Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2023

"Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΟΥΡΣΙΤ ΠΑΣΑ" ΚΑΙ Ο "ΛΑΪΚΟΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ" ΤΟΥ ΤΣΙΩΛΗ


 Θα το ξαναλέω κάθε φορά που αναφέρομαι στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη (1937-2019): Το ύφος του είναι τόσο προσωπικό και ιδιόρρυθμο, που λειτουργεί ως ένα αποκλειστικά ελληνικό είδος cult: Δηλαδή ή τις λατρεύεις ή σε απωθούν και παύουν να σε ενδιαφέρουν. Μάλλον δεν υπάρχει "μέσος όρος". Το 1995 λοιπόν γυρίζει τον "Χαμένο Θησαυρό του Χουρσίτ Πασά". Το σενάριο, εκτός από δικό του, είναι και δύο σημαντικών, χαμένων νωρίς δυστυχώς, ανθρώπων του ελληνικού κινηματογράφου: Του Γιώργου Τζιότζιου και του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και ο αγαπημένος του Αργύρης Μπακιρτζής.

Μια ομάδα 11 φυλακισμένων δραπετεύει από τον Κορυδαλλό και, χρησιμοποιώντας ένα πούλμαν, καταφεύγει στην Πελοπόννησο, όπου περιπλανιέται και συναντά διάφορους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες (και διάφορες περιπέτειες). Η ομάδα σιγά σιγά χωρίζει, καθώς το κάθε μέλος της αναζητά το δικό του "παράδεισο" (ή βόλεμα).

Νομίζω ότι η συγκεκριμένη ταινία είναι η πιο σουρεαλιστική του Τσιώλη. Με την έννοια ότι τίποτα απ' όσα συμβαίνουν δεν μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα: Οι φυγάδες διασχίζουν πόλεις και έρημες περιοχές δέκα δέκα ανενόχλητοι, σα να μην τους καταδιώκει κανείς. Ο μπάτσος διώκτης τους είναι κάτι σαν καρικατούρα. Πολλά σημεία μένουν ανεξήγητα. Αυτό που είναι σημαντικό όμως είναι να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι όλα αυτά γίνονται συνειδητά. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το χαρακτηριστικό τσιωλικό χιούμορ, η πινακοθήκη μερικών "σπαρταριστών" χαρακτήρων και η καταβύθιση, για μια ακόμα φορά, στην ελληνική επαρχία, με όλο της το κιτς, το άχαρο στοιχείο που τη διακρίνει, τη βαρεμάρα και το μπανάλ που χαρακτηρίζει τη ζωή εκεί, αλλά και την αγάπη, κατανόηση και συμπάθεια με την οποία ο δημιουργός αντιμετωπίζει (και αποδέχεται) όλα αυτά, ενώ ταυτόχρονα τα σατιρίζει. Αυτό ουσιαστικά είναι το σινεμά του Τσιώλη και αυτές είναι οι ιδιαιτερότητές του.

Προσωπικά μου αρέσει κάπως λιγότερο από τις σημαντικές ταινίες του, που όλες γυρίστηκαν στη δεκαετία του 90, αλλά δεν παύει να με διασκεδάζει με το σουρεαλισμό της, τις απίθανες καταστάσεις, τους χαρακτηριστικούς διαλόγους της. Ανήκω στους φαν ενός από τους πλέον ιδιαίτερους έλληνες σκηνοθέτες. Αν όμως δεν το αντέξετε όλο αυτό, αν δεν κατανοήσετε αυτό το παράδοξο κράμα σάτιρας και συμπάθειας, θα σας καταλάβω. Είπαμε: Τον Τσιώλη ή τον λατρεύεις ή δεν μπορείς να τον δεις καθόλου.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Μαΐου 07, 2022

"Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ" ΚΑΙ Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΤΣΙΩΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΟ

 


Το 1968, ενώ ο λεγόμενος "εμπορικός ελληνικός κινηματογράφος" μεσουρανεί, ο Σταύρος Τσιώλης (1937-2019) κάνει την  πρώτη του σκηνοθετική εμφάνιση με τον "Μικρό Δραπέτη", στις αγκαλιές της κυρίαρχης τότε Φίνος Φιλμ βεβαίως.

Ένα παιδί το σκάει από το αναμορφωτήριο και περιπλανιέται στην ύπαιθρο προσπαθώντας, δίχως κανένα ουσιαστικά στοιχείο, να βρει τη μητέρα του, από την οποία τον έχουν χωρίσει. Πεινασμένος και διψασμένος θα βρει καταφύγιο στο εξοχικό σπίτι ενός μικρού κοριτσιού. Αυτό και τα άλλα παιδιά της παρέας θα κρύψουν με όποιο τρόπο μπορούν τον φυγάδα τόσο από τους δικούς τους γονείς όσο και από τους αστυνομικούς που τον ψάχνουν.

Η ταινία ανήκει σαφώς στο χώρο του μελό, που, μαζί με τις κωμωδίες, ήταν τα δύο είδη που άκμαζαν την εποχή εκείνη στο εγχώριο σινεμά. Υπάρχει το βίαια χωρισμένο από την κακιά, πλούσια πεθερά ζευγάρι που, φυσικά, αγαπιέται ακόμα, υπάρχουν οι συμπτώσεις, τα κλασικά "διαλείμματα" από τη δράση με μπουζούκια (εδώ ο Γιάννης Πουλόπουλος) κλπ. Ωστόσο, στα χέρια του - ήδη με προσωπική άποψη -  Τσιώλη οι αλλαγές στο "μοντέλο" είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς: Ο σκηνοθέτης μετατοπίζει όλο το βάρος της ταινίας από τη μελό ιστορία έρωτα των γονιών του δραπέτη στην παρέα των παιδιών. Έτσι φτιάχνει μια ιδιόρρυθμη ταινία με παιδιά, όπου το χιούμορ (που πηγάζει κυρίως από τη μικρομέγαλη συμπεριφορά των παιδιών που σε κάποια σημεία γίνεται ξεκαρδιστική) συνδυάζεται με το σασπένς (η διαρκής προσπάθειά τους να κρύψουν τον δραπέτη) και την παράδοξη, άγουρη ερωτική ιστορία ανάμεσα στον προέφηβο ήρωα και το κοριτσάκι που τον κρύβει. Το "ενήλικο" μελό λειτουργεί απλά ως φόντο. Ταυτόχρονα δίνεται ένα αξέχαστο "πορτρέτο" του ελληνικού καλοκαιριού μέσα από παιδικά μάτια, όπως ίσως πολλοί το θυμούνται από τα παιδικά τους χρόνια. Εντύπωση μου προκάλεσε η πολύ καλή απόδοση της παιδικής συμπεριφοράς, με το συχνά παράλογο στοιχείο, το διαρκές παιχνίδι που πολλές φορές δεν διακρίνουν από την πραγματικότητα και τα άλλα που τη διακρίνουν.

Σίγουρα μια από τις πιο παράξενες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με εναλλαγή, όπως είπαμε, δακρύβρεκτης συγκίνησης (δράμα γαρ, όπως είπαμε), σασπένς και γέλιου (μερικές σκηνές με τα παιδιά δεν παίζονται), η οποία έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι ο Τσιώλης θα ακολουθούσε μια πολύ προσωπική πορεία.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2022

ΟΙ ΜΙΝΙΜΑΛΙΣΤΙΚΟΙ "ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ"

 


Το 1988 ο Σταύρος Τσιώλης (1937-2019) κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς αυτό που λίγο αργότερα θα γινόταν το καθαρά προσωπικό του ύφος με τους "Ακατανίκητους Εραστές", μια ταινία δρόμου με την Όλια Λαζαρίδου και τον μικρό Τάσο Μηλιώτη (η μοναδική του εμφάνιση σε ταινία).

Ο 12χρονος Βασίλης το σκάει από το ορφανοτροφείο και ξεκινά με τα πόδια προς την Πελοπόννησο για να πάει στο χωριό της γιαγιάς του. Στο δρόμο θα συναντηθεί με μια μόνη κοπέλα, που τριγυρίζει άσκοπα (μάλλον μοναχικές διακοπές) στην περιοχή με το σαράβαλο αυτοκίνητό της. Θα συνεχίσουν την περιπλάνηση μαζί.

Αυτό που χαρακτηρίζει το φιλμ είναι ο μινιμαλισμός, οπτικός και σεναριακός. Δεν εξηγείται τίποτα ούτε γίνεται προσπάθεια αληθοφάνειας. Δεν ξέρουμε γιατί η κοπέλα περιπλανιέται μόνη (είναι θλιμμένη, ίσως να φανταζόμαστε κάποιον χωρισμό), γιατί πάει στη γιαγιά του ο μικρός (θα καταλάβετε στο τέλος, όταν φτάνει εκεί, τι εννοώ) κλπ. Όλα είναι δοσμένα ελλειπτικά, λιτά και ποιητικά. Ωστόσο υπάρχουν εδώ σε πρώιμη μορφή όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του μετέπειτα σινεμά του σκηνοθέτη: Η περιπλάνηση στην μίζερη ελληνική επαρχία (και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο), επαρχία που παράλληλα με τη μιζέρια ο Τσιώλης αντιμετωπίζει με αγάπη και συμπάθεια, η ταινία δρόμου, οι κωμικοτραγικές καταστάσεις, η συνύπαρξη χιούμορ και τρυφερότητας, οι κουφές, ενίοτε σουρεαλιστικές καταστάσεις, συνύπαρξη της πιο πεζής και άσχημης καθημερινότητας με την ζεστή και γεμάτη συμπάθεια ματιά του δημιουργού κλπ.

Συνίσταται κυρίως στους φίλους του ιδιόρρυθμου κινηματογράφου του Τσιώλη, οι οποίοι θα ανακαλύψουν εδώ το πρώτο - ατελές ακόμα - βήμα προς την κατεύθυνση που αργότερα αγάπησαν. Και, βέβαια, θα διασκεδάσουν με την απίστευτη, μικρομέγαλη εμφάνιση και τη διαρκή σοβαρότητα του μικρού πρωταγωνιστή, που κλέβει την παράσταση.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2022

ΟΡΓΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ "ΕΡΩΤΑ ΣΤΗ ΧΟΥΡΜΑΔΙΑ"

 


Νομίζω το έχω ξαναπεί: Τον Σταύρο Τσιώλη (1937-2019) ή τον αγαπάς βαθύτατα ή δεν αντέχεις να βλέπεις τις ταινίες του. Δηλώνω απερίφραστα οπαδός της πρώτης ομάδας. Έτσι λοιπόν βρίσκω τον "Έρωτα στη Χουρμαδιά" (1990) ένα από τα χαρακτηριστικά τσιωλικά φιλμ. Όσο για το δίδυμο Αργύρης Μπακιρτζής (όπως πάντα) - Λάζαρος Ανδρέου, είναι απολαυστικότατο.

Ένας μεσήλικας που μόλις χήρεψε ανακαλύπτει ότι ο καλύτερός του φίλος, ένας μουσικός, πιθανόν να τον είχε απατήσει με τη μακαρίτισσα γυναίκα του. Μόνο τεκμήριο μια φωτογραφία που τους δείχνει να ποζάρουν κάτω από μια χουρμαδιά που, όπως ισχυρίζεται ο μεταμελημένος φίλος, βρίσκεται κάπου στην Πελοπόννησο. Αρνούμενος να το δεχτεί, ο χήρος (που, όπως αποδεικνύεται, ξέρει τις μισές γυναίκες της Πελοποννήσου), παίρνει τον φίλο του και οργώνουν την Πελοπόννησο ψάχνοντας την... επίμαχη χουρμαδιά.

Ταινία δρόμου λοιπόν, όπως πολλές του δημιουργού. Φυσικά όλη η ιστορία κινείται στο χώρο του παραλόγου, αφού παράλογο είναι το ίδιο το θέμα της. Να βρεις μια χουρμαδιά στην Πελοπόννησο; Φυσικά τα παράλογα δεν μένουν εκεί. Ο φίλος επιθεωρητής της αστυνομίας που θα φύγει μεσάνυχτα από την Αθήνα - και θα επιστρέψει πίσω αμέσως - για να ανακοινώσει απλώς ότι (μετά από έρευνα) η φωτογραφία είναι γνήσια (επιθεωρητής ο αείμνηστος φίλος και συνεργάτης του Τσιώλη Χρήστος Βακαλόπουλος), οι δηλώσεις του τύπου: "Ορίστε, τόσο δρόμο κάναμε και τίποτα. Δεν υπάρχει χουρμαδιά στην Πελοπόννησο" κλπ. κλπ. 

Φυσικά όλα αυτά αποτελούν αφορμή για τον σκηνοθέτη για μια ακόμα περιπλάνηση στα βάθη της αγαπημένης του ελληνικής επαρχίας, με το κιτς, τις κακίες και τις κρυφές ιστορίες της, τη μιζέρια και τη γοητεία της ταυτόχρονα. Και για να μιλήσει, για μια φορά ακόμα, για την ανδρική φιλία (και την ανδρική χρόνια ανωριμότητα επίσης), ακόμα κι αν πρόκειται για σχέση αγάπης - μίσους, όπως εδώ. Και μέσα στο σχεδόν σουρεαλιστικό, πλην όμως συγχρόνως οικείο χιούμορ του, να εισάγει και σκηνές συγκίνησης και τρυφερότητας... Ο χαρακτήρας του Βακιρτζή κυρίως, παρόμοιος ουσιαστικά με όλους τους ρόλους του στις ταινίες του Τσιώλη, είναι απολαυστικός. 

Αυτά από έναν φαν του σκηνοθέτη. Αν η ταινία σας απογοητεύσει... σας προειδοποίησα στην αρχή.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Η ΣΠΑΡΤΑΡΙΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ῾ἉΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ῾῾

 


Είναι σαφές : Τον Σταύρο Τσιώλη (1937-2019) ή τον λατρεύεις ή ξύνεις αμήχανα το κεφάλι και αποχωρείς. Ανήκω στην πρώτη κατηγορία, των απόλυτων φανς. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον που να έχει αποδώσει τόσο καλά τη νεοελληνικότητα, το κιτς και το μπάχαλο που επικρατούν, με τόσο ιδιόρυθμο χιούμορ, αλλά ταυτόχρονα και με ένα είδος συμπάθειας και γλυκύτητας. Το ῾῾Ας Περιμένουν οι Γυναίκες῾῾ του 1998 είναι για πολλούς η καλύτερη ταινία του.

Δύο μπατζανάκηδες διαφορετικών χαρακτήρων, αλλά κολλητοί και συνεργάτες σε μικρή επιχείρηση, ξεκινούν τέλη Ιουλίου από τη Θεσσαλονίκη για να συναντήσουν τις οικογένειές τους που παραθερίζουν στη Θάσο. Στο δρόμο όμως θα ῾῾κολλήσουν῾ στη Βόλβη όπου ο ένας θα... αρρωστήσει από έρωτα για μια γυναίκα που συνάντησε για λίγο μόλις λεπτά. Ο τρίτος μπατζανάκης, πιο ευκατάστατος και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, θα καταφτάσει από τη Θάσο να δει τι απέγιναν οι άλλοι. Και νέες περιπέτειες, ερωτικές και μη, θα αρχίσουν.

Ναι, η ταινία είναι πραγματικά ξεκαρδιστική. Το απίθανο τρίο των.... μπατζανάκηδων (Ζουγανέλης, Μπακιρτζής, Μπουλάς) βρίσκονται στις καλύτερες κινηματογραφικές τους στιγμές. Οι ατάκες, αλλά και οι αλλοπρόσαλλες καταστάσεις που αγγίζουν το σουρεαλισμό παρά την κοινοτοπία των χώρων,  πέφτουν βροχή. Και, μέσα σ᾽όλη  αυτή την κωμικοτραγική ατμόσφαιρα προβάλλει ανάγλυφα το (αρνητικό) πορτρέτο του νεοέλληνα: Κομπιναδόρος, ακράτητα συναισθηματικός, αλλοπρόσαλλος, βολεψάκιας, με σημαία το ρουσφέτι, φαφλατάς, αλλά και κάπως ρομαντικός (με γελοίο τρόπο). Όσο ρομαντισμό μπορεί να επιτρέψει βεβαίως το κιτς που τυλίγει τα πάντα, από τα ρούχα και τις εμφανίσεις μέχρι τη σκηνή στην παραλία, το ξενοδοχείο ή τα σκυλάδικα που ακούγονται διαρκώς. Αλλά συγχρόνως, το είπα και στην αρχή, ο Τσιώλης έχει μια γλυκειά ματιά για όλη αυτή την κακογουστιά, σα να λέει: ¨Τι να κάνουμε; Αυτό είμαστε.῾῾ 

Για μένα ίσως ένα από τα ελάχιστα ελληνικά cult φιλμ. Όσοι συντονιστούν με το ανεπανάληπτο κλίμα του Τσιώλη θα το απολαύσουν από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή. Είτε το κάνετε αυτό όμως είτε όχι, σίγουρα θα μάθετε κάτι για το... συνέδριο της Βόλβης του 1979, το 1ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο πιθανότατα ουδείς θα θυμόταν σήμερα αν δεν το είχε αποθανατίσει με τόσο σπαρταριστό τρόπο η ταινία (δια στόματος Μπουλά).

Ετικέτες ,

Κυριακή, Οκτωβρίου 13, 2019

Η ΣΠΑΡΤΑΡΙΣΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΤΟ "ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΗΝ ΚΛΑΙΤΕ"

Το έργο του Σταύρου Τσιώλη (1937-2019) ή σε απωθεί ή σε κερδιζει αμέσως και σε κάνει να το αγαπήσεις βαθύτατα. Συνήθως μιλάμε για cult ταινίες, εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με έναν cult δημιουργό, με εντελώς προσωπικό, αναγνωρίσιμο ύφος (μετά τη δεκαετία του 80 τουλάχιστον). To 1992 συνεργάζεται σε σενάριο και σκηνοθεσία με τον αδικοχαμένο Χρήστο Βακαλόπουλο (1956-1993) γυρίζοντας το "Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε".
Ένας "μεγάλος" (υποτίθεται) ηλικιωμένος αγιογράφος, ο Θεοφάνης, καταφτάνει με τον βοηθό του Θεοδόσιο σε ένα έρημο μοναστήρι πάνω από ένα ορεινό χωριό στην Πελοπόννησο με συμβόλαιο να μείνουν εκεί και νο το αγιογραφήσουν. Υπάρχουν επίσης οι επίτροποι, υπάρχουν οι κάτοικοι του χωριού, οι πιστοί που έρχονται να "προσκυνήσουν" τον Θεοφάνη, δύο τσιγγάνοι, μια κοπέλα που φτάνει να μαθητεύσει μαζί τους, ένας βοσκός... Καθώς θα συμβαίνουν διάφορα ενίοτε ξεκαρδιστικά, με το χαρακτηριστικό "τσιωλικό" χιούμορ, οι μέρες και οι μήνες φεύγουν και οι αγιογράφοι περνάνε "ζωή και κότα" δίχως να έχουν καν ξεκινήσει τη δουλειά τους...
Υπόγειο χιούμορ, κλαρίνα και σκυλάδικα, απίστευτοι τύποι και καθημερινοί άνθρωποι της επαρχίας μαζί, απατεωνιές και μικρές απάτες, άφθονο κιτς, Ντάτσουν, πλούσιοι ελληνοαμερικάνοι, εκκλησιαστικοί παράγοντες και άλλα πολλά συνθέτουν ένα αληθινά απίστευτο, σπαρταριστό πορτρέτο της ελληνικής επαρχίας και της ελληνικής πραγματικότητας γενικότερα στα χειρότερά της (ή μήπως, ταυτόχρονα, στα γλυκύτερά της;) Διότι αυτή είναι η ματιά του Τσιώλη: Κατάδειξη όλης της γελοιότητας, της μιζέριας, της κακογουστιάς, της κουτοπονηριάς που μας διακρίνει ως λαό και συγχρόνως μια βαθιά συμπάθεια και κατανόηση για όλα αυτά. Διότι αυτό υπήρξε πάνω απ' όλα ο Τσιώλης: Ένας "γλυκός" δημιουργός.
Φυσικά την παράσταση κλέβει ο Γιώργος Μπακιρτζής, με την μπάσα φωνή και τα όσα στομφώδη, μεγαλεπήβολα και "λαοπλάνα"αραδιάζει σε όλη την ταινία, ενώ κατά βάθος δεν είναι παρά ένας μοναχικός μικροαπατεώνας. που ερωτεύεται δίχως τύχη, αλλά και αισιόδοξος κατά βάθος. "Πάμε γι' άλλα" θα έπρεπε να είναι το μότο του. Και βέβαια ο "άγιος" Θεοφάνης, που το μόνο που κάνει είναι να τρώει τον αγλέωρα και να αράζει αναπαυτικά, να δέχεται τις υπηρεσίες και το σεβασμό όλων και ο ίδιος να μην κουνά ούτε το μικρό του δαχτυλάκι.
Ξέρω ότι πολλούς θα ξενίσει το παράδοξο, "λαϊκό" ύφος των δημιουργών. Για μένα είναι μία από τις καλύτρερες ελληνικές ταινίες.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2018

"ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΔΩ": ΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΑΛΙΟΜΟΔΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ

Ας το πούμε από την αρχή: Ή είστε φανατικοί του Σταύρου Τσιώλη ή τον βαριέστε και τον απορρίπτετε. Μάλλον δεν υπάρχει μέση οδός. Ως φαν λοιπόν είδα το "Γυναίκες που Περάσατε από δω" του 2017, φιλμ με το οποίο επιστρέφει μετά από 13 χρόνια (από το "Φτάσαμεε!..." του 2004), με τους απολαυστικούς Κωνσταντίνο Τζούμα και Ερρίκο Λίτση στους βασικούς ρόλους.
Όπου το δίδυμο είναι δύο τσιλιαδόροι που παριστάνουν τους κουλουράδες και είναι νυχθημερόν στημένοι κάπου στο Λυκαβηττό για να ειδοποιήσουν τον ιδιοκτήτη διαμερίσματος (που φτιάχνει παράνομο δωμάτιο) αν τύχει και εμφανιστεί η πολεοδομία. Όλο το νεοελληνικό μπάχαλο και η μιζέρια δηλαδή συμπυκνωμένα. Στο μεταξύ μπροστά τους περνάνε διάφοροι τύποι (άντρες και γυναίκες) και αφηγούνται τις ιστορίες τους (που κυρίως έχουν να κάνουν με γυναίκες).
Το φιλμ είναι απόλυτα στατικό. Οι δύο ήρωες κάθονται στις θέσεις τους και, με σουρεαλιστικό τρόπο, οι περαστικοί τους αφηγούνται ιστορίες, που κι αυτές, μερικές φορές, αγγίζουν τα όρια του σουρεαλισμού. Οι εξομολογήσεις αυτές έχουν κάτι από παλιομοδίτικα λαϊκά μυθιστορήματα (συνοικέσια, κληρονομιές, ρομαντικοί έρωτες που άφησαν εμμονές σε όσους τους βίωσαν, χαμένα παιδιά κλπ.) και μπλέκονται με την χύμα νεοελληνική πραγματικότητα. Πολλές απ' αυτές είναι απολαυστικές, άλλες πάλι λιγότερο. Το χιούμορ είναι υπόγειο, αλλά πανταχού παρόν, το σενάριο επίτηδες και ηθελημένα προσχηματικό, το όλο φιλμ χαμηλότονο και λιτό (όπως όλα του δημιουργού) και... τα πάντα είναι Τσιώλης.
Το βρήκα λίγο άνισο, μάλλον κατώτερο από το "Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε" και τα άλλα φιλμ του, πλην όμως η ατμόσφαιρα του ιδιόρρυθμου και τόσο προσωπικού αυτού δημιουργού υπάρχει ατόφια. Και, όπως είπα στην αρχή, θα αρέσει κυρίως στους οπαδούς του, σ' αυτούς δηλαδή που γνωρίζουν και αποδέχονται το έργο του. Οι υπόλοιποι ίσως βαρεθούν ή νοιώσουν αμηχανία. Ούτως ή άλλως ο Τσιώλης είναι ένας πραγματικά ακατάτακτος σκηνοθέτης.
ΥΓ: Ίσως οι "γνωρίζοντες" πρέπει να σπεύσουν. Όταν γύριζε την ταινία ο σκηνοθέτης ήταν ήδη 80 ετών.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker