Τρίτη, Ιουλίου 27, 2010

ΡΙΦΙΦΙ: Η ΤΕΛΕΙΑ ΛΗΣΤΕΙΑ, ΑΛΛΑ...


Το 1955 ο Jules Dassin (1911-2008) γυρίζει τη γνωστότερη μάλλον ταινία του και συγχρόνως καθιερώνει μια νέα λέξη στα λεξικά: "Ριφιφί" σημαίνει έκτοτε την τέλεια οργανωμένη ληστεία ενός εκ πρώτης όψεως "απόρθητου" στόχου. Και παραμένει ένα άψογο γαλλικό νουάρ, απ' αυτά που φαίνεται ότι δεν θα γεράσουν ποτέ.
Μια ομάδα φίλων κατά βάση, που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να προδώσει τους άλλους, σχεδιάζουν μια πανέξυπνη ληστεία κοσμηματοπωλείου κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, την εκτελούν κατά γράμμα και... μετά αρχίζουν τα προβλήματα. Πολλά από τα νουάρ στοιχεία είναι παρόντα: Το αστικό τοπίο, νυχτερινό κυρίως, ο υπόκοσμος, η αντρική φιλία, οι γκάνγκστερς, οι γυναίκες (μοιραίες εδώ μόνο κατά μία έννοια)... Αυτό που εντυπωσιάζει και σήμερα είναι το τέλειο timing, το οποίο, εμένα τουλάχιστον, δεν με άφησε να βαρεθώ ούτε στιγμή. Στις ιδιορυθμίες του φιλμ το γεγονός ότι η εκτέλεση της ληστείας δεν αποτελεί την κορύφωσή του, όπως θα περίμενε κανείς. Αντίθετα, συμβαίνει κάπου στα μισά και το σασπένς στη συνέχεια γίνεται ακόμα εντονότερο. Στα αξιοσημείωτα επίσης το οτι ο θεατής ταυτίζεται και συμπάσχει απόλυτα με τους ληστές, αν και προφανώς οι τελευταίοι είναι παράνομοι.
Οι χαρακτήρες δίνονται ανάγλυφα: Από τον βλοσυρό, βασανισμένο "εγκέφαλο" της ληστείας μέχρι τον κομψό, αθεράπευτα γυναικά και μονίμως καλοντυμένο ιταλό. Και οι γυναίκες; Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει έναν έντονο μισογυνισμό, καθώς αυτές αποτελούν απλώς διακοσμητικά στοιχεία, "γκόμενες" και τίποτα παραπάνω. Είναι όμως ακριβώς έτσι; Αν προσέξουμε καλύτερα θα δούμε ότι μια γυναίκα, η σύζυγος του μοναδικού οικογενειάρχη της παρέας, λέει τις πιο καίριες ίσως ατάκες όλου του φιλμ, που περιέχουν πιθανότατα και τις "θέσεις" του ίδιου του Ντασέν. Είναι όταν επιτέλους κάνει σκληρή κριτική στον άντρα της και, επιτέλους ξανά, λέει το προφανές, που όλοι ξεχνάμε σε όλες τις κατά βάθος "μάτσο" ταινίες του είδους και όχι μόνο (άσχετα αν πολλες απ' αυτές είναι κατά τα άλλα θαυμάσιες ταινίες): Ότι για όσα κακά συμβούν φταίνε οι ίδιοι οι άντρες, αφού επέλεξαν σαν σταδιοδρομία στη ζωή τους το έγκλημα κι όχι τη ζωή εκατομμυρίων άλλων που γεννήθηκαν, σαν τους ίδιους, φτωχοί. Τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση που, απ' όσο ξέρω, δεν έχει ξαναγίνει στα νουάρ, όπου η σκληρότητα "κακών" ή ντετέκτιβ ή μπάτσων (που μοιάζουν να αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος) ή η εγκληματικότητα θεωρούνται δεδομένες δίχως να σχολιάζονται.
Άφησα τελευταία την περίφημη σκηνή της ληστείας. Μια εκπληκτική, απόλυτα βουβή σκηνή, δίχως καν μουσική υπόκρουση, που για τα αρκετά λεπτά λεπτά που διαρκεί κρατά κυριολεκτικά τεντωμένα τα νεύρα του θεατή, σχεδόν τον κάνει να μην αναπνέει κι ο ίδιος, καθώς ο παραμικρός θόρυβος μπορεί να αποβεί μοιραίος. Φυσικά πρόκειται για το πρότυπο δεκάδων παρόμοιων σκηνών που ακολούθησαν, από το "Top Kapi" του ίδιου του Ντασέν μέχρι τα διάφορα σύγχρονα Ocean 11, με τους καταιγισμούς λέιζερ και υπολογιστών και σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας και όλους τους απίθανους και όλο πιο εξεζητημένους τρόπους που σκαρφίζονται οι σεναριογράφοι για να παρακάμψουν όλα αυτά. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με το αυθεντικό, το real thing. Ίσως και γι' αυτό και μόνο αξίζει μέχρι σήμερα η ταινία (αν και, το είπα, κατά τη γνώμη μου δεν είναι μόνο αυτό).

Ετικέτες ,

Κυριακή, Ιουνίου 27, 2010

ΕΞΩΤΙΚΟ, ΛΙΓΟ ΚΙΤΣ, ΑΛΛΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ "TOPKAPI"


Το 1964 ο Jules Dassin (1911-2008) γυρίζει το "Topkapi", ένα κλασικό, διασκεδαστικό φιλμ ιδιοφυούς σχεδιασμού ληστείας, πρόδρομο των διάφορων σημερινών "Ocean 11". Αυτή τη φορά στόχος είναι ένα πολύτιμο μαχαίρι, διακοσμημένο με τεράστια σμαράγδια, που βρίσκεται στο Topkapi της Κωνσταντινούπολης (ανάκτορο του σουλτάνου κάποτε, μουσείο σήμερα). Ο Ντασέν βέβαια έχει προϊστορία στο είδος, καθώς δικό του είναι το κλασικό "Ριφιφί", αρχετυπική ταινία του είδους αυτού.
Στο "Topkapi" τώρα προσπάθησε να κάνει κάτι που θα τραβήξει το κοινό με τον εξωτισμό του: Ελλάδα στην αρχή, Κωνσταντινούπολη στο μεγαλύτερο μέρος, τουριστική ματιά, αξιοθέατα και ωραία τοπία του Βόσπορου, των παλιών ξύλινων σπιτιών, του ίδιου του Topkapi, γραφικοί Τούρκοι (και κάποιοι Έλληνες στην Καβάλα), αγώνες πάλης και λούνα παρκ, συν η λαϊκότροπη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, συνθέτουν μια ειδυλιακή και λίγο αφελή εικόνα. Γενικά βρήκα το πρώτο μέρος κάπως κιτς, με εντονότατα τα αρνητικά στη συγκεκριμένη περίπτωση σημάδια των 60ς, με τα πολύχρωμα ντυσίματα, τα αστεία εφφέ με χρώματα και άλλα αφελή. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα βελτιώνονται, όταν γίνονται πιο πολύπλοκα, σοβαρεύουν κι αρχίζει ο προγραμματισμός και μετά η εκτέλεση της ληστείας, με το πλήθος των αντιξοοτήτων που συναντά. Βρισκόμαστε δεκαετίες πριν τις "Επικίνδυνες Αποστολές" και τα Ocean 11, εδώ όμως θα βρείτε πολλές από τις ιδέες που χρησιμοποιήθηκαν σ' αυτά. Δίχως την ηλεκτρονική τεχνολογία βέβαια, αλλά η ουσία είναι η ίδια. Γενικά το δεύτερο μέρος με κράτησε σε αγωνία (με αποκορύφωμα την ίδια τη ληστεία με τα γεμάτα σασπένς σιωπηλά πλάνα) και με διασκέδασε ταυτόχρονα.
Εννοείται ότι όλα αυτά που συμβαίνουν με την εκτελεσμένη με ακρίβεια δευτερολέπτου ληστεία είναι μάλλον αδύνατο να συμβούν στην πραγματικότητα. Αυτό όμως ισχύει για όλα τα φιλμ του είδους αυτού και είναι μια από τις συμβάσεις που γνωρίζουμε πριν καν δούμε την ταινία. Οπότε μη γκρινιάξετε γι' αυτό - ή μάλλον γκρινιάξτε όσο θέλετε, αλλά να ξέρετε ότι παντού συμβαίνει το ίδιο. Το καστ από τη άλλη είναι εντυπωσιακό αν και, για να το εξομολογηθώ επιτέλους, πρέπει να πω ότι πάντοτε απεχθανόμουν τη Μελίνα Μερκούρη σαν ηθοποιό (εδώ, εκτός από εγκέφαλος της ληστείας είναι και νυμφομανής). Υπάρχει ομως και ο Πίτερ Ουστίνοφ και ο Μαξιμίλιαν Σελ και ο Τίτος Βανδής...
Τέλος πάντων, παρά τις αφέλειες και τις γραφικότητες, συνολικά νομίζω ότι παραμένει μια διασκεδαστική, ανάλαφρη ταινία του είδους, που πρέπει οπωσδήποτε να τη δουν όσοι αρέσκονται σ' αυτό.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2008

ΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΡΧΟΤΑΝ...


Βρισκόμαστε στα 1957 και ο Jules Dassin (1911-2008) κάνει την πρώτη του «ελληνική» ταινία. Μπορεί να μιλά γαλλικά και οι περισσότεροι ηθοποιοί να είναι ξένοι, τόσο η ιστορία όμως (μεταφορά του περίφημου και αιρετικού «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη), όσο και το τοπίο (γυρίστηκε ολόκληρο σε ένα χωριό της Κρήτης) είναι πέρα για πέρα ελληνικά. Πρωταγωνιστεί βέβαια και η Μελίνα (νομίζω ότι ήταν ήδη η αγαπημένη του σκηνοθέτη την εποχή αυτή), οπότε μπορούμε άνετα να τη χαρακτηρίσουμε έτσι.
Ο Dassin μένει αρκετά πιστός στο βιβλίο του Καζαντζάκη και ακολουθεί την προβληματική του, μεταφέροντας το δράμα του Ιησού στη σύγχρονη εποχή (στο 1922 τέλος πάντων, όπου διαδραματίζεται η ιστορία). Ο πρωτότυπος τίτλος είναι χαρακτηριστικός: «Celui qui doit mourir» (Αυτός που πρέπει να πεθάνει). Οι βασικοί άξονες βιβλίου και ταινίας είναι οι ακόλουθοι: Οι αδίστακτοι ισχυροί είναι πάντοτε έτοιμοι να συντρίψουν τους φτωχούς και αδύναμους όταν αυτό τους συμφέρει. Η εξουσία πάντοτε δρα υπέρ της διατήρησης του status quo (δηλαδή της διατήρησης ακριβώς της εξουσίας της πάνω στους άλλους), αφού απ’ αυτήν πηγάζουν μεγάλα συμφέροντα. Ο χριστιανισμός και η φιλοσοφία του έχουν διπλή όψη: Την ουσιαστική, αυτά που δίδαξε δηλαδή ο ίδιος ο Ιησούς, («αγαπάτε αλλήλους», «μοιράζετε τα υπάρχοντά σας στους φτωχούς» κλπ.), που εκπροσωπείται από τον παπά των προσφύγων, και αυτήν της επίσημης, οργανωμένης εκκλησίας, που πάντοτε συμμαχεί με τους εκάστοτε ισχυρούς – εδώ με τους κατακτητές Τούρκους και τους ευημερούντες προύχοντες – και αντιπροσωπεύει το άκρον άωτον της υποκρισίας και της ψευτιάς, διαστρεβλώνοντας αδίστακτα αυτά που υποτίθεται ότι πρεσβεύει, προκειμένου να διατηρήσει με νύχια και με δόντια τα συμφέροντά της (ο βασικός «κακός» της ταινίας είναι ο παπάς του πλούσιου χωριού). Όλα αυτά συνυπάρχουν με μια ουμανιστική και αριστερή λογική και, τελικά, ο Ντασέν μοιάζει να μας λέει ότι στην ουσία η φιλοσοφία του χριστιανισμού (όχι της εκκλησίας) βρίσκεται πολύ κοντά σε αριστερές οπτικές. Το τελικό συμπέρασμα πάντως είναι ότι και σήμερα αν ερχόταν ο Χριστός, πάλι θα σταυρωνόταν, αφού τίποτα στη δομή του κόσμου δεν έχει αλλάξει.
Καλά και ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά σήμερα η ταινία δείχνει τα χρόνια της. Βασικό μειονέκτημα για μένα είναι το τυπικό υπερβολικό παίξιμο (όπως της Μερκούρη, την οποία ποτέ δεν συμπάθησα σαν ηθοποιό), χαρακτηριστικό πολλών ταινιών της εποχής, και το επίσης υπερβολικό «στήσιμο» στη σκηνοθεσία, κυρίως στα σκηνές πλήθους. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε «φυσική ροή» μάλλον δεν αποτελούσε αρετή τότε. Αν πάντως ο σημερινός θεατής ξεπεράσει αυτά τα σημεία, πιστεύω ότι θα απολαύσει ένα βαθιά αλληγορικό, τολμηρό φιλμ, που θίγει καίρια και επίκαιρα μέχρι τώρα προβλήματα.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2008

Η ΝΥΧΤΑ, Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥΑΡ


Ο Jules Dassin (1911-2008), πριν καταλήξει στην Ελλάδα, είχε γυρίσει μερικά από τα ωραιότερα νουάρ τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Βρίσκω το "Η Νύχτα και η Πόλη" του 1950 ένα από τα καλύτερά του.
Στο φιλμ αυτό καταπιάνεται με έναν εξ αρχής "καταραμένο" ήρωα. Μικροαπατεώνας, τσιράκι για άλλους "μεγάλους", ονειρεύεται διαρκώς να πιάσει την καλή, κατεβάζει πανέξυπνες ενίοτε ιδέες... αλλά μένει πάντα στα χαμηλά. Τα πράγματα είναι αυστηρά περιχαρακωμένα και δεν υπάρχει θέση για παρείσακτους. Κι όταν κάποτε συλλαμβάνει το αληθινά μεγάλο κόλπο, μπαίνει υποχρεωτικά στα χωράφια πολύ μεγάλων, όπου τα λεφτά που παίζονται είναι πολλά και είναι πλέον μαθηματικά βέβαιο ότι τα φτερά που τόσο απερίσπκεπτα άνοιξε πρέπει να κοπούν... Εννοείται ότι όλα αυτά συμβαίνουν στον χώρο του υποκόσμου και της νύχτας.
Έξυπνο σενάριο, ίντριγγες, μοιραία γυναίκα και κυρίως ατμοσφαιρικότατη ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τις σκιές και τις ύποβλητικές γωνίες λήψης, συνιστούν ένα νουάρ που με συνεπήρε και που θεωρώ αρχετυπικό του είδους.
Όσο για το τι ακριβώς λέει μ' όλα αυτά ο Ντασέν... ίσως να υπάρχουν δύο αναγνώσεις: Από τη μία μπορεί κανείς να το δει σαν μια καταδίκη της απληστίας και του κυνηγιού της κορυφής, τα οποία, βεβαίως, κάθε άλλο παρά ευτυχία φέρνουν. Ο ήρωας, ανήσυχος, αεικίνητος, μονίμως στο τρέξιμο για να πιάσει την καλή, αρνείται να συμβιβαστεί με την ευτυχία που βρίσκεται δίπλα του και που, προφανώς, θεωρεί κοινότοπη (αν μπορεί κανείς να θεωρεί "κοινότοπη" την Τζιν Τίρνεϊ). Έτσι το ασταμάτητο αυτό κυνήγι δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή. Από την άλλη, μπορεί να το δει κανείς και σαν σχόλιο και στηλίτευση μιας άκαμπτης ιεραρχίας, ενός "κακού" που ελέγχει τα πάντα και κινεί τα νήματα και το οποίο συντρίβει όποιον τολμήσει να σηκώσει κεφάλι και να αμφισβητήσει την σκοτεινή του εξουσία.
Αν σας αρέσει το νουάρ, δείτε το. Και προσέξτε ακόμα ότι, πολύ πριν ο Ντασέν γνωρίσει τη Μελίνα και εγκατασταθεί στην Ελλάδα, φαίνεται ότι έτρεφε μέσα του μια ιδιαίτερη αγάπη για τη χώρα μας. Μάλλον δεν είναι τυχαίο το ότι επιλέγει ο φοβερός γέρος παλαιστής, που εκπροσωπεί την τιμιότητα, το "ευ αγωνίζεσθαι", να είναι έλληνας.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker