Δευτέρα, Απριλίου 01, 2019

"ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ ΑΜΑΞΑ" ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Να πούμε ότι πρόκειται για ένα απόλυτα κλασικό φιλμ, με όλη τη σημασία του όρου; Να πούμε ότι πρόκειται για απόλυτα αρχετυπικό γουέστερν, που πραγματικά καθόρισε το είδος; Όλα αυτά έχουν χιλιάδες φορές ειπωθεί για την "Ταχυδρομική Άμαξα" (Stagecoach) που γύρισε ο μεγάλος John Ford (1894-1973) το 1939. Λίγα λόγια μόνο ακόμα.
Μια ταχυδρομική άμαξα στο Φαρ Ουέστ θα ταξιδέψει από μία πόλη σε άλλη, διασχίζοντας την επικίνδυνη έρημο της Αριζόνα. Η διαδρομή είναι τρομερά επικίνδυνη επειδή οι Απάτσι βρίσκονται σε πόλεμο και επιτίθενται στους αποίκους. Στην άμαξα επιβαίνουν καμιά δεκαριά άνθρωποι (οι δύο γυναίκες), οι οποίοι είναι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες και έχουν εντελώς διαφορετικούς λόγους να φτάσουν πάσει θυσία, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, στον πολυπόθητο προορισμό. Στο δρόμο πολλά θα συμβούν, τόσο εξωτερικά γεγονότα όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Το φιλμ καθιέρωσε τον Τζον Γουέιν ως τη βασικότερη μορφή του αμερικάνικου γουέστερν. Πέρα αυτού όμως, η ταινία καταφέρνει με εκπληκτικό τρόπο να συνδυάσει τα πάντα γύρω από τη μυθολογία του Ουέστ: Ινδιάνους, σαλούν, αλκοόλ, χαρτοπαιξία, μονομαχίες, ιππικό, "καθώς πρέπει" και "κακές" γυναίκες, αυξανόμενο σασπένς, εκδίκηση, μυστικές ταυτότητες και σκοποί των ηρώων... Το προσωπικό στοιχείο διαπλέκεται άψογα με τη "εξωτερική" κατάσταση - το ένα εξαρτάται και επηρεάζει το άλλο θα λέγαμε - ενώ κυρίαρχο είναι το επιβλητικό τοπίο της ερήμου, με τους χαρακτηριστικούς, σαν πύργους, επιβλητικούς βραχώδεις σχηματισμούς - τοπίο που χρησιμοποιείται εδώ για πρώτη φορά σε γουέστερν.
Σημαντικότερο ίσως από όλα αυτά είναι ότι το είδα απνευστί, που σημαίνει ότι αντέχει απόλυτα στο χρόνο. Κι αν κάποια σημεία κάτι σας θυμίζουν από τα γουέστερν που έχετε δει, θυμηθείτε: Οι άλλοι τα αντέγραψαν Τα περισσότερα αυτό εδώ το φιλμ τα έκανε πρώτο.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Οκτωβρίου 19, 2013

"ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ" : ΟΤΑΝ ΤΟ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΡΩΙΚΟ

Πολλοί θεωρούν το "The Searchers" ("Η Αιχμάλωτη της Ερήμου") που γύρισε ο John Ford (1894-1973) το 1956 ως το καλύτερο γουέστερν όλων των εποχών. Μερικοί φτάνουν να το θεωρούν ίσως και την καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Μου είναι αδύνατο να αποφανθώ για "την καλύτερη ταινία" ή "το καλύτερο γουέστερν", σίγουρα όμως μιλάμε για ένα αριστούργημα.
Ο Τζον Γουέιν είναι ο μοναχικός βετεράνος του εμφυλίου πολέμου που επιστρέφει στο ράντσο της οικογένειάς του για να μείνει εκεί. Ο αδελφός του έχει παντρευτεί τη γυναίκα που κάποτε αγαπούσε - και που μάλλον εκείνη τον αγαπά ακόμα. Η οικογενειακή γαλήνη όμως θα διακοπεί βίαια από μια επιδρομή ινδιάνων που θα σκοτώσει όσα μέλη της οικογένειας βρίσκονταν στο ράντσο και θα απαγάγει την Ντέμπι, την ανιψιά του ήρωα. Τότε αυτός και ο νεαρός Μάρτιν (που έχει κατά το 1/8 ινδιάνικο αίμα) θα ξεκινήσουν μια αναζήτηση που θα κρατήσει χρόνια, ψάχνοντας να βρουν τον ινδιάνο αρχηγό της επιδρομής και την κοπέλα. Μόνο που δεν είναι καθόλου σίγουρο αν ο ήρωάς μας επιθυμεί να τη σώσει ή να τη σκοτώσει επειδή έχει "ατιμαστεί από τους άγριους"...
Δεν ξέρω αν είναι το πρώτο (σίγουρα ένα από τα πρώτα πάντως) γουέστερν που απομυθοποιεί το γουέστερν. Το τόσο διαδεδομένο κάποτε αυτό είδος ήταν πάνω απ' όλα ηρωικό. Οι καουμπόις ήταν γενναίοι, σκότωναν "βάρβαρους ινδιάνους" ή κακούς κάθε είδους και τα φιλμ αποτελούσαν έναν ύμνο στην αμερικάνικη εποποία της κατάκτησης της Άγριας Δύσης. Εδώ όμως δείχνεται η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Βλέπετε, ο ηρωικός και τίμιος κατά τα άλλα Ίθαν (ο πρωταγωνιστής) είναι ένας απόλυτος ρατσιστής. Το μίσος του για τους ινδιάνους είναι τόσο τυφλό, που θέλει να σκοτώσει ακόμα και την αθώα ανιψια του επειδή - έστω και ακούσια - έχει γίνει γυναίκα του φύλαρχου. Πάνω απ' όλα η φυλετική καθαρότητα των λευκών. Μήπως αυτό θυμίζει σγχρονες απεχθείς πρακτικές φανατικών ισλαμιστών που καταδικάζουν μια κοπέλα επειδή... βιάστηκε; Άλλωστε ο ρατσισμός του φαίνεται ακόμα και σε μια από τις πρώτες σκηνές, πριν ξεσπάσει το δράμα, όταν συναντά μετά από χρόνια τον μιγά (κατά το 1/8 όπως είπαμε) Μάρτιν και του κάνει μια δεικτική παρατήρηση για το πόσο μοιάζει με ινδιάνο τώρα που μεγάλωσε...
Ο ίδιος ο ψυχισμός του ήρωα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Πόσο υγιής είναι κάποιος που απαρνιέται τα πάντα και ζει επί χρόνια σα νομάδας μόνο για να δώσει διέξοδο στον τυφλό του φανατισμό; Κάποιος που είναι τόσο δοσμένος στις φοβερές εμμονές του; Άλλωστε και η μέχρι τέλους μοναχικότητά του συνηγορεί σ' αυτό. Ο ρεαλισμός στα "κατορθώματα" του ήρωα απομυθοποιεί κι άλλο τον τυπικό "καλό" πρωταγωνιστή των συνηθισμένων γουέστερν, ενώ το όλο κλίμα του φιλμ είναι πικρό και σκοτεινό..
Η σκηνοθεσία του Φορντ είναι υποδειγματική και χαρακτηρίζεται από λιτότητα. Και πάλι εκμεταλλεύεται στο έπακρο το άγριο, ερημικό τοπίο του Ουέστ που μοιάζει να κυριαρχεί σε αρκετές σκηνές, τη γυμνή έρημο με τους επιβλητικούς κάθετους βράχους, το απόκοσμο περιβάλλον. Κινηματογραφεί βασικές σκηνές μέσα από πόρτε και ανοίγματα κάθε είδους, είτε όταν οι ήρωες μπαίνουν είτε όταν βγαίνουν από κάποιο χώρο, σα να τονίζει τον κλειστό χαρακτήρα τους.
Αυτά είναι λίγες μόνο από τις παρατηρήσεις μου. Θα μπορούσαν να έχουν (και έχουν βεβαίως) γραφτεί δεκάδες σελίδες για την ταινία. Αλλά κι εσείς μπορείτε να επισημάνετε άλλες αρετές της. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της αθωότητας των γουέστερν, αλλά και στο τέλος του "ηρωικού" παρελθόντος του αμερικάνικου θαύματος. Οπότε είτε μιλώντας κινηματογραφικά είτε σεναριακά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ταινία ως αριστούργημα.

Ετικέτες , ,

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2011

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΡΧΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Συμπτωματικά μια παμπάλαια ταινία που είδα πρόσφατα έχει παρόμοιο θέμα με την πολύ πρόσφατη "Ύποπτη Συνομωσίας" του Ρέντφορντ. Το μακρυνό 1936 ένας από τους μεγάλους αερικανούς σκηνοθέτες, ο John Ford (1894–1973) γυρίζει το "Prisoner of the Shark Island". Όπως και στο φιλμ του Ρέντφορντ, η δολοφονία του Λίνκολν συμβαίνει στα πρώτα 5 λεπτά της ταινίας. Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι αυτά που μας ενδιαφέρουν εδώ. Ένας καθ' όλα τίμιος επαρχιακός γιατρός του Νότου καλείται μέσα στη νύχτα να περιθάλψει έναν άγνωστο τραυματία, πράγμα που κάνει. Ο τραυματίας στη συνέχεια χάνεται στο σκοτάδι. Φυσικά ο γιατρός αγνοεί ότι πρόκειται για τον Τζον Μπουθ, δολοφόνο του Προέδρου. Στη συνέχεια ο γιατρός συλλαμβάνεται σαν μέλος της συνωμοσίας κατά του προέδρου και, παρά την προφανή αθωότητά του, καταδικάζεται (αφού πρέπει να ικανοποιηθεί η οργισμένη κοινή γνώμη) σε ισόβια κάθειρξη στις φοβερές φυλακές του "Νησιού των Καρχαριών", ενός απομονωμένου νησιού - φρουρίου δηλαδή, απ' όπου η απόδραση είναι ουσιαστικά αδύνατη. Στη συνέχεια το φιλμ θα εξελιχτεί σε τυπικό φιλμ φυλακών. Προσωπικά δεν τη θεωρώ από τις πολύ καλές ταινίες του Φορντ. Υπάρχει βέβαια αρκετό σασπένς, στο πρώτο μέρος κυρίως, αλλά και στις προσπάθειες απόδρασης στο δεύτερο μέρος, υπάρχει όλος αυτός ο αγώνας και τα άδικα βάσανα ενός αθώου, με τον οποίο ταυτιζόμαστε πλήρως, αλλά και αρκετά προβλέψιμα στοιχεία. Γενικά πάντως δεν το συγκαταλέγω στα αριστουργήματα του μεγάλου δημιουργού. Μένει το ιστορικό μέρος, αφού η ταινία βασίζεται κι αυτή σε αληθινή ιστορία: Προφανώς, μετά τη δολοφονία του Λίνκολν, που κυριολεκτικά συγκλόνισε το νεογέννητο τότε αμερικάνικο έθνος, ακολούθησε ένα μεγάλο "κυνήγι μαγισσών", κατά το οποίο την πλήρωσαν ένοχοι και αθώοι. Ήταν βέβαια και κάτι παραπάνω από νωπός ο αμερικάνικος εμφύλιος, ένας από τους αιματηρότερους πολέμους που έγιναν ποτέ, και η κατάσταση ήταν όντως κρίσιμη. Ωστόσο εγείρονται πάντα στις περιπτώσεις αυτές βασικά ερωτήματα: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Η δικαιοσύνη δικαιούται να "μην είναι τόσο τυφλή" όταν διακυβεύονται πράγματα που θεωρούνται μεγαλύτερης σημασίας; Αν υποθέσουμε (πράγμα για το οποίο δεν είμαι σίγουρος, αλλά, λέω, αν υποθέσουμε) ότι αυτό που διακυβεύεται είναι το "κοινό καλό" (οι ερμηνείες γι' αυτό είναι φυσικά ποικίλες), αξίζει χάρη σ' αυτό να την πληρώσουν και μερικοί αθώοι; Και άλλα σχετικά. Στο μεταξύ, μπορείτε να δείτε δυο φιλμ με παρόμοια θέμα και διαφορά πάνω από 70 χρόνων μεταξύ τους και να κάνετε τις δικές σας προσωπικές συγκρίσεις...

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 24, 2010

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΑΛΗΘΙΝΑ ΤΟΝ ΛΙΜΠΕΡΤΙ ΒΑΛΑΝΣ;


Το 1962 ο αρχετυπικός αμερικανός σκηνοθέτης John Ford (1894-1973) γυρίζει το κλασικό γουέστερν The Man Who Shot Liberty Valance (Ποιός σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς;), ένα από τα αγαπημένα μου γουέστερν όλων των εποχών. Αν νομίζετε ότι το παρακμασμένο σήμερα αυτό είδος διαθέτει μόνο πιστολίδι και γενναίους κάου μπόις δεν έχετε παρά να δείτε αυτό το φιλμ για να αλλάξετε γνώμη.
Νοσταλγικό, βαθιά συγκινητικό και ταυτόχρονα μελέτη για μια κρίσιμη καμπή της Αμερικής, υποστηρίζεται από ένα εξ ίσου κλασικό καστ (Τζέιμς Στιούαρτ, Τζον Γουέιν, Λι Μάρβιν), δίχως να υστερεί καθόλου σε ένταση. Πικρό σχόλιο πάνω στη φύση της έννοιας του ηρωισμού και της θυσίας, μιλά συγχρόνως για την παραχάραξη της ιστορίας (εδώ με καλό σκοπό βέβαια, αλλά δεν παύει να είναι παραχάραξη).
Ολόκληρη η ταινία είναι ένα συνεχές φλας μπακ, καθώς από την αρχή μαθαίνουμε τον θάνατο από φυσικά αίτια ενός άγνωστου σε μια μικρή πόλη του Ουέστ. Ποιος είναι όμως στ' αλήθεια αυτός ο άγνωστος και γιατί ένας γερουσιαστής και η γυναίκα του σπεύδουν από την Ουάσινγκτον να παρακολουθήσουν την κηδεία του; Η επιστροφή στο παρελθόν καταγράφει τη στιγμή που στη νεαρή ακόμα χώρα συγκρούονται δύο μορφές νόμων: Αυτός όπως τον ξέρουμε σήμερα, με τα ίσα δικαιώματα, τη θεσμοθετημένη δικαιοσύνη κλπ. και ο άγριος νόμος του πιστολιού και της βίας, όπως αυτός εκφράζεται από τους γαιοκτήμονες που καταλαμβάνουν αυθαίρετα εκτάσεις, διατηρούν πληρωμένους πιστολάδες και χάνουν τα συμφέροντά τους με την επικράτηση της σημερινής μορφής πολιτείας και έννομης τάξης (με τα πολλά προβλήματά της κι αυτή βεβαίως). Γενικά νομίζω ότι αυτό το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στην έννομη τάξη (ό,τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό σήμερα) είναι το ουσιαστικό νόημα του φιλμ.
Συγχρόνως ο Φορντ μιλά μελαγχολικά για αληθινούς ήρωες που παρέμειναν για πάντα στην αφάνεια και για κάποιους άλλους που καρπώνονται τη δόξα τους και γίνονται σύμβολα. Μας λέει ότι "ναι, χρειάζονται αυτά τα σύμβολα, αλλά, τέλος πάντων, η αλήθεια βρίσκεται αλλού". Μας μιλά για απλούς, άγνωστους ανθρώπους που στην πραγματικότητα τα έκαναν όλα κι όμως έμειναν για πάντα στη σκιά αστραφτερών "βιτρινών".
Πέραν απ' όλα αυτά, η ταινία με κράτησε απόλυτα και με συγκίνησε βαθιά. Διάβασα ότι πρόκειται για το τελευταίο γουέστερν του Φορντ, που τότε ήταν ήδη 68 ετών. Ίσως γι' αυτό να υπάρχει τόσο έντονα όλη αυτή η νοσταλγία, η συγκίνηση, η πίκρα αν θέλετε. Κάτι σαν χρέος τιμής στις ρίζες της χώρας και υπενθύμιση του βίαιου παρελθόντος της, αλλά και στις δικές του κινηματογραφικές ρίζες, το γουέστερν δηλαδή, που τον καθιέρωσε σαν μεγάλο δημιουργό. Όπως καταλάβατε, το θεωρώ κλασικό.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Οκτωβρίου 20, 2010

ΠΟΣΟ ΠΡΑΣΙΝΗ ΗΤΑΝ Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΟΥ, ΠΟΣΟ ΟΜΟΡΦΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ;


Ο John Ford (1894–1973), ο κλασικότερος ίσως των μεγάλων αμερικανών σκηνοθετών, γυρίζει το "How Green Was my Valley" το 1943. Πρόκειται για ένα αληθινό έπος, όχι όμως με την έννοια των μεγάλων συγκρούσεων, των πολέμων, των ακραίων γεγονότων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το έπος της καθημερινότητας, καθώς το φιλμ παρακολουθεί μερικά χρόνια από τη ζωή μιας πολυμελούς οικογένειας ανθρακωρύχων που ζουν σε ένα μικρό ουαλικό χωριό, στο οποίο δεσπόζει το μεγάλο ανθρακωρυχείο (και η οικογένεια στην οποία αυτό ανήκει).
Κοινωνική ταινία, γεμάτη συγκίνηση και νοσταλγία για έναν κόσμο που χάνεται (ή, αν προτιμάτε, νοσταλγία για την παιδική ηλικία, αφού η αφήγηση δίνεται μέσα από την οπτική ενός παιδιού που, σιγά - σιγά, ενηλικιώνεται και βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα του κόσμου), παντρεύει με ιδανικό τρόπο την προσωπική / οικογενειακή ιστορία με την κοινωνική κατάσταση και τον ευρύτερο περίγυρο της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Καταγράφει λοιπόν το σταδιακό πέρασμα από μια πρώτη, πρωτόγονη για τα σημερινά δεδομένα μορφή καπιταλισμού, σε μια πιο εξελιγμένη, περισσότερο απρόσωπη και στυγνότερη μορφή του, όπου οι προσωπικές σχέσεις αδυνατούν πλέον να απαλύνουν τις τεράστιες ταξικές αντιθέσεις. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δείχνονται η ίδρυση των πρώτων συνδικάτων, οι πρώτες απεργίες, η πρώτες αντιδράσεις των εργατών γενικότερα. Από την άλλη η περιγραφή του χωριού είναι μεν γεμάτη νοσταλγία, ο Φορντ όμως δεν παραλείπει όμως σε καμία περίπτωση να τονίσει και το φαρμακερά κουτσομπολίστικο, αυστηρότατο, άτεγκτο και μικρόψυχο περίγυρο, που φτάνει στα όρια της καθαρής σκληρότητας και κακίας.
Αυτό φυσικά είναι το πολιτικό / κοινωνικό πλαίσιο, όπως είπαμε. Μην περιμένετε βέβαια καμιά ριζοσπαστικά αριστερή ματιά από τον Φορντ, που δείχνει με ίση συμπάθεια και κατανόηση και την "επανάσταση" (συνδικαλισμός - απεργία) των γιων και την αυστηρή, συντηρητική στάση του συμπαθούς κατά τα άλλα πατέρα, που πιστεύει ότι όλα μπορούν να λυθούν χάρη στην "καλή θέληση" των αφεντικών και δεν θέλει ούτε να ακούσει για τις καινοφανείς "σοσιαλιστικές" ιδέες. Εμείς όμως θα συγκινηθούμε περισσότερο από τα προσωπικά δράματα των ηρώων, τον αμοιβαίο απαγορευμένο έρωτα της κόρης με τον ιερέα (που αποτελεί το θετικότερο και ηρωικότερο πρόσωπο της ταινίας), την διάψευση των ελπίδων των γιων, τη μοίρα του πατέρα κλπ. Το θέμα βέβαια εδώ - και γι' αυτό ίσως η ταινία θεωρείται απόλυτα κλασική - είναι, όπως είπα στην αρχή, το ιδανικό πάντρεμα των δύο βασικών αυτών στοιχείων, του προσωπικού και του κοινωνικού. Και το ότι μέσα από την τραγική μοίρα πολλών από τους ήρωες, τη διάχυτη νοσταλγία ή το τέλος της παιδικής αθωότητας, καταφέρνει να μας συγκινήσει βαθιά.
Ο Φορντ βρίσκεται στο απώγειο του ρεαλισμού του. Κι αν τέτοια οικογενειακά έπη (και όχι μόνο) σας κάνουν εξ ορισμού να βαριέστε, είναι μεν κατανοητό, αυτό όμως δεν στερεί το φιλμ από την κλασικότητά του.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker