Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2023

"ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ" ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΑ "ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ"


Ο φινλανδός Aki Kaurismaki κάνει εδώ και 40 χρόνια ένα σινεμά για τους μάλλον λίγους "πιστούς" του. Πολύ μινιμαλιστικό, πολύ αστείο και πολύ μελαγχολικό. Πώς συνδυάζονται σε μια ταινία τα δύο τελευταία στοιχεία; Αυτό μόνο αν δείτε ταινίες του θα το καταλάβετε. Είπα για λίγους, γιατί οι περισσότεροι, εθισμένοι σε mainstream αμερικάνικο (κυρίως) σινεμά θα "τρομάξουν" αν δουν τα φιλμ του, που είναι φτιαγμένα "με το τίποτα" (εξ ου και η λέξη "χειροποίητη" του τίτλου). Πιστός στο πολύ προσωπικό αυτό ύφος, κάνει με τα "Πεσμένα Φύλλα" ("Kuolleet lehdet" για τους φινλανδομαθείς) του 2023 μια από τις καλύτερες για μένα ταινίες του. 

Η ιστορία είναι όσο πιο απλή γίνεται. Αλκοολικός και σχεδόν άστεγος συναντά κοπέλα που μόλις έχει απολυθεί από σούπερ μάρκετ επειδή χάρισε ληγμένα τρόφιμα σε άστεγο - η οποία κοπέλα ουσιαστικά δεν έχει προσωπική ζωή ούτε κανένα ενδιαφέρον. Αλληλοσυμπαθούνται λοιπόν, ίσως ένας έρωτας πάει να ξεκινήσει, αλλά, αλίμονο, εκείνος χάνει το τηλέφωνό της και χάνονται. Και προσπαθούν να ξαναβρεθούν...

Αυτό όλο κι όλο. Κι όμως είναι τέτοια η μελαγχολία που πλημμυρίζει το φιλμ - οι μοναχικοί, δίχως ενδιαφέροντα άνθρωποι, το μουντό, σκοτεινό και άσχημο Ελσίνκι, ο τρόπος ζωής τους μόνο με τα απολύτως απαραίτητα κλπ. κλπ. - και ταυτόχρονα (μα πώς το καταφέρνει κάθε φορά;) τόσο αστείες οι καταστάσεις, οι ατάκες, οι άκαμπτες ηθοποιίες και στάσεις του σώματος, οι "κουφοί" δεύτεροι ρόλοι, που προσωπικά το θεωρώ απόλυτη επιτομή του έργου του, κάτι σαν απόσταγμα όσων έχει κάνει μέχρι τώρα.

 Και δύο ακόμα στοιχεία: Πρώτο, η πανταχού παρούσα κινηματογραφοφιλία. Όπου κι αν βρίσκονται υπάρχουν αφίσες από παλιές κλασικές όσο και b-movies (παλιές όμως πάντοτε) ταινίες και, βέβαια, πρώτο ραντεβού δίνουν σε ένα σινεμά που παίζει... κάποια δευτεροκλασάτα ζόμπι! Δεύτερο, η ατμόσφαιρα... επιστημονικής φαντασίας που συχνά δημιουργεί ο Καουρισμάκι. Όχι βέβαια κάτι φουτουριστικό, τα αντίθετο. Ενώ βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή (ακούμε συνεχώς από το ραδιόφωνο ειδήσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία), δεν υπάρχουν πουθενά υπολογιστές, κινητά, ούτε καν τηλεόραση. Μόνο κάτι τηλέφωνα με στρογγυλό καντράν και παμπάλαια, ογκώδη ραδιόφωνα. Είναι χαρακτηριστικό του άλλωστε να φτιάχνει μια "παλιομοδίτικη" ατμόσφαιρα.

Για μένα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Προσοχή όμως: Όσοι έχετε μεγάλη αγωνία για το ποιος θα κάνει τον 368ο Spiderman και ψάχνετε απεγνωσμένα για το πρώτο τρέιλερ, μην περάσετε ούτε απ' έξω.

 

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2020

"ARIEL" : Η ΚΑΤΑ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δηλώνω  από την αρχή ότι ο Aki Kaurismaki παραμένει ένας από τους αγαπημένους μου δημιουργούς. Από τις χαρακτηριστικότερες ταινίες του ιδιόρυθμου στιλ του είναι, νομίζω, το "Ariel" του 1988.
Πρόκειται για την ιστορία ενός μοναχικού, συνηθισμένου, ῾῾χωρίς ιδιότητες῾῾ ανθρώπου: Απολύεται από ένα εργοστάσιο που κλείνει κάπου στην παγωμένη επαρχία της Φιλανδίας, κληρονομεί μια ανοιχτή Κάντιλακ, της οποίας η οροφή δεν κλείνει και, με μόνο περιουσιακό στοιχείο αυτό, έρχεται στο Ελσίνκι για να βρει την τύχη του. Εκεί θα βρει μια γυναίκα, θα πάει φυλακή και θα ζήσει διάφορα άλλα που δεν θα σας αποκαλύψω.
Βρισκόμαστε στην καρδιά του στιλ του Καουρισμάκι. Λιτότητα και αφαιρετικότητα, υποδόριο χιούμορ ακόμα και στις πιο τραγικές καταστάσεις, απόλυτα συνηθισμένοι άνθρωποι και τοπία (αστικά κυρίως) και αυτό το ανέκφραστο, δίχως συναισθήματα παίξιμο των ηθοποιών, οι οποίοι μοιάζουν να δέχονται με απίστευτη στωικότητα, σα να μη συμβαίνει τίποτα, ακόμα και τα πιο σοβαρά χτυπήματα της μοίρας ή τις κατάφωρες κοινωνικές αδικίες. Όλα στο φιλμ είναι ῾῾γυμνά῾῾, περιορίζονται στα απόλυτα ουσιώδη. Και οι λιγοστές ατάκες το ίδιο. Αλλά το χιούμορ είναι πανταχού παρόν. Χαρακτηριστικό δείγμα του η τελευταία ατάκα κάποιου που πεθαίνει προς το τέλος. Αν το δείτε θα με θυμηθείτε. Στο μεταξύ, με τον ανέκφραστο τρόπο του και την τετριμμένη καθημερινότητα του, ο σκηνοθέτης προλαβαίνει να κάνει νύξεις για ττην ανεργία και τη φτώχια, την απόλυτη μοναξιά (στην ουσία στο φιλμ δύο μοναχικοί άνθρωποι βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον), την κοινωνική και δικαστική αδικία, την ανάγκη για ελευθερία και τον αγώνα γι᾽αυτήν και για κάμποσα άλλα.
Λατρεύω το στιλ του Καουρισμάκι, το χιούμορ που,  εκτός των άλλων,  προκύπτει ακόμα κι από την ίδια απάθεια των κοινότοπων ηρώων του, τον τρόπο του να μιλά τόσο απλά, λιτά και ελαφρά για σημαντικά θέματα και ακόμα, εικονογραφώντας την καθημερινή, συχνά απόλυτη μιζέρια απλών, καθόλου ηρωικών ανθρώπων, να δημιουργεί με μυστηριώδη τρόπο μια feelgood αίσθηση. Ξέρω ότι δεν είναι για όλους και πολλούς θα ξενίσει το κλίμα του. Τι να κάνουμε όμως; Προσωπικά γούστα είνα αυτά.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Οκτωβρίου 17, 2017

"Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ" ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑ KAURISMAKI ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ

Έχω επανειλημμένα δηλώσει fun του τρομερού φιλανδού Aki Kaurismaki, ο οποίος δεν με απογοητεύει καθόλου ούτε με την "'Αλλη Όψη της Ελπίδας" του 2017. Όπου ασχολείται ξανά με το θέμα της "Χάβρης", αυτό δηλαδή της παράνομης ή μη μετανάστευσης στην Ευρώπη.
Ο Καλέντ είναι σύρος μετανάστης, ο οποίος έχει χάσει την οικογένειά του στο σεδόν ολοσχερώς κατεστραμένο Χαλέπι και καταλήγει παράνομα στη Φιλανδία. Στο δρόμο, στην οδύσσειά του, έχει χάσει την αδελφή του, τη μοναδική επιζήσασα, την οποία ψάχνει απεγνωσμένα. Ο Βίκστρομ πάλι είναι ένας μεσήλοκας ιδιόρυθμος φιλανδός, ο οποίος έχει μόλις εγκαταλείψει τη γυναίκα του και ανοίγει... ό,τι νάναι εστιατόριο, με εξ ίσου ιδιόρυθμα γκαρσόνια, στο οποίο προσλαμβάνεται και ο φυγάς πλέον Καλέντ. Από εκεί και πέρα πολλά, και αστεία και σπαρακτικά, θα συμβούν.
Εδώ ο Kaurismaki είναι κάπως πιο συγκινητικός και θλιμένος απ' όσο στο "Λιμάνι της Χάβρης". Ωστόσο και εδώ η σφραγίδα του είναι φανερή από χιλιόμετρα. Ο απόλυτος μινιμαλισμός στα πάντα, το πολύ ιδιαίτερο χιούμορ (κυρίως στο δεύτερο μέρος του φιλμ, μετά τη λειτουργία του εστιατορίου), οι ανέκφραστοι, αμίλητοι, σαν ρομπότ χαρακτήρες, η έντονα παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα, λες και δεν βλέπεις σύγχρονο φιλμ, η αγάπη στο ροκ εντ ρολ (και μάλιστα το... φιλανδικό) κλπ. Και συγχρόνως με όλα αυτά, η απόλυτη ανθρωπιά, η ζεστασιά που αναβλύζει απροσδόκητα από εντελώς ψυχρούς επιφανειακά ανθρώπους. Και το σπουδαιότερο: Η βαθιά αγάπη στους περίεργους, sui generis, εμφανώς εκτός συστήματος χαρακτήρες. Οι οποίοι δεν είναι υποχρεωτικά losers (αν και πολλοί απ' αυτούς είναι), αλλά, πως να το πω, δεν ταιριάζουν καθόλου στο πλαίσιο της ψυχρής, ευνομούμενης και απόλυτα τακτοποιημένης κοινωνίας όπου ζουν. Ούτε στις (συχνά "κουφές") ενέργειές τους ούτε στα γούστα τους.
Φυσικά εδώ, δίπλα στα παραπάνω τυπικά χαρακτηριστικά του, συνυπάρχει και το πικρό (γλυκόπικρο μάλλον) σχόλιό του για το μεταναστευτικό. Για την ευγενική, ανεκτική, περιποιητική σε πρώτο επίπεδο βορειοευρωπαϊκή κοινωνία, η οποία ωστόσο στο βάθος κρύβει σκληρότητα και άρνηση να ξεβολευτεί, να βοηθήσει. Η ουσιαστικά αρνητική αυτή διάθεση ενυπάρχει τόσο στον κρατικό μηχανισμό, στις τυπικές διαδικασίες και στους νόμους, όσο και, προφανώς, στα βαθιά σκατά που περιέχονται - έστω ως μειοψηφία - στην κοινωνία αυτή (γουρούνια νεοναζί, ρατσιστές κλπ.)
Το είπαμε από την αρχή: Ο Kaurismaki κάνει ένα δικό του, πολύ προσωπικό σινεμά εδώ και δεκαετίες. Αν είστε φίλοι του μην χάσετε το φιλμ. Αν δεν αντιλαμβάνεστε ή δεν συμπαθείτε αυτό το "υποδόρειο" στιλ μείνετε μακριά. Αν πάλι δεν το γνωρίζετε, κάντε μια πρώτη προσπάθεια, έστω και στην 17η (νομίζω) ταινία του. Τη  δική μου θέση πάντως τη δήλωσα στην αρχή: Απόλαυσα αυτό το κράμα χιούμορ και συγκίνησης.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2012

ΣΤΗ ΧΑΒΡΗ ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ...

Ο φινλανδός Aki Kaurismäki είναι από τους αγαπημένους μου σύγχρονους δημιουργούς. Πολλά χρόνια μετά το ξεκίνημά του εξακολουθεί να κάνει εξαιρετικές και προσωπικές ταινίες, με το άμεσα αναγνωρίσιμο μοναδικό, λιτό στιλ του. Αυτό συμβαίνει με το "Le Havre" ("Το Λιμάνι της Χάβρης" ελληνικά) του 2011. Το οποίο, επί πλέον, είναι μια απόλυτα feelgood ταινία. Ο Kaurismäki αποφασίζει εδώ να πάει απόλυτα κόντρα στο κλίμα της εποχής. Ενώ τα πάντα γύρω μας είναι ζοφερά, δυσοίωνα, αδιέξοδα, αυτός φτιάχνει μια ζεστή, γεμάτη ανθρωπιά και τρυφερότητα, αστεία και, κυρίως, υπεραισιόδοξη ταινία. Το στιλ του παραμένει το γνωστό: Μινιμαλιστικό, απλό, με σύντομους, κοφτούς διάλογους και συχνά σουρεαλιστικές καταστάσεις. Το παράδοξο, που μόνο αυτός με έναν ακατανόητο τρόπο πετυχαίνει πάντα, βρίσκεται σε μια βασική αντίφαση: Ενώ η εικόνα, τα ντεκόρ και οι περιβάλλοντες χώροι, οι εξωτερικοί τρόποι των ηρώων, οι διάλογοι, είναι απόλυτα ψυχροί, ταιριαστοί με τη σκανδιναυική ατμόσφαιρα, το feeling όλων σχεδόν των ταινιών του και αυτό που τελικά αποκομίζεις είναι τέλεια ζεστασιά, έντονος συναισθηματισμός, αισιοδοξία και ανθρωπιά (ανακατεμένα πάντα με μια περιρέουσα μελαγχολία, που συχνά απορρέει από τα ίδια τα τοπία). Πώς γίνεται αυτό; Μόνο εκείνος ξέρει. Όσο για τους ίδιους τους ήρωές του, έχουμε πάντα να κάνουμε με ανθρώπους που πάνω απ' όλα είναι απλοί, καθημερινοί, ταπεινοί, συχνά περιθωριακοί κάθε είδους, από αυτούς με τους οποίους σπάνια ασχολείται η τέχνη, ακριβώς επειδή η απλότητα και ταπεινότητά τους δεν προσφέρει και πολλά ερεθίσματα. Μόνο που αυτό δεν ισχύει όταν βρίσκονται στα χέρια του Καουρισμάκι... Στη "Χάβρη" ένας φτωχός πρώην επίδοξος συγγραφέας, κλοσάρ και νυν λούστρος, του οποίου η γυναίκα βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση, περιμαζεύει, παρά τη φτώχια του, έναν μικρό μαύρο παράνομο μετανάστη. Όλη η γειτονιά, αποτελούμενη από εξ ίσου φτωχούς και ταπεινούς ανθρώπους, βοηθά όπως μπορεί, ενώ ένας επιθεωρητής της αστυνομίας προσπαθεί να εντοπίσει τον λαθρομετανάστη. Όλα αυτά συμβαίνουν στο επίσης ταπεινό, δίχως τίποτα σημαντικό, γαλικό λιμάνι της Χάβρης, πόλη που, μέσα στη μη διασημότητά της, ταιριάζει γάντι θα έλεγε κανείς με το στιλ των ηρώων του φιλμ. Η απροσδόκητη στις μέρες μας ανθρωπιά, η νοσταλγική ατμόσφαιρα άλλων εποχών και η αίσθηση της παλιάς "γειτονιάς", που εδώ αναβιώνει απόλυτα, και φυσικά το ιδιόρυθμο, συχνά μαύρο χιούμορ του δημιουργού, κυριαρχούν από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Όλα αυτά εμπλουτισμένα από παλιομοδίτικες μουσικές, γεμάτες όμως ψυχή, άλλο ένα σήμα κατατεθέν του ξεχωριστού δημιουργού (όλα τα λεφτά ο Little Bob). Έτσι, ο φινλανδός καταφέρνει κατά τη γνώμη μου να κάνει μια από τις καλύτερες ταινίες του, να διατηρήσει ατόφιο το απόλυτα αναγνωρίσιμο στιλ του και, συγχρόνως, να πάει εντελώς κόντρα στην άγρια παγκόσμια κατάσταση, δίνοντάς μας με αφοπλιστικό τρόπο μια μεγάλη δόση αισιοδοξίας και ανθρωπιάς και παρουσιάζοντάς μας έναν "μαγικό" μέσα στον ρεαλισμό του κόσμο, όπου σχεδόν όλοι οι ταπεινοί του κάτοικοι είναι κατά βάση "καλοί". Φαίνεται ότι το φιλμ μου άρεσε τόσο επειδή τελικά όλοι χρειαζόμαστε μια γερή ένεση αισιοδοξίας στους καιρούς μας... Πάντως για μένα βρίσκεται ήδη στις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς. ΥΓ: Ανέφερα πριν τον "μαγικό μέσα στο ρεαλισμό του κόσμο" του σκηνοθετη. Μαγικός ως προς τις συμπεριφορές και την ψυχή όσων τον κατοικούν. Όμως στον Καουρισμάκι η feelgood αυτή ατμόσφαιρα βρίσκεται στον αντίποδα της αντίστοιχης του Ζενέ, ο οποίος επιτυγχάνει παρόμοια αποτελέσματα "καρτασκευάζοντας" εξ αρχής ένα μαγικό, φανταστικό σύμπαν. Εδώ αντίθετα το όλο σκηνικό θα μπορούσε να είναι ίδιο με μια ταινία ωμού ρεαλισμού των Νταρντέν, ας πούμε. Το τελικό αίσθημα όμως που σου αφήνει βρίσκεται πολύ μακριά απ' αυτούς. Κι ας διαπνέεται, όπως επίσης είπαμε, από έντονη συχνά μελαγχολία.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Η ΚΑΤΑ KAURISMAKI "ΜΠΟΕΜΙΚΗ ΖΩΗ"


Το 1992 ο Aki Kaurismaki γυρίζει στη Γαλλία μια από τις καλύτερες ταινίες του, το La Vie de bohème ("Μποέμικη ζωή"). Κι αφού η ζωή είναι μποέμικη, δεν θα μπορούσε παρά να διαδραματίζεται στο Παρίσι. Καθώς μάλιστα και ο ίδιος είναι κάπως έτσι στην προσωπική του ζωή, είναι φυσικό να βρίσκεται στο στοιχείο του.
Υπάρχουν τρεις καλλιτέχνες: Ένας λογοτέχνης, ένας μουσικός κι ένας ζωγράφος. Οι δύο πρώτοι είναι γάλλοι και ο τρίτος είναι αλβανός, που ζει παράνομα στο Παρίσι. Και οι τρεις είναι μονίμως πάμπτωχοι, ζουν σε άθλια διαμερίσματα, συζητάνε για τέχνη και όχι μόνο, τους αρέσει το ποτό, πολύ συχνά πεινάνε... αλλά φυσικά αρνούνται να δουλέψουν και πασχίζουν να ζήσουν από την τέχνη τους και μόνο. Όταν (σπανίως) πιάσουν κάποια λεφτά, τα σπαταλάνε ταχύτατα για να ξαναβουτήξουν στην προηγούμενη φτώχεια. Οι σχέσεις τους με τις γυναίκες είναι κι αυτές βουτηγμένες στην ανέχεια, πλην όμως συχνά γλυκιές και ρομαντικές.
Το χιούμορ είναι κυρίαρχο στην ταινία. Στην καθημερινότητα, στις συζητήσεις, στις μικροκομπίνες που σκαρφίζονται οι τρεις ήρωες για να επιβιώσουν. Αλλά, επειδή μιλάμε για Καουρισμάκι, το δράμα υπάρχει κι αυτό. Εισβάλλει ξαφνικά και απρόβλεπτα και καταφέρνει να συγκινήσει τους απροετοίμαστους θεατές. Πέρα από το διάχυτο χιούμορ όμως, ο ιδιοσυγκρασιακός φινλανδός βλέπει με τρυφερότητα και απεριόριστη συμπάθεια τους φτωχούς καλλιτέχνες του, μοιάζει να συμμερίζεται ολόψυχα τις ρομαντικές και αστείες ταυτόχρονα ζωές και τις αγωνίες τους.
Εδώ πάντως, ίσως επειδή η ταινία περιέχει πιθανόν και αυτοβιογραφικά στοιχεία, η σκηνοθεσία είναι λιγότερο ιδιόρυθμη από άλλες δουλειές του - κάπως πιο βατή θα έλεγα ή ίσως, πάλι, για πρώτη φορά να λείπει αυτή η χαρακτηριστική "ψυχρότητα" που τον διακρίνει (τα ανέκφραστα πρόσωπα, οι κοφτές ατάκες, ο μινιμαλισμός κλπ.) Η ασπρόμαυρη φωτογραφία συντελεί στη δημιουργία της επιθυμητής ατμόσφαιρας και το Παρίσι μοιάζει ρομαντικότερο από ποτέ, δίχως ίχνος όμως εξωραϊσμού, όπως συνειδητά συνέβαινε, για παράδειγμα, στην Amelie.
Δείτε το σαν ξεχωριστό δείγμα ευρωπαϊκού σινεμά στις καλές στιγμές του. Δεν έχει καμία σχέση με Χόλιγουντ κι αυτό ίσως δυσαρεστήσει τους πιο "mainstream" θεατές. Οι υπόλοιποι όμως νομίζω ότι θα διασκεδάσουν πολύ και, συγχρόνως, θα συγκινηθούν αρκετά.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

LENINGRAD COWBOYS ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ


Πρέπει κατ' αρχήν να είστε φανς του ιδιόρυθμου σινεμά του φοβερού Φινανδού Aki Kaurismaki για να εκτιμήσετε ταινίες όπως το "Leningrad Cowboys Go America" του 1989. Κι αυτό για πολλούς λόγους: Επειδή το άμεσα αναγνωρίσιμο στιλ του διαθέτει ένα πολύ προσωπικό χιούμορ, που ή λατρεύεις ή σε αφήνει αδιάφορο, και έναν εξ ίσου προσωπικό σουρεαλισμό. Επειδή οι ήρωές του είναι πάντοτε λακωνικοί, ψυχροί, και κάνουν τα πιο απίθανα πράγματα, μπλέκονται στις πιο κουφές καταστάσεις ή παίρνουν τις πιο αλλόκοτες αποφάσεις εντελώς ανέκφραστοι, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Επειδή οι σκηνές του είναι μικρές και κοφτές, σαν οι ταινίες του να αποτελούνται από σύντομα ανέκδοτα. Ο μινιμαλισμός στα πάντα είναι διάχυτος. Οι δραματικές, συχνά και τραγικές καταστάσεις, προκύπτουν στα καλά καθούμενα και πολλές φορές ανατρέπουν την μέχρι τότε ιλαρή διάθεση. Οι ταινίες του, με κάποιο τρόπο, μοιάζουν με το σινεμά του Τζάρμους, που είναι και φίλος του και εκτιμούν ο ένας το έργο του άλλου. Ο ίδιος ο Τζάρμους άλλωστε κάνει και έναν μικρό ρόλο στους Leningrad Cowboys.
Ακούγονται πολύ "βόρεια" όλα αυτά, και κυρίως αυτή η ηθελημένη ψυχρότητα, αλλά νομίζω ότι αν κανείς μπει στο εξ ορισμού αλλόκοτο κλίμα του Kaurismaki θα το διασκεδάσει πραγματικά (και ενίοτε θα μελαγχολήσει βαθειά, αφού η μελαγχολία είναι άλλο ένα στοιχείο που το χαρακτηρίζει και πολλές φορές γίνεται κυρίαρχη).
Στους Leningrad Cowboys πάντως ο σουρεαλισμός και η πλάκα έχουν το πάνω χέρι. Το όλο εγχείρημα είναι μια παρωδία του ροκ, της μυθολογίας και όλων των στερεοτύπων του. Διότι οι Leningrad Cowboys είναι ένα 8μελές φιλανδικό (ή πιθανόν ρωσικό) συγκρότημα που παίζει.. πόλκες, έχει απίστευτη εμφάνιση που παραπέμπει σε καρικατούρα ροκαμπιλά και με επικεφαλής τον πονηρό και τυρανικό μάνατζέρ του πάει να γνωρίσει τη δόξα και τα πλούτη στην Αμερική, μεταφέροντας μάλιστα μονίμως και το πτώμα ενός μέλους που πέθανε από το κρύο πίσω στην πατρίδα. Περιπλανιούνται λοιπόν στις νότιες πολιτείες, συνήθως πεινασμένοι, οδεύοντας για το Μεξικό, όπου θα παίξουν σε ένα γάμο, παίζουν όπου (και ό,τι) μπορούν και, εξ ίσου συνήθως, δεν αρέσουν ιδιαίτερα στο κοινό. Στο αεροπλάνο μαθαίνουν αγγλικά (!), στην Αμερική ακούν πρώτη τους φορά για το ροκ εντ ρολ - αλλά μπορούν να το παίξουν άμεσα - και άλλα τέτοια. Και όταν ένας αμερικάνος ατζέντης λέει στο μάνατζερ οτι πρέπει να ακούσει το γκρουπ πριν κλείσει το συμβόλαιο, εκείνος απαντά φυσικότατα: "Είναι απαραίτητο;"
Κατά τη διάρκεια του φιλμ το συγκρότημα παίζει όλα τα είδη αμερικάνικης (και όχι μόνο) μουσικής: Πόλκες, ροκ εντ ρολ, ντου - γουόπ, χαρντ ροκ, κάντρι, ακόμα και μεξικάνικα. Όσο για την Αμερική, ο Kaurismaki μας δείχνει την άσχημη, σχεδόν εγκατελειμένη πλευρά της: Μισοερειπωμένα σπίτια, άθλια μπαρ, σχεδόν έρημες κωμοπόλεις, παρατημένα και σκουριασμένα αυτοκίνητα, εργοστάσια, έρημοι. Κανένα κλασικό αμερικάνικο τοπίο, καμιά εντυπωσιακή μεγαλούπολη. Σαν ο χρόνος να έχει παγώσει, όλα να έχουν μείνει πίσω σε μια γλυκειά και μελαγχολική χαύνωση.
Θα το επαναλάβω: Το σινεμά του Kaurismaki είναι πολύ ιδιόρυθμο και μπορεί να σας ξενίσει. Αν μπείτε όμως στο κλίμα του, μπορεί να το ερωτευθείτε. Έτσι συνέβει και με μένα. Όσο για το συγκεκριμένο φιλμ, είναι ίσως το πιο χαβαλετζίδικό του. Πάντα με το δικό του, πολύ προσωπικό χιούμορ βέβαια.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ


Ο Φιλανδός Aki Kaurismaki είναι ένας σκηνοθέτης τόσο στυλάτος και αναγνωρίσιμος, που ή σου αρέσει πολύ ή καθόλου. Προσωπικά συγκαταλέγομαι στην πρώτη κατηγορία, και ως εκ τούτου χάρηκα που είδα μια ταινία του, τα "Φώτα στο σούρουπο" (Lights in the dusk), μετά από 4 χρόνια απουσίας. Προσοχή όμως: Οι περισσότεροι ξέρουν τον Kaurismaki από τις ιδιόρυθμα χιουμοριστικές του ταινίες. Πλην όμως, αυτός κατά καιρούς κάνει και δράματα, ενίοτε μάλιστα σπαραχτικά (το παγωμένο, νεκρό σχεδόν, φιλανδικό αστικό ή μη τοπίο συμβάλλει πολύ σ΄αυτό). Εδώ λοιπόν πρόκειται για δράμα, όχι ωστόσο τόσο σπαραχτικό όπως, ας πούμε, το "Κορίτσι με τα Σπίρτα". Εδώ το υπόγειο, ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ του σκηνοθέτη υπάρχει σε μετρημένες δόσεις, για κωμωδία όμως δεν πρόκειται με τίποτα.
Η ιστορία του μοναχικού, κακομοίρη looser με τα αδύνατο να πραγματοποιηθούν όνειρα, που θαμπώνεται από τη μοιραία, όμορφη γυναίκα, η οποία όμως απλά τον χρησιμοποιεί για τους πονηρούς σκοπούς μιας συμμορίας, συγκινεί και έχει κάτι από νουάρ ατμόσφαιρα - ειδωμένη όμως μέσα από το ισχυρό προσωπικό φίλτρο του σκηνοθέτη, που "Καουρισμακοποιεί" το νουάρ και οποιοδήποτε άλλο είδος με το οποίο κατά καιρούς καταπιάνεται.
Άκαμπτο παίξιμο, σχεδόν μονολεκτικοί διάλογοι, άδεια αστικά τοπία, αμήχανες σιωπές ή κινήσεις, όλα τα γνώριμα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον τόσο οικείο στους φίλους κόσμο του βρίσκονται εδώ. Πάντως, παρά το ότι την είδα όπως πάντα με ενδιαφέρον και, τελικά, μου άρεσε, δεν τη θεωρώ από τις πολύ καλές του ταινίες. Ωστόσο οι φανς πρέπει να τη δουν - γνωρίζοντας, επαναλαμβάνω, ότι αυτή τη φορά δεν πρόκειται για κωμωδία.
Συνίσταται λοιπόν, αλλά μόνο για φίλους. Αυτούς που πρώτη φορά έρχονται σε επαφή με τό έργο του, ενδέχεται να τους ξενίσει η ιδιόρυθμη γραφή του.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker