Δεύτερο μέρος της περίφημης "τριλογίας της αποξένωσης" (οι άλλες δύο είναι "Η Περιπέτεια" και "Έκλειψη") του
Michelangelo Antonioni (1912-2007), "
Η Νύχτα" (
La Notte) γυρίζεται το 1961 και αποτελεί για πολλούς μια από τις σημαντικότερες ταινίες της ιστορίας του σινεμά . Βέβαια η ταινία είναι κλασική για όσους μπορούν να δουν σινεμά που δεν το ενδιαφέρει η δράση αλλά η σκέψη, που θέτει ή προσπαθεί να απαντήσει σε αιώνια ερωτήματα. Η βασική κατηγορία για φιλμς όπως αυτό είναι ότι "δεν συμβαίνει τίποτα", δεν υπάρχει έκπληξη ή/και ανατροπή. Έτσι είναι (σε μια πρώτη ματιά τουλάχιστον), αλλά τα στοιχεία αυτά μπορεί να είναι συχνά ευπρόσδεκτα, όχι όμως και υποχρεωτικά για να θεωρηθεί μια ταινία ή οποιοδήποτε άλλο έργο τέχνης σημαντικό. Γενικά αντιλαμβάνομαι την απόρριψη ανθρώπων που δεν αντέχουν έλλειψη δράσης, αργούς ρυθμούς και άλλα τέτοια. Γι' αυτούς δημιουργοί όπως ο Αντονιόνι, ο Ταρκόφσκι, ο Ρενέ και πλήθος άλλοι είναι "εκτός". Δεν συμφωνώ, αλλά η άποψη αυτή και σεβαστή είναι και κατανοητή. Ας ασχοληθούν λοιπόν με τη "Νύχτα" οι υπόλοιποι.
Η ταινία δείχνει ένα ακριβώς εικοσιτετράωρο από τη ζωή ενός ζευγαριού που είναι παντρεμένο επί 10 χρόνια. Διανοούμενος και διάσημος συγγραφέας εκείνος, από πλούσια οικογένεια εκείνη, επισκέπτονται έναν ετοιμοθάνατο φίλο το πρωί, στη συνέχεια εκείνη περιπλανιέται δίχως σκοπό στο Μιλάνο και τα φτωχά προάστιά του και το βράδι πάνε σ' ένα κλαμπ και στη συνέχεια σε ένα πάρτι πλούσιου βιομήχανου, όπου είναι μαζεμένη όλη η "καλή κοινωνία", στο οποίο μένουν μέχρι το ξημέρωμα και όπου συμβαίνουν διάφορα.
Η ταινία μιλά όσο λίγες στην ιστορία του σινεμά για την κρίση του σύγχρονου ζευγαριού, όταν πλέον το πάθος έχει εκλείψει. Δεν υπάρχουν δραματικές εξάρσεις, καυγάδες, απιστία (αν και συχνά και οι δύο πλησιάζουν σ' αυτή). Υπάρχει απλώς η απάθεια, η έλλειψη ζήλειας, η μοναξιά, η κενότητα, το ανικανοποίητο που νοιώθουν και οι δυο τους. Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι γι' αυτά τα προφανώς αρνητικά συναισθήματα δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Είναι η βαθμιαία φθορά μιας σχέσης που τα δημιουργεί, φθορά που συμβαίνει πάντοτε (εκτός ίσως ελάχιστων ευτυχών εξαιρέσεων). Φυσικά ο Antonioni εμβαθύνει και στους χαρακτήρες των δύο (και της τρίτης, που απειλεί να ανατρέψει τις όποιες ισορροπίες): Εγωιστής κατά βάθος εκείνος, που βασικά ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, που πολύ λίγα μπορεί να δώσει, σχετικά "ρηχή" εκείνη, που απλώς πλήττει με τα πάντα και δεν τολμά καν να ολοκληρώσει μια απόπειρα "απόδρασης" από τη ρουτίνα. Η Ζαν Μορό περιφέρεται δίχως σχεδόν ποτέ να χαμογελά, κι αυτή της η έκφραση πλήξης και απάθειας είναι ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο της ταινίας. Και επίσης, για να γίνουν τα πράγματα πιο ρεαλιστικά και πιο κοντά σ΄ ό,τι συνήθως συμβαίνει, δεν υπάρχει ακριβώς μίσος ανάμεσά τους. Υπάρχουν στιγμές που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, που δείχνουν υπολείμματα τρυφερότητας, ίσως και έρωτα. Αλλά η νεανική μαγεία έχει χαθεί οριστικά...
Πολύ σωστά ο Antonioni τοποθετεί το πλαίσιο στους υψηλούς - ή, τέλος πάντων, στους άνετους οικονομικά κοινωνικούς κύκλους. Εκεί είναι που τα προβλήματα αυτού του είδους φαίνονται ξεκάθαρα. Υπάρχουν και σε κατώτερες τάξεις βέβαια, αν όμως το βασικό πρόβλημά σου είναι η ανέχεια ή ακόμα και η πείνα, όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Το άλλο χαρακτηριστικό της ασπρόμαυρης "ματιάς" του φιλμ είναι η άμεσα ορατή σχέση της με την αρχιτεκτονική και το αστικό τοπίο. Ο σκηνοθέτης μας δείχνει επίμονα μοντέρνα κτίρια, στιλπνές επιφάνειες που αντανακλούν τα πάντα, ευθείες γραμμές και γωνίες. Οι άνθρωποι φαίνονται πολύ μικροί και ασήμαντοι μπροστά στα κτίρια της πόλης (του Μιλάνου συγκεκριμένα). Η εμμονή αυτή επιτείνει και "εικονογραφεί" με ιδανικό τρόπο την αίσθηση της ψυχρότητας, της αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου από το περιβάλλον του και από τους άλλους. Έτσι η σύγχρονη αρχιτεκτονική, που κυριαρχεί πάνω στο άτομο, μοιάζει να συμβάλλει στο κλίμα της αλλοτρίωσης.
Μεγάλη - και δύσκολη - ταινία, που διατηρεί νομίζω τη λάμψη της (τη μουντή λάμψη της θα ήταν καλύτερα να λέγαμε). Το πρωταγωνιστικό τρίο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Μόνικα Βίττι) βρίσκεται στο απώγιό του, η χαλαρή τζαζ μουσική χρησιμοποιείται εδώ σαν "χαλί" που δεν την ακούει κανείς με προσοχή, επιτείνοντας έτσι το αίσθημα πλήξης και κενότητας που κυριαρχεί κυρίως στο δεύτερο μέρος, στο πάρτι της υψηλής κοινωνίας (κενότητα που χαρακτηρίζει την τάξη αυτή και εδώ προβάλλεται ανάγλυφα) και γενικά, δίχως εξάρσεις, ο Αντονιόνι καταφέρνει να μιλήσει για εσωτερικά θέματα που μας αφορούν όλους. Κι ας απευθύνεται- λόγω της "γλώσσας" του - σε λίγους.
Ετικέτες "Notte (la)" (1961), Antonioni Michelangelo