Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2014

ΕΝΑ ΑΒΑΣΤΑΧΤΑ ΑΣΤΕΙΟ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ "ΠΑΡΤΙ"



Θα πω από την πρώτη στιγμή ότι θεωρώ το «Πάρτι», που γύρισε το 1968 ο Blake Edwards, σαν μία από τις πιο αστείες ταινίες στην ιστορία του σινεμά και μια από τις αγαπημένες μου κωμωδίες ever. Το θεωρώ επίσης ως τον πιθανόν πιο αστείο ρόλο του Πίτερ Σέλερς.
Ο οποίος, βεβαίως, ερμηνεύει τον ρόλο ενός ινδού κομπάρσου σε χολιγουντιανή υπερπαραγωγή και, αφού καταφέρνει να καταστρέψει ολόκληρο το σκηνικό της ταινίας, προσκαλείται από λάθος στο πάρτι του παραγωγού της, σε μια σούπερ χλιδάτη βίλα του Χόλογουντ. Κι εκεί, βεβαίως, με αλλεπάλληλες, εμπνευσμένες γκάφες, καταφέρνει – άθελά του πάντοτε - να επιφέρει το απόλυτο χάος.
Αυτό που θεωρώ εξαιρετικό στο φιλμ είναι η αντοχή του στο χρόνο. Ακόμα και σε πολλοστή πρόσφατη θέαση δεν μπορούσα να μην ξεκαρδιστώ για μια ακόμα φορά. Νομίζω ότι η διαχρονικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στο ότι ο Edwards βασίζει όλο το φιλμ όχι τόσο σε λεκτικά αστεία - αν και το "Birdie birdie num num" άφησε εποχή - αλλά σε γκαγκς, που παραπέμπουν ακόμα και στην εποχή του βωβού. Ο Σέλερς παίζει με όλο του το σώμα και βγάζει όντως πολύ γέλιο.
Εκτός από το διασκεδαστικότατο της όλης υπόθεσης μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια άλλα στοιχεία στο φιλμ: Βγαλμένο κατ’ ευθείαν από τα 60ς, φέρει πολλά σημάδια από την πιο ταραγμένη (και ενδιαφέρουσα) δεκαετία της Αμερικής: Κατ’ αρχήν υπάρχει η ειρωνία και ο σαρκασμός για το ίδιο το Χόλιγουντ και τους μηχανισμούς του – αυτό δεν αφορά τα 60ς, είναι γενικότερο: Οι άσχετοι με την τέχνη παραγωγοί (στρατηγός στο συγκεκριμένο φιλμ), όλη η υποκρισία και ο συντηρητισμός των κύκλων της κινηματογραφικής βιομηχανίας (χαρακτηριστικός ο παραγωγός που τα βάφει μαύρα επειδή στο πάρτι καταφτάνει... ρώσικο μπαλέτο – εποχή ψυχρού πολέμου γαρ), η χλιδή, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, οι ηλίθιοι σταρ που κάνουν καμάκι, όλα δίνονται ανάγλυφα. Κι ακόμα υπάρχει η χίπικη νεανική κουλτούρα της εποχής, που αμφισβητεί όλα αυτά και που αντιπροσωπεύεται από την παρέα της κόρης του παραγωγού, η οποία γίνεται ο καταλύτης του τελικού μπάχαλου. Υπάρχει ακόμα, κάτω από την ξεκαρδιστική επιφάνεια, η μελαγχολία του αταίριαστου, γκαφατζή κεντρικού χαρακτήρα με την συγκινητική κατά βάθος μοναχικότητά του, ασυμβατότητα που τονίζεται όχι μόνο από την ταξική - οικονομική διαφορά με τους ανθρώπους του πάρτι, αλλά και από το γεγονός ότι ο ήρωας είναι ινδός.
Αρκετά όμως σας κούρασα με αναλύσεις. Ακόμα κι αν δεν σας ενδιαφέρει τίποτα απ' όλα αυτά, σας προκαλώ να απολαύσετε, όσοι δεν το έχετε ήδη κάνει, και μάλιστα κατ' επανάληψιν, μια από τις πιο αστείες ταινίες που έγιναν ποτέ. Κατά τη γνώμη μου πάντοτε.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Απριλίου 27, 2013

ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΚΟΥΡΣΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα πρωτόγονα σε σχέση με τα σημερινά αυτοκίνητα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν και να αποτελούν αντικείμενο πόθου για τους ανθρώπους. Στις πρώιμες αυτές εποχές λοιπόν, ο μονίμως ατσαλάκωτος Great Leslie, ένας διάσημος πλέιμπόι ντυμένος πάντοτε με λευκό κοστούμι και ο σατανικός Professor Fate, με τον αχώριστο βοηθό του, άσπονδοι εχθροί από παλιά, ξεκινούν με τα σούπερ ντούπερ (για την εποχή πάντοτε) αυτοκίνητά τους μια κούρσα γύρω από τον κόσμο, με αφετηρία δηλαδή τη Νέα Υόρκη και τερματισμό το Παρίσι, μέσω βορά και Βερίγγειου πορθμού. Μαζί τους και άλλοι ανταγωνιστές με τα δικά τους αυτοκίνητα, ανάμεσα στους οποίους και μια γοητευτική δημοσιογράφος, πρώιμη φεμινίστρια.
 Όλα αυτά συμβαίνουν στη "Μεγάλη Κούρσα Γύρω από τον Κόσμο" (The Great Race), που γύρισε το 1965 ο Blake Edwards (1922-2010). Πρόκειται για μια κωμωδία, επιτυχία στην εποχή του, κάπως ξεπερασμένη κατά τη γνώμη μου σήμερα, που μπορεί να ειδωθεί με δύο τρόπους: Αν τη δει κανείς σαν μια κανονική κωμωδία μοιάζει αρκετά αφελής, σχηματική, γεμάτη από μονοδιάστατους χαρακτήρες: Από τη μία ο Λέσλι, πάντα άψογος, εκνευριστικά γοητευτικός και απίστευτα τυχερός, από την άλλη ο καθηγητής, πάντα οξύθυμος, έτοιμος να στήσει οποιαδήποτε σατανική πλεκτάνη προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του και να βλάψει τον μισητό αντίπαλό του. Η ταινία όμως έχει μια καλή δικαιολογία για όλα αυτά. Είναι ο άλλος τρόπος για να τη δει κανείς, όπως έλεγα πριν: Ο σκοπός του Edwards είναι ουσιαστικά ένα νοσταλγικό αφιέρωμα στις τρελές σλάπστικ βωβές κωμωδίες των αρχών του σινεμά. Όλα, μα όλα, παραπέμπουν εκεί. Άλλωστε στην αρχή της ταινίας (με τα ευφάνταστα credits) αναγράφεται ότι το φιλμ είναι αφιερωμένο στους Λόρελ και Χάρντι, τον Χοντρό και Λιγνό δηλαδή. Το ζευγάρι του "κακού" καθηγητή και του κοντού και γκαφατζή βοηθού του άλλωστε είναι σαφέστατες αναφορές στο διάσημο δίδυμο. Τόσο τα όσα τους συμβαίνουν όσο και αυτές καθεαυτές οι κινήσεις και οι εκφράσεις τους θυμίζουν εξαιρετικά το παλιότερο ντουέτο. Αλλά υπάρχουν και πλήθος άλλες καταστάσεις στο φιλμ με σαφείς παραπομπές: Από τα κυνηγητά των παλαιών αυτοκινήτων μέχρι τον θρυλικό τουρτοπόλεμο (λέγεται ότι είναι ο μεγαλύτερος που έλαβε ποτέ χώρα σε κινηματογραφική οθόνη) στο φανταστικό κράτος κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Σημειωτέον ότι όλα όσα γίνονται εκεί στο δεύτερο μέρος του φιλμ είναι από τα απολαυστικά κομάτια της ταινίας, και αποτελούν και σαφή παρωδία του "Αιχμάλωτου της Τζέντα". Εξ άλλου η ταινία υιοθετεί ένα εμφανέστατο καρτουνίστικο στιλ: Κανένας δεν πεθαίνει ό,τι και να του συμβεί. Οι ήρωες πέφτουν από μεγάλα ύψη και, όπως ακριβώς στα καρτούν, σηκώνονται απλώς λίγο ζαλισμένοι, βγαίνουν από εκρήξεις κατάμαυροι δίχως όμως τραύματα κλπ. Τέλος να σημειώσουμε το εξαιρετικό καστ: Τόνι Κέρτις, Νάταλι Γουντ και ο απολαυστικός Τζακ Λέμον (σε διπλό ρόλο, καθώς ερμηνεύει και έναν ηλίθιο πρίγκηπα) με τον Πίτερ Φολκ σαν γκαφατζή βοηθό.
Συνολικά λοιπόν νομίζω ότι το αρκετά παιδικό και ενίοτε "χοντρό" χιούμορ μπορούν να δικαιολογηθούν με το παραπάνω (δηλωμένο από τον δημιουργό) σκεπτικό, κάνοντας έτσι το φιλμ ένα από τα πρώτα "μεταμοντέρνα" (αφού διαρκώς αναφέρεται σε κάτι άλλο), σε μια εποχή που μάλλον δεν υπήρχε καν ο όρος. Πέραν αυτής της νοσταλγικής διάστασης πάντως, όπως είπα και στην αρχή, νομίζω ότι σήμερα κυρίως παιδιά θα μπορούσαν να το απολαύσουν, παρά τις αρκετές θεαματικές σκηνές και τη διαρκή εναλλαγή των τοπίων και των ειδών (γουέστερν, μιούζικαλ, αισθηματική κομεντί κλπ.). Οι μεγάλοι ίσως γοητευτούν από τις αναφορές, μάλλον όμως θα βρουν κάπως "ντεμοντέ" το όλο κλίμα και το είδος του χιούμορ. Κρατά άλλωστε και κοντά διόμιση ώρες...
ΥΓ: Λίγο μετά, μεταξύ 1968-1970, γυρίστηκε και μια σειρά κινουμένων σχεδίων βασισμένη χαλαρά στο concept της ταινίας, από τους Hanna - Barbera όμως, που δεν είχαν σχέση με τους αρχικούς δημιουργούς. Θυμάμαι ότι σαν παιδί είχα δει με απόλαυση κάποια επεισόδια, τότε όμως δεν είχα ιδέα πού βασίζονταν.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Ο ΒΙΚΤΩΡ, Η ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΦΥΛΑ


Το "Victor, Victoria" του 1982 είναι νομίζω η τελευταία καλή ταινία του Blake Edwards (1922-2010), που σκηνοθετεί ήδη από το 1955. Από εκεί και πέρα ο σκηνοθέτης αυτός αναλώθηκε σε φτηνές κωμωδιούλες, που δικαίως πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Εδώ όμως η σπιρτάδα, οι κωμικές ανατροπές, οι ξεκαρδιστικές σε μερικές φάσεις καταστάσεις, περισσεύουν.
Πρώτα απ' όλα, βέβαια, το "Victor, Victoria" είναι ένα κωμικό μιούζικαλ που παίζει με τα φύλα. Οι περισσότεροι από τους αρσενικούς ήρωες είναι gay, οι υπόλοιποι προβληματίζονται για τη σεξουαλική τους ταυτότητα, ενώ η Τζούλι Άντριους στον βασικό ρόλο, ενσαρκώνει μια γυναίκα που υποδύεται ένα τραβεστί, δηλαδή έναν άντρα που υποδύεται μια γυναίκα! Γύρω της στήνεται ένα πολύπλοκο γαϊτανάκι που αφορά μπερδέματα φύλων: Σκληροτράχηλοι γκάγκστερς που αναρωτιούνται για τις προτιμήσεις τους, άλλοι που ομολογούν ότι πάντοτε ήταν gay, ερωτικές σχέσεις που διχάζονται ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, άντρες που τρέμουν να αποκαλύψουν τις αληθινές επιθυμίες τους στο κοινό... Ανατρεπτικό φιλμ με τα όλα του κατά βάθος, όπου αντρισμοί, πρότυπα και άλλα στερεότυπα και ταμπού πάνε περίπατο... Κι όλα αυτά με μια σειρά από απολαυστικά σεναριακά μπερδέματα και απρόβλεπτες καταστάσεις, που διανθίζονται από έξυπνα και αρκετά αστεία μουσικοχορευτικά νούμερα. Και επίσης, απόλυτα απενοχοποιημένα. Ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του και καλά κάνει. Κανένα πρόβλημα, μοιάζει να μας λέει ο Edwards. Ας είστε ό,τι θέλετε να είστε, φτάνει να μην πειράζετε κανέναν.
Σε ένα άλλο επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το "Victor, Victoria" μιλά για την ίδια τη φύση του θεάματος, τον τεχνητό του χαρακτήρα. Σα να μας υπενθυμίζει διαρκώς δηλαδή ότι όσα βλέπουμε στη σκηνή ή στην οθόνη είναι ψεύτικα, με την έννοια ότι όλοι αυτοί είναι ηθοποιοί, υποδύονται κάποιους χαρακτήρες, δεν είναι στην πραγματικότητα οι χαρακτήρες αυτοί. Πρόκειται για καταστάσεις στημένες, επινοημένες από κάποιον ή κάποιους, φτιαγμένες απ' αυτούς. Αυτό ακριβώς δεν είναι το θέαμα;
Ξαναείδα το φιλμ μετά από πολλά πολλά χρόνια και το βρήκα εξ ίσου απολαυστικό. Πιστεύω ότι το ίδιο θα το βρείτε κι εσείς.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2009

ΤΙ ΕΚΑΝΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ; ΟΧΙ ΤΟΝ ΗΡΩΑ, ΠΑΝΤΩΣ...


Υπάρχουν ταινίες (και όχι μόνο), που βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι παίρνουν ένα πολύ σοβαρό, ακόμα και τραγικό, θέμα και το βλέπουν από την εύθυμη πλευρά του, το μετατρέπουν δηλαδή σε κωμωδία. Σε πρώτη ματιά ακούγεται ιερόσυλο, στην πραγματικότητα όμως εξαρτάται από το πώς το κάνεις, τι ακριβώς κάνεις... από την ίδια την ταινία τέλος πάντων. Με δύο τέτοια φιλμ, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, θα ασχοληθώ σ' αυτό και στο επόμενο post.
Το "Τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;" του Blake Edwards (1922-2010) γυρίστηκε το 1966 και καλά θα κάνετε να έχετε διαρκώς στο μυαλό σας την ηλικία του όσο το βλέπετε. Εδώ το "ιερό" που θίγεται είναι ο πόλεμος και οι συνυφασμένες μ' αυτόν έννοιες του ηρωισμού, της στρατιωτικής πειθαρχίας και ιεραρχίας, της "πατριωτικής τιμής" και άλλα τέτοια που μέχρι σήμερα έχουν κοστίσει πάμπολλα εκατομμύρια ζωές στην ανθρωπότητα.
Μια αμερικάνικη μονάδα - μπάχαλο, που ο φαντάρος αποκαλεί τον διοικητή του "Sweet Heart", μπαίνει για να καταλάβει ένα ιταλικό χωριό. Στις τάξεις της ιταλικής μονάδας που το "υπερασπίζει" (ντόπιοι ως επί το πλείστον) επικρατεί το ίδιο ακριβώς μπάχαλο. Το τελευταίο πράγμα που θέλουν αμφότερες οι πλευρές είναι να πέσει έστω και μια σφαλιάρα και η παράδοση του χωριού κανονίζεται με ένα τρικούβερτο γλέντι ανάμεσα σε αμερικάνους και ιταλούς, όπου άπαντες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια στρατιωτική τιμή, ιεραρχία και άλλες τέτοιες μπούρδες. Όλο το γέλιο βγαίνει από τον στρατόκαυλο νέο αμερικάνο διοικητή, τα πράγματα όμως σοβαρεύουν πραγματικά όταν καταφτάνουν οι γερμανοί και καταλαμβάνουν το τρισευτυχισμένο χωριό.
Απόλυτα αντιπολεμική ταινία, σαρκάζει όσο δεν παίρνει οτιδήποτε έχει να κάνει με το στρατό και τη λογική του και μοιάζει να υλοποιεί το γνωστό χίππικο σύνθημα των 60ς "Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο". Όπως παρατηρεί μάλιστα το "Αθηνόραμα", αυτό γίνεται ακόμα πιο τολμηρό αν σκεφτεί κανείς ότι το Βιετνάμ μόλις άρχιζε για τους αμερικάνους την εποχή εκείνη και η ανοιχτή αμφισβήτηση προς αυτό δεν είχε ακόμα ξεσπάσει. Δεν θα με παραξένευε καθόλου μάλιστα αν το φιλμ αυτό ήταν μια από τις πηγές έμπνευσης του μεταγενέστερου και καυστικότερου "MASH" του Altman.
Αυτά όσον αφορά τις άριστες προθέσεις. Όσον αφορά την ίδια την ταινία όμως, μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε μόνο μερικά. Συγκεκριμένα βρήκα απολαυστικότατο, θρασύτατο, τολμηρό και ανατρεπτικό το πρώτο μέρος, αυτό με τους ιταλούς, τους αμερικάνους και τον δυσκοίλιο διοικητή τους, όπου η πλάκα αποκορυφώνεται με την εικονική μάχη που δίνουν οι δύο πλευρές. Στο δεύτερο όμως, από την εμφάνιση των γερμανών και μετά, φοβάμαι ότι το χιούμορ χοντραίνει και η ταινία μετατρέπεται σε φαρσοκωμωδία με αλλοπρόσαλλο και χαοτικό σενάριο και η αληθινά ανατρεπτική διάθεση της αρχής γίνεται "χαβαλές για τον χαβαλέ". Ωστόσο και εκεί βρήκα μερικές πολύ αστείες στιγμές, μεμονωμένες όμως. Επίσης καλό είναι να προσέξετε πόσο το δεύτερο αυτό μέρος έχει αντιγραφεί ("εμπνεύσει" για να το πω πιο ευγενικά) διάφορες ελληνικές κωμωδίες της Φίνος Φιλμ, απ' αυτές που δείχνει και ξαναδείχνει η τηλεόραση.
Συνολικά πάντως, παρά το ότι το βρήκα άνισο, νομίζω ότι αξίζει να το δει κανείς. Ιδιαίτερα σε θερινό σινεμαδάκι, όπου είναι ό,τι πρέπει, και ακόμα πιο ιδιαίτερα αν έχει μπουχτίσει με τους "Ράμπους" και τους "Εξολοθρευτές" από 3 και πάνω, και την διάχυτη γύρω μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στρατοκαυλίαση και "επιστροφή στις καλές, παλιές αξίες" που επικρατεί τον τελευταίο καιρό.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2008

"ΠΡΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟ ΤΙΦΑΝΥΣ" ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ


Το 1961 ο Blake Edwards (1922-2010) γυρίζει την ταινία που αποτελεί αρχέτυπο του είδους που ονομάζεται "κομεντί". Το "Breakfast at Tiffany's" αγαπήθηκε όσο λίγες ταινίες στην ιστορία του σινεμά και μέχρι σήμερα η παρακολούθησή του είναι συνώνυμη αυτού που λέμε κινηματογραφική απόλαυση.
Φυσικά δεν πρόκειται να προβληματιστείτε ούτε να αναζητήσετε βαθύτερα νοήματα. Απλώς στην ταινία (που βασίστκε σε βιβλίο του Τρούμαν Καπότε), όλα λειτουργούν τέλεια και είναι δοσμένα με σωστές δόσεις. Το χιούμορ, το δράμα, η συγκίνηση, ο έρωτας, όλα αναμειγνύονται άψογα για να δώσουν το τελικό γλυκόπικρο αποτέλεσμα. Αλλά και οι άλλοι, οι "εξωτερικοί" παράγοντες: Η Όντρει Χέπμπορν στον διασημότερο ρόλο της είναι η επιτομή της κομψότητας, η μουσική του Χένρι Μαντσίνι με το πασίγνωστο Moon River είναι αξέχαστη και γενικά όλα τα επιμέρους στοιχεία ισορροπούν θαυμάσια. Γι' αυτό η ιστορία αυτή του ανέμελου και "έξω καρδιά" parti girl, που προσπαθεί να πιάσει την καλή (και) στον έρωτα, πλην όμως κρύβει ένα όχι τόσο ευχάριστο για την εικόνα της μυστικό, έχει εμπνεύσει δεκάδες άλλες παραλλαγές μέχρι σήμερα.
Και είναι κι αυτός ο ανάλαφρος τρόπος που ο Edwards χειρίζεται το όλο θέμα, κομψός κι αυτός όπως η πρωταγωνίστριά του, που δίνει το όλο αέρινο αποτέλεσμα. Θα το ξαναπώ: Δεν θα βρείτε κρυμένα νοήματα και κάθε λογής "μηνύματα". Ίσα - ίσα που η ταινία μοιάζει να πιστεύει απόλυτα στο αμερικάνικο όνειρο (σε μια εποχή "αθωότητας" για να πούμε την αλήθεια) κι ίσως όλη αυτή η απροβλημάτιστη ατμόσφαιρα ενοχλήσει κάποιους. Όμως, διάβολε, περνάς πολύ καλά και βγαίνεις ανεβασμένος και αυτό, όπως όλα δείχνουν, δεν φθείρεται καθόλου με τα χρόνια. Αν αυτό δεν είναι κινηματογραφική αρετή, τότε τι είναι;

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker