Σάββατο, Μαρτίου 21, 2020

"ZABRISKIE POINT" Ή ΤΑ ΚΑΤΑ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ 60ς

Ο αριστερός Michelangelo Antonioni (1912-2007) γυρίζει το "Zabriskie Point" το 1970 στις ΗΠΑ. Η δεκαετία του 60 μόλις έχει τελειώσει, ωστόσο ο αντίκτυπός της είναι πανταχού παρόν. Το Βιετνάμ παραμένει το μεγάλο αγκάθι των αμερικανών, το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται στα πάνω του, το ίδιο και το κίνημα των μαύρων για ισότητα, οι χίπις θἐλουν να αλλάξουν με τον δικό τους τρόπο τον κόσμο, η νεολαία απεχθάνεται την προηγούμενη γενιά, το ροκ είναι στα ντουζένια του, οι πειραματισμοί με τον έρωτα, αλλά και τις διάφορες ουσίες το ίδιο... Αυτό το κλίμα αναβρασμού προσπαθεί να καταγράψει το φιλμ.
Ένας νεαρός επαναστάτης σκοτώνει σε μια διαδήλωση ένα μπάτσο που μόλις πυροβόλησε καταληψία. Στη συνέχεια κλέβει ένα μικρό αεροπλάνο και, δίχως συγκεκριμένο σκοπό, κατευθύνεται στην έρημο. Εκεί θα συναντήσει μια κοπέλα, ερωμένη ενός πλούσιου επιχειρηματία, που πηγαίνει με το αυτοκίνητό του αφεντικού της στο Φίνιξ για να τον συναντήσει σε ένα μίτινκγ. Οι δύο νέοι θα περιπλανηθούν στην έρημο, θα κάνουν έρωτα και η ζωή της κοπέλας θα αλλάξει...
Επαναστατικό φιλμ, που παίρνει ξεκάθαρα το μέρος των εξεγερμένων, με υπνωτικά όμορφες εικόνες στην έρημο και φοβερή μουσική των Pink Floyd, Grateful Dead και άλλων, θα καταδείξει την έλξη που άσκησε η αμερικάνικη (προσωρινή εννοείται) εξέγερση των νέων στον μεγάλο ιταλό δημιουργό. Και μάλιστα, θα έλεγα, ιδιαίτερα οι χίπις (πέρα από το αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό κίνημα), καθώς οι τελευταίες δυνατές σκηνές μάλλον ενάντια στον καταναλωτισμό επιτίθενται με τόση βιαιότητα.
Μουσική, ελεύθερος έρωτας, επανάσταση και ναρκωτικά μπλέκονται στην ταινία, η οποία βέβαια διαθέτει τους γνωστούς αργούς ρυθμούς του δημιουργού της. Αναρωτιέμαι πόσο θα ξενίσει ένα σύγχρονο νέο, μεγαλωμένο με εντελώς άλλες ιδέες και προτεραιότητες. Πάντως σίγουρα αποτελεί σημαντικό ντοκουμέντο μιας ανήσυχης και ουσιαστικά χαμένης άλλον ανεπιστρεπτί εποχής...
ΥΓ: Η ταινία είχε συναντήσει πολλές δυσκολίες στα γυρίσματα, καθώς συντηρητικοί αμερικάνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν την πταγματοποίησή της.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Μαΐου 27, 2010

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΑΓΝΩΣΤΟ


Το "Επάγγελμα : Ρεπόρτερ" (Professione: Reporter) του 1975 είναι ίσως η τελευταία πολύ σημαντική ταινία του Michelangelo Antonioni (1912-2007). Γυρισμένη σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και της Αφρικής, αργή, υποβλητική, μιλά για την ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει πίσω την παλιά ζωή του, όλα όσα τον δένουν με πρόσωπα και πράγματα, και να ξεκινήσει από την αρχή.
Αυτό άλλωστε κάνει ο ήρωας του φιλμ, ένας δημοσιογράφος που υποδύεται στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του ο Τζακ Νίκολσον. Όταν βρίσκει τη ευκαιρία χάρη στον τυχαίο θάνατο ενός άγνωστου σε μια ξεχασμένη χώρα της Αφρικής, αλλάζει τα στοιχεία του με τα δικά του και παίρνει έτσι την ταυτότητά του. Μαζί μ' αυτήν "κληρονομεί" τη ζωή του άλλου, παίζει το ρόλο του, ακολουθώντας τα πράγματα ως το τέλος.
Σπάνια το σινεμά έχει εξερευνήσει τόσο βαθιά το ερώτημα: "Θα ήθελες να είσαι κάποιος άλλος;" Και σπάνια έχει δείξει τόσο αβίαστα την ανάγκη ανανέωσης, καινούριας αρχής, πόθου για το καινούριο και το άγνωστο, για το απόλυτο "ξεσκαρτάρισμα" του παρελθόντος, που πλέον, όπως συμβαίνει με όλους μας σχεδόν, έχει μεταβληθεί σε ρουτίνα και βάρος που κουβαλάμε για όλη μας τη ζωή. Αλλά, βέβαια, ο Antonioni ξέρει καλά ότι στον κόσμο μας κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι ανώδυνο, να είναι μόνο ένα παιχνίδι. Υπάρχει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει αυτός που τολμά.
Παράλληλα ο σκηνοθέτης βάζει και μια άλλη σημαντικότατη παράμετρο: Ο βαθύτερος λόγος που ο ήρωας κάνει την ακραία αυτή πράξη είναι επειδή μέσα του νοιώθει κενός. Από τους άλλους περιγράφεται σαν "αντικειμενικός δημοσιογράφος". Φυσικά το "αντικειμενικός" στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αρετή, μπορεί όμως κάλλιστα και να σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν πιστεύει σε τίποτα (ή σε τίποτα πλέον). Όπως επισημαίνεται στο φιλμ, όλο αυτό το μοιραίο παιχνίδι γίνεται επειδή ο ήρωας νοιώθει βαθιά μέσα του την ανάγκη να πιστέψει κάπου. Όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Υπαρξιακό φιλμ, που μερικές φορές φέρνει στο νου τον "Ξένο" του Καμί, ιδιότυπο road movie, το "Επάγγελμα: Ρεπόρτερ" εμπλέκει στην ιστορία του και μια πολιτική διάσταση: Μιλά για δικτατορικά καθεστώτα με "μακρύ χέρι" που μπορεί να φτάσει πολύ μακριά (ο πρωταγωνιστής παρακολουθείται στην Ισπανία από πράκτορες της αφρικανικής χώρας). Διαθέτει μερικές χαρακτηριστικές σκηνές στη Βαρκελώνη, κάποιες γυρισμένες στη θρυλική Casa Mila του μεγάλου αρχιτέκτονα Gaudi, άλλες όπου κυριαρχεί η έρημος με την αιώνια γοητεία της και, τέλος, την περίφημη σκηνή του τέλους, όπου επί σχεδόν ένα δεκάλεπτο παρακολουθούμε δίχως να βλέπουμε τα τεκταινόμενα, με την κάμερα να δείχνει μέσα από τα κάγκελα ενός παράθυρου μια σχεδόν έρημη, γυμνή αυλή και τη σποραδική κίνηση σ' αυτή, ενώ εκτός πλάνου συμβαίνουν καθοριστικά γεγονότα, τα οποία ωστόσο αντιλαμβανόμαστε απόλυτα. Νομίζω ότι πρόκειται για σκηνή ανθολογίας, που δείχνει τέλεια τη δύναμη του σινεμά να αφηγείται με πολύ - πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Φυσικά το κλασικό αυτό φιλμ απευθύνεται σε σινεφίλ. Οι ρυθμοί είναι συχνά αργοί, πράγμα απόλυτα ταιριαστό με το όλο νωχελικό κλίμα, οι εικόνες συχνά όμορφες αλλά σχεδόν πάντοτε γυμνές και λιτές, το μυστήριο στο σενάριο δίνεται υπαινικτικά, δίχως να είναι αυτό που ενδιαφέρει κύρια τον Αντονιόνι. Έχοντας όλα αυτά υπ' όψιν, το συνιστώ απόλυτα. Προφανώς.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2009

"Η ΝΥΧΤΑ" ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ


Δεύτερο μέρος της περίφημης "τριλογίας της αποξένωσης" (οι άλλες δύο είναι "Η Περιπέτεια" και "Έκλειψη") του Michelangelo Antonioni (1912-2007), "Η Νύχτα" (La Notte) γυρίζεται το 1961 και αποτελεί για πολλούς μια από τις σημαντικότερες ταινίες της ιστορίας του σινεμά . Βέβαια η ταινία είναι κλασική για όσους μπορούν να δουν σινεμά που δεν το ενδιαφέρει η δράση αλλά η σκέψη, που θέτει ή προσπαθεί να απαντήσει σε αιώνια ερωτήματα. Η βασική κατηγορία για φιλμς όπως αυτό είναι ότι "δεν συμβαίνει τίποτα", δεν υπάρχει έκπληξη ή/και ανατροπή. Έτσι είναι (σε μια πρώτη ματιά τουλάχιστον), αλλά τα στοιχεία αυτά μπορεί να είναι συχνά ευπρόσδεκτα, όχι όμως και υποχρεωτικά για να θεωρηθεί μια ταινία ή οποιοδήποτε άλλο έργο τέχνης σημαντικό. Γενικά αντιλαμβάνομαι την απόρριψη ανθρώπων που δεν αντέχουν έλλειψη δράσης, αργούς ρυθμούς και άλλα τέτοια. Γι' αυτούς δημιουργοί όπως ο Αντονιόνι, ο Ταρκόφσκι, ο Ρενέ και πλήθος άλλοι είναι "εκτός". Δεν συμφωνώ, αλλά η άποψη αυτή και σεβαστή είναι και κατανοητή. Ας ασχοληθούν λοιπόν με τη "Νύχτα" οι υπόλοιποι.
Η ταινία δείχνει ένα ακριβώς εικοσιτετράωρο από τη ζωή ενός ζευγαριού που είναι παντρεμένο επί 10 χρόνια. Διανοούμενος και διάσημος συγγραφέας εκείνος, από πλούσια οικογένεια εκείνη, επισκέπτονται έναν ετοιμοθάνατο φίλο το πρωί, στη συνέχεια εκείνη περιπλανιέται δίχως σκοπό στο Μιλάνο και τα φτωχά προάστιά του και το βράδι πάνε σ' ένα κλαμπ και στη συνέχεια σε ένα πάρτι πλούσιου βιομήχανου, όπου είναι μαζεμένη όλη η "καλή κοινωνία", στο οποίο μένουν μέχρι το ξημέρωμα και όπου συμβαίνουν διάφορα.
Η ταινία μιλά όσο λίγες στην ιστορία του σινεμά για την κρίση του σύγχρονου ζευγαριού, όταν πλέον το πάθος έχει εκλείψει. Δεν υπάρχουν δραματικές εξάρσεις, καυγάδες, απιστία (αν και συχνά και οι δύο πλησιάζουν σ' αυτή). Υπάρχει απλώς η απάθεια, η έλλειψη ζήλειας, η μοναξιά, η κενότητα, το ανικανοποίητο που νοιώθουν και οι δυο τους. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι γι' αυτά τα προφανώς αρνητικά συναισθήματα δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Είναι η βαθμιαία φθορά μιας σχέσης που τα δημιουργεί, φθορά που συμβαίνει πάντοτε (εκτός ίσως ελάχιστων ευτυχών εξαιρέσεων). Φυσικά ο Antonioni εμβαθύνει και στους χαρακτήρες των δύο (και της τρίτης, που απειλεί να ανατρέψει τις όποιες ισορροπίες): Εγωιστής κατά βάθος εκείνος, που βασικά ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, που πολύ λίγα μπορεί να δώσει, σχετικά "ρηχή" εκείνη, που απλώς πλήττει με τα πάντα και δεν τολμά καν να ολοκληρώσει μια απόπειρα "απόδρασης" από τη ρουτίνα. Η Ζαν Μορό περιφέρεται δίχως σχεδόν ποτέ να χαμογελά, κι αυτή της η έκφραση πλήξης και απάθειας είναι ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο της ταινίας. Και επίσης, για να γίνουν τα πράγματα πιο ρεαλιστικά και πιο κοντά σ΄ ό,τι συνήθως συμβαίνει, δεν υπάρχει ακριβώς μίσος ανάμεσά τους. Υπάρχουν στιγμές που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, που δείχνουν υπολείμματα τρυφερότητας, ίσως και έρωτα. Αλλά η νεανική μαγεία έχει χαθεί οριστικά...
Πολύ σωστά ο Antonioni τοποθετεί το πλαίσιο στους υψηλούς - ή, τέλος πάντων, στους άνετους οικονομικά κοινωνικούς κύκλους. Εκεί είναι που τα προβλήματα αυτού του είδους φαίνονται ξεκάθαρα. Υπάρχουν και σε κατώτερες τάξεις βέβαια, αν όμως το βασικό πρόβλημά σου είναι η ανέχεια ή ακόμα και η πείνα, όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Το άλλο χαρακτηριστικό της ασπρόμαυρης "ματιάς" του φιλμ είναι η άμεσα ορατή σχέση της με την αρχιτεκτονική και το αστικό τοπίο. Ο σκηνοθέτης μας δείχνει επίμονα μοντέρνα κτίρια, στιλπνές επιφάνειες που αντανακλούν τα πάντα, ευθείες γραμμές και γωνίες. Οι άνθρωποι φαίνονται πολύ μικροί και ασήμαντοι μπροστά στα κτίρια της πόλης (του Μιλάνου συγκεκριμένα). Η εμμονή αυτή επιτείνει και "εικονογραφεί" με ιδανικό τρόπο την αίσθηση της ψυχρότητας, της αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου από το περιβάλλον του και από τους άλλους. Έτσι η σύγχρονη αρχιτεκτονική, που κυριαρχεί πάνω στο άτομο, μοιάζει να συμβάλλει στο κλίμα της αλλοτρίωσης.
Μεγάλη - και δύσκολη - ταινία, που διατηρεί νομίζω τη λάμψη της (τη μουντή λάμψη της θα ήταν καλύτερα να λέγαμε). Το πρωταγωνιστικό τρίο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Μόνικα Βίττι) βρίσκεται στο απώγιό του, η χαλαρή τζαζ μουσική χρησιμοποιείται εδώ σαν "χαλί" που δεν την ακούει κανείς με προσοχή, επιτείνοντας έτσι το αίσθημα πλήξης και κενότητας που κυριαρχεί κυρίως στο δεύτερο μέρος, στο πάρτι της υψηλής κοινωνίας (κενότητα που χαρακτηρίζει την τάξη αυτή και εδώ προβάλλεται ανάγλυφα) και γενικά, δίχως εξάρσεις, ο Αντονιόνι καταφέρνει να μιλήσει για εσωτερικά θέματα που μας αφορούν όλους. Κι ας απευθύνεται- λόγω της "γλώσσας" του - σε λίγους.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

ΣΤΗΝ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΤΗΣ "ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΕΡΗΜΟΥ"


Ήταν στα 1964 όταν ο Michelangelo Antonioni (1912-2007) γύριζε την "Κόκκινη Έρημο", την πρώτη έγχρωμή του ταινία - κι αυτό έχει σημασία, γιατί έχει ιδιαίτερα παίξει με το χρώμα. Είχαν προηγηθεί τα άλλα του φιλμ για την ανθρώπινη αποξένωση και το πάγωμα των σχέσεων: Η "Περιπέτεια", η "Νύχτα" και η "Έκλειψη". Καλό είναι από την αρχή να πούμε ότι και η "Κόκκινη Έρημος" είναι μια δύσκολη, στριφνή θα έλεγα ταινία (όπως και οι 3 προηγούμενες) που ακόμα και σήμερα βλέπεται σχετικά δύσκολα και απευθύνεται σε ένα ιδιαίτερο σινεφίλ κοινό.
Η πλοκή είναι ελάχιστη. Μια παντρεμένη γυναίκα, στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης, γνωρίζει έναν συνάδελφο και φίλο του άντρα της. Η μεταξύ τους σχέση είναι σχεδόν ερωτική, σχεδόν φιλική κι ένα "σχεδόν" μοιάζει να δεσπόζει σ' όλες τις σχέσεις όλων των χαρακτήρων: Οι φίλοι μεταξύ τους, η γυναίκα με τον άντρα της, τα υπόλοιπα φιλικά ζευγάρια κλπ. Ακόμα κι όταν όλα δείχνουν ότι ετοιμάζεται ένα όργιο ανάμεσα σε τρία ζεύγη, ούτε κι αυτό θα πραγματοποιηθεί. Όλα μένουν μετέωρα, να αιωρούνται. Σαν οι ανθρώπινες σχέσεις να έχουν παγώσει, να έχουν γίνει ψεύτικες. Η επαφή είναι αδύνατη. Πουθενά δεν υπάρχει ζεστασιά.
Ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας όμως είναι το εφιαλτικό περιβάλλον. Γυρισμένη ολόκληρη σε εξαιρετικά άσχημα, βιομηχανικά αστικά τοπία, με πελώριες εγκαταστάσεις με πανύψηλες καπνοδόχους και πολύπλοκους σωλήνες που ξερνάνε διαρκώς καπνό και απόβλητα και μολύνουν κάθε φυσικό χώρο, με κάτι σαν γκρίζα ομίχλη να θαμπώνει συνεχώς τη μουντή ατμόσφαιρα, η πόλη μοιάζει με αληθινή κόλαση μέσα στην οποία περιφέρονται και βασανίζονται οι ούτως ή άλλως ψυχροί ήρωες, που φοβούνται κάθε διαφορετικό (όπως το ξένο καράβι που φτάνει τυλιγμένο στην ομίχλη στο λιμάνι, κουβαλώντας μια μυστηριώδη ασθένεια). Αλλά και τα εσωτερικά τονίζουν την ψυχρότητα των πάντων: Άδεια και μουντά διαμερίσματα, ακόμα κι αυτό του ευκατάστατου πρωταγωνιστικού ζεύγους. Μια απαισιόδοξη άποψη κυριαρχεί, που μέχρι τέλος δεν αφήνει ούτε ίχνος φωτός να εισχωρήσει. Μπορούμε βέβαια, μέσα σ' όλη αυτή τη ζοφερότητα, να δούμε στο βάθος ένα πολιτικό σχόλιο για την παρακμή, τη κατάντια της αστικής τάξης. Πράγμα που τονίζεται περισσότερο με το μοναδικό "ζωντανό" και παθιασμένο ζεύγος που εμφανίζεται για λίγο και που είναι ένα λαϊκό ζεύγος εργατών.
Φυσικά ο Antonioni μιλά για την αποξένωση που είπαμε και πριν, αλλά και (έμμεσα) για την καταστροφή της φύσης με μια πρώιμη οικολογική ματιά. Όσο για τη χρήση του χρώματος που αναφέραμε στην αρχή, εδώ ο σκηνοθέτης κάνει μια απόλυτα μινιμαλιστική δουλειά, συνθέτοντας πλάνα με μεγάλες επιφάνειες πλακάτων χρωμάτων που θυμίζουν αφηρημένους πίνακες της εποχής. Πιστεύω ότι η επιρροή από την αφηρημένη ζωγραφική είναι συνειδητή.
Δύσκολη ταινία, χαρακτηριστική της αβάν γκαρντ της εποχής της, που και σήμερα βλέπεται δύσκολα. Θυμηθείτε ότι όλα όσα ανέφερα παραπάνω δείχνονται με ελάχιστη πλοκή, με καταστάσεις όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει. Δείτε το αν ενδιαφέρεστε για ένα κομμάτι κινηματογραφικής ιστορίας.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker