Τρίτη, Απριλίου 30, 2013

ΟΣΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, ΟΣΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ

Ομολογώ ότι μάλλον σπάνια βλέπω ντοκιμαντέρ, φανατικός γαρ της μυθοπλασίας και των άπειρων εκδοχών της. Να όμως που υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να θεωρήσω ένα ντοκιμαντέρ όχι απλώς καλό, αλλά αριστουργηματικό. Αυτό συνέβει με το χιλιανό "Nostalgia de la Luz" (Η Νοσταλγία του Φωτός). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Ο χιλιανός Patrizio Guzman είναι ένας από τους γνωστούς σύγχρονους ντοκιμαντερίστες. Γυρίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 60 και συνήθως τα έργα του έχουν έντονη πολιτική χροιά και, όπως είναι φυσικό, πολλά από αυτά ασχολούνται με το δράμα της Χιλής, που βίωσε από το 1973 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80 μια από τις στυγνότερες δικτατορίες του 20ού αιώνα. Ο Πινοτσέτ μπορεί να ψόφησε, αλλά τα σημάδια που άφησε πίσω του παραμένουν βαθιά. Σ' αυτά τα σημάδια αναφέρεται η υπέροχη αυτή ταινία, που γύρίστηκε το 2010, αλλά όχι μόνο...
Στη Χιλή υπάρχει η έρημος Ατακάμα, μια αχανής, ακατοίκητη περιοχή με παράξενες καιρικές συνθήκες και, λόγω της υπερβολικής ξηρασίας, με μια από τις καθαρότερες ατμόσφαιρες στη γη. Γι' αυτό και έχει χτιστεί εκεί ένα από τα σημαντικότερα αστεροσκοπεία του πλανήτη, ένα σύνολο από παράδοξα κτίρια κυριολεκτικά στο μέσο του πουθενά. Το τοπίο, υπαρκτό προφανώς, θυμίζει άμεσα σκηνικό επιστημονικής φαντασίας. Εκεί διαμένουν, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο για όσο βρίσκονται εκεί, αρκετοί επιστήμονες, ντόπιοι αλλά και διεθνείς, μελετώνατς τα μακρινά ουράνια σώματα. Στην ίδια έρημο, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακρύτερα, υπήρχε ένα συγκρότημα ξύλινων κτισμάτων, που στις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσαν κατοικίες εργατών που δούλευαν σε ορυχεία (διότι η έρημος διαθέτει και πολύ ενδιαφέρον υπέδαφος). Τα ορυχεία κάποια στιγμή εγκαταλείφτηκαν και η δικτατορία μετέτρεψε τα ερειπωμένα κτίσματα σε ένα φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων. Επίσης στο μέσο του πουθενά. Κάπου εκεί γύρω περιφέρονται αποστολές και άλλων επιστημόνων, γεωλόγων και αρχαιολόγων, που μελετούν το υπέδαφος και τις προκολομβιανές βραχογραφίες του τόσο ενδιαφέροντος αυτού σημείου του πλανήτη.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά την πτώση της φριχτής δικτατορίας, υπάρχουν ακόμα στη Χιλή χιλιάδες αγνοούμενοι, των οποίων τα πτώματα δεν βρέθηκαν ποτέ. Άλλοι λένε ότι τα πέταξαν στη θάλασσα, άλλοι ότι τα έθαψαν σ' αυτήν ακριβώς την έρημο. Γύρω από το στρατόπεδο, το 2010 που γυρίζεται η ταινία, έρχονται ακόμα για μεγάλη περίοδο του χρόνου αρκετές γυναίκες που σκάβουν την έρημο ψάχνοντας τα κόκκαλα των δικών τους που χάθηκαν εκεί. Αρκετές από αυτές έχουν βρεί υπολείμματα, και μάλιστα μερικά και με οικεία ρούχα πάνω τους...
Η συγκλονιστική αυτή ταινία εξετάζει ταυτόχρονα τις δύο τόσο διαφορετικές, σε πρώτη ανάγνωση, ομάδες. Αυτή των αστρονόμων, που ψάχνουν τον ουρανό αναζητώντας κόσμους κι αυτή των γυναικών, που ψάχνουν τα έγκατα της γης αναζητώντας χαμένα αδέλφια, συζύγους, γιους... Με μια πρώτη ανάγνωση λοιπόν θα έλεγε κανείς ότι οι μεν μελετούν το μέλλον, οι δε το παρελθόν. Όχι ακριβώς. Ένας επιστήμονας, στην αρχή του φιλμ, κάνει μια καθοριστική γι' αυτό ανάλυση: Οι εικόνες που λαμβάνουμε από μακρινά άστρα, λόγω του ταξιδιού του φωτός στο αχανές διάστημα, δεν είναι καθόλου "εικόνες από το μέλλον μας". Κάθε άλλο. Τα άστρα μας δείχνουν ένα παλιό, ακόμα και αρχαίο πρόσωπο, ανάλογα με τα χρόνια που παίρνει στο φως που εκπέμπουν να φτάσει σ' εμάς. Να λοιπόν που και οι δύο ομάδες, αλλά κι αυτές των αρχαιολόγων ή των γεωλόγων, ουσιαστικά ασχολούνται με το παρελθόν!
Σας είπα λίγα για το concept της ταινίας. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Το φιλμ, εκτός από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις των γυναικών, των παλιών κρατούμενων που απελευθερώθηκαν μετά την πτώση της χούντας από το στρατόπεδο και των επιστημόνων, διαθέτει εξαιρετική σκηνοθεσία, εντυπωσιακή φωτογραφία και υπέροχες εικόνες (καμια σχέση με τις κουνημένες, μουντές εικόνες που ίσως έχουμε συνηθίσει σε ντοκιμαντέρ). Εικόνες που δείχνουν εναλλάξ ουράνια σώματα, όπως αυτά καταγράφονται από τα πανίσχυρα τηλεσκόπια, "εξωγήινες" εικόνες της φοβερής ερήμου και εικόνες του εγκαταλειμμένου σήμερα στρατοπέδου. Όλες δυνατές, συχνά πανέμορφες, μυστηριώδεις ή, απλά, γήινες και συγκλονιστικές. Το πέρασμα από την "επιστημονική φαντασία" στη ζοφερή γήινη πραγματικότητα είναι υποδειγματικό, η ζεύξη τους εξαιρετική.
 Όπως ξαναείπα, θεωρώ την ταινία και συγκλονιστική και πανέμορφη ταυτόχρονα. Την συνιστώ, ακόμα και σ' αυτούς που συνήθως βαριούνται τα ντοκιμαντέρ. Μάλλον, κυρίως σ' αυτούς!

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗ

O Eric Heyden είναι δημιουργός σπέσιαλ εφέ και έχει δουλέψει σε διάφορες υπερπαραγωγές που απαιτούν τέτοια (καθώς και πλήθη τεχνικών). Το 2012 γυρίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το "Astronaut : The Last Push", με ελάχιστα προφανώς χρήματα. Είναι μια ταινία που - το λέω από την αρχή - μπορεί να κουράσει πάρα πολούς (τους περισσότερους μάλλον), την οποία ωστόσο βρήκα ενδιαφέρουσα.
Δυο αστροναύτες στέλνονται στη μεγαλύτερη αποστολή που ανέλαβε ποτέ άνθρωπος στο διάστημα: Θα φτάσουν και θα μελετήσουν την Ευρώπη, ένα δορυφόρο του Δία, όπου υπάρχουν πιθανότητες ύπαρξης ζωής. Το ταξίδι θα διαρκέσει κάποια χρόνια, μέρος των οποίων οι αστροναύτες θα κοιμούνται. Από ένα τραγικό ατύχημα όμως ο ένας δεν θα ξυπνήσει ποτέ. Ο άλλος, που ξυπνά υποχρεωτικά, θα πρέπει να μείνει τρία ολόκληρα χρόνια ολομόναχος σε ένα μικρό χώρο μέχρι να μπορέσει - ματαιώνοντας την αρχική αποστολή - να επιστρέψει στη γη!
Ίσως καταλάβατε γιατί η ταινία μπορεί να κουράσει: Ολόκληρη σχεδόν είναι γυρισμένη στο μικρό χώρο στον οποίο είναι υποχρεωμένος να μένει ο επιζήσας (η τροφή του είναι εξασφαλισμένη) και ο ίδιος είναι ο μοναδικός ουσιαστικά χαρακτήρας του φιλμ. Μιάμιση ώρα με έναν άνθρωπο μόνο σε ένα μικρό δωμάτιο; Ακριβώς αυτό!
Βρισκόμαστε στην καρδιά αυτού που θα αποκαλούσαμε "ρεαλιστική επιστημονική φαντασία". Οι επιροές από το "Moon", αλλά και από την "Οδύσσεια του Διατήματος", είναι εμφανείς, όχι όμως και ενοχλητικές. Εδώ δεν υπάρχουν εφέ, εξωγήινα πλάσματα, φανταστικά περιβάλλοντα, μάχες με διαστημόπλοια. Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένας θάλαμος διαστημοπλοίου. Αυτό που καταγράφει η ταινία είναι οι αντιδράσεις ενός ανθρώπου σε απόλυτη απομόνωση, ενός ανθρώπου του οποίου η μόνη επαφή με οτιδήποτε άλλο είναι οι συνομιλίες του με τη γη μέσω της οθόνης του υπολογιστή. Και, αφού περάσει διάφορες φάσεις (που θα αγγίξουν, όπως είναι φυσικό, τα όρια της τρέλας), αυτό που θα δειχτεί περίτρανα έιναι η δύναμη και το μεγαλείο του ανθρώπου. Όχι με το χάπι εντ που ίσως υποθέτετε, αλλά με ένα μάλλον απρόβλεπτο φινάλε. Έτσι, παρά την εφιαλτική στην ουσία κατάσταση που περιγράφεται, η ταινία διαθέτει μια απρόσμενη ανθρωπιά και αποτελεί ύμνο στην ανθρώπινη δύναμη (ή μήπως στην ανθρώπινη τρέλα, η οποία όμως είναι η μυστική προϋπόθεση για κάθε μεγάλο ανθρώπινο επίτευγμα);
Προσωπική μου γνώμη είναι ότι το δύσκολο στοίχημα μάλλον πετυχαίνει. Η ταινία, παρά τις κουραστικές στιγμές της και τις αναπόφευκτες επαναλήψεις (επίτηδες, για να δειχτεί πειστικότερα η αβάσταχτη ρουτίνα), κατάφερε να με κρατήσει μέχρι τέλους. Σε κάποια σημεία βέβαια κουράστηκα κι εγώ, αλλά η γενική αίσθηση που μου άφησε ήταν θετική. Αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα "σοβαρής" απόλυτα low budget παραγωγής, που αποδεικνύει ότι τα λεφτά δεν είναι πάντοτε απαραίτητα για να κάνεις σινεμά. Έστω κι αν το σινεμά που αγαπάς είναι αυτό της ΕΦ!
Θα καταλάβω απόλυτα αν κάποιοι θεατές βαρεθούν. Εγώ πάντως μάλλον ανήκω στις εξαιρέσεις...

Ετικέτες ,

Σάββατο, Απριλίου 27, 2013

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΚΟΥΡΣΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα πρωτόγονα σε σχέση με τα σημερινά αυτοκίνητα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν και να αποτελούν αντικείμενο πόθου για τους ανθρώπους. Στις πρώιμες αυτές εποχές λοιπόν, ο μονίμως ατσαλάκωτος Great Leslie, ένας διάσημος πλέιμπόι ντυμένος πάντοτε με λευκό κοστούμι και ο σατανικός Professor Fate, με τον αχώριστο βοηθό του, άσπονδοι εχθροί από παλιά, ξεκινούν με τα σούπερ ντούπερ (για την εποχή πάντοτε) αυτοκίνητά τους μια κούρσα γύρω από τον κόσμο, με αφετηρία δηλαδή τη Νέα Υόρκη και τερματισμό το Παρίσι, μέσω βορά και Βερίγγειου πορθμού. Μαζί τους και άλλοι ανταγωνιστές με τα δικά τους αυτοκίνητα, ανάμεσα στους οποίους και μια γοητευτική δημοσιογράφος, πρώιμη φεμινίστρια.
 Όλα αυτά συμβαίνουν στη "Μεγάλη Κούρσα Γύρω από τον Κόσμο" (The Great Race), που γύρισε το 1965 ο Blake Edwards (1922-2010). Πρόκειται για μια κωμωδία, επιτυχία στην εποχή του, κάπως ξεπερασμένη κατά τη γνώμη μου σήμερα, που μπορεί να ειδωθεί με δύο τρόπους: Αν τη δει κανείς σαν μια κανονική κωμωδία μοιάζει αρκετά αφελής, σχηματική, γεμάτη από μονοδιάστατους χαρακτήρες: Από τη μία ο Λέσλι, πάντα άψογος, εκνευριστικά γοητευτικός και απίστευτα τυχερός, από την άλλη ο καθηγητής, πάντα οξύθυμος, έτοιμος να στήσει οποιαδήποτε σατανική πλεκτάνη προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του και να βλάψει τον μισητό αντίπαλό του. Η ταινία όμως έχει μια καλή δικαιολογία για όλα αυτά. Είναι ο άλλος τρόπος για να τη δει κανείς, όπως έλεγα πριν: Ο σκοπός του Edwards είναι ουσιαστικά ένα νοσταλγικό αφιέρωμα στις τρελές σλάπστικ βωβές κωμωδίες των αρχών του σινεμά. Όλα, μα όλα, παραπέμπουν εκεί. Άλλωστε στην αρχή της ταινίας (με τα ευφάνταστα credits) αναγράφεται ότι το φιλμ είναι αφιερωμένο στους Λόρελ και Χάρντι, τον Χοντρό και Λιγνό δηλαδή. Το ζευγάρι του "κακού" καθηγητή και του κοντού και γκαφατζή βοηθού του άλλωστε είναι σαφέστατες αναφορές στο διάσημο δίδυμο. Τόσο τα όσα τους συμβαίνουν όσο και αυτές καθεαυτές οι κινήσεις και οι εκφράσεις τους θυμίζουν εξαιρετικά το παλιότερο ντουέτο. Αλλά υπάρχουν και πλήθος άλλες καταστάσεις στο φιλμ με σαφείς παραπομπές: Από τα κυνηγητά των παλαιών αυτοκινήτων μέχρι τον θρυλικό τουρτοπόλεμο (λέγεται ότι είναι ο μεγαλύτερος που έλαβε ποτέ χώρα σε κινηματογραφική οθόνη) στο φανταστικό κράτος κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Σημειωτέον ότι όλα όσα γίνονται εκεί στο δεύτερο μέρος του φιλμ είναι από τα απολαυστικά κομάτια της ταινίας, και αποτελούν και σαφή παρωδία του "Αιχμάλωτου της Τζέντα". Εξ άλλου η ταινία υιοθετεί ένα εμφανέστατο καρτουνίστικο στιλ: Κανένας δεν πεθαίνει ό,τι και να του συμβεί. Οι ήρωες πέφτουν από μεγάλα ύψη και, όπως ακριβώς στα καρτούν, σηκώνονται απλώς λίγο ζαλισμένοι, βγαίνουν από εκρήξεις κατάμαυροι δίχως όμως τραύματα κλπ. Τέλος να σημειώσουμε το εξαιρετικό καστ: Τόνι Κέρτις, Νάταλι Γουντ και ο απολαυστικός Τζακ Λέμον (σε διπλό ρόλο, καθώς ερμηνεύει και έναν ηλίθιο πρίγκηπα) με τον Πίτερ Φολκ σαν γκαφατζή βοηθό.
Συνολικά λοιπόν νομίζω ότι το αρκετά παιδικό και ενίοτε "χοντρό" χιούμορ μπορούν να δικαιολογηθούν με το παραπάνω (δηλωμένο από τον δημιουργό) σκεπτικό, κάνοντας έτσι το φιλμ ένα από τα πρώτα "μεταμοντέρνα" (αφού διαρκώς αναφέρεται σε κάτι άλλο), σε μια εποχή που μάλλον δεν υπήρχε καν ο όρος. Πέραν αυτής της νοσταλγικής διάστασης πάντως, όπως είπα και στην αρχή, νομίζω ότι σήμερα κυρίως παιδιά θα μπορούσαν να το απολαύσουν, παρά τις αρκετές θεαματικές σκηνές και τη διαρκή εναλλαγή των τοπίων και των ειδών (γουέστερν, μιούζικαλ, αισθηματική κομεντί κλπ.). Οι μεγάλοι ίσως γοητευτούν από τις αναφορές, μάλλον όμως θα βρουν κάπως "ντεμοντέ" το όλο κλίμα και το είδος του χιούμορ. Κρατά άλλωστε και κοντά διόμιση ώρες...
ΥΓ: Λίγο μετά, μεταξύ 1968-1970, γυρίστηκε και μια σειρά κινουμένων σχεδίων βασισμένη χαλαρά στο concept της ταινίας, από τους Hanna - Barbera όμως, που δεν είχαν σχέση με τους αρχικούς δημιουργούς. Θυμάμαι ότι σαν παιδί είχα δει με απόλαυση κάποια επεισόδια, τότε όμως δεν είχα ιδέα πού βασίζονταν.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Απριλίου 25, 2013

ΠΕΡΙ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ... ΜΙΛΚ ΣΕΪΚ

O Armen Evrensel (δεν έχω ιδέα τι καταγωγής μπορεί είναι αυτό το όνομα) γυρίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του το 2012 με τίλο... "Space Milkshake". Όπως μάλλον καταλαβαίνετε, πρόκειται για μια απόλυτα συνειδητή παρωδία ταινιών επιστημονικής φαντασίας.
Το σκάφος του φιλμ δεν πραγματοποιεί καμιά απολύτως ηρωική αποστολή, κάθε άλλο μάλιστα. Είναι απλούστατα μια... διαστημική σκουπιδιάρα, που περιφέρεται γύρω απο τη γη μαζεύοντας διαστημικά σκουπίδια που ολοένα και αυξάνονται. Το πλήρωμα είναι τετραμελές (δυο άντρες, δυο γυναίκες), ο ένας είναι νεοφερμένος και αντιμετωπίζεται από τους άλλους με περιφρονηση και ως παιδί για όλες τις δουλειές, ο καπετάνιος έχει ερωτικά προβλήματα με μια από τις κοπέλες και όλα κυλάνε απόλυτα ρουτινιάρικα, ώσπου δέχονται μια διαστημική είσβολή. Το πλάσμα που εισχωρεί, άγνωστο πώς, στο σκάφος τους είναι ένα... πλαστικό παπάκι μπάνιου, που μάλιστα όταν το ζουλάς κάνει πίου πίου! Κι όμως. Πρόκειται για αληθινή απείλή!
Η ταινία παρωδεί με αρκετά αστείο τρόπο μια σειρά από κλισέ της επιστημονικής φαντασίας, αλλά και σατιρίζει πολύ συγκεκριμένες ταινίες του είδους, με σαφέστερες αναφορές στο πρώτο "Άλιεν" και στην "Οδύσσεια του Διαστήματαος". Το όλο φιλμ θυμίζει αρκετά, τόσο σαν κλίμα όσο και σαν στόρι, την πρώτη ταινία του Τζον Κάρπεντερ, το "Dark Star". Φυσικά από ένα σημείο και πέρα μετατρέπεται σε κλειστοφοβικό θρίλερ, αλλά πάντοτε με πολύ χιούμορ και πλάκες, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο πετυχημένες. Για μένα πάντως όλα τα λεφτά είναι ο ρόλος και η προσωπκότητα του κυβερνήτη, που ερμηνεύεται από τον Billy Boyd (έναν από τους πρωταγωνιστές - χόμπιτ στο "Lord of the Rings"). Ζοχάδας, ανασφαλής, μάλλον βλάκας, καταπιεστικός όπου τον παίρνει και με άνευ λόγου κατάχρηση εξουσίας, αποτέλεσε διαρκή πηγή γέλιου κατά τη διάρκεια του φιλμ. Αλλά και με τις εν γένει (επίτηδες) τραβηγμένες απο τα μαλλιά καταστάσεις διασκέδασα αρκετά, καθώς και με μερικές ιδιαίτερες ατάκες ("έχω πονοκέφαλο σε όλο μου το σώμα").
Σε γενικές γραμμές, και, προφανώς, δίχως να είναι και τίποτα σπουδαίο, η low budget καναδέζικη αυτή ταινιούλα με έκανε να περάσω δυο ευχάριστες ώρες και να "παίξω" με τα κλισέ του είδους. Φυσικά πολύ περισσότερο νόημα έχει όταν το φιλμ αυτό παρακολουθείται από θεατές που γνωρίζουν το είδος και ξέρουν τα στάνταρ του, αλλά και τις συγκεκριμένες ταινίες στις οποίες αναφέρεται. Αλλιώς ένα μεγάλο μέρος της πλάκας χάνεται.
Πάντως πρόκειται για μια από τις περιπτώσεις που διαφωνώ με την πολύ χαμηλή βαθμολογία που δίνουν οι θεατές του IMDB. Το βρήκα πιο διασκεδαστικό, φαίνεται, από τον μέσο όρο. Και πέρασα καλά, δίχως, τονίζω και πάλι, να πρόκειται για κάτι πολύ σπουδαίο. Και, στο κάτω - κάτω, μ' αρέσει να παρωδούνται "ιερά τέρατα" ενός συγκεκριμένου χώρου, άσχετα αν τα συγκεκριμένα "ιερά τέρατα" συγκαταλέγονται στα αγαπημένα μου φιλμ. Νομίζω ότι πρόκειται για απελευθερωτική "ασέβεια".

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Απριλίου 22, 2013

ΧΙΟΝΑΤΗ Α ΛΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ

Να λοιπόν που ξαφνικά οι... βωβές ταινίες έγιναν μόδα. Το δρόμο άνοιξε το υπερεπιτυχημένο "The Artist" για να πάρουν τη σκυτάλη και άλλα φιλμ, ευτυχώς με εντελώς διαφορετική προσέγγιση, αισθητική και "υπόθεση". Ο ισπανός (νομίζω βάσκος, για να είμαι ακριβέστερος) Pablo Berger λοιπόν καταπιάνεται εν έτει 2012 με τον πασίγνωστο μύθο της Χιονάτης και των 7 Νάνων (άλλη μόδα κι αυτή μετά το 2010) και κάνει την "Blancanieves" (Χιονάτη). Την οποία αλλάζει με πολλούς και δημιουργικούς τρόπους, ενώ ταυτόχρονα, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, παραμένει πιστότατος στον αρχικό μύθο.
Κατ' αρχήν μεταφέρει την ιστορία στη δεκαετία του 20. Αυτό του δίνει την αφορμή για μια βουβή και ασπρόμαυρη ταινία. Δεύτερον αφαιρεί το "μαγικό", το φανταστικό στοιχείο, κάνοντάς την ρεαλιστική (όσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια τέτοια ιστορία). Πάντως η "μαγική" διάσταση δεν υπάρχει. Και, τρίτον, την μεταφέρει στην Ισπανία, και μάλιστα στην όμορφη Σεβίλη.
Ο μύθος λοιπόν ανανεώνεται, διασκευάζεται ριζικά και με φαντασία. Η μητέρα της Χιονάτης πεθαίνει στη γέννα, ο πατέρας, διάσημος ταυρομάχος, μένει ανάπηρος, οπότε η δεύτερη "κακιά" σύζυγός του βρίσκει την ευκαιρία να απομονώσει πλήρως τη μικρη Χιονάτη και, όταν αυτή πάει να κατοικήσει μαζί τους, να τη βασανίζει και να αποκρύπτει την ύπαρξή της από τον ανήμπορο πατέρα. Όσο για τους νάνους, είναι όντως επτά νάνοι, οι οποίοι είναι υποτίθεται διάσημοι στην Ισπανία καθώς περιφέρονται σ' αυτήν κάνοντας μια πλούσια παράσταση - παρωδία ταυρομαχίας. Και υπάρχουν φυσικά και πολλές άλλες έξυπνες παραλλαγές, ώστε τίποτα ουσιαστικά από την πρωτότυπη ιστορία να μην πάει χαμένο, τίποτα να μιην παραλειφτεί.
Η ιστορία λοιπόν μεταμορφώνεται έξυπνα σε δράμα, το οποίο διαθέτει και ρομαντισμό, πάθος και έρωτα, συγκίνηση, αλλά και έντονο σασπένς, που συχνά προκαλεί αγωνία στον θεατή. Σε κάποιες στιγμές μάλιστα ο σκηνοθέτης διαπραγματεύετει το φιλμ σαν ταινία τρόμου. Όσο για τον πρίγκηπα, μην τον περιμένετε σε λευκό άλογο. Ο πρίγκηπας ζει ανάμεσά μας και είναι κοινός θνητός. Διαθέτει επίσης (το φιλμ, όχι ο πρίγκηπας) και όμορφη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, είναι διαρκώς πλημμυρισμένο από πολύ καλή, ισπανικού κλίματος επίσης, μουσική (θα με ενδιέφερε να έχω το σάουντρακ) και, βεβαίως όλο το φολκλόρ (με καλή έννοια το λέω) της Ισπανίας, τουτέστιν ταυρομαχίες, φλαμένκο, αρένες κλπ. Μιλά επίσης για θέματα όπως η ζήλεια, η εκδίκηση, η ματαιοδοξία, πάνω απ' όλα όμως μιλά για τη δύναμη του θεάματος (άρα και του σινεμά του ίδιου): Οι ταυρομαχία, το φλαμένκο σαν χορός και παράσταση, το τσίρκο είναι πανταχού παρόντα και κινούν τα νήματα της ιστορίας.
Άφησα τελευταίες τις πάμπολλες κινηματογραφικές αναφορές: Από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στα "Freaks" του Μπράουνινγκ και από "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων" στα ασπρόμαυρα χιτσκοκικά θρίλερ και τα παλιά χολιγουντιανά μελό, όλα βρίσκονται εδώ. Και μάλιστα με ωραία φωτογραφία και ευφάνταστη σκηνοθετική προσέγγιση. Αν προσθέσετε και το εξ ορισμού αξιοπερίεργο μια βουβής ταινίας το 2012, το όλο πράγμα είναι και ενδιαφέρον και, τουλάχιστον εμένα, με κράτησε από την αρχή ως το τέλος. Παραμύθι μεν, αλλά ενήλικο και με κάμποσα επίπεδα. Το συνιστώ.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Απριλίου 19, 2013

ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΗ "SIESTA"

H Mary Lambert έχει γυρίσει κυρίως βιντεοκλίπ (μεταξύ των οποίων και πολλά της Madonna στα 80ς και 90ς) και τηλεταινίες. Έχει κάνει όμως και σχετικά λίγο σινεμά. Η πρώτη ταινία της το 1987 ήταν η "Siesta", ένα παράξενο φιλμ, που προσωπικά μάλλον μου αρέσει (αν και, όπως έχω καταλάβει, είμαι πιθανόν από τους λίγους).
Μια αμερικάνα ξυπνά σε πολύ άσχημη κατάσταση στο πλάι ενός χωματόδρομου στην Ισπανία, με τον μεσημεριανό ήλιο να καίει. Δεν θυμάται τίποτα. Αρχίζει λοιπόν να περιπλανιέται στην περιοχή και στις κοντινές μικρές πόλεις, σε μια από τις οποίες ζει ο πρώην εραστής της, ενώ σκηνές από το παρελθόν της στην Αμερική εμφανίζονται συχνά σαν φλας μπακ. Στην Ισπανία πάντως θα συναντήσει μια ομάδα από παράξενους, εκκεντρικούς ανθρώπους... και όλα θα γίνουν σχεδόν παραισθητικά.
Η "Siesta" κινείται στο χώρο του φανταστικού, αφήνει πιθανόν κάμποσες απορίες στο θεατή και διαθέτει ένα παράδοξο, σχεδόν σουρεαλιστικό κλίμα. Παλλινδρομεί διαρκώς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, τη μνήμη και τη λήθη, την πραγματικότητα και την παραίσθηση. Αυτό που κυριαρχεί όμως πάνω απ' όλα είναι ένας έντονος ερωτισμός, διάχυτος θαρείς στην ατμόσφαιρα. Μια ατμόσφαιρα που είναι κυρίως μεσημεριανή, ζεστή, ιδρωμένη και όχι νυχτερινή, όπως θα φανταζόταν κανείς ότι ταιριάζει σε ένα φιλμ με ερωτισμό και φανταστικά στοιχεία. Το ερωτικό πάθος είναι πανταχού παρόν σχεδόν σε κάθε σκηνή. Άλλωστε, όπως ανακαλύπτουμε διαρκώς, η αμνησιακή ηρωίδα κινείται ουσιαστικά και δρα με βάση το πάθος αυτό, όλες της οι πράξεις έχουν σαν επίκεντρο τον εραστή που άφησε κάπου στην Ισπανία. Ταυτόχρονα το φιλμ γίνεται συχνά αγχωτικό, καθώς όλοι μας (μαζί με την ηρωίδα βεβαίως) πασχίζουμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, πώς συνδέονται όλα αυτά τα πρόσωπα, αν υπάρχει χρόνος...
Η ταινία ανήκει σ'  αυτές που κυρίως με γοήτευσαν για τη συνολική τους ατμόσφαιρα (διότι σε όλα τα υπόλοιπα μπορεί κανείς να έχει αρκετές αντιρρήσεις). Βρήκα δηλαδή γοητευτικό αυτόν τον συνδυασμού ερωτισμού και μυστηρίου, αυτό το παραισθητικά ερωτικό κλίμα. Στο τέλος τη λύση μοπορεί να την έχουμε ξαναδεί. Αλλά μέχρι τότε το παράδοξο παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο. Μαζί με το ξερό, έρημο σχεδόν, λουσμένο σε έναν άγριο και καυτό ήλιο ισπανικό τοπίο. Επιπλέον διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ με επικεφαλής την Έλεν Μπάρκιν σε έναν ιδιαίτερα αισθησιακό ρόλο (και με αρκετές γυμνές εμφανίσεις): Μετρείστε: Γκάμπριελ Μπερν, Τζούλιαν Σαντς, Ισαβέλα Ροσελίνι, Μάρτιν Σιν, Γκρέις Τζόουνς, Τζόντι Φόστερ!
Επιτρέψτε μου λοιπόν να βρίσκω γοητευτικό το παράξενο αυτό φιλμ και να αφήνομαι στο αγχωτικό και μυστηριώδες κλίμα του. Αν δεν σας τραβήξει πάντως θα το καταλάβω.
ΥΓ: Η Lambert έκανε στη συνέχεια την τρόμου "Pet Cemetary" βασισμένη σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ και λίγες άλλες, άγνωστες σε μένα ταινίες. Ίσως θα άξιζε να τους ρίξω μια ματιά...

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Απριλίου 18, 2013

"ΤΟ ΣΩΜΑ" : ΟΤΑΝ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΑ "ΒΙΠΕΡ ΝΟΡΑ"

Και όμως! Ο Andrew Niccol παραμένει ο άνθρωπος που γύρισε το "Gattaca", μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας, το 1997! Εν έτει 2013 όμως γυρίζει το τραγικό "The Host" ("Το Σώμα" στα ελληνικά) και... φοβάμαι ότι αγγίζει τον πάτο. Αναμενόμενο ήταν βέβαια, αφού βασίζεται (και είναι πιστή απόδοση, όπως μαθαίνω) μυθιστορήματος της Stephenie Meyer, της συγγραφέα των ατελείωτων "Twilight". Και εδώ λοιπόν οι δακρύβρεκτοι έρωτες και τα εφηβικής φύσης διλήμματα κυριαρχούν. Μα πάνω απ' όλα κυριαρχεί το χιλοφορεμένο (και ψευδές, πολύ φοβάμαι) "η αγάπη όλα τα νικά".
Η γη λοιπόν έχει καταληφτεί από εξωγήινους εισβολείς. Κάποια μικρά, αραχνοειδή, φωτεινά πλάσματα (σχεδόν άϋλα, σα να αποτελούνται μόνο από ακτίνες φωτός), τα οποία μπαίνουν στον ανθρώπινο ξενιστή τους, οικειοποιούνται τις αναμνήσεις του και παραμερίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητά του. Τώρα βέβαια η εισβολή αυτή είναι ειρηνική, τα πλάσματα είναι μη βίαια και επιβάλλουν ειρήνη στον πλανήτη, λύνουν το οικολογικό πρόβλημα και δημιουργούν μια ιδανική κοινωνία (με υποδουλωμένους ανθρώπους πάντως). Κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι όμως παραμένουν ελεύθεροι και αντιστέκονται. Μια κοπέλα απ' αυτούς αποκαλύπτεται και συλλαμβάνεται από τους εισβολείς και καταλαμβάνεται κι αυτή από μια "Ψυχή", όπως αποκαλούνται οι τελευταίοι. Διατηρεί όμως ανέπαφη την ανθρώπθινη προσωπικότητά της, έρχεται σε επαφή με την εισβολέα, που αποδεικνύεται "καλών προθέσεων" (όπως και όλοι οι εξωγήινοι), τα βρίσκουν, αλλά... συγκρούονται στον ερωτικό τομέα, αφού η κοπέλα έχει το αγόρι της ενώ η "Ψυχή" ερωτεύεται ένα φίλο του. Και από εκεί αρχίζει ένα νερόβραστο ερωτικό... τετράγωνο (δυο άντρες, μια κοπέλα και μια αθέατη εξωγήινη). Τώρα γιατί και πώς ένα μικρό αραχνοειδές πλάσμα από φως ερωτεύεται έναν μαντράχαλο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το πράγμα είναι τόσο γελοίο όσο ακούγεται. Από ένα σημείο και πέρα μάλιστα αναλώνεται σχεδόν αποκλειστικά στα ερωτικά ζητήματα (θα επικρατήσει ο έρωτας της παραμερισμένης ανθρώπινης προσωπικότητας ή αυτός της ακούσιας "φιλοξενούμενης";) Οι διάλογοι Ψυχής - κοπέλας είναι ανυπόφοροι (ακούμε διαρκώς τη φωνή της κοπέλας off) και, σα να μην έφταναν όλα αυτά, βρίσκω τη σκηνοθεσία άνευρη, δίχως την παραμικρή ατμόσφαιρα και με ελάχιστο σασπένς. Δεν υπάρχει ούτε καν θέαμα. Εξ άλλου τα πάντα είναι απόλυτα προβλέψιμα, το συγκινητικό χάπι εντ δεν αντέχεται και ο θρίαμβος της - χριστιανικής φύσης - αγάπης που νικά τα πάντα τόσο απόλυτος όσο απίθανος (δυστυχώς ξαναλέω) είναι στον αληθινό κόσμο. Για να το πω δηλαδή καθαρά, σπάνια έχω βαρεθεί τόσο σε ταινία. Όσο για τον Ουίλιαμ Χαρτ, μάλλον μάταια προσπαθεί να περισώσει κάτι.
Δεν ξερω αν το φιλμ μπορεί να συγκινήσει 14χρονους ρομαντικούς έφηβους (προσοχή, πρεπει απαραίτητα να είναι και ρομαντικοί, το "έφηβοι" μόνο δεν αρκεί). Δύσκολα όμως θα καταφέρει να συγκινήσει στοιχειωδώς σκεπτόμενους ενήλικες. Και δεν νομίζω ότι θα φταίω εγώ αν κατατάξω την ταινία στις δέκα χειρότερες επιστημονικής φαντασίας των πολλών τελευταίων ετών...

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Απριλίου 15, 2013

STOKER: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ

Ανήκω στους θαυμαστές του σκοτεινού κορεάτη Chan-wook Park (θυμηθείτε το "Old Boy" ή την "Δίψα"). Για πρώτη φορά το 2013 ο απωανατολίτης δημιουργός πηγαίνει στην Αμερική και, έχοντας μάλιστα στο καστ του ολόκληρη Νικόλ Κίντμαν, γυρίζει το "Stoker", την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του.
Πρόκειται βέβαια για θρίλερ. Αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα / συζύγου σε αυτοκινητικό δυστύχημα, στο πλούσιο σπίτι όπου μένουν η χήρα και η έφηβη κόρη της, εμφανίζεται ο θείος (αδελφός του νεκρού), για τον οποίο οι γυναίκες είχαν ακούσει, αλλά δεν είχαν συναντήσει ποτέ. Γοητευτικός, μυστηριώδης, θα αρχίσει ένα παιχνίδι γοητείας και αποπλάνησης με αμφότερες (η μητέρα είναι ασταθής ψυχολογικά και στα όρια του αλκοολισμού). Σύντομα τα πράγματα θα αποκαλύψουν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο απ' αυτό που βλέπουμε σε πρώτο επίπεδο και έτσι θα ξεκινήσει ένα παιχνίδι αποκαλύψεων, που σχετίζεται με ένα εφιαλτικό παρελθόν.
Σκοτεινή ταινία, με διάχυτο ερωτισμό, φλερτάρει με το φιλμ τρόμου, αλλά διαθέτει και μαύρο χιούμορ. Η μυστηριώδης ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο σκηνοθέτης, δίχως να μπαίνει εμφανώς στο χώρο του φανταστικού, παίζει μ' αυτό, δημιουργεί ένα σχεδόν μεταφυσικό κλίμα και είναι σίγουρα υποβλητική. Αλοίμονο άλλωστε. Μιλάμε για έναν δεξιοτέχνη του είδους! Αυτό που εντυπωσιάζει γενικότερα είναι το σκηνοθετικό μέρος (υπερσκηνοθετημένο το χαρακτήρισαν κάποιοι κριτικοί, προσωπικά πάντως το βρήκα γοητευτικό). Βρήκα επίσης ενδιαφέρουσα την όλη, μοναχική και κλειστή προσωπικότητα της μικρής, τη δύσκολη ενηλικίωση (άλλωστε στις αντιδράσεις της συμβάλλει και η εφηβεία), το ερωτικό της ξύπνημα και την προσχώρησή της στο κακό.
Συνολικά ωστόσο η ταινία μου αρέσει λιγότερο από τις κορεάτικες του Παρκ. Οι λόγοι είναι καθαρά σεναριακοί. Ενώ διατηρεί το εξαιρετικό του σκηνοθετικό στιλ, θα έλεγε κανείς ότι πηγαίνοντας στην Αμερική ο βιρτουόζος σκηνοθέτης χάνει τη σεναριακή του πρωτοτυπία, κάνει κάποιες παραχωρήσεις και, τελικά, γυρίζει ένα σκοτεινό θρίλερ ανατροπών, το οποίο βρίσκω μεν ενδιαφέρον, αλλά (σεναριακά πάντοτε) το έχουμε ξαναδεί στο αμερικάνικο σινεμά κάμποσες φορές. Είναι, τέλος πάντων, αυτό που περιμένει κανείς από ένα θρίλερ - συν την εντυπωσιακή σκηνοθεσία. Για μια φορά λοιπόν ακόμα επαληθεύεται μια παράδοση που θέλει πρωτότυπους ξένους σκηνοθέτες που φτάνουν στο Χόλιγουντ να "αφομοιώνονται" απ' αυτό (εντάξει, όχι απόλυτα, είπαμε ότι βρήκα τη σκηνοθεσία πολύ ιδιαίτερη, αλλά οι προηγούμενες ταινίες του διέθεταν και κάτι άλλο, μια τρέλα, μια παράνοια που εδώ απουσιάζει).
Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια του ξεχωριστού αυτού δημιουργού. Κορεάτικη ή αμερικάνικη άραγε; Δεν σας κρύβω ότι θα προτιμούσα την πρώτη πιθανότητα.
ΥΓ: Ο τίτλος Stoker, που είναι το όνομα της οικογένειας, παραπέμπει βέβαια στον συγγραφέα του "Δράκουλα" Bram Stoker. Γιατί όμως; Ομολογώ ότι δεν βρήκα καμιά σχέση ή υπαινιγμό.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Απριλίου 14, 2013

EIJANAIKA : ΠΛΗΘΩΡΙΚΟ ΚΑΙ ΧΑΩΔΕΣ

Δεν ξέρω πόσοι από εσάς είστε συνηθισμένοι στο σινεμά του Shohei Imamura (1926-2000). Είναι ένα σινεμά πληθωρικό, μερικές φορές χαώδες, που αποτελείται από ταινίες συνήθως μεγάλης διάρκειας και ταυτόχρονα ιδιαίτερα τολμηρό για τα δεδομένα της Ιαπωνίας. Ο Imamura δεν είναι ο τιμητής της ηρωικής Ιαπωνίας του παρελθόντος, των σαμουράι και των κωδίκων τιμής τους, αλλά ούτε και της σύγχρονης Ιαπωνίας του οικονομικού θαύματος. Προτιμά να φέρνει στο φως τις σκοτεινές πλευρές της, τα αρνητικά της στοιχεία, να σαρκάζει τις γιαπωνέζικες ιδιαιτερότητες και την βαθύτατη και αυστηρότατη ταξική της δομή.
Το "Eijanaika" του 1981 μας μεταφέρει στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια ταραγμένη για τη χώρα περίοδο. Ωστόσο δεν επικεντρώνει την προσοχή του στην εξουσία, αλλά στις επιπτώσεις των όσων συμβαίνουν στο λαό, στους φτωχούς (λούμπεν μάλλον) ανθρώπους. Παρακολουθεί τη ζωή του ήρωα του φιλμ, την ακούσια εμπλοκή του σε πόλεμο, την επιστροφή του στο χωριό, όπου μαθαίνει ότι η γυναίκα του έχει πουληθεί σαν πόρνη (μια "ευγενής" συνήθεια των Ιαπώνων που συνεχίστηκε μέχρι  τα μέσα του 20ού αιώνα), τα προβλήματά του με τις αρχές και τελικά την εγκατάστασή του σε μεγάλη πόλη, όπου ζει βοηθώντας σε ένα πορνείο (η πορνεία και οι διάφορες πτυχές της είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στο σινεμά του). Βασικό φόντο όλων αυτών είναι η κοινωνική αδικία, με διάφορες μορφές, πλην όμως πανταχού παρούσα. Η ζωή των φτωχών στρωμάτων, από την άλλη, δεν ωραιοποιείται, αλλά παρουσιάζεται κι αυτή βρώμικη, σκληρή, καθόλου ρομαντική, όπως, φαντάζομαι, ότι όντως ήταν.
Μη φανταστείτε πάντως σοσιαλιστικούς ρεαλισμούς και άλλα τέτοια. Το σινεμά του Imamura (το είπαμε) βρίσκεται σχεδόν στον αντίποδα. Ο όρος "πληθωρικό", που χρησιμοποίησα στην αρχή, είναι νομίζω ο πιο αντιπροσωπευτικός. Όλα στο φιλμ είναι κάπως υπερβολικά, "φωνακλάδικα", χαώδη και συχνά γκροτέσκα. Κατ' αρχήν (για να πάρουμε τη λέξη "φωνακλάδικα" κυριολεκτικά) πρέπει να συνηθίσετε στον ήχο μιας ιδιαίτερα θορυβώδους ταινίας. Όλοι οι ήχοι είναι δυνατοί, η μουσική το ίδιο, οι ήρωες μοιάζουν να φωνάζουν. Η έννοια του χαμηλότονου δεν υπάρχει στην ταινία. Αντίθετα τα στοιχεία του χειμμαρώδους, του γκροτέσκου, του χαώδους, του μαύρου χιούμορ κυριαρχούν πέρα ως πέρα. Η ζωή του ήρωα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και είναι έρμαιο στις ίντριγκες και τις αποφάσεις υψηλότερων κοινωνικά ανθρώπων, είναι δοσμένη με αυτούς τους υψηλούς τόνους. Τελικά, μαζί με άλλους φουκαράδες, λούμπεν σχεδόν, θα κάνουν την παράδοξη, παράξενη κι αυτή σαν όλα στην ταινία, επανάστασή τους δίχως στόχο σχεδόν, μια επανάσταση αυθόρμητη και, φοβάμαι, καταδικασμένη.
Αυτό που κυρίως μένει από το φιλμ είναι η πολύ δυνατή και πολύ μεγάλη σε διάρκεια τελική σκηνή. Καρναβαλική, διονυσιακή, χαώδης, πολυπληθής, περισσότερο ξέσπασμα σε πανηγύρι και γιορτή παρά αληθινή επανάσταση με πολιτικούς όρους, εικονογραφεί αξέχαστα την αυθόρμητη, άναρχη, διχως σχέδιο εξέγερση των χαμηλότερων στρωμάτων που επιχειρούν να μπουν (πανηγυρίζοντας και χορεύοντας) στην "καθώς πρέπει" πόλη διασχίζοντας την απαγορευμένη γι' αυτούς γέφυρα που χωρίζει τους δύο κόσμους. Η σκηνή συγκλονίζει πραγματικά με την τραγική της κατάληξη. Τα πλήθη ξεχύνονται τραγουδώντας, ουρλιάζοντας την ιαχή "Eijanaika", που σημαίνει "γιατί όχι;" και όσα ακολουθούν ανήκουν στις πολύ δυνατές σκηνές του σινεμά.
Η ταινία, με τη μεγάλη της διάρκεια και τον θορυβώδικο, γκροτέσκο της τονο, ίσως παρακολουθείται δύσκολα από όσους δεν είναι συνηθισμένοι στο γιαπωνέζικο σινεμά (και σ' αυτό του Imamura ιδιαίτερα). Νομίζω όμως ότι αξίζει τον κόπο για κάτι διαφορετικό.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

Ο ΤΖΑΚ, ΤΑ ΦΑΣΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΦΕ

"Ο Τζακ και η Φασολιά" είναι βέβαια ένα πολύ γνωστό παραμύθι. Το "Τζακ ο φονιάς των Γιγάντων" πάλι είναι ένα μάλλον λιγότερο γνωστό βρετανικό παραμύθι. Οι υπέυθυνοι της ταινίας λοιπόν "πάντρεψαν" τα δύο παραμύθια και δημιούργησαν το υβρίδιο "Τζακ ο Κυνηγός Γιγάντων" (Jack the Giant Slayer) το 2013. Σκηνοθετης ο γνωστός μας Bryan Singer. Δημιουργός αρχικά του θαυμάσιου "Συνήθεις Ύποπτοι", απομακρύνθηκε αμέσως από το στιλ της πρώτης αυτής ταινίας του, μπήκε για τα καλά στο Χόλιγουντ και έκτοτε υπογράφει κυρίως μπλγκμπάστερ. Βρίσκω τα X-Men του συμπαθητικά, φοβάμαι όμως ότι ποτέ δεν θα με εντυπωσιάσει ξανά όπως έκανε με την πρώτη του ταινία.
Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με κλασικό παραμύθι. Μάλλον για μεγάλους βέβαια, αφού και κάμποση βία έχει και τις τρομαχτικές μορφές των γιγάντων που θα στείλουν τα παιδάκια κατευθείαν στην αγκαλιά της αϋπνίας. Τα μαγικά φασόλια που βρίσκει το αγροτόπαιδο Τζακ φτιάχνουν βεβαίως την θρυλική φασολιά που φτάνει μέχρι τον ουρανό, αυτή όμως αποτελεί την μοιραία γέφυρα για να κατέβουν στη γη οι προαιώνιοι εχθροί των ανθρώπων, οι φριχτοί γίγαντες, με καταστροφικές συνέπειες. Και έτσι οι μάχες ξεκινούν. Και βέβαια και τα ηρωικά κατορθώματα και το απαραίτητο και βασικό για τον μύθο ρομαντικό στοιχείο και ο απαγορευμένος έρωτας πριγκήπισας - αγροτόπαιδου και όλα τα σχετικά.
Η ταινία είναι σίγουρα θεαματική. Άλλωστε στο θέαμα κυρίως, μέσω εντυπωσιακών εφέ, ποντάρει για να προσελκύσει θεατές. Οι φασολιές που ανεβαίνουν στον ουρανό, οι τρομακτικοί γίγαντες και η εντυπωσιακή σε τοπία χώρα τους, οι μάχες... Επίσης μάλλον δεν υπάρχουν κοιλιές, οπότε το φιλμ κυλά με δίχως να κάνει τον θεατή να βαρεθεί (όχι εμένα τουλάχιστον), αλλά και δίχως να διαθέτει ιδιαίτερο νεύρο. Από την άλλη όμως δεν κάνει καμιά προσπάθεια να αποφύγει πάμπολλα κλισέ του είδους (και όχι μόνο). Επίπεδοι, μάλλον μονοδιάστατοι χαρακτήρες (ιδιαίτερα ο κακός), απόλυτα προβλέψιμο τέλος, ο κλασικός έρωτας-με-την-πρώτη-ματιά, το επίσης κλασικό ξεπέρασμα των ανισοτήτων και των απαγορεύσεων στο αισθηματικό μέρος, αποτελούν μερικά μόνο από αυτά. Συν τις χιλιοειδωμένες σε κάθε λογής περιπετειώδεις ταινίες απιθανότητες (για εκατομμυριοστή φορά κάποιος θα πέσει από γκρεμό και θα πιαστεί την τελευταία στιγμή από το χέρι κάποιου σωτήρα ή από μια ανθυποσχισμή του βράχου, από την οποία θα κρατηθεί βεβαίως παρά τη φόρα που έχει, πράγμα που προφανώς δεν γίνεται, για να αναφέρουμε έτσι στην τύχη ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιημένα).
 Τέλος πάντων, νομίζω ότι συνολικά η μαγεία του παραμυθιού μάλλον λείπει. Αν ωστόσο αρκείστε στο φαντασμαγορικό θέαμα και τα εντυπωσιακά εφέ μπορούν να σας κρατήσουν από μόνα τους, τότε νομίζω ότι θα ευχαριστηθέίτε την ταινία. Όπως ξαναείπα σε αρκετά σημεία είναι εντυπωσιακή οπτικά. Μέχρις εκεί όμως. Προσωπικά έχω προ πολλού πάψει να ικανοποιούμαι από τέτοια στοιχεία και μόνο. Χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι έπληξα βλέποντάς την. Απλώς δεν πρόσθεσα και τίποτα σπουδαίο στην κινηματογραφική μου παιδεία...

Ετικέτες ,

Κυριακή, Απριλίου 07, 2013

SFF-RATED 2013 (Ή ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ)

Ο χρόνος πέρασε και ήρθε πάλι ο καιρός για το Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας 2013 (το γνωστό SF-Rated). Από την Τετάρτη 10 Απριλίου (με avant-premiere παρακαλώ). Όπως κάθε χρόνο στον φιλικότατο και συμπαθέστατο Μικρόκοσμο, στη Συγγρού, όπως κάθε χρόνο με πλήθος μικρού μήκους ταινιών που δεν πρόκειται να δειτε πουθενά αλλού και με καμιά δεκαριά μεγάλου μήκους, οι περισσοτερες από τις οποίες δεν θα παιχτούν στα ελληνικά σινεμά. Όσοι πιστοί προσέλθετε (αλλά και οι άπιστοι γίνονται δεκτοί). Καλές ταινίες, σύντροφοι! Θα είμαστε εκεί.
Ακολουθεί το πρόγραμμα:





 

Σάββατο, Απριλίου 06, 2013

ΒΟΥΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΦΕΛΙΝΙΚΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ

Ένα παιδί πηγαίνει στο σχολείο μέσα από ένα δάσος, ενώ γύρω του απλώνεται πυκνή ομίχλη. Όταν αυτή διαλύετει σε ένα σημείο, προβάλει ένα τεράστιο ζώο, βουβάλι μάλλον. Αλήθεια ή παραίσθηση; Ντάλα μεσημέρι σε μια ιταλική εξοχή. Πάνω σε ένα μοναχικό, πανύψηλο δέντρο, ένας ψιλόλιγνος άντρας φωνάζει: "Θέλω γυναίκα!". Ένα υπαίθριο γλέντι γάμου σε μια παραλία. Λίγο πιο πέρα από το μακρύ τραπέζι ένας τυφλός ακορντεονίστας παίζει την υπέροχη μουσική του. Ένα πελώριο, ολόφωτο υπερωκεάνειο εμφανίζεται ξαφνικά ανάμεσα σε πέπλα ομίχλης, γεμίζοντας ενθουσιασμό τους κατοίκους της πόλης που έχουν ανοιχτεί μέσα σε βάρκες για να θαυμάσουν το νυχτερινό του πέρασμα.
Πρόκειται βέβαια για ελάχιστες μόνο από τις μαγικές σκηνές που συνθέτουν το "Amarcord" που γύρισε το 1973 ο μεγάλος Federico Fellini. Μια ταινία μαγική, παραισθητική, γλυκόπικρη και κωμική ταυτόχρονα. Τι ακριβώς είναι όμως το "Amarcord", που σημαίνει "θυμάμαι"; Είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος: Οι αναμνήσεις του Φελίνι από την παιδική του ηλικία στο Ρίμινι, όπου μεγάλωσε, στη δεκαετία του 30.
Ο Φελίνι ποτέ δεν υπήρξε λάτρης του στέρεου, αυστηρά δομημένου σεναρίου. Συχνά τα σενάριά του ήταν αυτοσχεδιαστικά, σκόρπια, σαν τυχαίες ψηφίδες που συνθέτουν ένα παζλ (θυμηθείτε το "8 1/2", το "Σατιρικόν", την "Ιουλιέτα των Πνευμάτων" κλπ.). Έτσι και εδώ. Μην περιμένετε μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και κορυφώσεις. Αυτή τη φορά οι ψηφίδες αφορούν τις αναμνήσεις του απο την παιδική ηλικία, όπως είπαμε, που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια ενός χρόνου. Οι ήρωες των αναμνήσεων είναι διάφοροι. Τα περιστατικά καλύπτουν μία ευρύτατη συναισθηματική γκάμα, από ευτράπελα έως τραγικά. Κι όμως διαθέτουν ένα κοινό ύφος. Μια απίστευτη μαγεία, μια εντονότατη νοσταλγική ατμόσφαιρα (η νοσταλγία άλλωστε είναι νομίζω το κυρίαρχο στοιχείο στο φιλμ). Κι όλα αυτά πλημμυρισμένα από την υπέροχη μουσική του Nino Rota, που προσθέτει τόσο στη νοσταλγική ατμόσφαιρα όσο και στην όλη μαγεία του φιλμ.
Η μνήμη, φιλτραρισμένη μέσα από τον χρόνο, σπάνια προσεγγίζει την απόλυτη αλήθεια. Συχνά παραποιούμε όσα ζήσαμε, νομίζουμε ότι τα πράγματα συνέβησαν αλλιώς. Η ονειρική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το φιλμ, οι συχνά παραισθητικές σκηνές, το αξεδιάλυτο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, τονίζουν με ιδανικό τρόπο το στοιχείο αυτό: Τα πράγματα φαίνονται έτσι επειδή έτσι τα θυμόμαστε. Όχι υποχρεωτικά επειδή έτσι συνέβησαν στ' αλήθεια. Και ποιος είναι ο ιδανικότερος δημουργός για να τονίσει αυτό το στοιχείο αν όχι ο Φελίνι;
Φυσικά και εδώ πανταχού παρόν, όπως σε πολλά άλλα φιλμ του, είναι και ένα άλλο στοιχείο, το γκροτέσκο. Δεν είναι μόνο τα συχνά παράδοξα περιστατικά ή οι εκκεντρικοί χαρακτήρες που τονίζουν αυτή τη διάσταση. Είναι και οι ίδιες οι απίστευτες μορφές των ηθοποιών (ερασιτέχνες οι περισσότεροι): Ο τυφλός ακορντεονίστας, η νάνος καλόγρια, η ψιλικατζού με τα γιγάντια στήθη, ο τρελός θείος, η νυμφομανής της πόλης, ο ελαφρώς ξεμωραμένος παπούς και τόσοι άλλοι είναι φιγούρες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη και που νομίζω ότι θα κατοικούν εκεί για όλη μας τη ζωή. Το στοιχείο του γκροτέσκου άλλωστε τονίζεται περαιτέρω με την θεατρική διάσταση που συχνά υπάρχει, τα μερικές φορές εμφανώς ψεύτικα σκηνικά (όπως αυτά της νυχτερινής θάλασσας). Όπως επίσης και με την ύπαρξη ενός αφηγητή, ο οποίος, γυρίζοντας προς την κάμερα, λέει στους θεατές σύντομα κομάτια από την ιστορία της πόλης, θυμίζοντάς μας έτσι ότι όσα βλέπουμε είναι σινεμά, είναι κατασκευασμένα και όχι υποχρεωτικά αληθινά. Θα το πω για μια ακόμα φορά: Όλα, μα όλα, συμβάλλουν ιδανικά στη δημιουργία της χαρακτηριστικής μαγικής και ονειρικής ατμόσφαιρας, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του δημιουργού.
Ο Φελίνι συχνά κατηγορήθηκε για έλλειψη πολιτικών θέσεων. Όλα όσα βλέπουμε στην ταινία διαδραματίζονται σε μια εποχή όπου ο φασισμός κυριαρχεί. Πολύ λίγα όμως απ' όσα συμβαίνουν σχετίζονται μ' αυτόν. Βεβαίως υπάρχουν μερικές σκηνές που αναφέρονται στην πολιτική κατάσταση, και μάλιστα φανερώνουν την αντιπάθεια του Φελίνι γι' αυτήν, όπως η σκηνή όπου ο πατέρας του μικρού ήρωα ποτίζεται ρετσινόλαδο απ' τους φασίστες. Ωστόσο σε καμία περίπτωση η πολιτική κατάσταση δεν αποτελεί το επίκεντρο του φιλμ. Προσωπικά δεν μου φαίνεται παράξενο. Το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη είναι να καταγράψει τις φιλτραρισμένες μέσα από το χρόνο - και γι' αυτό πιθανόν αλλαγμένες - αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική κατάσταση. Μπορούν να παίζουν και να είναι ευτυχισμένα κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς, και μάλιστα να πείθονται απ' αυτό. Όταν ενηλικιωθούν βέβαια όλα αυτά αλλάζουν. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια υποκειμενική καταγραφή παιδικής ηλικίας. Να γιατί κάπως απουσιάζει το πολιτικό πλαίσιο.
Φυσικά θεωρώ την ταινία αριστούργημα. Μη σας πτοήσει η έλλειψη "κανονικής" πλοκής. Αφεθείτε στη μαγεία της, γελάστε ή δακρύστε, πάνω απ' όλα όμως απολαύστε την. Σπάνια το σινεμά μπορεί να γίνει τοσο ευαίσθητο!

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Απριλίου 04, 2013

ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΤΙΠΟΤΑ "ΔΕΝ ΚΡΑΤΙΕΤΑΙ"...

Όσοι παρακολουθούν αυτό το μπλογκ ξέρουν καλά ότι είμαι φαν του σινεμά του Pedro Almodovar. Οι αρκετές τελευταίες ταινίες του με είχαν μάλιστα ενθουσιάσει. Δυστυχώς δεν συνέβει το ίδιο με το "Δεν Κρατιέμαι" (Los Amantes Pasajeros) του 2013. Μπορώ να πω μάλιστα ότι ίσως και να τη θεωρώ τη χειρότερη ταινία του από τη μακρινή εποχή των "Γυναικών στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης", οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, σηματοδοτούν το ξεκίνημα της ώριμης περιόδου του.
Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ διαδραματίζεται σε ένα αεροπλάνο που πραγματοποιεί (σκόπευε να πραγματοποιήσει μάλλον) την υπερατλαντική πτήση Ισπανία - Μεξικό. Ένα πρόβλημα όμως στο σύστημα προσγείωσης δημιουργεί τρόμο σε όσους γνωρίζουν γι' αυτό. Οι επιβάτες της οικονομικής θέσης ναρκώνονται από το πρωσωπικό για να μην υπάρξει πανικός και οι μόνοι που αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει είναι οι λίγοι και απόλυτα ετερόκλητοι επιβάτες της business class. Και φυσικά το προσωπικό: Οι τρεις γκέι αεροσυνοδοί και οι δύο αμφι πιλότοι. Σιγά - σιγά οι μάσκες πέφτουν, όλοι θέλουν να επικοινωνήσουν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα στην Ισπανία (και μπορούν να το κάνουν μόνο από το δημόσιο τηλέφωνο που είναι ανοιχτής ακρόασης), οπότε γνωρίζουμε ποιος είναι ποιος και γιατί βρίσκεται εκεί, ενώ οι προσωπικές τους ιστορίες (απίθανες όπως πάντα στον αλμοδοβαρικό κόσμο) ανακατεύονται με τα τεκταινόμενα στο αεροπλάνο. Εν τω μεταξύ οι πλάκες με τους γκέι και τη συμπεριφορά τους συνεχίζονται αδιάκοπα, ενώ μαθαίνουμε εν καιρώ ότι όλοι πηδιούνται με όλους...
Φυσικά οι περισσότερες ιστορίες περιστρέφονται γύρω από το σεξ και τον έρωτα σε όλες τις μορφές τους. Και υπάρχουν αναφορές και στη σύγχρονη κατάσταση της Ισπανίας. Συνολικά πάντως ο Αλμοδοβάρ εγκαταλείπει εδώ το γνωστό μπαρόκ μελοδραματικό κλίμα του - πάντοτε διανθισμένο ωστόσο με χιούμορ και με την αμίμητη κιτς αισθητική του - για μια καθαρή κωμωδία. Αυτό από μόνο του δεν έχει τίποτα το κακό. Είναι το στιλ και η ποιότητα της κωμωδίας που με ενόχλησαν. Βρήκα το όλο χιούμορ με τους γκέι επιπέδου Σεφερλή (εντάξει, είμαι υπερβολικός, δεν είναι τόσο κακό, αλλά παρασύρομαι από τις συγκρίσεις με άλλες ταινίες του σκηνοθέτη), το όλο στόρι κάπως χύμα, τις καταστάσεις τραβηγμένες, όχι όμως γοητευτικά τραβηγμένες όπως παλιότερα. Απλώς τραβηγμένες. Προσπαθώ να εκφράσω όσο πιο λογικά μπορώ τι ήταν αυτό που δεν μου άρεσε. Δεν το πετυχαίνω απόλυτα. Είναι πάντως γεγονός ότι κάπου στη μέση βαρέθηκα! Ειναι πρώτη φορά που μου συμβαίνει σε ταινία του Αλμοδοβάρ. Αυτή τη φορά βρίσκω ότι, πολύ απλά, το γνωστό (και αριστουργηματικό για μένα) αλμοδοβαρικό μπάχαλο δεν λειτουργεί. Εντάξει, κάποιες έξυπνες και αστείες στιγμές υπάρχουν. Προφανώς. Και υπάρχει και η κιτς, κοντά στην ψυχαδέλεια των 60ς αισθητική που έχει πλάκα. Το όλο πράγμα όμως μου φάνηκε περισσότερο χοντρό και εύκολο παρά διασκεδαστικό.
Δεν πειράζει. Είναι τόσες οι ταινίες του που μ' αρέσουν, που μπορώ εύκολα να του συγχωρήσω ένα παραστράτημα. Είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα ξαναδούμε καλά πράγματα από τον Αλμοδοβάρ. Ο οποίος μάλιστα (αν εξαιρέσουμε προφανώς αυτό το φιλμ) για μένα τουλάχιστον διανύει περίοδο ακμής και ωριμότητας.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Απριλίου 01, 2013

ΟΤΑΝ Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΙΤΣΑΜ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ

Οι Olivier Babinet και Fred Kihn είναι γάλλοι. Όπως αποδεικνύει περίτρανα η πρώτη ταινία τους, που γύρισαν το 2010 "Ο Ρόμπερτ Μιτσαμ είναι Νεκρός", οι επιροές τους δεν κρύβονται. Αντίθετα είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς.
Η ταινία είναι μια ελεγεία για περίεργους losers. Το απίθανο τρίο των πρωταγωνιστών της αποτελείται από έναν μεσήλικα ροκά, πρώην μέλος συγκροτήματος, έναν πανύψηλο και ατσούμπαλο άνεργο ηθοποιό και έναν απίστευτο μαύρο... ροκαμπιλά (που για μένα είναι όλα τα λεφτά, και γι' αυτό θα επανέλθουμε σ' αυτόν). Ο πρώτος είναι μάνατζερ του δεύτερου και, όταν μαθαίνει ότι ένας διάσημος παλαίμαχος πλέον σκηνοθέτης του Χόλιγουντ βρίσκεται σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου σε μια μικρή, χαμένη πόλη κάπου μέσα στον... Αρκτικό Κύκλο, βουτάει απλούστατα ένα αυτοκίνητο, το πολύτιμο σενάριο που έχει γράψει και τον μάλλον άβουλο wannabe πρωταγωνιστή του και φεύγουν δίχως την παραμικρή προετοιμασία για εκεί. Μέχρι να φτάσουν θα συμβούν πολλά.
Road movie, κουφές φάσεις, σχετικά λίγοι διάλογοι, παράδοξες συμπεριφορές, κάποια συγκίνηση και νοσταλγία, ιδιόρυθμο χιούμορ, κοινότοπα μέρη και χώροι σαν σκηνικά και ένας γενικός μινιμαλισμός συνθέτουν ένα κράμα που είναι μεν γοητευτικό (μάλλον για λίγους, φοβάμαι), πλην όμως... σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; (για να επανέλθουμε στις επιροές που λέγαμε). Ε, λοιπόν, λίγες σκηνές μόνο να δει κανείς μεταφέρεται αμέσως σε ένα κλίμα ολόιδιο μ' αυτό του Aki Kaurismaki, με προσθήκες Τζάρμους. Οι δημιουργοί δεν κάνουν καμιά απολύτως προσπάθεια να κρύψουν αυτές τις "εκκωφαντικές" επιδράσεις. Μάλλον το αντίθετο. Σα να πασχίζουν πάσει θυσία να μιμηθούν τους σκηνοθέτες αυτούς. Κατά τη γνώμη μου δεν καταφέρνουν να φτάσουν τα πρότυπά τους, ωστόσο βρήκα το αποτέλεσμα συμπαθητικό, δίχως όμως να είναι και κάτι φοβερό.
Η συγκίνηση που λέγαμε πάντως ενυπάρχει στην όλη συνταγή: Κρύβεται στην άρνηση των ηρώων να ενηλικιωθούν και να ζήσουν μια "φυσιολογική" (;) ζωή, στις εμμονές τους, στην προδιαγεγραμμένη αποτυχία των προσπαθειών τους, στην αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν το σκληρό πρόσωπο της αληθινής ζωής. Ο μάνατζερ και αποτυχημένος ροκάς προβάλλει τα νεανικά όνειρά του στον προστατευόμενό του ηθοποιό, ο οποίος τον ακολουθεί πειθήνια ενώ παλεύει με την κατάθλιψη και τις τάσεις αυτοκτονίας. Οι τύποι που θα συναντήσουν στο ταξίδι τους είναι εξ ίσου παράδοξες προσωπικότητες, αποτυχημένοι κι αυτοί με διάφορους τρόπους και σε διάφορους τομείς. Το τέλος μένει κι αυτό ανοιχτό. Ο καθένας θα ακολουθήσει το δρόμο του στο πουθενά. Ποιος θα είναι αυτός; Άγνωστο.
Και γυρίζουμε στον απίστευτο μαύρο, που θα πάρουν (μάλλον άθελά τους) μαζί τους: Μάλλον πρώτη φορά θα δείτε μαύρο ροκαμπιλά, με το μαλί όρθιο (αν και κατσαρό φυσικά), με σαν βρικόλακα μακριά νύχια και κατάμαυρο ντύσιμο. Ο τύπος παίζει διάφορα παράδοξα ηλεκτρονικά όργανα, ίσως και ιδιοκατασκευές, που θυμίζουν τα πρώτα αντίστοιχα των 60ς, διαθέτει απίθανη φάτσα και, γενικά, αποτέλεσε για μένα μια διαρκή πηγή διασκέδασης, δίχως ουσιαστικά να κάνει ή να λέει τίποτα ιδιαίτερο.
Συνολικά δεν την θεωρώ και πολύ σπουδαία ταινία και μάλλον με ενόχλησαν οι τόσο φανερές επιδράσεις. Ωστοσο την είδα ευχάριστα. Αν σας αρέσει το κλίμα των προτύπων των δύο γάλλων, τότε μάλλον θα τη βρείτε κι εσείς συμπαθητική. Μέχρις εκεί όμως.

Ετικέτες , ,

eXTReMe Tracker