Τετάρτη, Μαρτίου 25, 2020

῾῾ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ῾' Ή Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΩΝ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ ΣΠΑΓΓΕΤΙ

Το 1964 ο Sergio Leone (1929-1969) γυρίζει ένα εμβληματικό ιταλικό γουέστερν (γουέστερν σπαγγέτι) και, ταυτόχρονα κάνει σταρ τον Κλιντ Ίστγουντ. Πρόκειται βέβαια για το ῾῾Για μια Χούφτα Δολάρια῾῾, με τον Τζαν Μαρία Βολοντέ στο ρόλο του ῾῾κακού῾᾽. Στα credits δεν υπογράφει με το όνομά του, αλλά με το ψευδώνυμο Bob Robertson, για να μοιάζει το φιλμ πιο αμερικάνικο (τα κάνανε αυτά οι ιταλοί τότε. Στο κάτω - κάτω το γουέστερν ήταν ένα καθαρά αμερικάνικο είδος). Με ψευδώνυμο επίσης υπογράφει και ο μεγάλος Ένιο Μορικόνε, που έχει γράψει την πασίγνωστη μουσική του φιλμ. Όσο για την ιστορία, είναι μια παραλλαγή (μεταφορά σε γουέστερν δηλαδή) του σεναρίου του Κουροσάβα για το ῾῾Γιοζίμπο῾᾽!
Ένας μοναχικός πιστολέρο φτάνει σε μια μικρή πόλη του Φαρ Ουέστ, η οποία υποφέρει και καταδυναστεύεται από δύο αντίπαλες συμμορίες - οικογένεις: Μιας μεξικάνικης (λαθρέμποροι ποτών) και μιας αμερικάνικης (λαθρέμποροι όπλων). Οι πάντες σκοτώνουν για ψύλου πήδημα. Ο ήρωάς μας θα πουλήσει τις υπηρεσίες του σε αμφότερες και, με μεγάλη πονηριά, θα στρέψει τη μία ενάντια στην άλλη, έως το τελικό αιματηρό ξεκαθάρισμα.
Φυσικά αυτό που μετρά εδώ είναι το στιλ. Τα έρημα, λιτά τοπία της ερήμου, μόνιμα ψημένα από τον ήλιο, η χαρακτηριστική εμφάνιση του λιγομίλητου, ανέκφραστου ήρωα, η λιτότητα που χαρακτηρίζει τα πάντα, ο κυνισμός, τα συνεχή κοντινά πλάνα στα βλέμματα των ηρώων... Αυτό ακριβώς το έντονο στιλιζάρισμα είναι που κάνει το φιλμ κλασικό και τόσο καθοριστικό για το είδος. Όσο για τον ήρωα, μπορεί να έχει ῾῾καλή καρδιά῾῾ και ένα ασίγαστο αίσθημα δικαιοσύνης, το κίντηρό του όμως δεν παύει να είναι ο πλουτισμός. Άλλωστε οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι να σκοτώνει ανθρώπους...
Το στιλ, ο ρυθμός, η ολη ατμόσφαιρα, η μουσική, ο Ίστγουντ, είναι που κάνουν την ταινία απολαυστική μέχρι σήμερα, και κλασική στο είδος της. Αν τουλάχιστον σας αρέσουν τα γουέστερν.


Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2010

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ... Ο ΛΕΟΝΕ


Είναι συνηθισμένο πολλοί σύγχρονοι θεατές να μην αντέχουν τους αργούς ρυθμούς σε μια ταινία. Μπορούν λοιπόν να κατηγορήσουν πλήθος μεγάλων σκηνοθετών γι' αυτό. Παραδόξως πολλοί απ' αυτούς λατρεύουν τις ταινίες του Sergio Leone (1929-1989). Κι όμως το περίφημο "C'era una volta il West" (Μια φορά κι έναν Καιρό στη Δύση) του 1968 είναι μια εξαιρετικά αργή ταινία. Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με το αργό ή μη μιας ταινίας, απλώς επισημαίνω την αντίφαση.
Επικό γουέστερν - σπαγγέτι, με τον Λεόνε να βρίσκεται στην ακμή της δημιουργικότητάς του, η ταινία χρησιμοποιεί ξανά ένα τυπικό θέμα του σκηνοθέτη: Η σύγκρουση δεν αφορά δύο, έναν "καλό" κι έναν "κακό", αλλά τρεις. Όλοι εναντίον όλων αρχικά, δημιουργία συμμαχιών στη συνέχεια, εμπλοκή και του πολιτικού στοιχείου, αφού ενεργό ρόλο παίζουν οι πλούσιοι (είτε κτηματίες είτε άνθρωποι που έχουν οικονομικά συμφέροντα στην επέκταση του σιδηροδρόμου, δίχως να λογαριάζουν τίποτα προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους), η ταινία καταφέρνει να μιλήσει "παράπλευρα" και για ένα άλλο σημαντικό θέμα για τη δημιουργία του αμερικάνικου κράτους: Τη στιγμή που η ωμή βία με την οποία επιβάλλονταν τα κάθε λογής συμφέροντα των ισχυρών δίνει τη θέση της σε άλλους, πιο έμμεσους τρόπους όπως η πολιτική δύναμη ή αυτή του χρήματος. Προσέξτε: Τα συμφέροντα είναι πάντα ίδια και ο στόχος επίσης. Απλώς αλλάζουν τα μέσα και σιγά - σιγά οδηγούμαστε προς την σύγχρονη κατάσταση.
Φυσικά είναι κάπως άτοπο να κάνεις κυρίως πολιτική ανάλυση σε μια ταινία σαν αυτή. Αυτό που προέχει εδώ είναι η γοητεία του γουέστερν: Του γυμνού, απέραντου, ηλιοψημένου, έρημου τοπίου, των σκληροτράχηλων ηρώων (Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Τζέισον Ρόμπαρντς έχουν εδώ την τιμητική τους), των μονομαχιών, της εκδίκησης, κεντρικού μοτίβου πλήθους ταινιών του είδους (η οποία, ως γνωστόν, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο), της αντρικής φιλίας, της όμορφης γυναίκας κάπου στη μέση όλων αυτών κλπ. Και φυσικά της αξέχαστης μουσικής του Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε, όπως είπα στην αρχή, σκηνοθετεί με αργούς ρυθμούς, με σεκάνς όπου δεν συμβαίνει τίποτα καθώς η κάμερα περιπλανιέται αργά στα πρόσωπα των ηρώων. Οι ρυθμοί αυτοί όμως καταφέρνουν να επιτείνουν την αγωνία του θεατή, αφού όλα κρέμονται από μια κλωστή, αφού όλοι ξέρουμε ότι αυτή η ηρεμία είναι απλώς η ήσυχη στιγμή πριν το ξέσπασμα της θύελλας. Και, κυρίως, προσδίδουν στις πράξεις και τις κινήσεις των λιγομίλητων ηρώων έναν τελετουργικό χαρακτήρα, αρχετυπικό θα λέγαμε, που τελικά διαπερνά όλόκληρο το φιλμ.
Αν είστε φαν των γουέστερν (σπαγγέτι ή μη) η ταινία είναι must. Κι αν δεν είστε όμως, θα απολαύσετε ένα από τα σημαντικά δείγματα ενός χαρακτηριστικού είδους της κινηματογραφικής ιστορίας.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

Ο ΚΑΛΟΣ, Ο ΚΑΚΟΣ, Ο ΑΣΧΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΓΓΕΤΙ


Ο Sergio Leone (1929-1989) γυρίζει το "Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος" (Il Buono, il brutto, il cattivo) το 1966, όταν ο ίδιος έχει παγιώσει το λεγόμενο γουέστερν - σπαγγέτι (την ιταλική εκδοχή δηλαδή του αμερικάνικου αυτού είδους) με τις δύο προηγούμενες ταινίες του. Πρόκειται για ένα τρίωρο, επικό φιλμ, "στοιχειωμένο" με την χαρακτηριστική μουσική του Ennio Morricone, που μέχρι σήμερα παρακολουθείται με ενδιαφέρον.
Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες (Κλιντ Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ, Ιλάι Γουάλας) κυνηγούν έναν θαμμένο θησαυρό ενώ γύρω τους μαίνεται ο αμερικάνικος εμφύλιος (για τον οποίο δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή) και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να τον αποκτήσουν. Το σενάριο βρίθει από απιθανότητες, εξωπραγματικές σχεδόν ικανότητες στο πιστόλι και πλήρη αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή και, βέβαια, βρίσκεται πολύ μακριά από κάθε ρεαλισμό (τουλάχιστον αυτού του αληθινού Ουέστ).
Ωστόσο η "αλήθεια" και ο ρεαλισμός του βρίσκονται αλλού: Στην προοδευτική ανάπτυξη των τριών χαρακτήρων, που συνεχώς συμμαχούν μεταξύ τους και την επόμενη στιγμή πασχίζουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, και στην πλήρη απόριψη του συμβατικού σχήματος "καλός - κακός". Ο "καλός" της ταινίας (ο Κλιντ Ίστγουντ) κάθε άλλο παρά καλός είναι σύμφωνα με τα καθιερωμένα πρότυπα. Απλώς διαθέτει μια στοιχειώδη καλωσύνη (στη σκηνή του ετοιμοθάνατου Νότιου), έναν δικό του κώδικα τιμής και μια εξ ίσου στοιχειώδη τιμιότητα - τουλάχιστον σε σχέση με τους άλλους δύο, οι οποίοι είναι απλώς αρνητικοί (αν και με πολύ διαφορετικό τρόπο ο καθένας). Κι όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν υπάρχει ούτε ένας, ούτε ένας κυριολεκτικά θετικός χαρακτήρας στο φιλμ. Ο κυνισμός, ο αμοραλισμός και η απληστία κυριαρχούν απ' άκρο σ' άκρο σε μια σπαρασσόμενη και στα σπάργανα ακόμα Αμερική. Όσο για τον πόλεμο, αποτελεί απλώς το φόντο για να γίνουν ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Κανένα σχόλιο για την πλευρά που παίρνει ο σκηνοθέτης ή οποιοσδήποτε από τους ήρωες. Αντίθετα, σε μια και μοναδική σκηνή, αυτή της γέφυρας, ο Leone παίρνει μια καθαρά αντιπολεμική θέση, αδιαφορώντας για το ποια πλευρά έχει δίκιο (αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια τέλος πάντων). Ο πόλεμος είναι απλώς ένα παράλογο σφαγείο. Τίποτα άλλο. Κάτω απ' όλα αυτά υποβόσκουν και κάποια ίχνη ενός σκληρού, σαρδόνιου χιούμορ, κυρίως στις σκηνές του Ιλάι Γουάλας. Τέλος, νομίζω ότι είναι μια από τις πολύ λίγες ταινίες απ' όπου απουσιάζει παντελώς κάθε, μα κάθε γυναικείος χαρακτήρας.
Ο σύγχρονος θεατής νομίζω ότι απολαμβάνει και σήμερα το σκληρό αυτό φιλμ, μνημείο της ανθρώπινης απληστίας, παρά τις σεναριακές απιθανότητες για τις οποίες έγραψα στην αρχή, χάρη στην εξαιρετική σκηνοθεσία του Leone, στο στυλιζάρισμά του, στο υποβλητικό timing. Κλασσικό στο είδος του, αξίζει να το δείτε αν δεν το έχετε ήδη κάνει.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker