλά, όσο κι αν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σε "ρίξει", σου αφήνει νομίζω μια πολύ δυνατή γεύση. Με λίγα λόγια μου άρεσε αρκετά.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011

Η ΠΑΡΑΙΣΘΗΤΙΚΗ "FATA MORGANA"

To 1971 o Werner Herzog, ένας δημιουργός που δεν μοιάζει με κανέναν άλλον, γυρίζει το "Fata Morgana", μια ταινία που συνήθως χαρακτηρίζεται ως ντοκιμαντέρ. Ντοκιμαντέρ; Δεν είμαι καθόλου σίγουρος γι' αυτό. Σίγουρα δεν πρόκειται για αφηγηματικό σινεμά, αλλά αν το χαρακτηρίζαμε ντοκιμαντέρ θα είμαστε υποχρεωμένοι να ξανασυζητήσουμε την έννοια του όρου. Τι είναι το "Fata Morgana"; Ο γερμανός σκηνοθέτης (που πάντα του άρεσε να γυρίζει ταινίες σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης) κινηματογραφεί εικόνες από την έρημο Σαχάρα και τις πέριξ αυτής κατοικημένες περιοχές. Δεν υπάρχει κάποιος ειρμός, κάποια συγκεκριμένη λογική, απλώς οι εικόνες είναι ως επί το πλείστον παράδοξες, ίσως και ανησυχητικές, άλλοτε με παντελή απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, άλλοτε πάλι με ανθρώπους όχι τόσο συνηθισμένους. Τοπία της ερήμου, κουφάρια κατεστραμένων αεροπλάνων που έχουν πέσει σ' αυτή, πλήθινα χωριά (ένα θαρρείς με την άμμο), οάσεις, λίγες εκτάσεις νερού, παράξενοι άνθρωποι, ντόπιοι ή λευκοί που κατοικούν εκεί... Δεν υπάρχει αφήγηση ή εξήγηση γι' αυτά που βλέπουμε. Αντίθετα μια φωνή πάνω από τις εικόνες διαβάζει αποσπάσματα από ιερά βιβλία και μύθους αρχαίων λαών (νομίζω ότι είναι των ινδιάνων της Νότιας Αμερικής, δεν είμαι όμως σίγουρος γι΄αυτό) που μιλούν για τη γέννηση του κόσμου από τους θεούς και, στο δεύτερο μέρος, ένα ποιητικό κείμενο. Το τελικό αποτέλεσμα όμως επιτυγχάνεται με τη διαρκή σχεδόν χρήση μουσικής, κυρίως από τους θαυμάσιους πειραματιστές Third Ear Band (έδρασαν τέλη 60-αρχές 70 και επανενώθηκαν στη δεκαετία του 90) και, στη συνέχεια, με γνωστά κομάτια του Leonard Coen. Το αποτέλεσμα είναι υπνωτικό, παραισθητικό, όπως παραισθητικές είναι και οι συχνά επαναλαμβανόμενες εικόνες που βλέπουμε. Πρόκειται για ένα δίωρο τριπ, διχως νόημα ίσως, στο οποίο, πολύ απλά, αφήνεσαι. Ή μάλλον αφήνεις όραση και ακοή να ταξιδεύουν και παύεις να σκέπτεσαι οτιδήποτε. Αν καταφέρετε να το κάνετε αυτό, ίσως βιώσετε κάτι μαγικό, ίσως να νοιώσετε ότι κάτι έχετε πάρει κι ας μην... Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω σαν ένα τεράστιο σε διάρκεια, αργό βιντεοκλίπ, πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος και, δεν μου το βγάζετε απ' το μυαλό, το πολύ μεταγενέστερο και πολύ πιο "μπιτάτο" "Coyanisqatsi" χρωστά πολλά σ' αυτήν εδώ τη "Fata Morgana". Νομίζω επίσης ότι όλο αυτό το εγχείρημα του Χέρτσογκ έχει να κάνει και με το όλο ψυχεδελικό και τριπάτο κλίμα των 60ς και των αρχών των 70ς. Γι' αυτό σας είπα από την αρχή ότι μάλλον δεν θα το χαρακτήριζα ντοκιμαντέρ. Πειραματικό φιλμ ίσως, αλλά ντοκιμαντέρ μάλλον όχι. Δεν έχω να σας πω πολλά για νοήματα, μηνύματα και άλλα συναφή. Έχω μόνο να σας προτείνω να αφεθείτε στους υπνωτικούς ρυθμούς του και να απολαύσετε ένα από τα πιο πρώιμα κινηματογραφικά trip. Έχετε κάθε δικαίωμα να σταματήσετε στα πέντε πρώτα λεπτά, να μη μπείτε δηλαδή στην παραισθητική του ατμόσφαιρα. Εγώ πάντως απόλαυσα το ταξίδι.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

"ΕΥΤΥΧΩς ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ"... Ή ΜΗΠΩΣ ΟΧΙ;

Το "Ευτυχώς που Είμαι Γυναίκα" (Nacidα para Sufrir) είναι μια ισπανική κωμωδία που γύρισε το 2009 ο Miguel Albaladejo. Δεν είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία, ούτε ίσως και μια σπουδαία από κινηματογραφικά άποψη ταινία, πλην όμως έχει εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα - και τολμηρό για τα εντόπια ήθη τουλάχιστον. Σ' αυτό τό στοιχείό άλλωστε έγκειται κατ' εμέ η αξία της. Έχουμε λοιπόν μια 70άρα και γεροντοκόρη, που ζει μόνη, είναι απόλυτα αυτάρκης και καλά στην υγεία της και αντιπαθεί τις αχάριστες ανιψιές της που θέλουν ντε και καλά να την κλείσουν σε γηροκομείο πριν την ώρα της και να πάρουν την περιουσία της. Η γυναίκα αυτή ανακαλύπτει στο πρόσωπο μιας 40άρας (το πολύ) υπηρέτριας την απολυτα ιδανική βοηθό για το τέλος των χρόνων της. Η τελευταία είναι εντελώς ικανοποιημένη με το να εκτελεί με τον καλύτερο τρόπο τα καθήκοντά της, περνά μια χαρά με τη γηραιά κυρία της και είναι εντελώς ασεξουέλ. Πολύ απλά, το θέμα αυτό δεν την απασχολεί καθόλου. Η κυρία λοιπόν αποφασίζει να αποκληρώσει τις ανιψιές και να γράψει όλη της την περιουσία στην καλή υπηρέτρια. Θέλει όμως να εξασφαλίσει και τη βεβαιότητα ότι η τελευταία θα είναι κοντά της μέχρι το τέλος. Ποιος είναι λοιόν ο καλύτερος τρόπος να πετύχει κάτι τέτοιο; Μα φυσικά να την παντρευτεί! (στην Ισπανία επιτρέπονται οι γάμοι ομοφυλόφιλων). Μόνο που οι ηρωίδες μας δεν είναι ομοφυλόφιλες. Δεν υπάρχει τίποτα ερωτικό ανάμεσά τους. Ένα εφ' όρου ζωής συμβόλαιο, το οποίο μάλιστα επιθυμούν αμφότερες, θέλουν να συνάψουν. Και όντως το κάνουν. Τα προβλήματα, ευτράπελα και μη, αρχίζουν μετά. Το ενδιαφέρον λοιπόν είναι κυρίως, νομίζω, το θέμα. Το φιλμ είναι διασκεδαστικό, δίχως κάτι παραπάνω, πλην όμως μένει στη μνήμη εξ αιτίας των παράδοξων καταστάσεων που εξετάζει. Και, φυσικά, αυτό που τονίζεται περισσότερο είναι το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, την όποια διαφορετικότητα, σεξουαλική ή μη, εφ' όσον αυτή αφορά τους άμεσα ενδιαφερόμενους και μόνο και όχι τον κοινωνικό τους περίγυρο. Το δικαίωμα αυτό υποστηρίζει η ταινία, με ευχάριστο ως επί το πλείστον τρόπο, παρά τις δραματικές πτυχές οι οποίες επίσης ενυπάρχουν στην ιστορία. Όσο για τους χαρακτήρες... είναι αρκετά πολύπλοκοι. Η γηραιά κυρία ας πούμε δεν είναι κάτι μονοδιάστατα καλό και αθώο. Συχνά αποκαλύπτονται οι πονηρές και υπολογιστικές πλευρές του χαρακτήρα της, τα μικρά κόλπα που χρησιμοποιεί για να παγιδεύσει και να πείσει τους γύρω της. Και υπάρχουν κι άλλες τέτοιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Έχω επανειλημμένα γράψει ότι βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα το σύγχρονο ισπανικό σινεμά. Ακόμα κι αν δεν φτιάχνει αριστουργήματα, ξέρει να φτιάχνει συμπαθητικές και διασκεδαστικές ταινίες, έστω και λόγω της παραδοξότητάς τους. Αυτό ακριβώς πετυχαίνει και με το συγκεκριμένο παράδειγμα άλλωστε.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2011

Ο ΓΙΟΥΝΓΚ, Ο ΦΡΟΪΝΤ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥΣ

Φοβάμαι ότι ο David Cronenberg έχει πλέον εγκαταλείψει τον χώρο του φανταστικού, όπου μας χαρισε αξέχαστες στιγμές. Το 2011 λοιπόν, αποφασίζει να καταπιαστεί με τη σχέση Φρόιντ - Γιουνγκ, του πατέρα της ψυχανάλυσης δηλαδή και του γνωστότερου ίσως μαθητή - συνεχιστή του έργου του, αλλά και διαφωνούντα ως προς κάποιες θέσεις του δασκάλου του. Καθώς και με τη σχέση τους με μια όμορφη ασθενή που πάσχει από υστερία και η οποία, στη συνέχεια, θα γίνει η ίδια διαπρεπής ψυχίατρος. "Μια Επικίνδυνη Μέθοδος" λοιπόν όπου, τελικά, ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Γιουνγκ, του οποίου την προσωπικότητα και τις "μεταλλάξεις" της εξερευνά η ταινία. Ο Γιουνγκ είναι "κουμπωμένος", συντηρητικός στην καθημερινότητά του οικογενειάρχης και διαφωνών - ίσως και ενοχλημένος - από τη βασικότατη, πρωταρχική μάλλον, θέση που έχει το σεξ στην φροϊδική θεωρία. Ώσπου η ερωτική του σχέση με την ασθενή που προαναφέραμε απειλεί να τινάξει στον αέρα όλα αυτά, αλλά και τη τακτοποιημένη του ζωή, και τον αναγκάζει να ξαναδεί τη μέχρι τότε ζωή του, να αναθεωρήσει τις απόψεις του, να δει με άλλο μάτι τον εαυτό του. Τελικά όμως θα παραμείνει άτολμος και συμβατικός. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την προσωπικότητά του. Οι θεωρίες του, και κυρίως η ροπή του προς το μεταφυσικό στοιχείο, πράγμα που αποτελεί βασική του αντίθεση με τον Φρόιντ, θα μας δημιουργούσαν πιθανόν άλλες εντυπώσεις. Προσωπικά βρήκα κάπως ασύμβατες τις θεωρίες με την προσωπικότητά και τη ζωή του. Δεν το λέω για να κατακρίνω το φιλμ, ούτε και ξέρω πόσο αληθινά είναι τα γεγονότα και τα ψυχολογικά πορτρέτα που περιγράφει. Ίσως να είναι πέρα για πέρα αληθινά, οπότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο, την ασυμβατότητα δηλαδή των τολμηρών θεωριών του Γιουνγκ, που δεν δίσταζαν να ξεπεράσουν τα όρια της επιστήμης και να εξερευνήσουν αμφισβητούμενες περιοχές αφ' ενός και τον συντηρητισμό της καθημερινότητάς του αφ' ετέρου. Κι όχι μόνο συντηρητισμό. Όσα βλέπουμε μας οδηγούν να τον χαρακτηρίσουμε υποκριτή και άνθρωπο που θυσιάζει το πάθος για την ασφάλεια μιας αδιατάρακτης, ρουτινιάρικης καθημερινότητας. Η ταινία, πέραν του αληθινού ή μη ιστορικού background, συζητά για την ανατρεπτικότητα και την φύσει αντισυμβατικότητα του έρωτα και του πάθους που τον συνοδεύει και το δίλημμα ανάμεσα στην "επικινδυνότητά" του και την ασφαλή ζωή. Και, βέβαια, μας προβληματίζει με τις θεωρίες της ψυχανάλυσης, την αλήθεια τους ή τις μεταξύ τους διαφορές, τις θεραπευτικές της ικανότητες. Έχει λοιπόν, απ' αυτή τη σκοπιά, αρκετό ενδιαφέρον. Το πρόβλημα είναι η ακαδημαϊκή, άνευρη θα έλεγα σκηνοθεσία, που είναι τόσο συμβατική όσο ο χαρακτήρας του Γιουνγκ. Αυτό είναι κάτι που δεν θα περίμενα από τον Cronenberg, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις πολλές προηγούμενες δουλειές του. Γι' αυτό και άρχισα το κείμενό μου με τη λέξη "φοβάμαι". Ενδιαφέρον φιλμ λοιπόν, αλλά εντελώς ακαδημαϊκά γυρισμένο, που δεν θυμίζει, νομίζω, τον παλιό δημιουργό του. Εκτός από το ίδιο του το θέμα βεβαίως, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Cronenberg πάντοτε ενδιαφερόταν στην "σκοτεινή" του περίοδο για τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2011

Ο ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΟΡΕΣΤΟΣ ΠΟΘΟΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Από το 1973, όταν ο Franklin J. Schaffner (1920–1989) γύρισε τον θρυλικό "Πεταλούδα" (Papillion), η ταινία παραμένει μια από τις γνωστότερες ταινίες με θέμα την απόδραση που έγιναν ποτέ. Αφηγείται την ιστορία ενός κατάδικου στις φριχτές φυλακές της Γουιάνας, γνωστού σαν "Πεταλούδα", εξ αιτίας ενός τατού που έχει στο στήθος. Αντίθετα με άλλους κρατούμενους, που, μοιράια "σπάνε" από όσα υφίστανται, και παρά τις κακουχίες και τις φριχτές τιμωρίες που του επιβάλλονται μετά από κάθε απόδραση και επανασύλληψή του, αυτός εξακολουθεί να κουβαλά μέσα του άσβηστη τη φλόγα της ελευθερίας και δεν σταματά ποτέ να καταστρώνει καινούρια σχέδια για να δραπετεύσει. Φυσικά το φιλμ μένει στη μνήμη λόγω (ίσως μάλιστα κυρίως) των πρωταγωνιστών του Στιβ Μακ Κουίν και Ντάστιν Χόφμαν σε δύο από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας τους. Αλλά και σαν στόρι - και παρά τη μεγάλη διάρκειά του - δεν νομίζω ότι κουράζει. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τον εξωτισμό που το διακρίνει, με τα πανταχού παρόντα τροπικά τοπία, το πράγμα γίνεται πιο ελκυστικό. Προσωπικά βρίσκω συγκλονιστικές - και συγκινητικές - τις τελευταίες σκηνές στο Νησί του Διαβόλου, όπου οι δυο φίλοι, γερασμένοι και μισότρελλοι από τα όσα έχου υποστεί τόσα χρόνια, εξακολουθούν να σκέφτονται ενάντια σε κάθε ελπίδα και πιθανότητα για το πώς θα το σκάσουν (και) από εκεί. Ο Πεταλούδας κυρίως δηλαδή, γιατί ο σύντροφός του δεν ξέρω αν επικοινωνεί και πολύ... Αυτή η απελπισμένη ανάγκη για ελευθερία, ακόμα κι όταν όλα βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα, είναι που κάνει τόσο δυνατές τις σκηνές αυτές για μένα. Φυσικά ένα τέτοιο φιλμ, όπως είναι αναμενόμενο, παύει σύντομα να αφορά την προσωπική ιστορία του συγκεκριμένου κατάδικου και μετατρέπεται - όπως πολύ συχνά έχει επισημανθεί - σε σύμβολο της ακόρεστης ανάγκης του ανθρώπου για ελευθερία. Του ανθρώπου; Δεν ξέρω αν είναι σωστό να γενικεύουμε τόσο. Ορισμένων ανθρώπων, θα έπρεπε μάλλον να πούμε, αφού πλήθος άλλοι γύρω μας μοιάζουν να μην ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το θέμα. Τέλος πάντων, το θέμα της ελευθερίας κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος της ταινίας, σε βαθμό σχεδόν εμμονικό. Αλλά είπαμε: Κάποιοι άνθρωποι προτιμούν, πολύ απλά, να πεθάνουν παρά να ζουν κάτω από συνθήκες στέρησής της. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν οι συνθήκες αυτές είναι απάνθρωπες. Κι εδώ έρχεται το δεύτερο θέμα που κυριαρχεί: Η διαμαρτυρία ενάντια στις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης στις φυλακές σε πάμπολλα μέρη του κόσμου. Θέμα που, βέβαια, δεν αφορά μόνο στην εποχή που διαδραματίζεται η ταινία, αλλά ισχύει πέρα για πέρα μέχρι σήμερα. Γι΄αυτά, και για άλλα στοιχεία που πιθανόν θα εντοπίσετε, ο "Πεταλούδας" παραμένει νομίζω από τις πολύ δυνατές στιγμές του σινεμά, κυρίως σαν κραυγή για την, ανέφικτη συνήθως, κατάκτηση της απόλυτης ελευθερίας.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker