Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2022

"SPENCER": ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΑ ΦΕΡΝΟΥΝ ΕΥΤΥΧΙΑ;

 


Από την πρώτη στιγμή είχα αναρωτηθεί έκπληκτος: Τι δουλειά έχει o σκοτεινός χιλιανός Pablo Larrain να ασχοληθεί με την Νταϊάνα; Ναι, την αδικοχαμένη πριγκίπισσα εννοώ. Κι όμως, το "Spencer" του 2021 δεν είναι μια νορμάλ κινηματογραφική βιογραφία, κάθε άλλο, ενώ ο Larrain παραμένει σκοτεινός .

Ο σκηνοθέτης αφηγείται λίγες μέρες γύρω στα Χριστούγεννα της ζωής της Νταϊάνα, όταν ακόμα ήταν με τον Κάρολο και ζούσε στο παλάτι. Λίγο πριν το τέλος βεβαίως. Εκείνη είναι ήδη αληθινά σαλταρισμένη, δεν αντέχει άλλο το απίστευτα καταπιεστικό και άκαμπτο τυπικό της καθημερινότητας στα ανάκτορα, δεν αντέχει τον ψυχρό και αδιάφορο Κάρολο ούτε την αμίλητη και αυστηρή βασίλισσα (ήδη ηλικιωμένη από τότε). Δεν αντέχει τίποτα. Με σπασμένα νεύρα επιχειρεί διαρκώς μικρές και ανέλπιδες αποδράσεις απ' όλη αυτή τη χρυσή φυλακή.

Διαλέγοντας μια "εξ αγχιστείας" μέλλουσα βασίλισσα (δεν έγινε ποτέ φυσικά) ως πρωταγωνίστρια ενός καταπιεστικού δράματος, ο Λαρέν επιτίθεται ουσιαστικά στον αναχρονιστικό θεσμό της βασιλείας, παρουσιάζει τα μυθικά πρόσωπα της βασιλικής οικογένειας όχι ακριβώς ως "κακούς", αλλά ως απλούς, συνηθισμένους μαλάκες (με διαφορετικό τρόπο ο καθένας) και, βεβαίως, επιβεβαιώνει πως "ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός". Παρουσιάζει τη Νταϊάνα, έναν πρώην "κανονικό άνθρωπο" που βρέθηκe αξεδιάλυτα μπλεγμένος στα γρανάζια μιας αρχαίας, βαριάς, σκουριασμένης μηχανής, κυριολεκτικά ως "πουλί σε χρυσό κλουβί". Και μας δείχνει ότι πρόκειται πλέον για έναν διαλυμένο άνθρωπο με σπασμένα νεύρα, που το μόνο που θέλει είναι να φορέσει μπλουτζίν και "να φάει χάμπουργκερ". Τι να γίνει όμως; Ας προσέχουμε τις επιλογές μας. Το δράμα γίνεται ζοφερό σε κάποια σημεία, το φιλμ μας παρασύρει στην καταρρέουσα προσωπικότητα της ηρωίδας και η Κριστίν Στιούαρτ είναι πολύ καλή στο βασικό ρόλο.

Οπότε, ξέροντας ότι κάθε άλλο παρά για κάτι σαν "ρομαντική βιογραφία του απλού κοριτσιού που ξαφνικά γνωρίζει τον πρίγκηπα" (στην περίπτωσή μας κυριολεκτικά) πρόκειται και γνωρίζοντας το ανησυχητικό σινεμά του Λαρέν, δείτε το προετοιμασμένοι. Το φιλμ μιλά για τις σκοτεινές στιγμές μιας πριγκήπισσας... 

Ετικέτες ,

Σάββατο, Νοεμβρίου 28, 2015

Η "ΜΥΣΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ" ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Νομίζω ότι ο χιλιανός Pablo Larrain εξελίσσεται σε έναν από του σημαντικούς σκηνοθέτες του καιρού μας και, βέβαια, σε έναν σκληρό ανατόμο όχι και τόσο φωτεινών πτυχών της πολύπαθης χώρας του. Με τη "Μυστική Λέσχη" (El Club) του 2015 η πρακτική αυτή συνεχίζεται.
Αυτή τη φορά στο στόχαστρο βρίσκεται η καθολική εκκλησία της πατρίδας του και οι όχι και τόσο ξεκάθαρες πρακτικές της. Η εκκλησία αυτή συνηθίζει εδώ και δεκαετίες να μην τιμωρεί δημόσια ή έστω να αποκαλύπτει τις πράξεις επίορκων ιερέων. Αντίθετα, αν επιβεβαιωθεί κάθε λογής σοβαρό παράπτωμα, οι ιερείς στέλνονται σε ένα είδος εξορίας σε μακρινές πόλεις ή χωριά της επαρχίας, όπου ζουν σε σπίτια που ανήκουν στην εκκλησία, εξόριστοι μεν, αλλά ουσιαστικά ελεύθεροι και δίχως τιμωρία. Σε ένα τέτοιο μελαγχολικό παραθαλάσσιο χωριό, σε ένα μεγάλο σπίτι, ζουν τέσσερεις ιερείς και μια καλόγρια. Σιγά - σιγά μαθαίνουμε ότι ο καθένας είναι ένοχος σοβαρού εγκλήματος: Παιδεραστία κατ' εξακολούθηση, συνεργασία με την αιματοβαμμένη χούντα, εμπόριο βρεφών, κατάχρηση κλπ. Η ζωή τους είναι ήσυχη και κυλά ανάμεσα σε μαγείρεμα, βόλτες στην παραλία, προσευχές και, κυρίως, εκπαίδευση σκύλου για κυνοδρομίες, από τις οποίες κερδίζουν πάντοτε αρκετά. Ώσπου ένα θύμα κακοποίησης όταν ήταν παιδί, μισότρελος και με παράξενες σεξουαλικές προτιμήσεις σήμερα, εγκαθίσταται στο χωριό και αρχίζει να τους προκαλεί άγρια και χυδαία, κινδυνεύοντας έτσι να δημιουργήσει σκάνδαλο. Ένας ιησουίτης ψυχαναλυτής - παπάς, ειδικός στο χειρισμό τέτοιων θεματων, στέλνεται τότε από την εκλησία και ζει μαζί τους προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει το τι έχει συμβεί στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν (υπάρχει και μια αυτοκτονία στη μέση), ανατρέποντας έτσι τις ισορροπίες της μέχρι τότε ζωής τους.
Το φιλμ είναι σκληρό, άγριο σε κάποια σημεία, και έντονα καταγγελτικό. Η επίθεση του Larrain στην εκκλησία είναι πολυμέτωπη. Όχι μόνο καταγγέλλει την πρακτική τής μη δημοσιοποίησης εγκλημάτων από κληρικούς, αλλά σιγά - σιγά αντιλαμβανόμαστε ότι τα μέλη της ομάδας δεν έχουν καν μετανοιώσει για όσα έχουν πράξει στο παρελθόν και είναι μάλιστα έτοιμα να προχωρήσουν σε νέες ανήθικες πρακτικές για να διαφυλάξουν τον ήσυχο τρόπο ζωής τους. Οι χαρακτήρες είναι πολύπλοκοι, κινούνται ανάμεσα στο κακό και τη μετάνοια, το σκοτάδι και το φως, ενώ το τέλος είναι μάλλον ανοιχτό (πρόκειται για μια ακόμα συγκάλυψη της αλήθειας ή για ένα είδος ιδιόρρυθμης τιμωρίας;) Γενικά το σκοτεινό στοιχείο κυριαρχεί, κάνοντας τη θέαση συχνά ακόμα και ενοχλητική.
Ενδιαφέρον βρισκω το ότι το στοιχείο της καταγγελίας συνοδεύεται από την καθαρά προσωπική κινηματογραφική ματιά του δημιουργού, ο οποίος φτιάχνει μια μουντή, καταθλιπτική ατμόσφαιρα γκριζομπλέ χρώματος, χρησιμοποιώντας φίλτρα και κινηματογραφώντας την αυγή ή το λυκόφως (η πειραγμένη φωτογραφία άλλωστε είναι συνηθισμένη στη μέχρι τώρα δουλειά του). Έτσι η άμεση καταγγελτική ματιά συνυπάρχει με την καλλιτεχνική άποψη. Αξιόλογος συνδυασμός.
Βρήκα δυνατή και ενδιαφέρουσα την ταινία, αλλά, προειδοποιώ, θα είναι πολύ ενοχλητική για πολλούς.

Ετικέτες , ,

Κυριακή, Ιουνίου 21, 2015

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΨΥΧΩΣΗ ΣΤΟ "POST MORTEM'

Ο Pablo Larrain είναι ένας σημαντικός σύγχρονος χιλιανος σκηνοθέτης, που έχει ξεχωρίσει. Προσωπικά το "Tony Manero" του 2008 δεν μου άρεσε, μου άρεσε ομως πολύ το "Νο". Ανάμεσα στα δύο αυτά φιλμ, το 2010 συγκεκριμένα, γυρίζει το "Post Mortem", το οποίο, αν και στο ίδιο σκηνοθετικό κλίμα του "Tony..." μου άρεσε περισσότερο.
Το να είσαι νοτιοαμερικανός σκηνοθέτης - και μάλιστα χιλιανός - και να μην εμπλέξεις στις ταινίες σου μνήμες από τις εφιαλτικές δικτατορίες του παρελθόντος είναι μάλλον απίθανο. Έτσι κι εδώ ο Larrain αφηγείται μια ιστορία που διαδραματίζεται το 1973, τις μέρες της ανατροπής του προέδρου Αλιέντε και της επιβολής της κτηνώδους δικτατορίας του Πινοτσέτ. Ήρωας ένας μοναχικός, κλεισμένος στον εαυτό του δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος δουλεύει σαν γραμματέας στο νεκροτομείο. Εντελώς αδιάφορος για τα πολιτικά, αλλά και για τους γύρω του γενικότερα, ζει τη γκρίζα και μίζερη καθημερινότητά του. Η οποία θα αλλάξει όταν ερωτεύεται εμμονικά μια γειτόνισά του. Μια παράξενη σχέση θα αρχίσει μεταξύ τους... και τότε ο Αλιέντε θα δολοφονηθεί και η δικτατορία θα εγκαθιδρυθεί. Η ζωή τους θα αλλάξει δραματικά, ο σκοτεινός ψυχικός του κόσμος όμως θα παραμείνει απαράλλαχτα ίδιος...
Το φιλμ είναι μια περίεργη μελέτη ενός ψυχοπαθολογικού χαρακτήρα, σε συνδυασμό με το περιβάλλον, κοινωνικό και πολιτικό, της εποχής στη Χιλή. Τα φριχτά γεγονότα συμβαίνουν γύρω απο τα πρόσωπα του δράματος, αλλάζουν, όπως είπαμε, τη ζωή τους, όχι όμως και τον βασικό ήρωα, ο οποίος παραμένει προσκολλημένος στις εμμονές και τις μάλλον άρρωστες αρχές του. Το πραγματικά ανατριχιαστικό τέλος το επιβεβαιώνει.
Ο Larrain δεν δείχνει τη βία καθ' εαυτή, αλλά τα φοβερά της αποτελέσματα (τα πτώματα που συσσωρεύονται στο νοσοκομείο, τους ψυχρούς, σιωπηλούς και απειλητικούς στρατιωτικούς που βρίσκονται παντού...). Χρησιμοποιεί μουντά, γκρίζα χρώματα, αργούς, τελετουργικούς θα έλεγα ρυθμούς και γενικά δημιουργεί μια αρρωστημένη, σχεδον καταθλιπτική ατμόσφαιρα , που θυμίζει το νεκροτομείο όπου εργάζεται ο ήρωας και η οποία ωστόσο ταιριάζει απόλυτα τόσο με τα ιστορικά γεγονότα όσο και με την ψυχοσύνθεσήτου βασικού χαρακτήρα. Ίσως να πρόκειται και για μια αλληγορία της "επικιδυνότητας", εν τέλει, των παντελώς απολίτικων, αδιάφορων ανθρώπων, που ποτέ δεν ενδιαφέρονται για τα γύρω τους τεκταινόμενα και ολόκληρη η ζωή τους είναι επικεντρωμένη στον εαυτό τους και το - μίζερο έστω - βόλεμά τους. Η έξυπνη σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στο μπάνιο, ακριβώς δίπλα στο παράθυρο, έξω γίνεται κυριολεκτικά χαμός, ο ίδιος όμως δεν αντιλαμβάνεται τίποτα γιατί την ώρα αυτή κάνει ντουζ, είναι χαρακτηριστική.
Παράδοξο μείγμα πολιτικού και - ταυτόχρονα - προσωπικού σινεμά, με αργούς ρυθμούς, το ξαναείπα, θα αρέσει σε φίλους ενός ιδιαίτερου κιμηματογράφου, που δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με το Χόλιγουντ.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

ΝΟ: ΟΤΑΝ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΗΣ COCA COLA ΦΕΡΝΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ...

Υπάρχουν ταινίες που, πέραν της καθαρά κινηματογραφικής τους αξίας, η σπουδαιότητά τους έγκειται στα προβλήματα που θέτουν, στον βαθύ προβληματισμό του θεατή που προκαλούν. Για μένα τέτοια ταινία είναι το χιλιανό "Νο" του Pablo Larrain (2012). Γι' αυτό και θα γράψω σχετικά λίγα "κινηματογραφικά" και κυρίως θα επικεντρωθώ στα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που μου προκάλεσε.
Το φιλμ βασίζεται σε αληθινά γεγονότα (δεν ξέρω βέβαια με πόση ακρίβεια αναφέρονται αυτά, αλλά το βασικό περίγραμμα είναι αληθινό). Ο αιμοσταγής δικτάτορας Πινοσέτ σφετερίστηκε την εξουσία στη Χιλή το 1973, εγκαθιδρύοντας μια από τις εφιαλτικότερες δικτατορίες του 20ού αιώνα. 15 χρόνια μετά, το 1988, το διεθνές κλίμα είχε αλλάξει. Οι Δυτικοί, ακόμα και οι ίδιοι οι αμερικάνοι που είχαν ουσιαστικά επιβάλλει τη δικτατορία, θέλουν πλέον επιστροφή στη δημοκρατία και την ομαλότητα ή, τέλος πάντων, επιζητούν τη νομιμοποίηση της δικτατορίας. Μετά από πιέσεις υποχρεώνουν τον τύρανο να προχωρήσει σε εκλογές, όπου ο κόσμος θα ψηφίσει απλά "Ναι" ή "Όχι", ανάλογα με το αν θέλει να διατηρηθεί το καθεστώς ή όχι. Αποστέλλονται διεθνείς παρατηρητές, οποτε οι εκλογές θα γίνουν τίμια. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο για τα δικά μας δεδομένα, ο λαός είναι διχασμένος. Επειδή η δικτατορία επιβλήθηκε σε περίοδο μεγάλης κρίσης της χώρας (σχεδόν πείνας), πολλοί φοβούνται ότι η δημοκρατία θα φέρει και πάλι την ανέχεια, τη φτώχια, την πείνα και, τέλος πάντων, έχουν βολευτεί ή/και πλουτίσει με το φασιστικό καθεστώς. Η χούντα θεωρεί ότι θα κερδίσει άνετα το δημοψήφισμα και δεν κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες. Τότε η (κεντροαριστερή κυρίως) αντιπολίτευση προσλαμβάνει έναν ταλαντούχο νεαρό διαφημιστή και του αναθέτει την καμπάνια του "Νο". Αυτός, συγκρουόμενος ακόμα και με αριστερούς του δικού του στρατοπέδου, επιβάλλει μια καμπάνια στο ύφος ακριβώς των χαζοχαρούμενων διαφημιστικών της Coca Cola και καταφέρνει να ανατρέψει την κατάσταση.
Η ταινία χρησιμοποιεί μια σχεδόν ερασιτεχνική φωτογραφία, "καμένη" στα φωτεινά πλάνα, θυμίζοντας προϊόν φτηνής βιντεοκάμερας, και αποκτώντας έτσι ένα ντοκιμαντερίστικο στιλ, που μοιάζει με βιντεοταινίες της εποχής και υποστηρίζεται και από κάποιες αληθινές σκηνές της δικτατορικής περιόδου που υπάρχουν. Ταυτόχρονα παρακολουθεί και την προσωπική ζωή του ήρωα, που είναι χωρισμένος και ζει με τον μικρό γιο του.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πάμπολλα. Η ταινία δεν δίνει απαντήσεις ούτε και εγώ έχω τέτοιες. Αρκεί όμως, νομίζω, ο προβληματισμός που τίθεται. Ειναι λοιπόν τόσο μεγάλη η δύναμη της διαφήμισης; Έχει ένα καλοσερβιρισμένο ψέμα πολύ μεγαλύτερη δύναμη από την ωμή αλήθεια; Ποιο είναι τελικά το πραγματικό πνευματικό επίπεδο του λαού (του κάθε λαού); Χρειάζεται τη "βοήθεια" ηλίθιων χαρούμενων εικόνων και πιασάρικων σλόγκαν για να αποφασίσει για κάτι τόσο σοβαρό όσο η ίδια η δημοκρατία και η απόριψη της δικτατορίας; Κι αν δεν υπάρχουν τέτοια "βοηθήματα", προτιμά μια καταπιεστική δικτατορία προκειμένου να έχει τις ανέσεις του (τις υλικές ανέσεις, εννοείται). Ή μήπως, βλέποντας τα πράγματα από τη μεριά του διαφημιστή, ακόμα και η χαζοχαρούμενη αισθητική της διαφήμισης καταναλωτικών προϊόντων μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό όπλο ενάντια στο σύστημα; Μπορούμε να στρέψουμε δηλαδή τα ίδια τα χαμηλού πνευματικού επιπέδου αποκυήματά του εναντίον του ίδιου του συστήματος που τα επινόησε; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Έχουμε δηλαδή ηθικό δικαίωμα να χρησιμοποιούμε ηλίθια χαρωπά ψέματα και να αποκρύπτουμε τα βασανιστήρια, τα τανκς, τους λυσασμένους μπάτσους που χτυπούν διαδηλωτές, τις χιλιάδες των "εξαφανισμένων" (όλα αυτά είναι εικόνες που τρομάζουν, κατά τον ήρωα), προκειμένου να επιτύχουμε έναν καθ' όλα θετικό και σπουδαιότατο στόχο; Μπορεί η δημοκρατία να αντιμετωπιστεί ως "πώληση προϊόντος"; Έχουμε δικαίωμα να χειραγωγούμε έναν ολόκληρο λαό "για καλό σκοπό", για να τον οδηγήσουμε δηλαδή μέσα από παραπλανητικές μεθόδους στην ίδια του την ελευθερία; Τα ερωτήματα είναι πάμπολλα και οι απαντήσεις ανοιχτές. Στο ειρωνικό τέλος πάντως, ο πρωταγωνιστής θα συνεχισει την ένδοξη διαφημιστική του καριέρα προμοτάροντας, με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο με αυτόν που προμόταρε τη δημοκρατία, μια ηλίθια σαπουνόπερα σε στιλ "Τόλμη και Γοητεία". Σαν η δημοκτρατία να αποτελεί ένα ακόμα προϊόν στην αλυσίδα των προϊόντων που έχει κατορθώσει να πουλήσει στην καριέρα του...
Προσωπικά τη βρήκα εξαιρετική και πολυεπίπεδη ταινία, κυρίως, όπως είπα, χάρη στα πολύπλοκα ερωτήματα που θέτει. Οι απαντήσεις και οι τοποθετήσεις δικές σας. Εγώ πάντως δυσκολεύομαι να πάρω θέση σε όλα αυτά (και σε όσα άλλα εντοπίσετε εσείς).

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 24, 2008

Ο ΤΟΝΙ ΜΑΝΕΡΟ ΩΣ ΣΙΡΙΑΛ ΚΙΛΕΡ


Ενδιαφέρον δεν ακούγεται; Ψωνάρα 50κάτι χρονών, κολλημένος απόλυτα με τον Τόνι Μανέρο (που, για τους ανιστόρητους, είναι ο χαρακτήρας που ερμήνευε ο Τραβόλτα στο Saturday Night Fever), πάει κάθε τρεις και λίγο σινεμά και βλέπει και ξαναβλέπει το φιλμ, ηγείται ερασιτεχνικής ομάδας χορού της κακιάς ώρας που θέλει να "ανεβάσει" χορευτικά νούμερα της ταινίας στη σκηνή άθλιου μπαρ και που το απώτατο ονειρό του είναι να κερδίσει σε ηλίθια τηλεοπτική εκπομπή όπου διαγωνίζονται... μιμητές του Τραβόλτα, είναι ταυτόχρονα και σίριαλ κίλερ μόνο και μόνο για να βρει τα φτηνά υλικά που απαιτούνται για να στηθεί το σόου (για το οποίο, σημειωτέον, εκτός του ήρωα, ζουν και αναπνέουν και όλοι οι άλλοι "συντελεστές"). Όλα αυτά συμβαίνουν στην εξαθλιωμένη Χιλή του Πινοσέτ κάπου στα τέλη των 70ς. Συμβαίνουν επίσης στην χιλιανή ταινία "Τόνι Μανέρο" (2008) του Pablo Larrain.
Όντως μου φάνηκαν ενδιαφέροντα όλα αυτά, γι' αυτό και είδα την ταινία στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Πλην όμως απογοητεύτηκα, ή μάλλον, για να είμαι ακριβέστερος, έκοψα τις φλέβες μου. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο για να βγάλει όσο περισσότερη μιζέρια γίνεται, σε όλα τα επίπεδα. Πεσμένα χρώματα, σχεδόν γκρίζα, στη φωτογραφία, άσχημες, καθημερινές (αυτό δεν είναι κακό) φάτσες, κάμερα στο χλερι, άθλιοι χώροι, εσωτερικοί και εξωτερικοί, εξουθενωτικός ρεαλισμός και απόλυτα πνιγηρή ατμόσφαιρα κυριαρχούν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Φυσικά όλα αυτά γίνονται ηθελημένα και σ' αυτό ο Larrain πετυχαίνει απόλυτα. Οι θεατές όμως τι φταίνε;
Πάντως, εκτός από την στενόχωρη, "βρώμικη" ατμόσφαιρα που, υποθέτω, αποδίδει τέλεια τη μιζέρια των μαύρων χρόνων μιας από τις εφιαλτικότερες και πιο μισητές δικτατορίες που γνώρισε ποτέ η Νότια Αμερική (ίσως και ο κόσμος ολόκληρος), καταφέρνει να δείξει και τις επιπτώσεις της ασφυκτικής πολιτικής κατάστασης στην καθημερινή ζωή των άχαρων ηρώων και να κάνει αρκετά σχόλια πάνω στο θέμα των γελοίων ονείρων (που φυσικά διαψεύδονται), πάνω στις επιδράσεις που ασκούν στον μέσο άνθρωπο παντελώς ηλίθια πρότυπα, καθώς και στην ψευτιά του αμερικάνικου (και διεθνούς πλέον) όνειρου: Ο καθένας, απ' όπου και να ξεκινά, έχει ευκαιρίες να πιάσει την καλή.
Μπορεί και να ειδωθεί και ως μια πικρότατη σάτιρα, αφού ωθεί τον μιμητισμό του ήρωα στην μονομανία και στα απόλυτα άκρα. Και όλες οι προθέσεις είναι σεβαστές. Κρίμα που βλέπεται τόσο, μα τόσο δύσκολα ως ταινία και, όταν τελειώνει, αφήνεις να σου ξεφύγει ένα βαθύτατο "ουφ!" ανακούφισης (επειδή τελείωσε εννοώ).

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker