Σάββατο, Μαΐου 07, 2022

"Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ" ΚΑΙ Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΤΣΙΩΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΟ

 


Το 1968, ενώ ο λεγόμενος "εμπορικός ελληνικός κινηματογράφος" μεσουρανεί, ο Σταύρος Τσιώλης (1937-2019) κάνει την  πρώτη του σκηνοθετική εμφάνιση με τον "Μικρό Δραπέτη", στις αγκαλιές της κυρίαρχης τότε Φίνος Φιλμ βεβαίως.

Ένα παιδί το σκάει από το αναμορφωτήριο και περιπλανιέται στην ύπαιθρο προσπαθώντας, δίχως κανένα ουσιαστικά στοιχείο, να βρει τη μητέρα του, από την οποία τον έχουν χωρίσει. Πεινασμένος και διψασμένος θα βρει καταφύγιο στο εξοχικό σπίτι ενός μικρού κοριτσιού. Αυτό και τα άλλα παιδιά της παρέας θα κρύψουν με όποιο τρόπο μπορούν τον φυγάδα τόσο από τους δικούς τους γονείς όσο και από τους αστυνομικούς που τον ψάχνουν.

Η ταινία ανήκει σαφώς στο χώρο του μελό, που, μαζί με τις κωμωδίες, ήταν τα δύο είδη που άκμαζαν την εποχή εκείνη στο εγχώριο σινεμά. Υπάρχει το βίαια χωρισμένο από την κακιά, πλούσια πεθερά ζευγάρι που, φυσικά, αγαπιέται ακόμα, υπάρχουν οι συμπτώσεις, τα κλασικά "διαλείμματα" από τη δράση με μπουζούκια (εδώ ο Γιάννης Πουλόπουλος) κλπ. Ωστόσο, στα χέρια του - ήδη με προσωπική άποψη -  Τσιώλη οι αλλαγές στο "μοντέλο" είναι κάτι περισσότερο από εμφανείς: Ο σκηνοθέτης μετατοπίζει όλο το βάρος της ταινίας από τη μελό ιστορία έρωτα των γονιών του δραπέτη στην παρέα των παιδιών. Έτσι φτιάχνει μια ιδιόρρυθμη ταινία με παιδιά, όπου το χιούμορ (που πηγάζει κυρίως από τη μικρομέγαλη συμπεριφορά των παιδιών που σε κάποια σημεία γίνεται ξεκαρδιστική) συνδυάζεται με το σασπένς (η διαρκής προσπάθειά τους να κρύψουν τον δραπέτη) και την παράδοξη, άγουρη ερωτική ιστορία ανάμεσα στον προέφηβο ήρωα και το κοριτσάκι που τον κρύβει. Το "ενήλικο" μελό λειτουργεί απλά ως φόντο. Ταυτόχρονα δίνεται ένα αξέχαστο "πορτρέτο" του ελληνικού καλοκαιριού μέσα από παιδικά μάτια, όπως ίσως πολλοί το θυμούνται από τα παιδικά τους χρόνια. Εντύπωση μου προκάλεσε η πολύ καλή απόδοση της παιδικής συμπεριφοράς, με το συχνά παράλογο στοιχείο, το διαρκές παιχνίδι που πολλές φορές δεν διακρίνουν από την πραγματικότητα και τα άλλα που τη διακρίνουν.

Σίγουρα μια από τις πιο παράξενες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με εναλλαγή, όπως είπαμε, δακρύβρεκτης συγκίνησης (δράμα γαρ, όπως είπαμε), σασπένς και γέλιου (μερικές σκηνές με τα παιδιά δεν παίζονται), η οποία έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι ο Τσιώλης θα ακολουθούσε μια πολύ προσωπική πορεία.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker