Τετάρτη, Ιουλίου 30, 2008

ΔΙΑΚΟΠΕΣ (ΤΟ BLOG ΚΟΛΥΜΠΑ)


Επειδή το καλοκαίρι είναι εδώ και το blog αγαπά τη θάλασσα, κάνουμε τις πατροπαράδοτες βουτιές μας, μακριά από την Αθήνα και τις οθόνες (ουδέν καλόν αμιγές κακού και αντιστρόφως).
Όπως τα παλιά σινεμά... ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ.
Στο μεταξύ, να περάσουμε καλά.

Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΟ ΦΙΛΙ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ


Το "Αναζητώντας ένα φιλί τα μεσάνυχτα" (2007) του Alex Holdridge αποτέλεσε για μένα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της συνήθως άγονης κινηματογραφικά θερινής σεζόν (εκτός βεβαίως των θαυμάσιων επαναλήψεων και λίγων εξαιρέσεων πρώτης προβολής). Αν και εκτός εποχής, αφού διαδραματίζεται την παραμονή της πρωτοχρονιάς, η ταινία είναι ρομαντική, έξυπνη, τρυφερή, αστεία και μελαγχολική ταυτόχρονα. Σαν γενική ατμόσφαιρα κινείται στα χνάρια του "Πριν το ηλιοβασίλεμα" του Λινκλέιτερ - αν και σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για αντιγραφή.
Ένα ραντεβού στα τυφλά, ένα ζευγάρι που περιπλανιέται στους δρόμους του Λος Άντζελες, παλλινδρομήσεις ανάμεσα σε έρωτα και μη, σπαρταριστοί τύποι που μπαινοβγαίνουν στο όλο στόρι... Αλλά μην πάει ο νους σας σε ξενέρωτα αισθηματικά φιλμ, καταναγκαστικά χάπι εντ, κεραυνοβόλους έρωτες και τέτοια. Καμία σχέση. Σαν χιούμορ και αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων μάλλον πιο κοντά στους "Υπάλληλους" του Κέβιν Σμιθ βρισκόμαστε παρά στις γλυκανάλατες κομεντί με τον Χιου Γκραντ. Προσωπικά αδιέξοδα, ανάγκη για έρωτα ή/και σεξ, μοναξιά, μικρές καθημερινές χαρές που μπορεί να συνθέτουν μια συνολική ευτυχία, προβλήματα σχέσεων και πολλά άλλα θίγονται με έναν τρόπο που, παρά τη μελαγχολία που κρύβει κατά βάθος, με έκανε να γελώ ή να χαμογελώ σχεδόν ασταμάτητα, καθώς το χιούμορ του κινείται αδίστακτα από την κομψότητα στη χοντράδα, δίχως αυτό να με ενοχλήσει καθόλου. Ταυτόχρονα ένα ιδιόρυθμο σασπένς τονώνει το ενδιαφέρον της ταινίας, καθώς όλα έχουν ένα dead line πριν από το οποίο ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει...
Ουσιαστικός πρωταγωνιστής πάντως μου φαίνεται ότι είναι το ίδιο το Λος Άντζελες, φωτογραφημένο ασπρόμαυρα με πραγματικά εντυπωσιακό τρόπο, έτσι που να μένει αξέχαστο. Πραγματικά μοντέρνα ταινία, ίσως να με εντυπωσίασε περισότερο επειδή αγνοούσα τα πάντα γι' αυτήν και ήρθε κυριολεκτικά από το πουθενά. Τη συνιστώ ανεπιφύλακτα σε κάποιο θερινό σινεμά, κι ας μιλά για τη μοναξιά της παραμονής της πρωτοχρονιάς.

Ετικέτες ,

"ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ" ΣΤΑ X-FILES, ΑΛΛΑ...


Έχει ενδιαφέρον το ότι έτυχε να δω σχεδόν δίπλα - δίπλα δύο χολιγουντιανά (wanabee) μπλαγκμπάστερ, τον Batman του Νόλαν και το X-Files: I want to believe (2008) (αλήθεια, έτσι λέγεται) του τηλεοπτικού μέχρι πρόσφατα Chris Carter, για να πειστώ για μια ακόμα φορά ότι ούτε η πεμπτουσία του σινεμά είναι το Χόλιγουντ, αλλά ούτε και κάτι που παράγει 100% σαβούρες. Όπως κάθε είδος, σχολή, στιλ, χώρα ή ό,τι άλλο, δημιουργεί εξαιρετικ2008)ά πράγματα και σκουπίδια. Απλώς τα χολιγουντιανά (είτε στη μια κατηγορία ανήκουν είτε στην άλλη) διαφημίζονται και ακούγονται πολύ περισσότερο από τα σκανδιναβικά ή τα κορεάτικα π.χ. αντίστοιχα προϊόντα. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Όπως θα καταλάβατε, μετά τον ενθουσιασμό μου για τον Μπάτμαν ήρθε η σειρά της απογοήτευσης από τα τελευταία X-Files (και από τα προηγούμενα δηλαδή). Η ταινία ξεκινά με κάποιο ενδιαφέρον, το οποίο όμως γρήγορα εξατμίστηκε για να δώσει τη θέση του σε μια ρουτινιάρικη παραγωγή, σκηνοθεσία και όλα τα άλλα, με πλήθος κλισέ και πράγματα που όσοι έβλεπαν τη σειρά τα ψιλοξέρουν: Εκείνος πιστεύει στα διάφορα παρα- ή μετα- φυσικά, εκείνη είναι επιστήμονας, θέλει αλλά δεν μπορεί κλπ. Μάλλον ανέμπνευστο σενάριο με αχταρμά από παραψυχολογία με οράματα, α λα Φρανκενστάιν πειράματα και ιατρικές ανακαλύψεις (που βρίσκονται εν μιά νυκτί μέσω Google), με απαραίτητο ολίγο Θεό στο τέλος και συζητήσεις περί πίστης και συγχώρεσής Του προς κάθε είδους απολωλότα πρόβατα. Ο Θεός, βλέπετε, συχνά εμπλέκεται σε παρόμοια (αμερικάνικα κυρίως) θέματα και αποτελεί ασφαλές κερασάκι στην τούρτα.
Ίσως να μη βαρεθείτε απόλυτα, να το δείτε με κάποιο ενδιαφέρον μέχρι τέλους, αυτό όμως δεν αρκεί για να το κάνει καλή ή έστω αξιομνημόνευτη ταινία. Θα σκεφτώ πολύ να δω το τρίτο...
ΥΓ: Πόσες φορές σε παρόμοια φιλμ το αυτοκίνητο θα τρακάρει, θα κάνει καμιά δεκαριά τούμπες, θα γίνει περίπου λιώμα, αλλά ο ήρωας θα βγει σώος και αβλαβής απ' αυτό (ψέματα, με λίγο αιματάκι στο μέτωπο) και μάλιστα έτοιμος για δράση και περαιτέρω περιπέτειες; Τι διάολο, μόνο εμείς οι υπόλοιποι σκοτωνόμαστε με κάθε στούκα στην άσφαλτο;

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιουλίου 25, 2008

ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΘΕΙΟΙ


Ο Alain Resnais είναι από τους σημαντικότερους και πιο πρωτότυπους δημιουργούς που πέρασαν ποτέ από το σινεμά, όχι όμως και ο πιο εύκολος. Το 1980 κάνει μια από τις πιο παράξενες ταινίες του, τον "Θείο μου από την Αμερική" (Mon oncle d' Amerique). Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες στιγμές στην ιστορία του που ο κινηματογράφος προσπαθεί μέσα από τη μυθοπλασία να "αποδείξει" μια καθαρά επιστημονική θεωρία.
Ο γάλλος βιολόγος Ανρί Λαμπορί πιστεύει ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι διαφέρουν από τα ζώα πολύ λιγότερο απ' όσο νομίζουμε. Θεωρεί ότι διαθέτουμε 3"στρώματα" εγκεφάλου, από τα οποία μόνο το 3ο είναι καθαρά ανθρώπινο (λογική κλπ.) Η συμπεριφορά μας καθορίζεται από πολύπλοκους συνδυασμούς των 3 αυτών φλοιών και, τελικά, σε παρόμοια ερεθίσματα αντιδρούμε με παρόμοιους τρόπους, όπως δηλαδή τα (πειραματόζωα) ποντίκια.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το σινεμά; Στην ταινία του Ρενέ ο ίδιος ο βιολόγος αναλύει τις θεωρίες του (στο μικρό ντοκιμαντερίστικο δηλαδή μέρος), ενώ σε μια κανονική, ρεαλιστική μυθοποπλασία επινοούνται καθημερινές ανθρώπινες καταστάσεις κατά τις οποίες οι ήρωες αντιδρούν ακριβώς με τον τρόπο που η θεωρία περιγράφει. Για τον λόγο αυτόν ο Ρενέ μελετά τις ζωές 3 διαφορετικών ανθρώπων: Ενός διανοούμενου - συγγραφέα, μιας ηθοποιού από αριστερή οικογένεια και με αριστερές πεποιθήσεις και ενός επαρχιώτη, συντηρητικού οικογενειάρχη, στελέχους επιχείρησης. Επαγγελματικές και αισθηματικές περιπέτειες και συγκρούσεις και, σε τακτά διαστήματα, ο Λαμπορί να μιλά για τις θεωρίες του.
Το αποτέλεσμα, μίξη ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, αν και κάπως στρυφνό και απευθυνόμενο κυρίως σε σινεφίλ, είναι ενδιαφέρον και εξαιρετικά πρωτότυπο, ενώ εμείς μένουμε να αναρωτιόμαστε: Τελικά είμαστε τόσο σπουδαίοι ως είδος όσο νομίζουμε (ή θα θέλαμε) ή μόνο ένα κάπως πιο εξελιγμένο ζώο, που καθορίζεται κυρίως από προϋπάρχουσες μνήμες και ένστικτα;

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιουλίου 24, 2008

ΑΡΓΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ, ΝΩΘΡΟ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ


Ο Arthur Penn είναι από τους πιο αξιόλογους αμερικανούς σκηνοθέτες των 60ς και 70ς, που τα πολλά ταελευταία χρόνια έχει αποσυρθεί. Ωστόσο βρίσκω τους "Φυγάδες του Μισούρι" (The Missouri Breaks) του 1976 από τις πλέον βαρετές ταινίες του. Ή μάλλον, σύμφωνα με την προσωπική μου αντίληψη τουλάχιστον, από αυτές που λέμε "άνευ λόγου".
Η ταινία βέβαια περιέχει ορισμένα στοιχεία που την κάνουν να κατέχει μια θέση στην κινηματογραφική ιστορία. Το βασικότερο απ' αυτά είναι η μοναδική επί οθόνης συνύπαρξη δύο ιερών τεράτων: Του Μάρλον Μπράντο και του Τζακ Νίκολσον. Υπάρχει επίσης και μια σαφώς απομυθοποιητική και σαρκαστική ματιά του σκηνοθέτη πάνω στο γουέστερν, που ίσως το 1976 ήταν κάτι σχετικά σπάνιο σε σχέση με σήμερα. Αυτά τα στοιχεία όμως δεν με εμπόδισαν να βαρεθώ αρκετά κάτά την προβολή. Οι ρυθμοί είναι αργοί, η αφήγηση κάπως "ατσούμπαλη" και ήταν αδύνατο να αποφασίσω αν πρόκειται για ένα είδος σάτιρας (με πολύ λίγο χιούμορ) ή μια ρεαλιστική ματιά στην πραγματικότητα της "ηρωικής Δύσης".
Ο πλέον παράξενος είναι ο ρόλος του Μπράντο, που είναι ένας αδίστακτος πληρωμένος δολοφόνος, αλλά με μιά απροσδόκητη... θηλυκή πλευρά στην προσωπικότητά του. Αλλά η αφήγηση είναι τόσο άκομψη (πιθανόν επίτηδες, αφού ίσως ο Πεν ήθελε να απομηθοποιήσει κι αυτήν την ίδια), που, επαναλαμβάνω, δεν κατάφερε να με κρατήσει. Οι χαρακτήρες έχουν παράδοξη και άγαρμπη εξέλιξη, που συχνά δεν κατάφερα να δικαιολογήσω, ενώ η τελική λύση με κάποιον θάνατο έρχεται εντελώς απροειδοποίητα, στα καλά καθούμενα και μένεις να αναρωτιέσαι αν είδες καλά. Αν όλα αυτά γίνονται όπως είπα ηθελημένα, πράγμα πιθανότατο, είναι ίσως ανατρεπτικά, πλην όμως βαρετά.
Εξακολουθώ να αγαπώ τον Arthur Penn, αλλά επιτρέψτε μου να προτιμήσω (πολλές) άλλες ταινίες του.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιουλίου 22, 2008

Ο ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ BATMAN


Πιστεύω ότι "Ο Σκοτεινός Ιππότης" του Christopher Nolan είναι με διαφορά ο σκοτεινότερος και ίσως και ο καλύτερος Μπάτμαν από τους 6 μέχρι στιγμής (από τότε δηλαδή που ο ιδιοφυής Τιμ Μπάρτον ανέλαβε να ανανεώσει και να ενηλικιώσει τη μυθολογία του πιο ενδιαφέροντα, τελικά, υπερήρωα). Αν πάτε να δείτε ένα "ελαφρό", εφηβικό υπερθέαμα, ξεχάστε το. Τα πράγματα εδώ είναι πολύ σοβαρά. Τα πάντα γύρω από τον ήρωα τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ η ίδια η κόμικς αισθητική πάει περίπατο.
Ναι, το φιλμ είναι ένα χορταστικό υπερθέαμα, και μάλιστα πολύ μεγάλης διάρκειας (145΄) και τηρεί όλες τις προδιαγραφές ενός χολιγουντιανού blogbuster. Επίσης διαθέτει πλήθος συνεχών ανατροπών (από τις απροσδόκητες συμμαχίες και τους ρόλους καλών - κακών που εναλλάσσονται, μέχρι το ποιοι θα πεθάνουν και ποιοι όχι). Ίσως μάλιστα οι ανατροπές αυτές να είναι πάρα πολλές για μια ταινία. Δεν πρόκειται λοιπόν να βαρεθείτε καθόλου.
Από εκεί και πέρα όμως, αρχίζουν οι αληθινές ανατροπές. Η όλη ιστορία του πολυεκατομμυριούχου που το βράδυ ντύνεται νυχτερίδα και πολεμά το έγκλημα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Τι τύπος πρέπει να είναι κάποιος για να κάνει με τέτοια εμμονή κάτι τέτοιο; Μήπως, τελικά, είναι ο ίδιος τόσο psycho όσο και οι κακοί που κυνηγά; Και, τελικά, όλη αυτή η ολομέτωπη επίθεση στο κακό, μήπως συσπειρώνει τους εγκληματίες και συνολικά δημιουργεί περισότερο κακό απ' όσο εξαλείφει; Τα πτώματα, βλέπετε, γύρω από τον Μπάτμαν - ή μάλλον εξ αιτίας της δράσης του, έστω κι αν ο ίδιος δεν το θέλει - είναι σχεδόν ίσα με αυτά που αφήνει πίσω του ο ειδεχθής Τζόκερ. Υπάρχει ο προβληματισμός πάνω στις έννοιες της τάξης και του χάους και, κυρίως, ο έντονος προβληματισμός πάνω στις έννοιες καλού - κακού και πόσο αλληλένδετες είναι τελικά (η μία δεν θα υπήρχε δίχως την άλλη). Μπορεί να ζήσει ο Μπάτμαν χωρίς Τζόκερ κι ο Τζόκερ χωρίς Μπάτμαν;
Ο ίδιος ο ήρωας παρουσιάζεται τρωτός, σαφώς προβληματικός, με σκοτεινές πτυχές. Πολύ πιο σκοτεινός όμως είναι ο κόσμος γύρω του. Η διαφθορά έχει εισχωρήσει βαθύτατα, σε κάθε κοινωνικό στρώμα, τάξη ή θεσμό. Οι πολιτικοκοινωνικές αναφορές είναι σαφείς, ενώ το χιούμορ των ταινιών του Μπάρτον έχει εκλείψει σχεδόν ολοσχερώς. Και στο τέλος... ε... με όλα όσα σας είπα μην περιμένετε κανένα φοβερό χάπι-εντ...
Πλειάδα γνωστών και καλών ηθοποιών παρελαύνει από την ταινία, με τον Χιθ Λέτζερ - Τζόκερ να κλέβει την παράσταση. Εκεί που ο Τζόκερ του Νίκολσον ήταν ένα μείγμα τρελού χιούμορ και παράνοιας, εδώ είναι μόνο ένας ζοφερός παρανοϊκός. Και η κόμικς αισθητική του Μπάρτον έχει εξαφανιστεί για να αντικατασταθεί από ένα βρώμικο, ρεαλιστικό Γκόθαμ Σίτι, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε σύγχρονη μεγαλούπολη. Αυτά δεν σημαίνουν ότι απορρίπτω τους 2 Μπάτμαν του Μπάρτον. Κάθε άλλο. Μ' αρέσουν πολύ (ιδιαίτερα ο δεύτερος). Απλώς εδώ μιλάμε για εντελώς διαφορετική προσέγγιση.
Ένας φίλος παρατήρησε ότι η ταινία έχει τόσο πολλές πρωτότυπες και καλές ιδέες, που θα μπορούσαν να γίνουν πολλά φιλμ, το καθένα βασισμένο σε μια απ΄ αυτές. Όντως. Συνολικά πάντως, παρά το κάπως too much του όλου πράγματος, το απόλαυσα πραγματικά. Απλώς μην περιμένετε ανώδυνη διασκέδαση.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Ιουλίου 19, 2008

Η ΑΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ


Οι καλύτερες εποχές του Wim Wenders είναι σίγουρα οι δεκαετίες του 70 και του 80. "Η Αλίκη στις πόλεις" του 1974 το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο. Και χαρίζει στο ευρωπαϊκό σινεμά ένα από τα σημαντικότερα road movies του.
Ασπρόμαυρη, λιτή, δίχως "περιπέτειες" με τη χολιγουντιανή έννοια του όρου, η ταινία αφηγείται τις περιπλανήσεις ενός δημοσιογράφου που έχει "μπλοκάρει" και δεν μπορεί να γράψει το άρθρο που περιμένουν απ' αυτόν για την Αμερική και της ενιάχρονης Αλίκης, που ο πρώτος αναλαμβάνει να παραδώσει στη γιαγιά της μετά την εγκατάλειψή της από τη μητέρα της. Νέα Υόρκη, Άμστερνταμ και μετά μια σειρά γερμανικών πόλεων συνθέτουν το ταξίδι αυτό στο άγνωστο και την βαθμιαία επαφή του ήρωα με τη ζωή. Ο κόσμος είναι αρχικά κενός για τον δημοσιογράφο, αφού προσπαθεί να τον γνωρίσει δίχως να συμμετάσχει, απ' έξω. Αρκείται να τον φωτογραφίζει με Πολαρόιντ και του είναι αδύνατο να τον περιγράψει με λόγια. Ηλίθιες εκπομπές στην τηλεόραση, πανομοιότυπα δωμάτια ξενοδοχείων, ψηλά, απρόσωπα κτίρια... Η ανεπιθύμητη (αρχικά τουλάχιστον)εισβολή της μικρής Αλίκης, που βιώνει ξένοιαστα την παιδική της ηλικία, τον φέρνει σε επαφή με τη ζωή, του δίνει ένα σκοπό, έστω κι αν αυτός είναι ουσιαστικά ένα βάρος, μια ευθύνη.
Ο τρόπος που πραγματεύεται τη σχέση τους ο Βέντερς είναι λεπτός, οι αλλαγές ανεπαίσθητες, όμως συμβαίνουν. Δίχως τίποτα κραυγαλέο και "συγκλονιστικό" παρακολουθούμε την βαθμιαία εξέλιξη του ήρωα και ταυτόχρονα αγωνιούμε για την έκβαση της αναζήτησης της "Ιθάκης", της άγνωστης γιαγιάς δηλαδή όπου η εγκαταλειμένη μικρή θα βρει καταφύγιο. Οι πόλεις που αλλάζουν δείχνονται γυμνές, δίχως γνωστά αξιοθέατα ή τουριστικές ατραξιόν. Περιπλανήσεις σε άγνωστους, συνηθισμένους δρόμους, καφέ, σπίτια και ξενοδοχεία. Η καρδιά της πόλης, βλέπετε, δεν είναι η Ακρόπολη ή το Μέγαρο, αλλά ο συνηθισμένος δρόμος (άσχετο αν είναι όμορφος ή άσχημος) στο Παγκράτι ή στα Πατήσια. Ενώ, ταυτόχρονα, οι εμμονές του Βέντερς με την Αμερική, το ροκ και, φυσικά, τις πόλεις, είναι παρούσες.
Ίσως πρόκειται για μια σινεφίλ ταινία, αφού, ξαναλέω, τίποτα εντυπωσιακό, καμιά ανατροπή δεν συμβαίνει. Τη βρίσκω όμως, μέσα στη λιτότητα και τη χαλαρότητά της, μια από τις ωραιότερες και τρυφερότερες του ευρωπαϊκού σινεμά.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2008

ΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΡΧΟΤΑΝ...


Βρισκόμαστε στα 1957 και ο Jules Dassin (1911-2008) κάνει την πρώτη του «ελληνική» ταινία. Μπορεί να μιλά γαλλικά και οι περισσότεροι ηθοποιοί να είναι ξένοι, τόσο η ιστορία όμως (μεταφορά του περίφημου και αιρετικού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη), όσο και το τοπίο (γυρίστηκε ολόκληρο σε ένα χωριό της Κρήτης) είναι πέρα για πέρα ελληνικά. Πρωταγωνιστεί βέβαια και η Μελίνα (νομίζω ότι ήταν ήδη η αγαπημένη του σκηνοθέτη την εποχή αυτή), οπότε μπορούμε άνετα να τη χαρακτηρίσουμε έτσι.
Ο Dassin μένει αρκετά πιστός στο βιβλίο του Καζαντζάκη και ακολουθεί την προβληματική του, μεταφέροντας το δράμα του Ιησού στη σύγχρονη εποχή (στο 1922 τέλος πάντων, όπου διαδραματίζεται η ιστορία). Ο πρωτότυπος τίτλος είναι χαρακτηριστικός: «Celui qui doit mourir» (Αυτός που πρέπει να πεθάνει). Οι βασικοί άξονες βιβλίου και ταινίας είναι οι ακόλουθοι: Οι αδίστακτοι ισχυροί είναι πάντοτε έτοιμοι να συντρίψουν τους φτωχούς και αδύναμους όταν αυτό τους συμφέρει. Η εξουσία πάντοτε δρα υπέρ της διατήρησης του status quo (δηλαδή της διατήρησης ακριβώς της εξουσίας της πάνω στους άλλους), αφού απ’ αυτήν πηγάζουν μεγάλα συμφέροντα. Ο χριστιανισμός και η φιλοσοφία του έχουν διπλή όψη: Την ουσιαστική, αυτά που δίδαξε δηλαδή ο ίδιος ο Ιησούς, («αγαπάτε αλλήλους», «μοιράζετε τα υπάρχοντά σας στους φτωχούς» κλπ.), που εκπροσωπείται από τον παπά των προσφύγων, και αυτήν της επίσημης, οργανωμένης εκκλησίας, που πάντοτε συμμαχεί με τους εκάστοτε ισχυρούς – εδώ με τους κατακτητές Τούρκους και τους ευημερούντες προύχοντες – και αντιπροσωπεύει το άκρον άωτον της υποκρισίας και της ψευτιάς, διαστρεβλώνοντας αδίστακτα αυτά που υποτίθεται ότι πρεσβεύει, προκειμένου να διατηρήσει με νύχια και με δόντια τα συμφέροντά της (ο βασικός «κακός» της ταινίας είναι ο παπάς του πλούσιου χωριού). Όλα αυτά συνυπάρχουν με μια ουμανιστική και αριστερή λογική και, τελικά, ο Ντασέν μοιάζει να μας λέει ότι στην ουσία η φιλοσοφία του χριστιανισμού (όχι της εκκλησίας) βρίσκεται πολύ κοντά σε αριστερές οπτικές. Το τελικό συμπέρασμα πάντως είναι ότι και σήμερα αν ερχόταν ο Χριστός, πάλι θα σταυρωνόταν, αφού τίποτα στη δομή του κόσμου δεν έχει αλλάξει.
Καλά και ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά σήμερα η ταινία δείχνει τα χρόνια της. Βασικό μειονέκτημα για μένα είναι το τυπικό υπερβολικό παίξιμο (όπως της Μερκούρη, την οποία ποτέ δεν συμπάθησα σαν ηθοποιό), χαρακτηριστικό πολλών ταινιών της εποχής, και το επίσης υπερβολικό «στήσιμο» στη σκηνοθεσία, κυρίως στα σκηνές πλήθους. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε «φυσική ροή» μάλλον δεν αποτελούσε αρετή τότε. Αν πάντως ο σημερινός θεατής ξεπεράσει αυτά τα σημεία, πιστεύω ότι θα απολαύσει ένα βαθιά αλληγορικό, τολμηρό φιλμ, που θίγει καίρια και επίκαιρα μέχρι τώρα προβλήματα.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2008

ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΘΕΑΤΗΣ (ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ;)


Να λοιπόν που συμπτωματικά έτυχε να δω τόσο κοντά τη μια στην άλλη τις δύο ταινίες που θεωρείται ότι μιλάνε έμμεσα για το ίδιο το σινεμά, την ηδονοβλεπτική του διάσταση, την παθητικότητα του θεατή. Έγραφα πρόσφατα για τον "Ηδονοβλεψία" του Powell και ιδού τώρα ο περίφημος "Σιωπηλός Μάρτυρας" (Rear Window) του 1954 του Alfred Hitchcock (1899-1980). Κλασική ταινία, για την οποία έχουν γραφτεί πολλά, παρακολουθείται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον, καθώς ο φωτογράφος Τζέιμς Στιούαρτ, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι με σπασμένο πόδι, παρακολουθεί τους γείτονές του για να σκοτώσει την ώρα του (μάλλον του αρέσει όμως). Ώσπου γίνεται μάρτυρας ενός πιθανού φόνου και τότε τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν...
Και πάλι παραβολή για τον κινηματογράφο λοιπόν. Όταν ο ήρωας παρακολυθεί τα τεκταινόμενα στην απέναντι πολυκατοικία (όταν ο θεατής παρακολουθεί μια ταινία) είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι (είναι κλεισμένος σε μια σκοτεινή αίθουσα), άρα και στις δύο περιπτώσεις μακριά από την αληθινή ζωή. Η δράση, η ζωή, υποκαθίστανται από την παρακολούθηση των ζωών των άλλων (ή μιας ταινίας). "Είμαστε όλοι κατά βάθος ηδονοβλεψίες" μοιάζει να λέει ο Χίτσκοκ και το δείχνει αυτό βάζοντας τόσο τη μνηστή του ήρωα (Γκρέις Κέλι) όσο και την ηλικιωμένη νοσοκόμα να "κολλάνε" άμεσα τον ηδονοβλεπτισμό του πρωταγωνιστή και μάλιστα να γίνονται φανατικότερες από αυτόν στην έρευνα για τη λύση του μυστηρίου (ή, αν θέλετε, στο να χώνονται στις ζωές των άλλων). Και μάλιστα ο προσωρινά ανάπηρος ήρωας είναι, όπως είπαμε, φωτογράφος και διαθέτει σύγχρονες για την εποχή κάμερες, σαν για να τονιστεί η σχέση του με το σινεμά. Ωστόσο ο Χίτσκοκ μοιάζει να μας λέει ότι δεν μπορείς να παίζεις ακίνδυνα μ' όλα αυτά. Είπαμε, κάποια στιγμή τα πράγματα σοβαρεύουν.
Δεν είναι δικές μου αναλύσεις όλα τα παραπάνω. Η διάσταση αυτή της ταινίας έχει πολλές φορές επισημανθεί σε κείμενα εδώ και πολλά χρόνια. Το ερώτημα που ίσως παραμένει είναι αν ο Χίτσκοκ, ένας διασκεδαστής στην ουσία, που δούλευε στο Χόλιγουντ, τα έκανε συνειδητά όλα αυτά. Δεν νομίζω ότι έχει σημασία η απάντηση. Να θυμάστε ότι στην τέχνη (σε όλες τις τέχνες) ο θεατής / ακροατής / αναγνώστης ή ό,τι άλλο πολύ συχνά εντοπίζει διαστάσεις και νοήματα που ο ίδιος ο δημιουργός δεν είχε σκεφτεί. Αυτό το παιχνίδι άλλωστε με το ενίοτε ασαφές νόημα του έργου τέχνης είναι ακριβώς μια από τις γοητευτικότερες πλευρές της.
Πέραν των αναλύσεων όμως, η ταινία παραμένει και σε πρώτο επίπεδο γοητευτικότατη. Εξαιρετικό χιούμορ, έξυπνες ατάκες, κλασικό χιτσκοκικό σασπένς που όσο προχωρά κορυφώνεται, συν την ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση του μικρόκοσμου της πολυκατοικίας (ένα είδος μικρογραφίας της κοινωνίας), την κάνουν μια από τις καλύτερες του δημιουργού της. Αν δεν την έχετε δει σπεύσατε.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2008

REC Ή ΤΙ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΙΣΠΑΝΙΚΕΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ


Ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι το ισπανικό Rec (2007) των Jaume Balagueró και Paco Plazaείναι μια καθαρή ταινία τρόμου, και μάλιστα με αρκετές δόσεις σπλάτερ. Οπότε όσοι από σας δεν είσαστε φίλοι του είδους, αλλάξτε καλύτερα σινεμά. Ας πούμε επίσης ότι είναι μια ακόμα ταινία της «μόδας» που ξεκίνησε από το Blair Witch Project, τα δήθεν ντοκιμαντέρ δηλαδή, με την ανοιχτή, ανεξέλεγκτη κάμερα που υποτίθεται ότι καταγράφει τα πάντα (κουνημένη εικόνα, κόκκος στο φιλμ, περίεργες λήψεις και ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται). Και μπορώ να γκρινιάξω και λίγο, γιατί η μόδα αυτή έχει παραγίνει τελευταία και δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορεί να κρατήσει δίνοντας ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Πέραν αυτών όμως, νομίζω ότι το Rec είναι μια καλή ταινία του είδους, που, αν και χρησιμοποιεί κάποια κλισέ, εκμεταλλεύεται στο έπακρο το απόλυτα κλειστοφοβικό της υπόθεσης (ένοικοι, πυροσβέστες, αστυνομικοί και… κάτι άλλο, παγιδευμένοι σε μια πολυκατοικία από την οποία δεν μπορούν να βγουν). Υπάρχουν αρκετές τρομακτικές σκηνές, ενίοτε σοκαριστικές, υπάρχει η «βρώμικη», αρρωστημένη ατμόσφαιρα, το διαρκώς κορυφούμενο σασπένς… οπότε νομίζω ότι οι φίλοι του είδους θα ικανοποιηθούν απόλυτα. Ακόμα πάντως κι αν κάποιοι γκρινιάξουν ότι «τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά», παραμένει ο θαυμασμός μου για το ισπανικό σινεμά, που δίνει συνεχώς από πολύ καλές έως απλώς αξιοπρόσεχτες ταινίες από άγνωστους, νέους και συχνά πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς (οι συγκεκριμένοι πάντως δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενοι).

Ετικέτες , ,

Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2008

ΟΙ ΑΜΜΟΛΟΦΟΙ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ


Θα πω από την αρχή ότι η "Γυναίκα στους Αμμόλοφους" (Suna no onna) του Hiroshi Teshigahara (1927-2001) του 1964 είναι μια ταινία που βλέπεται δύσκολα, σχεδόν βασανιστικά. Ασπρόμαυρη, με μεγάλη διάρκεια (146') και περιορισμένη (πόσο υποβλητική όμως) "ποικιλία" εικόνων. Όλα αυτά όμως δεν την εμποδίζουν να είναι εξαιρετική, ίσως και αριστουργηματική. Δεν θα σας πω πολλά για την ιστορία, αφού ακόμα και αυτό που αποκαλύπτεται στο πρώτο μόλις εικοσάλεπτο είναι σοκαριστικό και οποιαδήποτε περιγραφή θα ισοδυναμούσε με spoiler. Μόνο ότι ένας ερασιτέχνης εντομολόγος, ψάχνοντας για σπάνια έντομα σε μια περιοχή γεμάτη αμμόλοφους, αναγκάζεται να περάσει τη νύχτα του σε ένα σπίτι χτισμένο (θαμμένο σχεδόν) στον πάτο μιας τρύπας στην άμμο, όπου κατοικεί μια γυναίκα που χρειάζεται να δουλεύει καθημερινά πολύ σκληρά για να μη θαφτεί κυριολεκτικά κάτω από τόννους ύπουλης άμμου.
Βασισμένο στο πολύ δυνατό βιβλίο του Κόμπο Άμπε και πολύ πιστό σ' αυτό, το φιλμ σε στοιχειώνει με τις εικόνες του μισοερειπωμένου σπιτιού και, κυρίως, της πανταχού παρούσας άμμου, ύπουλης, ασυγκράτητης, που τρυπώνει παντού, που κυλά σα νερό και καταστρέφει, σαπίζει τα πάντα στο διάβα της. Η ερωτική ιστορία μυρίζει ιδρώτα, αποπνέει ζέστη, μοιάζει να πνίγει τον θεατή, όπως και τους ήρωες. Απόλυτα κλειστοφοβική, πνιγηρή ατμόσφαιρα, γεμάτη εικόνες που χαράσονται στη μνήμη, θέτει ταυτόχρονα μια μακρά σειρά από ερωτήματα για την ανθρώπινη κατάσταση: Αρκεί η ικανοποίηση των πολύ βασικών και μόνο ενστίκτων για να ζήσει ο άνθρωπος; Πόσο δυνατή είναι η ρουτίνα της καθημερινότητας (το βόλεμα, αν θέλετε να το πείτε αλλιώς) και πόσο είμαστε στ' αλήθεια διατεθειμένοι να ξεφύγουμε απ' αυτήν; Πόσο πραγματικά θέλουμε την ελευθερία και, κυρίως, τι κάνουμε αν φτάσει η κρίσιμη στιγμή να επιλέξουμε; Είναι τελικά, τόσο δυστυχισμένοι όσο φαίνονται οι παγιδευμένοι ήρωες; Ο Teshigahara, από τους μεγαλύτερους, πλην όμως άγνωστους στη Δύση γιαπωνέζους σκηνοθέτες, θέτει τα ερωτήματα και αφήνει ανοιχτές τις απαντήσεις. Δεν παραλείπει όμως να τονίσει τον βασικό ρόλο του κοινωνικού περίγυρου στη δύναμη της ρουτίνας, του ασφυκτικού (συμβολικού) εγκλεισμού.
Εξαιρετικά δυνατή, κλασική ταινία, υποψήφια για Όσκαρ στην εποχή της, βλέπεται δύσκολα όπως είπα στην αρχή, αφού έχει τη φοβερή δύναμη να μεταδίδει την ασφυκτική της ατμόσφαιρα στον θεατή, πλην όμως πιστεύω ότι πραγματικά αξίζει τον κόπο.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2008

ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΕΝΩΝΟΥΝ


Το ισραηλινό σινεμά, αρκετά αξιόλογο και ενδιαφέρον, συχνά παρουσιάζει ταινίες που υιοθετούν την οπτική της άλλης πλευράς, του "εχθρού", πράγμα που είναι, βέβαια, προς τιμήν του. Έτσι και η "Λεμονιά" (008) του ισραηλινού Eran Riklis αφηγείται ένα μύθο "Δαβίδ εναντίον Γολιάθ", μόνο που εδώ οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί σε σχέση με την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης: Ο Γολιάθ είναι το πανίσχυρο ισραηλινό κράτος, ο Δαβίδ μια αγέρωχη και αποφασιστική παλαιστίνια, που αποφασίζει να τα βάλει μαζί του και να τραβήξει τη διαμάχη της μ' αυτό ως τα (δικαστικά) άκρα.
Η υπόθεση είναι σχεδόν κωμική μέσα στο παράλογό της, καθώς ο ισραηλινός υπουργός Άμυνας νοιώθει να απειλείται από έναν μεγάλο και όμορφο λεμονόκηπο που ανήκει στη γειτόνισα παλαιστίνια, διότι από εκεί μπορούν να μπουν... τρομοκράτες, και αποφασίζει να τον καταστρέψει. Πλην όμως... Ωστόσο η ταινία δεν είναι κωμικά, αλλά δραματικά διαπραγματευμένη και με έξυπνο, συμβολικό τρόπο καταφέρνει να δείξει μέσα από μια παραβολή το δράμα που παίζεται εδώ και πολλές δεκαετίες στην πολύπαθη αυτή περιοχή. Συναίσθημα εναντίον άτεγκτου νόμου, φτωχοί και αδύναμοι εναντίον ισχυρών και, φυσικά, πείσμα και αντίσταση ενάντια σε στρατοκρατικές λογικές. Εκτός από την αυθαιρεσία - που αγγίζει τα όρια του παράλογου - της ισραηλινής πλευράς, το φιλμ προλαβαίνει να ρίξει και τις σπόντες του για την παλαιστινιακή (βασικά λόγω ισλαμισμού) αρτηριοσκλήρωση σε θέματα καθημερινότητας (κυρίως σε ό,τι αφορά τον ερωτικό τομέα).
Δεν είναι αριστούργημα, ωστόσο παρακολουθείται ευχάριστα και με αδιάλειπτο ενδιαφέρον και, για όσους ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα, φωτίζει λίγο ακόμα, μέσα από μια ιστορία καθημερινότητας, το δράμα της Μέσης Ανατολής.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2008

ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΣΤΟ ΜΠΡΑΪΤΟΝ ΣΚΛΗΡΑ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ


Αν και πρωτοεμφανιζόμενος ο Paul Andrew Williams, κατάφερε να με εκπλήξει με δυνατή, ρεαλιστική (σοκαριστική ενίοτε) γραφή και πολλές επί μέρους αρετές. Το "Λονδίνο - Μπράιτον" (2006) είναι τυπικά βρετανική ταινία, με τον ωμό ρεαλισμό, την διάχυτη μιζέρια, τις πολύ καλές ηθοποιίες, τη σχεδόν ντοκιμαντερίστικη καταγραφή του (μάλλον αποκρουστικού) περιβάλλοντος. Με μια βασική διαφορά: Ενώ πολλά παρόμοια αγγλικά φιλμ αρκούνται σ' αυτήν ακριβώς την ντοκιμαντερίστικη καταγραφή μιας "φέτας ζωής", αυτό εδώ, χρησιμοποιώντας τις ίδιες ακριβώς μεθόδους, διαθέτει δυνατό σενάριο, στέρεη αφήγηση, έντονο σασπένς και κρατά τον θεατή ως το τέλος - και μάλιστα με μια έξυπνη ανατροπή.
Τολμηρό στο θέμα του, αφηγείται μια ιστορία πορνείας και παιδεραστίας. Καυτηριάζοντας ανελέητα τα πάντα, παρουσιάζει ένα βρώμικο, διεφθαρμένο περιβάλλον, δίχως "καλούς" και "κακούς" (όλοι μάλλον προς το κακό τείνουν), όπου οι ισχυροί, στηριζόμενοι στη δύναμη του πλούτου τους και στην επικρατούσα αβάσταχτη μιζέρια στον κοινωνικό περίγυρο, μπορούν να αγοράσουν τα πάντα (ακόμα και δωδεκάχρονες παρθένες). Από την άλλη μεριά, ο "πάτος του πηγαδιού" κάθε άλλο παρά εξωραϊσμένα δείχνεται, οπότε η εικόνα είναι σφαιρικά αρνητική. Ενδιαφέρον έχει και το θέμα της αυτοδικίας, βασικό στην ταινία, αφού ο "κακός" κυνηγά τις δυο ηρωίδες - πόρνες που έβλαψαν τον πατέρα του. Ενώ δεκάδες χολιγουντιανές ταινίες περνούν το θέμα ξώφαλτσα, σαν κάτι αυτονόητο, που υπάρχει κυρίως για χάρη της περιπέτειας (θυμηθείτε από παλιούς Κλιντ Ίστγουντ και Τσαρλς Μπρόνσον μέχρι νεότερους Μελ Γκίμπσον), εδώ μας δίνεται σχεδόν βασανιστικά, προκαλώντας τον προβληματισμό μας. Το απρόσμενο τέλος (που δεν θα σας αποκαλύψω φυσικά), μας βάζει σε ακόμα βαθύτερες σκέψεις για το θέμα με την διφορούμενη ματιά του (προσέξτε το τσιγάρο που ανάβει ο κακός, σαφές σημάδι απελευθέρωσης). Κρίμα που δεν μπορώ να γράψω περισσότερα. Θα ήταν ανεπίτρεπτο σπόιλερ. Τελικά μένει στο θεατή να αποφασίσει αν όλο αυτό που συμβαίνει είναι θετικό ή αρνητικό...
Σκληρή και ωμή πολλές φορές στον ρεαλισμό της, η ταινία αποτέλεσε για μένα ένα πολύ ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Περιμένω συνέχεια.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker