Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2023

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ "ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ"

 


Θα το πω πολύ απλά και σύντομα: Ο Martin Scorsese είναι ίσως ο μεγαλύτερος εν ζωή και ταυτόχρονα ουσιαστικά παραγωγικός σκηνοθέτης. Όταν το 2023 γυρίζει τους "Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού" είναι 81 χρονών, ωστόσο καταφέρνει να παραδώσει ένα μεγάλο έπος διάρκειας 3,5 ωρών περίπου, φυσικά (καμία έκπληξη εδώ) με τους αγαπημένους του Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Ρόμπερτ Ντε Νίρο!

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο, στα 20ς, ένας νέος γυρίζει στην πόλη του στην Οκλαχόμα και τίθεται υπό την προστασία του πλούσιου θείου του, που είναι ο "βασιλιάς" της ιδιόρρυθμης αυτής περιοχής. Γιατί ιδιόρρυθμης; Επειδή εκεί οι πλούσιοι και οι άρχοντες (εκτός του θείου) είναι οι ινδιάνοι, αφού έτυχε να βρουν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου στις περιορισμένες περιοχές που τους παραχώρησε το κράτος. Θα μπορέσει αυτό να το χωνέψει η "κυρίαρχη φυλή", οι λευκοί δηλαδή;

Για μια ακόμα φορά ο Σκορσέζε δείχνει τα ματωμένα, βίαια, ρατσιστικά και παντελώς ανήθικα θεμέλια της αμερικάνικης αυτοκρατορίας - και του αμερικάνικου ονείρου. Όπως ακριβώς έχει κάνει με τις "Συμμορίες της Νέας Υόρκης" ή με τις πάμπολλες ταινίες του για τη μαφία δηλαδή. Εδώ προσθέτει και τον παράγοντα - κλειδί (για μένα) της ανθρώπινης δυστυχίας : Την απληστία. Ο κύριος Ντε Νίρο (εξαιρετικός) διαθέτει μπόλικη απ' αυτή. Μου άρεσε επίσης το πολυδιάστατο των χαρακτήρων. Μακριά από το άσπρο - μαύρο των συμβατικών αμερικάνικων ταινιών, εδώ οι "κακοί" διαθέτουν απροσδόκητες πτυχές.

Επικό, χορταστικό, αυτό που θα έλεγα "μεγάλο σινεμά", έχει ήδη μπει στα καλύτερα φιλμ της χρονιάς. Από έναν 80άρη! 


Ετικέτες ,

Τρίτη, Μαΐου 11, 2021

"THE LAST WALTZ": ΙΣΩΣ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ

 


Οι Band υπήρξαν ένα μεγάλο γκρουπ των 60ς - μέσα 70ς. Εκτός από τους πολύ καλούς δίσκους τους, ήταν το συγκρότημα που συνόδευε μεταξύ 1965-1967 τον Bob Dylan (μερικοί κλασικοί του δίσκοι υπογράφονται ως Dylan and the Band). Το 1976 το συγκρότημα αποφασίζει να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις. Στις 25 Νοεμβρίου 1976 λοιπόν δίνουν στο κλαμπ Winterland του Σαν Φρανσίσκο την τελευταία τους ιστορική συναυλία, μετά από 16 χρόνια "στο δρόμο". Την κινηματογράφηση αναλαμβάνει ο Martin Scorsese, γνωστός φίλος του λεγόμενου "κλασικού ροκ". Το αποτέλεσμα είναι το δίωρο "The Last Waltz", που βγαίνει το 1978 και σίγουρα είναι μια από τις καλύτερες συναυλίες που κινηματογραφήθηκαν ποτέ.

Βλέπετε οι Band δεν ήταν μόνοι στη σκηνή. Παίζουν εναλλάξ ένα δικό τους κομμάτι μόνοι και μετά ανεβαίνει κάποιος από του καλεσμένους και παίζει / τραγουδά μαζί τους. Ποιοί είναι όμως αυτοί οι καλεσμένοι; Οι φίλοι του ροκ ας κρατήσουν την ανάσα τους. Πάμε: Eric Clapton, Neil Diamond, Bob Dylan, Joni Mitchell, Neil Young, Emmylou Harris, Van Morrison, Staples Singers, Dr. John, Muddy Waters, Paul Butterfield, Ronnie Hawkins, Ringo Starr, Ron Wood!!! Και μόνο για να δείτε επί σκηνής όλους αυτούς θα άξιζε να δείτε το φιλμ. Εκτός του ότι όλοι σχεδόν δίνουν εξαιρετικές περφόρμανς, εμφανίζονται άλλοτε μόνοι άλλοτε με διάφορους συνδυασμούς (με τους Band  βέβαια πάντοτε μαζί) και ανάμεσα στα τραγούδια μεταφερόμαστε στα παρασκήνια, όπου ο ίδιος ο Σκορσέζε συζητά με το συγκρότημα για πολλά, από την καριέρα τους μέχρι διάφορα περιστατικά. Σημειωτέον ότι έκτοτε ο μεγάλος δημιουργός έγινε φίλος με τον Robbie Robertson, την ψυχή του γκρουπ, ο οποίος επιμελείται / διαλέγει μαζί του τραγούδια που ακούγονται σε όλες σχεδόν τις ταινίες του μετά το 1978 (τα τραγούδια λέω, για να μην παρεξηγηθώ, όχι την original εκάστοτε μουσική. Αλλά ακούγονται τόσα καλά τραγούδια στις ταινίες του Σκορσέζε...)

Για να μην τα πολυλογώ, το φιλμ θεωρείται ένα από τα καλύτερα μουσικά ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν ποτέ και αποτελεί μνημείο μιας ολόκληρης αξεπέραστης μουσικά εποχής. Προσωπικά είναι το αγαπημένο μου μουσικό ντοκιμαντέρ. 

ΥΓ: Για την ιστορία, οι Band ήταν οι: Robbie Robertson, Rick Danko, Levon Helm, Garth Hudson, Richard Manuel. Οι Danko, Helm και Manuel δεν ζουν πια.




Ετικέτες ,

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2019

"Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ" ΚΑΙ Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΚΟΡΣΕΖΕ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Το 2019 ο Martin Scorsese αποφασίζει μάλλον να ολοκληρώσει το στοχασμό του πάνω στην Αμερική και τη μαφία (πράγματα αλληλένδετα) με τον "Ιρλανδό", ένα έπος 3.30 ωρών, με καστ που φέρνει μαζί τους βασικούς ηθοποιούς - φετίχ του δημιουργού: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζο Πέσι, Αλ Πατσίνο, Χάρβεϊ Καϊτέλ.
Παρακολουθούμε τη ζωή ενός ιρλανδού στη Νέα Υόρκη, που σύντομα γίνεται εκτελεστής της μαφίας από την εποχή του πολέμου έως τη δεκαετία του 80, και έτσι "πιάνει την καλή". Οικογένεια, "μπίζνες", βία άνοδος και πτώση.
Είναι δυνατόν μια ταινία να είναι κουραστική και, ταυτόχρονα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα; Ε, λοιπόν, σ' εμένα αυτό συνέβη με τον "Ιρλανδό". Κουράστηκα, αλλά και θαύμασα και συγκινήθηκα. Νομίζω ότι τα επίπεδα του φιλμ είναι πολλά: Μπορεί κανείς να μιλήσει για τη σκοτεινή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου ή ότι το να "αδράξεις την ευκαιρία" μπορεί να σημαίνει είτε πολύ ακριβό τίμημα είτε ότι αυτό κάθε άλλο παρά νόμιμο πιθανόν να είναι (ή και τα δύο μαζί). Ο φτωχός ιρλανδός - αδίστακτος, εκτελώντας πάντοτε πιστά διαταγές άνωθεν, μένοντας πιστός ακόμα κι όταν πρέπει να αντιμετωπίσει ένα άκρως επώδυνο προσωπικό δίλημμα και διακρινόμενος γι' αυτή του την αποτελεσματικότητα και τιμιότητα - θα γίνει πλούσιος και απόλυτα σεβαστός "σε ορισμένους κύκλους". Σε προσωπικό επίπεδο όμως θα χάσει την οικογένειά του, που αγαπά πολύ, και τελικά... ας μην αποκαλύψω το "τελικά".
Πάλι με τη μαφία; θα μου πείτε. Δεν μάθαμε πια τα πάντα γι' αυτήν; Ναι, αλλά για τον Σκορσέζε η μαφία δεν είναι ούτε ευκαιρία για εντυπωσιακές περιπέτειες ούτε για απλώς ένα ακόμα γκαγκστερικό φιλμ. Γι' αυτόν είναι η ίδια η ουσία των ΗΠΑ. Βουτώντας σε αληθινά, ιστορικά γεγονότα (τα περισσότερα πρόσωπα είναι υπαρκτά), μιλά για την πληρέστατη διαφθορά - κυριολεκτικά ως το κόκκαλο και δίχως δυνατότητα πισωγυρίσματος και κάθαρσης - της αμερικάνικης κοινωνίας. Ο αμφιλεγόμενος συνδικαλιστής Χόφα, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και, βέβαια, οι μαφιόζοι άρχοντες και οι οικονομικά ισχυροί είναι αυτοί που κάνουν κουμάντο. Ποια δημοκρατία; Ποτέ δεν είδα τόσο ξεκάθαρα τον εμπαιγμό και το ψεύδος του τάχα "ο λαός αποφασίζει". Αφού οι παραπάνω εκλέγουν ή ρίχνουν κατά βούληση προέδρους και κυβερνήσεις, αφού η βία τους βασιλεύει... Κι αν ακόμα τιμωρούνται σε προσωπικό επίπεδο, η κοινωνική διαπλοκή παραμένει άθικτη.
Ταυτόχρονα, σε υπαρξιακό επίπεδο, έχουμε τη μελαγχολία του χρόνου που περνά, την άδοξη κατάληξη στα αναπόφευκτα γηρατειά, την τελική μοναξιά...
Το φιλμ συνδυάζει θαυμάσια το προσωπικό με το πολιτικοκοινωνικό στοιχείο, και είναι συγκινητικό καθώς - με τη μάζωξη των γερασμένων πλέον, αγαπημένων ηθοποιών και το εξαντλητικό αυτό ρέκβιεμ, ο 77χρονος Σκορσέζε αποχαιρετά μια ολόκληρη εποχή ή, ίσως, ένα τεράστιο κομμάτι του σινεμά. Κι αυτό είναι όντως συγκινητικό. Παρά την κούραση...

Ετικέτες ,

Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2019

"ΟΙ ΣΥΜΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ" ΚΑΙ Η ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Ο Martin Scorsese γυρίζει τις "Συμμορίες της Νέας Υόρκης" το 2002 και μας δείχνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις φρικτές, απάνθρωπες και βίαιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ενοποιήθηκαν ουσιαστικά οι ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφύλιου η Νέα Υόρκη - οι κακόφημες τουλάχιστον περιοχές της - είναι μια κόλαση. Βίαιες και αδίστακτες συμμορίες επιβάλλουν ένα καθεστώς τρόμου και, συγχρόνως, συγκρούονται άγρια μεταξύ τους. Ο αιμοσταγής και ρατσιστής Χασάπης δεσπόζει στην περιοχή, αφού έχει εξοντώσει όλους του αντιπάλους του και κυρίως τον Παπά, επικεφαλής των Ιρλανδών της περιοχής. Ο μικρός γιος του τελευταίου κλείνεται σε αναμορφωτηριο και όταν βγαίνει, νεαρός πλέον, με μόνο του σκοπό την εκδίκηση, τα πράγματα έρχονται έτσι ώστε να γίνει ο αγαπημένος "υπαρχηγός" του Χασάπη.
Όσα δείχνονται εδώ είναι συγκλονιστικά. Μια φραση νομίζω ότι μπορεί να περικλείσει όλη την ουσία: Πάντοτε τα θύματα είναι οι φτωχοί. Η κόλαση βασιλεύει στς φτωχές συνοικίες. Οι χιλιάδες μετανάστες που καταφτάνουν απ' όλο τον κόσμο δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και αντιμετωπίζουν τον αμείλικτο ρατσισμό των "ντόπιων" (Ντόπιοι, άλλωστε, είναι το όνομα της συμμορίας του Χασάπη). Οι εκλογές είναι στημένες και οι πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα. Όσο για τον ίδιο τον πόλεμο, τον εμφύλιο, έναν από τους πιο αιματηρούς όλων των εποχών, ποιοι πολαμάνε και σκοτώνονται άραγε; Μόνο οι γόνοι των φτωχών. Οι πλούσιοι νέοι απαλλάσονται, φτάνει να πληρώσουν κάποιο ποσό ανύπαρκτο για τους υπόλοιπους. Το άλλο συγκλονιστικό είναι ο πανταχού παρόν ρατσισμός. Οι "αμερικάνοι" (λες και φύτρωσαν εκεί και δεν είναι κι αυτοί γόνοι μεταναστών) μισούν και περιφρονούν τους ιρλανδούς (που βρίσκονται στον πάτο), αλλά και κάθε νεοφερμένο, και οι ίδιοι οι ιρλανδοί, όταν κάποια στιγμή ξεσηκώνονται, πού ξεσπάνε την οργή τους; Στους μόνους που είναι ακόμα πιο κάτω απ' αυτούς: Τους μαύρους. Ο ρατσισμός βρίσκεται παντού και είναι δείγμα ηλιθιότητας.
Η ειρήνη που θα επιβληθεί είναι βουτηγμενη στο αίμα. Η "ευνοούμενη", σύγχρονη πολιτεία θα ριζώσει πάνω σε εκατόμβες πτωμάτων. Ίσως γι' αυτό η Αμερική της οπλοκατοχής, της βίας και των επεμβάσεων είναι σήμερα αυτό που γνωρίζουμε. Και, βέβαια, η προέλευση του πλούτου είναι σχεδόν πάντοτε βρώμικη και παράνομη.
Όλα αυτά σε μια βίαιη ταινία με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, το Λεονάρντο ντι Κάπριο και την Κάμερον Ντιάζ στους βασικούς ρόλους. Θυμάμαι ότι στην εποχή της είχε μάλλον μέτριες κριτικές. Προσωπικά με καθήλωσε.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Μαΐου 30, 2018

ΑΝΟΔΟΣ, ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣΤΙΑ ΣΤΟ "ΚΑΖΙΝΟ"

Το 1995 ο Martin Scorsese γυρίζει ένα από τα τυπικά "σκορσεζικά" φιλμ του: Το "Καζίνο", με τους πολύ καλούς Ρόμπερτ Ντε Νίρο (που δεν έπαιζε ακόμα σε τόσο πολλές μπούρδες), την Σάρον Στόουν και τον Τζο Πέσι.
Ένας ικανότατος "executive" αναλαμβάνει, με την υποστήριξη της μαφίας, ένα καζίνο στο Λας Βέγκας και το οδηγεί σε μεγάλες δόξες και επιτυχίες. Ο καλύτερος φίλος του, που επίσης σχετίζεται με τη μαφία, προσπαθεί κι αυτός να δημιουργήσει τη δική του αυτοκρατορία, αυτός όμως με απίστευτα βίαιο τρόπο και πάνω σε σωρούς πτωμάτων. Κάποια στιγμή η φινέτσα στους τρόπους του πρώτου θα έρθει αντιμέτωπη με την κτηνώδη δράση του δεύτερου και οι παλιοί φίλοι θα συγκρουστούν. Όσο για τη γυναίκα του πρώτου, μια πρώην πόρνη, ο κατήφορος θα είναι από τους χειρότερους δυνατούς...
Με φόντο μια γιγάντια αυτοκρατορία τζόγου, ένα απαστράπτον δηλαδή Λας Βέγκας, του οποίου τα θεμέλια βεβαίως είναι βυθισμένα στο βούρκο, καθώς βασίζονται σε κάθε λογής έγκλημα, ο Scorsese στήνει μια ιστορία που, για μια ακόμα φορά, μας αποκαλύπτει το σκοτεινό πρόσωπο της Αμερικής. Προσφιλή του θέματα (τζόγος, μαφία, αντρική φιλία, χλιδή και απληστία, βία) βρίσκονται όλα εδώ και συγκλίνουν στην αφήγηση μιας κλασικής ιστορίας ανόδου και πτώσης. Όπως πάντοτε συμβαίνει με το τζόγο, στη βάση της καταστροφής βρίσκεται η απληστία, το να μη ξέρεις δηλαδή πού και πότε πρέπει να σταματήσεις. Και, φυσικά επίσης, όλα θα πνιγούν στο αίμα και την παρακμή. Ο σκηνοθέτης μελετά (και καταγγέλει) τους τρόπους πλουτισμού (νομίζω, εκτός αν κερδίσεις ξαφνικά το Λότο, 9 στις 10 φορές βασίζονται στην παρανομία και το έγκλημα). Και, ταυτόχρονα, την κενότητα όλων αυτών, με την έννοια ότι, προφανώς ο πλούτος δεν φερνει ευτυχία (μάλλον το αντίθετο). Εννοείται ότι κάθε ουσιαστικό στοιχείο της ζωής (έρωτας, φιλία, αίσθηση ασφάλειας) υποβαθμίζονται όσο βουτάμε στην αποχαυνωτική χλιδή και σε όσα συνεπάγεται.
Με εικόνα βουτηγμένη στη "γκλαμουριά", η ιστορία, που αποτελεί ένα διαρκές φλας μπακ σε σχέση με την πρώτη σκηνή της έκρηξης, εξελίσσεται και όσο προχωρά τα προβλήματα των ηρώων βαθαίνουν κι αυτοί που κινούν τα νήματα εκνευρίζονται... Παρά τη μεγάλη της διάρκεια, βρίσκω το φιλμ δυνατό και το θεωρώ από τα καλά του μεγάλου σκηνοθέτη. Και, εν τέλει, σε αφήνει με μια έντονη διάθεση να τινάξεις με τη σειρά σου στον αέρα όλη αυτή την αστραφτερή φρίκη, που άπαντες μοιάζουν να λατρεύουν. Όπως ακριβώς τινάζεται στον αέρα το πολυτελές αυτοκίνητο του βασικού ήρωα στην πρώτη μόλις σκηνή.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2017

"Η ΣΙΩΠΗ" ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΥΠΛΟΚΑ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΗΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Είμαι ο τελευταίος που θα διαφωνήσει στο ότι ο Martin Scorsese είναι ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στην ιστορία του σινεμά. Ωστόσο, να το πω από την αρχή, η "Σιωπή" του 2016 (μεταφορά στην οθόνη μυθιστορήματος του ιάπωνα Σιουράκο Έντο) συνολικά με απογοήτευσε. Ίσως να είναι ο προφανής χριστιανισμός του, ίσως τα πολύπλοκα θέματα που εγείρει, τα οποία σχετίζονται με την πίστη - θέμα που προσωπικά λίγο μ' ενδιαφέρει, σε συνδυασμό με τη ζοφερή, καταθλιπτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί...
Το 1640 δύο πορτογάλοι ιεραπόστολοι πηγαίνουν κρυφά στην Ιαπωνία, όπου ο χριστιανισμός διώκεται ανηλεώς, για να βρουν τον δάσκαλό τους, για τον οποίο υπάρχουν φήμες ότι αλλαξοπίστησε. Εκεί αρχικά θα ανακαλύψουν μια κοινότητα πιστών (που κρύβονται φυσικά) και στη συνέχεια θα συλληφθούν και θα οδηγηθούν μπροστά σε έναν ανακριτή με τρομερή φήμη. Οι ιάπωνες δεν θα βασανίσουν τον βασικό ήρωα, όπως κάνουν με άλλους "κατώτερους" χριστιανούς. Αντίθετα θα τον φέρουν αντιμέτωπο με μια σειρά από ηθικά διλήμματα, όλο και πιο πολύπλοκα.
Ο Σκορσέζε, χριστιανός ο ίδιος, καθολικός, στοχάζεται πάνω σε μια σειρά ερωτημάτων που σχετίζονται με το θέμα της πίστης. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή; Η απόλυτη προσύλωση σ' αυτήν, αγνοώντας οτιδήποτε άλλο (και άλλους), μήπως τελικά είναι ένα είδος αλαζονείας; Όπως και η απόφαση να ζήσεις "όπως ο Χριστός", έστω κι αν αυτό προκαλεί πόνο σε άλλους; Πώς σχετίζονται το τι παραδεχόμαστε δημόσια και τι πιστεύουμε βαθιά μέσα μας; Συγχρόνως μελετά τις μεγάλες διαφορές δυτικού και ανατολικού πολιτισμού (ακόμα και στον τρόπο που εκλαμβάνουν τον χριστιανισμό) και αναρωτιέται μήπως τελικά η χριστιανική πίστη των ιαπώνων δεν είναι αυτό που ξέρουμε, αλλά κάτι διαφορετικό, που έχει προσαρμοστεί στον δικό τους τρόπο σκέψης. Και - καθαρά θεολογικής φύσης αυτή η αγωνία - γιατί ο θεός είναι τόσο σιωπηλός; Τι σημαίνει αυτή του η σιωπή; Μήπως ο θεός δεν υπάρχει καν ή είναι τόσο μυστηριώδης η αγάπη του και οι τρόποι που αυτή εκδηλώνεται ώστε είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε;
Όλα αυτά δίνονται βεβαίως με συχνά πολύ δυνατές εικόνες, πάντοτε όμως μουντές, συχνά ζοφερές. Δεν υπάρχει καμιά ανάσα, καμιά διαφυγή απ' όλη αυτή τη σκοτεινιά. Η ταινία, θαυμάσια σαν εικόνα, είναι έντονα βαριά και καταθλιπτική. Ο σωματικός και ο εσωτερικός πόνος έχουν εδώ ίσα μερίδια.
Φυσικά δεν θίγεται καθόλου το θέμα της ίδιας της έννοιας της ιεραποστολής και του προσηλυτισμού. Εννοειται ότι διαφωνώ ριζικότατα με την απάνθρωπη μεταχείρση των χριστιανών από τους ιάπωνες, πριν απ' αυτό όμως μήπως θα επρεπε να αναρωτηθεί κανείς γιατί θα έπρεπε να διαδίδεται ντε και καλά η χριστιανική θρησκεία (ή η μουσουλμανική ή όποια άλλη) σε καθε γωνιά της γης κι έπειτα να νοιώθουμε φρίκη και αποτροπιασμό για τη βάρβαρη μεταχείριση των πιστών που λέγαμε; Από τη άλλη βεβαίως μπορεί κανείς να δει τον προβληματισμό του φιλμ σαν προβληματισμό στο θέμα της όποιας πίστης γενικότερα, όχι μόνο της θρησκευτικής, στο θέμα της πίστης μας σε οποιοδήποτε ιδανικό.  Ίσως...
Προσωπικά πάντως οι αργοί, τελετουργικοί ρυθμοί (που συχνά μου αρέσουν και με υποβάλλουν) εδώ με κούρασαν αρκετά. Φταίει βεβαίως, όπως προείπα, το ότι δεν με ενδιαφέρει ο προβληματισμός σε θρησκευτικά θέματα (χριστιανικά ή μη), και δεν κατανοώ την συχνά βαθύτατη ανάγκη πολλών ανθρώπων να πιστέψουν τυφλά οπουδήποτε, οπότε όλο αυτό ήταν πολύ δύσκολο να με αγγίξει. Έμεινε μόνο το βάρος και η ζοφερότητα... Προσωπικά όλα αυτά βεβαίως, διότι ο Σκορσέζε και εδώ παραμένει κινηματογραφικά μεγάλος.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιουνίου 14, 2016

ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟ "AVIATOR"

Το 2004 ο Martin Scorsese γυρίζει το "Aviator", μια βιογραφία του αμερικανού μεγιστάνα και φανατικού αεροπόρου Χάουαρντ Χιουζ μεταξύ των δεκαετιών 20 και 40. Η ζωή του ήταν όντως μυθιστορηματική, τα οικονομικά ρίσκα που έπαιρνε τεράστια, οι εμμονές του επίσης, αλλά και η διαρκής πάλη του με την τρέλα.
Ο Χιουζ γεννιέται πλούσιος. Από μικρός έχει πάθος με τα αεροπλάνα και ο ίδιος είναι σχεδιαστής, λίγο μηχανικός και πρώτος δοκιμαστής νέων, βελτιωμένων μοντέλων. Ταυτόχρονα επενδύει στην κινηματογραφική βιομηχανία γυρίζοντας ένα πανάκριβο πολεμικό έπος με - τι άλλο; - πιλότους, ιδρύει την αεροπορική εταιρία TWΑ, αντίπαλη της κυρίαρχης τότε Pan Am, έχει σχέσεις με χολιγουντιανές σούπερ διασημότητες (μεταξύ άλλων με την Άβα Γκάρντνερ και έναν μακροχρόνιο δεσμό με την Κάθριν Χέπμπορν). Συγχρόνως όμως με όλα αυτά, παλεύει με την ψυχοπάθεια, καθώς από μικρός είναι έντονα μικροβιοφοβικός, πράγμα που σε κάποια στιγμή της ζωής του θα μετατραπεί σε ψύχωση με εφιαλτικές συνέπειες.
Σίγουρα η ταινία είναι εντυπωσιακή, και μάλιστα με πολύ καλούς Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Κέιτ Μπλάνσετ στο ρόλο της Χέπμπορν. Από εκεί και πέρα δεν παύει να είναι απλώς μια βιογραφία ενός σίγουρα ιδιαίτερου ανθρώπου - η ιδιοφυία και η τρέλα είναι γνωστό ότι συχνά πλησιάζουν επικίνδυνα - αλλά, όσο ενδιαφέρουσα και να είναι ίσως να μη μπορεί να βρει κανείς προεκτάσεις σε μια τόσο μοναδική περίπτωση. Εκτός βέβαια αν το νόημα είναι αυτό ακριβώς: Η εγγύτητα ιδιοφυίας και τρέλας. Ή πάλι, αν θέλετε, το κλασικό ότι "τα πλούτη δεν φέρνουν ευτυχία", τουτέστιν ότι στη ζωή μπορεί κανείς να έχει κυριολεκτικά ό,τι θελήσει (ο Χιουζ ήταν εκατομμυριούχος), αλλά όταν το πρόβλημα είναι εσωτερικό, ούτε καν το αυτό το "ό,τι θελήσει" είναι αρκετό. Υπάρχει επίσης και το στοιχείο της επίθεσης στο σύστημα (δικαστικό στην προκειμένη περίπτωση), καθώς ο Χιουζ - πάντα μιλάμε στα σκληρά καπιταλιστικά πλαίσια της ελεύθερης, ανταγωνιστικής οικονομίας - διώχτηκε ως κερδοσκόπος εις βάρος της πολιτείας και μάλιστα εν καιρώ πολέμου όχι πραγματικά για λόγους δικαιοσύνης, αλλά για να προστατευτούν τα συμφέροντα άλλων εταιριών - κολοσών, που απλώς είχαν καλύτερες πολιτικές  διασυνδέσεις.
Πέραν αυτών μπορεί κανείς να θαυμάσει το φιλμ, με την εξαιρετική φωτογραφία, την εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής, τον αγώνα, τις εμμονές, την τόλμη (επιχειρηματική εννοώ, πράγμα που προσωπικά δεν με συγκινεί ιδιαίτερα), αλλά και τα εσωτερικά βάσανα ενός πολύ, μα πολύ ιδιαίτερου ανθρώπου. Προσέξτε πάντως, όταν λέμε ιδιαίτερου δεν εννοούμε υποχρεωτικά και συμπαθούς. Αλλά, όλες αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι που δημιουργούν το ενδιαφέρον σε έναν χαρακτήρα; Τέλος, δεν παύει να πρόκειται για φιλμ του Σκορσέζε και αυτό από μόνο του είναι σημαντικό για σινεφίλ.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιανουαρίου 29, 2014

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ, ΤΟ STAR SYSTEM ΚΑΙ Ο ΣΚΟΡΣΕΖΕ



   Η διασημότητα αποτελεί το (άπιαστο συχνά) όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων. Ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, με το star system να επιβάλλει συχνά παντελώς κενά περιεχομένου είδωλα και πλήθη να παραληρούν γι’ αυτά, το φαινόμενο έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Μια από τις σχετικά άγνωστες ταινίες του Martin Scorsese, “Ο Βασιλιάς της Κωμωδίας» του 1982, αποτελεί μια από τις καλύτερες μελέτες του φαινομένου.
Ο ήρωας Ρούπερτ Πάπκιν (ο Ντε Νίρο στις καλές εποχές του) είναι ένας μέτριος stand up κωμικός. Ωστόσο το μοναδικό όνειρο της ζωής του είναι να γίνει διάσημος, όπως ακριβώς το είδωλό του, ο σούπερ σταρ κωμικός και τηλεπαρουσιαστής Τζέρι Λάνγκφορντ (ο Τζέρι Λούις, που στην ταινία αυτή πραγματοποιεί μια σπάνια επανεμφάνιση). Όταν ο τελευταίος απορρίπτει ουσιαστικά τη δουλειά του Ρούπερτ (για να είμαστε ακριβείς το επιτελείο του την απορρίπτει, σιγά μην ασχολείται ο ίδιος με τα εκατοντάδες ψώνια που του φορτικά του ζητούν διάφορα), ο Ρούπερτ τον απαγάγει με τη βοήθεια μιας ακόμα πιο τρελαμένης φαν μόνο και μόνο για να κερδίσει τα φώτα της διασημότητας, αφού σαν λίτρα απαιτεί μια και μοναδική εμφάνιση στην τεράστιας ακροαματικότητας ζωντανή εκπομπή του.
Πρόκειται για κοφτερή σάτιρα του φαινομένου του star system. Σε πρώτη φάση το φιλμ μπορεί να ειδωθεί σαν κωμωδία (με τον Τζέρι Λούις να παίζει περίπου τον εαυτό του). Κατά βάθος όμως οι συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι τραγικές. Ο Σκορσέζε αντιμετωπίζει την εμμονή κάποιων ανθρώπων με τους σταρ (και τις ιδιωτικές ζωές τους φυσικά) ως ψυχοπαθολογικό φαινόμενο – και καλά κάνει κατά τη γνώμη μου. Οι άνθρωποι αυτοί ουσιαστικά δεν έχουν προσωπικές ζωές. Τα πάντα γι’ αυτούς περιστρέφονται γύρω από το/τα είδωλό/ά τους και, βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, γύρω από τον άσβεστο πόθο τους να γίνουν κι αυτοί σταρ. Η αυτοκριτική για την ποιότητα του έργου τους είναι αδύνατη. Από την άλλη ο σταρ, ο Τζέρι, ζει μια διπλή ζωή. Από τη μία είναι ο λαμπερός τηλε-οικοδεσπότης με τα εκατομύρια πιστών οποδών, από την άλλη, στην προσωπική του ζωή, ένας μάλλον μοναχικός τύπος, μελαγχολικός και πιθανόν με μειωμένη αίσθηση χιούμορ. Όσο για την ποιότητα του έργου των διάφορων σούπερ σταρ... ούτε λόγος να γίνεται. Αυτό είναι εκτός συζήτησης. Το σταρ σύστεμ δεν είναι υποχρεωτικά ανάλογο με την ποιότητα του παραγόμενου έργου. Πολλές διασημότητες παράγουν σκουπίδια. Και, βέβαια, στο φαινόμενο αυτό η τηλεόραση έχει την πρωτοκαθεδρία.
Σημαντική κατά τη γνώμη μου ταινία, με υποβόσκουσα θλίψη κάτω από την αστεία και παρανοϊκή επιφάνεια. Θίγει άλλωστε πολλά θέματα σε σχέση με την παράνοια του σταρ σύστεμ και τον τρόπο λειτουργίας του. Όπως θα δείτε άλλωστε, ο ήρωάς μας θα γίνει σταρ. Όχι όμως επειδή είναι καλος κωμικός...

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2014

ΟΙ ΑΠΛΗΣΤΟΙ ΛΥΚΟΙ ΤΗΣ WALL STREET

Ο Martin Scorsese έχει αρκετές φορές ασχοληθεί με την άνοδο και την πτώση των ηρώων του, με πλαίσιο πάντοτε το περίφημο "αμερικάνικο όνειρο" και τον μύθο ότι η Αμερική είναι η "χώρα των ευκαιριών". Πολλοί απ' αυτούς ήταν γκάνγκστερς, άλλοι εκατομμυριούχοι επιχειρηματίες (Aviator), άλλοι αθλητές κλπ. Το 2013 έρχεται η ώρα να καταπιαστεί με τα "golden boys" της Wall Street, της καρδιάς του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του καπιταλισμού γενικότερα, με τον "Λύκο της Wall Street". Θέμα ιδιαίτερα επίκαιρο βέβαια, αφού, όπως όλα δείχνουν, αυτός ακριβώς ο θρίαμβος του χρηματοπιστωτικού / τραπεζικού συστήματος πάνω στην καθαρή παραγωγή είναι που οδήγησε στη σύγχρονη τραγική οικονομική κατάσταση και την κρίση.
Ο ήρωας, υπαρκτό πρόσωπο στα απομνημονεύματα του οποίου βασίζεται το φιλμ, μπαίνει στον κόσμο του χρηματιστηρίου το 1987, βιώνει την τότε κρίση, ξεκινά τη δική του χρηματιστηριακή επιχείρηση, χρησιμοποιώντας εν μέρει ημιπαράνομα μέσα, και σύντομα γίνεται πολυεκατομμυριούχος. Τα χρόνια της ατέλειωτης κραιπάλης όμως θα ακολουθήσουν άλλα, αρκετά σκοτεινότερα.
Ο Scorsese υιοθετεί μια καταιγιστική, παραληρηματική σχεδόν κινηματογραφική γραφή, που συχνά αγγίζει τα όρια της παρωδίας και συχνά παραβλέπει κάθε ρεαλισμό. Το μη ρεαλιστικό αυτό στοιχείο επιτείνεται απο το ότι η αφήγηση γίνεται από τον ίδιο τον ήρωα, ο οποίος απευθύνεται στους θεατές συστήνοντάς τους πρόσωπα και καταστάσεις. Έτσι, με την υπερβολή που την χαρακτηρίζει, η ταινία μπορεί να καταταχτεί χαλαρά (πολύ χαλαρά) ακόμα και στον ευρύτερο χώρο της μαύρης κωμωδίας. Φυσικά υπάρχουν διαρκή όργια, άφθονη κατανάλωση ναρκωτικών και κραιπάλες κάθε είδους. Αν όμως μια λέξη έπρεπε να χαρακτηρίσει όλη αυτή τη ντελιριακή κατάσταση αυτή θα ήταν σίγουρα η λέξη "απληστία". Αυτή στην ουσία είναι το κίνητρο των χαρακτήρων του φιλμ και, για πάρα πολλούς, η λέξη - κλειδί για ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. "Παρ' τους τα λεφτά όταν μπορείς" είναι το σύνθημα. Εμείς είμαστε οι έξυπνοι και όλοι οι άλλοι τα κορόιδα. Κι αν οι μέθοδοι δεν είναι πάντα νόμιμοι, κι αν οι άλλοι καταστραφούν ολοσχερώς, τι μας νοιάζει; Εμείς θέλουμε τα λεφτά, όλα τα λεφτά του κόσμου, έστω και για να μπορούμε να τα καίμε για πλάκα, και για όλα τα άλλα σκασίλα μας. Δεν υπάρχει ούτε μια ελάχιστη σπιθαμή χώρος για οίκτο ή συμπόνοια. Αυτά είναι άγνωστες λέξεις.
Ίσως η παρουσίαση της σούπερ πετυχημένης εταιρίας του πρωταγωνιστή (εξαιρετικός και πάλι ο Ντι Κάπριο) να είναι στα όρια της καρικατούρας, όπως και πολλές σκηνές του φιλμ. Με όλο αυτό το υπερβολικό στιλ όμως, ο ακούραστος Scorsese κατάφερε αυτό που πιθανόν ήθελε: Να με κάνει να αηδιάσω βαθυτατα (για μια ακόμα φορά) με ένα βρώμικο, σάπιο και πάνω απ' όλα απόλυτα απάνθρωπο σύστημα, που κρύβεται πίσω απο το προσωπείο των "άπειρων ευκαιριών". Και το ότι ο συγκεκριμένος ήρωας έχει ιδιαίτερα προβλήματα που θα επιτείνουν την κατάσταση (εθισμός στα ναρκωτικά), το προσωπικό αυτό στοιχείο δεν θολώνει την όλη εικόνα. Κι αν δεν πιστεύετε στην αποτελεσματική επέμβαση της δικαιοσύνης και την τελική σύλληψή του, πάλι τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Η γενική εικόνα που περιέγραψα παραμένει.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2012

ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΤΟ ΚΟΚΚΑΛΟ ΣΙΝΕΦΙΛ "HUGO"

Ο Martin Scorsese είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους (αν όχι ο μεγαλύτερος) εν ζωή δημιουργός του σινεμά. Συγχρόνως είναι ένας αθεράπευτος, φανατικός σινεφίλ. Με το "Hugo" του 2011, εκτός από το πρώτο, που είναι γενικά παραδεκτό, αποδεικνύει περίτρανα και το δεύτερο. Και, για να προλάβω οποιεσδήποτε απορίες, λέω από την αρχή ότι η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ. Σπάνια έχω νοιώσει τόση μαγεία στο σινεμά. Η έννοια ακριβώς της μαγείας, είναι νομίζω και το ζητούμενο. Ο Scorsese εστιάζει σ' αυτήν ακριβώς την πλευρά του κινηματογράφου: Τη μαγική. Το λέει με όλους τους δυνατούς τρόπους: "Ο κινηματογράφος είναι το μέρος όπου γεννιούνται τα όνειρα". Άλλωστε σαν βασικό πρόσωπο στην πλοκή χρησιμοποιεί το ίδιο τον Ζορζ Μελιές, τον "πατέρα" του σινεμά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή (του σινεμά): Οι Λιμιέρ είναι αυτοί που εφηύραν (ή μάλλον τελειοποίησαν) την κάμερα και τη μηχανή προβολής στα τέλη του 19ου αιώνα. Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο σήμερα όμως, δεν σκέφτηκαν ποτέ το προφανέστερο εδώ και εκατοτόσα χρόνια πράγμα: Ότι με την εφεύρεσή τους θα μπορούσαν να διηγηθούν ιστορίες. Απλώς έστηναν την κάμερα και κινηματογραφούσαν τη ζωή. Τους εργάτες που σχολάνε από το εργοστάσιο, το τρένο που φτάνει στο σταθμό... Έβλεπαν το νεογέννητο σινεμά απλώς σαν επιστημονικό αξιοπερίεργο: "Κοιτάξτε, οι εικόνες κινούνται"! Ο Μελιές, παλιός ταχυδακτυλουργός και μάγος, είναι αυτός που αμέσως κατάλαβε ότι με το εργαλείο αυτό μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες ή αλλιώς να το μετατρέψει από αξιοπερίεργο σε τέχνη. Υπήρξε ο πρώτος σκηνοθέτης του σινεμά και συγχρόνως δημιούργησε τον κινηματογράφο του φανταστικού και επινόησε πλήθος από ειδικά εφέ. Σ΄αυτή λοιπόν τη μαγική, φαντασμαγορική πλευρά της 7ης τέχνης, που ήταν και η αρχική της, εστιάζει ο Scorsese. Το "Hugo" είναι πάνω απ' όλα ένα γλυκύτατο και απολαυστικό παραμύθι. Διαδραματίζεται στη δεκαετία του 30 στο Παρίσι, έχει σαν ήρωα ένα μικρό, ορφανό αγόρι που ζει κρυμένο στο σιδηροδρομικό σταθμό, στο εσωτερικό του μεγάλου ρολογιού του(!), για να μην το συλλάβει ο μόνιμος διώκτης του αστυνομικός - φύλακας του σταθμού. Στο σταθμό, απ' όπου δεν έχει βγει ποτέ, θα γνωρίσει την εγγονή του γέρου πωλητή παιχνιδιών που έχει εκεί το μαγαζί του και η περιπέτεια θα απογειωθεί. Σημειωτέον ότι όσα θα δείτε για τη ζωή του Μελιές, που κάποια στιγμή μπαίνει κι αυτός στο στόρι, είναι αληθινά και βασίζονται όντως στην αληθινή ιστορία του. Η εικόνα είναι κάτι παραπάνω από φαντασμαγορική (έχει ίσως κάτι και από τον κόσμο του Ζενέ), οι δόσεις περιπέτειας, σασπένς, χιούμορ, συγκίνησης, σωστά μετρημένες, το θέαμα χορταστικό και το 3D (του οποίου γενικά δεν είμαι και φανατικός φίλος) πραγματικά εδώ αξίζει τον κόπο. Θέλετε να χαρακτηρίσετε το φιλμ κάπως παιδικό; Ελεύθερα. Δεν νομίζω ότι, ακόμα κι έτσι, χάνει κάτι από τη μαγεία του. Προσωπικά πάντως κόλλησα κυρίως στις άπειρες σινεφίλ αναφορές. Δεν είναι μόνο η ίδια η ιστορία, που μιλά για τις απαρχές του σινεμά. Είναι και οι συνεχείς αναφορές σε ταινίες, σκηνές, ατάκες κλπ. παλιών ταινιών. Ο Χάρολντ Λόιντ και η περίφημη σκηνή στο ρολόι, ο Μελιές φυσικά, ο Τσάπλιν και πλήθος άλλοι, ακόμα και ο επιθεωρητής Κλουζό (βρείτε πότε και ποιος τον μιμείται χαρακτηριστικά) "κρύβονται" σ' αυτές. Αυτό το παιχνίδι είναι που προσωπικά απόλαυσα κυρίως, κι αυτό είναι το σημείο που δυστυχώς θα χάσουν οι μη γνωρίζοντες την ιστορία του σινεμά, που θα μείνουν υποχρεωτικά απλώς στην περιπέτεια και στο φαντασμαγορικό θέαμα. Τελικά, πέρα από μηνύματα, ιδέες και νοήματα, ο Scorsese κάνει αυτό που αγαπά περισσότερο: Μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο και δη την ονειρική του πλευρά. Και με ιδιοφυή τρόπο παντρεύει τα πρώτα του "πρωτόγονα" χρόνια, τη γέννησή του και την κυριολεκτικά χειροποίητη κατασκευή των πρωτόλειων ταινιών (ξέρετε ότι ο Μελιές χρωμάτιζε με το χέρι μερικές ταινίες του, βάφοντας κάθε καρέ ξεχωριστά;) με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας του 2011: Το 3D. Σαν να μας λέει: Όλα είναι μια συνέχεια. Το σινεμά, εδώ και 120 κοντά χρόνια, είναι το κατ΄εξοχήν μέσο που έκανε τον άνθρωπο να ονειρεύεται.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2012

ΕΝΑΣ "ΤΑΞΙΤΖΗΣ" ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ

Μέχρι το 1976 ο Martin Scorsese ήταν ένας ελπιδοφόρος ανεξάρτητος δημιουργός, με δύο - τρεις πολύ καλές, "μικρές" ταινίες στο ενεργητικό του. Τη χρονιά αυτή γυρίζει τον περίφημο "Ταξιτζή" και αυτόματα γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου σινεμά. Δίκαια βεβαίως. Βλέποντας σήμερα το θρυλικό αυτό φιλμ, διαπιστώνω ότι δεν έχει παλιώσει καθόλου (εννοείται ότι ως "παλιό" δεν εκλαμβάνεται ο εμφανώς 70ς περίγυρος, αλλού βρίσκεται η ουσία). Ο ίδιος εκπληκτικός, στα όρια της παράνοιας, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που παίρνει πάνω του το φιλμ, η ίδια βρώμικη πόλη, η ίδια αβάστακτη μοναξιά. Τι είναι όμως αυτό που κάνει διαχρονική την ιστορία του βετεράνου του Βιετνάμ ταξιτζή που ζει μόνος, πάσχει από αϋπνίες και τις νύχτες οδηγεί το ταξί του, ενώ τις μέρες τις περνά χωμένος σε πορνοσινεμά, και το μόνο που μπορεί να κάνει για να "γίνει κάποιος" είναι η προσφυγή στην άγρια βία; Νομίζω ότι η δύναμη της ταινίας παραμένει η αβάσταχτη καταγραφή της μοναξιάς των μεγαλουπόλεων (της Νέας Υόρκης εδώ) και της παράνοιας που προκαλεί αυτή (όχι, δεν το διαπίστωσα εγώ μόνο, έχει γραφεί πολλές φορές και προσωπικά συμφωνώ με την ανάγνωση αυτή). Η πόλη μπροστά στο φακό του Σκορσέζε δεν έχει τίποτα όμορφο. Δείχνει άσχημη, βρώμικη, γεμάτη αληθινά ή ανθρώπινα σκουπίδια. Το κοινό των πορνοσινεμά, οι πόρνες, η παρέα των ταξιτζήδων, μοναδικοί άνθρωποι με τους οποίους έχει μια στοιχειώδη επαφή ο Τράβις, οι νταβατζήδες, όλοι είναι άνθρωποι άχαροι, δίχως βάθος, δίχως ενδιαφέρον. Μερικοί, όπως είπαμε πριν, δεν είναι παρά ανθρώπινα σκουπίδια. Από την άλλη, οι "καθώς πρέπει" (οι εργαζόμενοι για τον γερουσιαστή και υποψήφιο πρόεδρο), είναι κι αυτοί ρηχοί, ψεύτικοι, υποστηρίζουν ιδέες μάλλον χρεωκοπημένες και δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα (σήμερα το ξέρουμε καλύτερα από ποτέ όλο αυτό το τσίρκο των πολιτικών). Δεν απομένει στην πόλη τίποτα όμορφο, τίποτα ενδιαφέρον (ή τουλάχιστον δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο εμείς, όπως και ο Τράβις). Υπάρχει μόνο η μόνιμη επωδός του: "Η πόλη πρέπει να καθαρίσει". Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για ένα διαταραγμένο μυαλό, όπως αυτό του ήρωα. Μιλάμε λοιπόν για την απόλυτη μοναξιά και τη παράνοια στην οποία αυτή οδηγεί. Η οποία μάλιστα ίσως και να προέρχεται από ένα άλλο κοινωνικό έγκλημα: Τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Από την άλλη, κατά τη γνώμη μου, ο Σκορσέζε πιάνει και ένα άλλο, σημαντικότατο, αλλά σπάνια συζητούμενο θέμα, που ίσως και να σχετίζεται κάπως με τα παραπάνω: Τη μελέτη του ανθρώπου δίχως ενδιαφέροντα. Υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιοι άνθρωποι γύρω μας. Αυτοί που ουσιαστικά δεν ελκύονται ιδιαίτερα από τίποτα, που με τίποτα δεν παθιάζονται, που δεν έχουν κάτι στο οποίο να εμβαθύνουν, να θέλουν διακαώς να μελετήσουν, που δεν έχουν χόμπι. Ο Τράβις, εκτός των άλλων, είναι ένας χαρακτηριστικός τέτοιος τύπος. Δεν έχει την παραμικρή ιδέα από πολιτική, δεν παρακολουθεί τίποτα που σχετίζεται με τέχνη (είναι χαρακτηριστικό ότι, με απόλυτη αθωότητα, πάει την κοπέλα που γουστάρει στο πρώτο τους ραντεβού σε... πορνοσινεμά, αφού αυτό μόνο γνωρίζει), δεν έχει χόμπι, δεν είναι καν φίλαθλος ή κάτι τέτοιο. Η αντίδρασή του στην ασχήμια που τον περιβάλλει, στην αβάσταχτη μοναξιά, είναι η άγρια πράξη του, η μόνη πρωτόγονη αντίδραση που είναι σε θέση να αντιληφτεί και να σχεδιάσει. Να σχεδιάσει; Ούτε καν αυτό. Η βίαιη πράξη του έρχεται μόνο αφού αποτυγχάνει η άλλη βίαιη απόπειρά του, να σκοτώσει δίχως κανένα λόγο τον υποψήφιο γερουσιαστή. Ο ήρωάς μας είναι άνθρωπος απόλυτα κενός. Όπως, δυστυχώς, πολλοί άλλοι γύρω μας. Δεν έχω άποψη αν αυτό είναι "εκ γενετής" ή επίκτητο. Σίγουρα όμως είναι τραγικό. Και μένει το τελευταίο κομμάτι: Το ότι μετά την άγρια πράξη του, ο Τράβις, αντί να πάει φυλακή (έστω κι αν σκότωσε καθάρματα), γίνεται ήρωας. Ακόμα και η intellectual γκόμενα τον γουστάρει μετά. Προσωπικά εκλαμβάνω το σημείο αυτό ως ειρωνικό σχόλιο, ως σάτιρα μιας κοινωνίας που συνολικά συμπεριφέρεται περίπου όπως ο Τράβις. Μιας διεστραμένης κοινωνίας (εξ άλλου αυτή παράγει τα ανθρώπινα σκουπίδια που προαναφέραμε), που επιβραβεύει την τυφλή βία. Όχι ότι αυτή η βία στην ταινία στρέφεται εναντίον αθώων. Είπαμε ότι τα θύματα είναι καθάρματα. Αλλά αποτελεί κυριολεκτικά σταγόνα στον ωκεανό, είναι μια επιφανειακή "κάθαρση", κάθε άλλο παρά χτυπά το κακό στη ρίζα ή αντιμετωπίζει ουσιαστικά το πρόβλημα. Η κοινωνία παραμένει εξ ίσου άρρωστη και βρώμικη και μετά την πράξη του ήρωα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όμως η κοινωνία αυτή ηρωοποιεί αδίστακτα έναν διαταραγμένο τύπο. Ε, μάλλον περί σάτιρας πρόκειται. Όπως καταλάβατε, θεωρώ τον "Ταξιτζή" μεγάλη ταινία. Και μόνο για το γεγονός ότι η μοναξιά του Τράβις μπορεί ακόμα να μας στοιχειώνει.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Οκτωβρίου 16, 2011

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ GEORGE HARRISON

Ο Martin Scorsese είναι γνωστό ότι αγαπά βαθιά το ροκ. Η βιογραφία του Bob Dylan που είχε φτιάξει (των πρώτων χρόνων του Dylan για την ακρίβεια) ήταν εξαιρετική. Το 2011 λοιπόν καταπιάνεται με μια άλλη μουσική βιογραφία: Αυτή του τρίτου Beatle, του λιγότερο προβεβλημένου και (σχετικά) μυστηριώδους George Harrison, με τίτλο "George Harrison: Living in the Material World" (ήταν ο τίτλος του πρώτου πολύ καλού προσωπικού του άλμπουμ και χαρακτήριζε απόλυτα την κοσμοθεωρία του), που κρατά κοντά τρισήμιση ώρες! Κατά την προσωπική μου άποψη πάντως δεν κουράζει. Ο Harrison υπήρξε ο πιο αντι-σταρ από τους υπόλοιπους τρεις του μεγαλύτερου μάλλον γκρουπ του ροκ. Εδώ παρακολουθούμε, με αρκετά γραμμική σειρά, όλη του την πορεία: Από τα παιδικά χρόνια και τον σχηματισμό των άσημων τότε Beatles που έπoιζαν σε κακόφημα κλαμπ του Λίβερπουλ μέχρι το θάνατό του από καρκίνο το 2001 (είχε γεννηθεί το 1943). Και, φυσικά, ενδιάμεσα, τους βασικούς σταθμούς της ζωής του: Τη φιλική του σχέση με τον Eric Clapton, ο οποίος τελικά του "έκλεψε" τη γυναίκα, την Πάτι, το τεράστιο ενδιαφέρον του για τον ινδουισμό και τις ινδικές θρησκείες γενικότερα, που κράτησε μέχρι το τέλος (ήταν αυτός που έστρεψε τους Beatle και στη συνέχεια μεγάλο μέρος του ροκ των 60ς στις ανατολικές θρησκείες), την εμπλοκή του με το σινεμά (θα δούμε πώς), τη ζωή με τους Beatles, τις προσωπικές επιτυχίες μετά το 1970. Όπως είναι φυσικό, στο πρώτο τουλάχιστον μέρος του, το φιλμ αποτελεί και μια ιστορία των ίδιων των Beatles. Τελικά, όπως αποδείχτηκε από το 1966 και μετά, ο Harrison ήταν κι αυτός ένας εξαιρετικά ταλαντούχος συνθέτης, που έγραψε εκπληκτικά κομάτια τόσο για το γκρουπ όσο και για τη σόλο καριέρα του. Απλώς, όσο υπήρχε το συγκρότημα, αυτά ήταν λιγότερα ποσοτικά σε σχέση με τα άλλα αριστουργήματα που έγραφε το εκπληκτικό δίδυμο Lennon - McCartney και έτσι παρέμεινε πάντοτε στη σκιά τους. Η ταινία διερευνά επίσης τον μάλλον "διχασμένο" χαρακτήρα του: Γλυκός, ευγενικός και αγαπησιάρης από τη μία, ευερέθιστος και κάποτε επιθετικός από την άλλη. Καθώς και το ενδιαφέρον του για τη φιλανθρωπία. Ήταν αυτός που οργάνωσε το πρώτο στην ιστορία φιλανθρωπικό ροκ φεστιβάλ με τεράστια ονόματα το 1971, το περίφημο κονσέρτο για τα θύματα της πείνας και των πλημμυρών στο Μπανγκλαντές. Όσο για τη σχέση του με τον κινηματογράφο, λίγοι ξέρουν ότι υπήρξε προσωπικός φίλος των θρυλικών Monty Python και ιδιαίτερα του Eric Idle και είναι ο παραγωγός του περίφημου "Life of Brian", μιας από τις πιο αστείες ταινίες όλων των εποχών. Όπως επίσης και από τους βασικούς ιδρυτές της βρετανικής Handmade Films, η οποία έχει παράγει θαυμάσιες ταινίες και που νομίζω ότι υπάρχει μέχρι σήμερα. Αυτά και πολλά πολλά άλλα θα μάθετε στο ντοκιμαντέρ αυτό, το οποίο, επαναλαμβάνω, δεν με κούρασε παρά τη μεγάλη του διάρκεια. Όλα αυτά όμως που έγραψα παραπάνω είναι μάλλον περιττά. Η ουσία είναι πολύ πιο απλή: Όλο το θέμα είναι στο αν είστε φανατικοί φίλοι των Beatles ή/και του ίδιου του Harrison. Αν όχι, είναι προφανές ότι δεν σας ενδιαφέρει. Αν ναι, σπεύσατε οπωσδήποτε.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Μαρτίου 02, 2010

ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΩΝ


Αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή σκηνοθέτες ο Martin Scorsese, καταπιάνεται για δεύτερη φορά (μετά το "Ακρωτήρι του Φόβου") με το θρίλερ που αγγίζει τα όρια της ταινίας τρόμου. Αυτή τη φορά με μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, επιτυχία. Το "Shutter Island" ("Το Νησί των Καταραμένων" (2010) στα ελληνικά) είναι για μένα μια από τις καλύτερες φετινές ταινίες και ένα από τα καλύτερα θρίλερ των τελευταίων χρόνων.
Απόλυτα κλειστοφοβικό (διαδραματίζεται σε μικρό νησί, το οποίο μάλιστα λόγω καταιγίδας έχει αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο), υποβλητικό, με μουντά χρώματα, διαρκώς συννεφιασμένους, βαριούς ουρανούς και ακόμα πιο τρομακτικούς εσωτερικούς χώρους, κατάφερε να με αιχμαλωτίσει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Κι όχι μόνο αυτό: Η ένταση διαρκώς ανεβαίνει, ο ήρωας νοιώθει να παγιδεύεται κάθε στιγμή που περνά, νοιώθει τον κλοιό να σφίγγει γύρω του - και μαζί μ' αυτόν κι ο θεατής - και από κυνηγός να μετατρέπεται βαθμιαία σε θήραμα. Κι έπειτα έρχεται το απροσδόκητο φινάλε και ανατρέπει τα πάντα. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία...
Ταυτόχρονα ο Σκορσέζε παίζει με συλλογικούς φόβους και νευρώσεις, καταφέρνοντας να δέσει αριστοτεχνικά τους ναζί με την αμερικάνικη αντικομουνιστική υστερία του '50 (το φιλμ διαδραματίζεται το 1954) και να πετύχει την απόλυτη αντιστροφή του αμερικάνικου ονείρου (η όμορφη οικογένεια στο ειδυλλιακό σπίτι) και τη μετατροπή του σε εφιάλτη. Η ψυχοπαθολογία έχει εδώ το πρώτο χέρι (το φιλμ διαδραματίζεται σε άσυλο ψυχικά ανιάτων που βρίσκεται στο νησί), οι θεωρίες συνωμοσίας (στην πρώτη τους μορφή της δεκαετίας του 50) ως έμμονος φόβος μεγάλης μερίδας του πληθυσμού επίσης. Τα πολιτικά και ηθικά διλήμματα δίνουν κι αυτά το παρόν ("είναι καλύτερα να ζεις σαν κτήνος ή να πεθαίνεις σαν καλός άνθρωπος;"), καθώς και ο προβληματισμός πάνω στην εγγενή βία που (πιθανόν) ενυπάρχει στον άνθρωπο.
Σκοτεινό, αγχώδες, άψογα γυρισμένο, νομίζω ότι είναι ένα από τα καλύτερα φιλμ του Σκορσέζε των αρκετών τελευταίων χρόνων.
ΥΓ και spoiler: Όσοι παρακολουθούν αυτό το blog ξέρουν καλά ότι δεν περαυτολογώ, αυτή τη φορά όμως, πολύ σύντομα άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με όσα διαδραματίζονταν. Υπάρχουν μια σειρά από μικρές, ανεπαίσθητες λεπτομέρειες και κάτι αλλόκοτο στην όλη ατμόσφαιρα που συντελούν σ' αυτό. Δεν θα συζητήσω τώρα τις λεπτομέρειες αυτές, δεν είναι του παρόντος, και δεν το λέω ούτε αυτή τη φορά για να περιαυτολογήσω. Αντίθετα, πιστεύω ότι όλη αυτή η αριστοτεχνική κατασκευή και οι ελάχιστες, πανέξυπνες νύξεις, αποδεικνύουν με ένα διαφορετικό τρόπο τη σοφία του μεγάλου δημιουργού.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΕΣ ΔΥΟ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ


Μετά από δυο - τρία σκαμπανεβάσματα, ο Martin Scorsese "το έκανε". "Ο Πληροφοριοδότης" (The departed) είναι μια ταινία που μάλλον θα γραφεί στις χρυσές σελίδες του αστυνομικού φιλμ. Γυριμένο με στιβαρότητα, καταφέρνει να μην αφήσει τον θεατή να πάρει ανάσα επί δυόμιση ώρες (και πάνω που είχα αρχίσει να γκρινιάζω για τις αδικαιολόγητα μακρές διάρκειες αρκετών πρόσφατων ταινιών...) Και επιπλέον - ή μάλλον ταυτόχρονα - φτιάχνει έναν ζοφερό κόσμο όπου το Κακό κυριαρχεί και Καλό μάλλον δεν υπάρχει. Τι σημασία έχει αν ο Ντι Κάπριο αγωνίζεται στις τάξεις των "καλών", όταν έχει πέρα για πέρα χάσει τον εαυτό του και η ζωή του είναι κόλαση; Και τι νόημα έχει η τιμιότητα του μπάτσου που θα πει την "τελευταία λέξη" στο τελευταίο λεπτό, όταν στην καθημερινότητά του είναι ένας από τους αντιπαθέστερους χαρακτήρες που έχουμε δει; Και, τελικά, τι νόημα έχει ο όποιος διαχωρισμός καλού και κακού, όταν όλα είναι τόσο βρώμικα, τόσο αξεδιάλυτα μπερδεμένα (όλοι έχουν διπλές ταυτότητες, δουλεύουν κρυφά για άλλους, καρφώνουν αυτούς στους οποίους παρουσιάζονται σαν φίλοι και συνέταιροι κλπ.), ώστε σε τελευταία ανάλυση οι πάντες, μπάτσοι και γκάνγκστερς, ζουν την ίδια ουσιαστικά ζωή, κυλιούνται στον ίδιο βούρκο, άσχετα με το ποιον υπηρετούν στην πραγματικότητα; Μόνος, και πάνω απ' όλους, ο Νίκολσον, η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού: Γι΄αυτόν τα πράγματα είναι ξακάθαρα. Είναι κακός επειδή το γουστάρει.
Ενδιαφέρον έχει το φως που ρίχνει ο Scorsese στις επιπτώσεις αυτής της βρώμικης καθημερινότητας στις ιδιωτικές ζωές των ηρώων. Είναι κάτι που εύκολα ξεχνιέται σε πιο σχηματικές ταινίες του είδους. Τελικά, αν όλο αυτό το μπάχαλο είναι η "επαγγελματική" σου ζωή, ε, τα προσωπικά σου δεν μπορεί να είναι και τόσο νορμάλ...
Αρκετά με το μπλα μπλά όμως. Ο "Πληροφοριοδότης" είναι πάνω απ' όλα μια απολαυστική ταινία, που με κράτησε από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, αυτό με την φοβερή κάθαρση, κι αυτό είναι που μετρά πάνω απ' όλα.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker