Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016

Η PEGGY SUE ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ο Francis Ford Coppola - εκτός του ότι θεωρούναν από τους μεγαλύτερους αμερικανούς σκηνοθέτες - ήταν συνδεδεμένος με μεγάλα και σοβαρά εγχειρήματα (οι τρεις "Νονοί", "Αποκάλυψη" κλπ.) Το ότι ξαφνικά έφτιαξε μια απλή, νοσταλγική, ρομαντική κωμωδία είχε τότε ξαφνιάσει πολλούς. Ωστοσο "Η Πέγκι Σου Παντρεύτηκε" (1986) είχε επίσης αρέσει σε πολλούς.
Στα 43 της η Πέγκι Σου είναι μια νοικοκυρά στα πρόθυρα διαζυγίου με τον σύζυγό της, με τον οποίο είναι μαζί από τα σχολικά χρόνια. Όταν (μόνη) πηγαίνει στο γυμνασιακό reunion λιποθυμά ξαφνικά και μεταφέρεται έκπληκτη πίσω στα δικά της σχολικά χρόνια, στις αρχές των '60ς. Ξαναζώντας τις καθοριστικές αυτές μέρες για τη μετέπειτα ζωή της, προσπαθεί μην ξανακάνει τα ίδια λάθη (ή όσα θεωρεί ως τέτοια τέλος πάντων) και, κατά συνέπεια, να αλλάξει το μέλλον, το οποίο προφανώς γνωρίζει από πρώτο χέρι. Κι όμως, κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι παρά τις αλλαγές που κάνει και τις διαφορετικές πράξεις που επιλέγει και βιώνει, η αλλάγή του μέλλοντος δεν είναι τόσο απλή...
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια ρομαντική κομεντί, με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας λόγω του χρονοταξιδιού της ηρωίδας. Ωστοσο ο Coppola δεν εμμένει καθόλου στο στοιχείο αυτό. Τόσο το χρονοταξίδι καθ' εαυτό, όσο και η επάνοδος στο τώρα, δεν εξηγούνται ποτέ, διότι απλούστατα δεν τον ενδιαφέρουν. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτός ο στόχος του σκηνοθέτη. Οποτε, παρά τα στοιχεία που υπάρχουν, το βάρος δεν πέφτει στην επιστημονική φαντασία. Νομίζω ότι ο σκηνοθέτης θέλησε περισσότερο να φτιάξει ένα φιλμ νοσταλγίας για τα δικά του νεανικά χρόνια και την ατμόσφαιρα των '50ς και των αρχών των '60ς, την οποία βεβαίως αναπαράγει πιστά. Και ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στις ανθρώπινες πράξεις και την εκ των υστέρων συχνή επιθυμία μας να τις αλλάξουμε ("να μην είχαν γίνει έτσι τα πράγματα"). Θα άλλαζαν όντως αν ήταν στο χέρι μας ή άραγε θα ξανακάναμε τα ίδια λάθη (αν τελικά πρόκειται για λάθη) και παρόμοιες επιλογές; Μήπως τελικά τα περισσότερα στη ζωή εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία μας;
Όπως και να το κάνουμε κατά τη γνώμη μου η ταινία παραμένει χαριτωμένη, γλυκειά και ευχάριστη - και συγκινητική ενίοτε. Το κυρίαρχο στοιχείο της νοσταλγίας για την οριστικά χαμένη νεότητα λειτουργεί, βλέπετε, διαχρονικά. Εκτός αυτών πάντως, και εκτός των μουσικών της εποχής, είναι ευκαιρία να δείτε την τότε σούπερ σταρ Καθλίν Τέρνερ, τον νεότατο Νίκολας Κέιτζ, αλλά και αρκετούς γνωστούς, παλιότερους και μεταγενέστερους, σε μικρούς ρόλους: Από τη Μορίν Ο' Σάλιβαν και τον Τζον Καραντάιν έως τους νεαρότατους (και άγνωστους τότε) Τζιμ Κάρεϊ, Έλεν Χαντ και Σοφία Κόπολα (κόρη του σκηνοθέτη βεβαίως). Άλλωστε ο Κόπολα, πριν παρακμάσει οριστικά από τη δεκαετία του 90 ήδη, είχε πάντοτε το ταλέντο να ξετρυπώνει νεαρούς ηθοποιούς, οι οποίοι στο μέλλον θα γίνονταν σταρ.
Όχι, δεν είναι μεγάλη ταινία, είναι όμως - κατά τη γνώμη μου πάντοτε - αρκετά γλυκειά και ευχάριστη.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Μαΐου 22, 2011

Ο ΝΟΝΟΣ ΩΣ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


Ήταν στα 1972 όταν ο Francis Ford Coppola γύριζε τον θρυλικό "Νονό" (The Godfather), κάνοντάς τον αυτόματα κλασικό. Δεν ήταν μόνο ο εξαιρετικός Μάρλον Μπράντο στο ρόλο ίσως της καριέρας του, που περιστοιχιζόταν από μια πλειάδα επίσης θαυμάσιων ηθοποιών με επικεφαλής τον Αλ Πατσίνο. Δεν ήταν η θαυμάσια σκηνοθεσία, η σημασία και στην πιο μικρή λεπτομέρεια, το αμείωτο ενδιαφέρον που παρουσίαζε μια τρίωρη ταινία. Κυρίως μένουμε άφωνοι με την ενδελεχέστερη μελέτη που είχε γίνει ποτέ (πιθανότατα μέχρι σήμερα) στην τεράστια εγκληματική οργάνωση που λέγεται Μαφία.
Πολύ πέρα από καρικατούρες κακών μαφιόζων και γκάγκστερς, ο Κόπολα μας έδειχνε μια Μαφία με ανθρώπινο πρόσωπο, παρακολουθούσε τόσο τις "επαγγελματικές δραστηριότητες", όσο και τις προσωπικές ζωές και ανθρώπινες σχέσεις των μελών - ή μάλλον των επικεφαλής της, εμβάθυνε στους χαρακτήρες και τελικά έφτιαχνε ένα πολυδιάστατο φιλμ που δεν έχει χάσει καθόλου μέχρι σήμερα. Ανθρώπινο πρόσωπο; Δηλαδή παρουσιάζει ανθρώπινα τους μαφιόζους, εξωραϊζοντάς τους; Δεν νομίζω. Κάθε άλλο θα έλεγα. Ίσα - ίσα, το να βλέπεις ανθρώπους με "κανονικά" αισθήματα να ερωτεύονται, να παντρεύονται, να αγαπούν τα παιδιά τους και τις οικογένειές τους και ταυτόχρονα να είναι βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στο αίμα και την παρανομία, κάνει το πράγμα, νομίζω, πολύ πιο ανατριχιαστικό. Όπως η και συνεχής αντιπαράθεση οικογενειακών σκηνών και τελετών με σκηνές άγριας βίας. Πώς μπορεί να είναι έτσι άνθρωποι σαν εμάς, όντως καλοί οικογενειάρχες, θρήσκοι; Αν αυτό δεν είναι σοκ, τότε τι είναι;
Καλά, θα μου πείτε. Άξιζε όμως να δημιουργηθεί όλο αυτό το έπος (γιατί περί έπους προκειται) για κάποιους εγκληματίες με, έστω, ανθρώπινο πρόσωπο; Η πρώτη μεγάλη και εκπληκτική για μένα σκηνή του γάμου της κόρης του "νονού" δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το αν άξιζε: Με αριστοτεχνικό πραγματικά τρόπο, κινούμενος διαρκώς ανάμεσα στη χαρά και την αθωότητα του γλεντιού και των τελετουργικών του στοιχείων και των ποικίλων σκοτεινών υποθέσεων που διευθετεί ταυτόχρονα ο δον Κορλεόνε από το γραφείο του (παράλληλο μοντάζ που χρησιμοποιεί θαυμάσια και σε άλλα σημεία της ταινίας, όπως αυτό της βάπτισης και του ταυτόχρονου μπαράζ φόνων προς το τέλος), ο Κόπολα δείχνει δίχως δισταγμό το απίστευτο πραγματικά βάθος στο οποίο έχει διεισδύσει η οργάνωση σε κάθε πτυχή της αμερικάνικης (τουλάχιστον) κοινωνίας. Βλέπουμε να κινεί τα νήματα πολιτικής, δικαιοσύνης, ακόμα και της βιομηχανίας του θεάματος (Χόλιγουντ, μουσική κλπ.) Και, φυσικά, να συνεχίζει και τις καθαυτό μπίζνες. Τζόγος και πορνεία κυρίως και, σιγά - σιγά επέκταση και σε άλλους τομείς όπως τα ναρκωτικά, πράγμα που αποτελεί και βασικό θέμα της ταινίας. Οπότε δεν μιλάμε πλέον για ληστές ή απλώς απατεώνες. Μιλάμε για κάτι βαθύτατα ριζωμένο στο ίδιο το σύστημα της χώρας και γι' αυτό εξαιρετικά σημαντικό. Και, βέβαια, το ίδιο συμβαίνει και με τη γενέτειρα της οργάνωσης, τη νότια Ιταλία, όπου είναι γυρισμένο και ένα μέρος του φιλμ (τη βαθύτατη σχέση οργάνωσης - κοινωνίας εκεί μας έδειξαν πολύ πιο πρόσφατα τα συγκλονιστικά "Γόμμορα"). Οπότε, όχι, η Μαφία δεν είναι κάτι αμελητέο, δεν είναι μια ομάδα που οργανώνει ληστείες ή άλλης μορφής εγκλήματα, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο.
Άλλη παρατήρηση είναι η σύγκριση της λειτουργίας της οργάνωσης με τις δομές του ίδιου του καπιταλισμού. Τα πάντα, έρωτας, οικογένεια, συναίσθημα, προσωπική ευτυχία, περνάνε σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις μπίζνες που πάντοτε έχουν το πάνω χέρι. Εδώ η επιχείρηση μπορεί να εξασκεί παράνομες δραστηριότητες και να χρησιμοποιεί κάθε άλλο παρά νόμιμες μεθόδους, αλλά οι δομές παραμένουν πανομοιότυπες. Διάβολε, πόσες φορές καθημερινά βάζουμε (ή αναγκαζόμαστε να βάλουμε) τη δουλειά πάνω από οτιδήποτε άλλο; Γιατί λοιπόν να μη θεωρηθεί η Μαφία μια μικρογραφία του όλου συστήματος;
Φυσικά μπορούμε να πούμε πάμπολλα άλλα πράγματα για την ταινία καθ' εαυτή. Τον ρυθμό της που δεν κουράζει παρά τη μεγάλη διάρκεια, την παράδοξη προσωπικότητα του Αλ Πατσίνο, που από το πουθενά αναλαμβάνει τα ηνία με μια πολύ πιο αυστηρή και στυγνή "μπίζνες" άποψη, κοντύτερα ίσως στη μοντέρνα εποχή, για την αξέχαστη μουσική, για την εικόνα, για χίλιες δυο άλλες αρετές που ανακαλύπτει κανείς ξαναβλέποντας το φιλμ. Αλλά το είπαμε νομίζω από την αρχή: Πρόκειται για κλασική ταινία κι αυτό τα λέει όλα. Και όπως πάντα, για να προλάβω το γεγονός ότι σήμερα είμαστε κορεσμένοι με το θέμα που έχει δειχτεί δεκάδες φορές έκτοτε, μη ξεχνάτε ποτέ ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά. Και, νομίζω, και η καλύτερη.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιουνίου 14, 2010

ΜΙΑ "ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ" ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΙΑ


Το 1974 ο Francis Ford Coppola έχει ήδη γυρίσει τον πρώτο "Νονό" και έχει κάνει μερικές πολύ καλές "μικρότερες" ταινίες, οπότε είναι ήδη ένα σημαντικό όνομα. Τότε επιλέγει να γυρίσει τη "Συνομιλία" (Τhe Conversation), ένα χαμηλότονο, αργό, αλλά συγκλονιστικό κατά τη γνώμη μου φιλμ.
Η ταινία έχει σαν ήρωα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ενώ μια αστυνομική ιστορία εκτυλίσσεται, η οποία μάλιστα μας φυλάει και μια απρόσμενη ανατροπή προς το τέλος. Παρ' όλα αυτά, μόνο αστυνομική δεν τη λες. Πάνω απ' όλα πρόκειται για τη μελέτη ενός χαρακτήρα, που ερμηνεύει πολύ καλά ο Τζιν Χάκμαν. Ο οποίος είναι ντετέκτιβ ειδικευμένος σε παρακολουθήσεις προσώπων. Ο καλύτερος στην πιάτσα, όπως γρήγορα αφήνεται να εννοηθεί. Το άλλο, που αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε σταδιακά και πάνω σ' αυτό χτίζεται ολόκληρη η ταινία, είναι η παράνοια του βασικού ήρωα. Όχι, μη φανταστείτε σίριαλ κίλερς και βίαια ξεσπάσματα και τέτοια. Σας είπα ότι πρόκειται για χαμηλότονο φιλμ. Γι' αυτό και η παράνοια είναι ύπουλη, διαβρώνει σιγά - σιγά τον ήρωα και αποκαλύπτεται δεξιοτεχνικά, καταλήγοντας σε κρεσέντο. Και γιατί μας ενδιαφέρει αυτή η παράνοια; Επειδή είναι η παράνοια ενός μοναχικού και παθολογικά κρυψίνοος ανθρώπου. Ή μήπως η δουλειά που κάνει, τόσο καλά μάλιστα, και για την οποία ωστόσο έχει τύψεις, τον οδηγεί εκεί;
Αν γενικευσουμε την κατάσταση, θα δούμε ένα φιλμ που μιλά για το πού μπορεί να οδηγήσει η μοναξιά, η άρνηση ουσιαστικής επαφής με άλλους ανθρώπους ή, πολύ πιθανόν, η εμμονή ενός ανθρώπου με το επάγγελμά του. Και μπορούμε πάλι να το θεωρήσουμε σαν ένα σχόλιο πάνω σ' αυτούς που παρακολουθούν τους άλλους, στο τίμημα που καλούνται να πληρώσουν γι' αυτό. Ο ήρωας χώνει απρόσκλητος τη μύτη του στις ιδιωτικές ζωές των άλλων, καταργεί κάθε έννοια ιδιωτικότητας, και γι' αυτό ακριβώς δεν έχει ο ίδιος ιδιωτική ζωή. Οι μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν σιγά - σιγά αυτή την εικόνα είναι τέλεια μελετημένες: Τα μονίμως ίδια ρούχα, που δεν βγάζει ούτε στο σπίτι, η παντελής έλλειψη προσωπικού γούστου με τα μπανάλ και απολύτως απαραίτητα αντικείμενα που βρίσκονται σ' αυτό, η θρησκοληψία του, η σκηνή με το δώρο που βρίσκει στο διαμέρισμά του και η ακόλουθη αντίδραση, το διαρκές του κούμπωμα, που τον κάνει ουσιαστικά να μην έχει φίλους και να έχει μάλλον ψυχρές σχέσεις με τις γυναίκες, όλα συγκλίνουν ανεπαίσθητα προς το φινάλε, το οποίο, δίχως και πάλι να συμβαίνει κάτι εντυπωσιακό, το βρήκα συγκλονιστικό. Προσέξτε επίσης τη σκηνή της εξομολόγησης: Όντας θρήσκος, πασχίζει να βγάλει από μέσα του όλα αυτά που συσσωρεύει καταφεύγοντας στον εξομολογητή, κι εκεί όμως ακόμα είναι κουμπωμένος και διστακτικός...
Σας είπα ότι πρόκειται για αργό φιλμ, που πιθανόν να κουράσει κάποιους με τους ρυθμούς του και με την εμμονή στο πρόσωπο του ήρωα. Παρ' όλα αυτά, σας το είπα κι αυτό, το βρήκα πραγματικά πολύ δυνατό. Ίσως μάλιστα αυτό να οφείλεται ακριβώς στους ρυθμούς αυτούς και στην "υπουλία" με την οποία αποκαλύπτονται τα πράγματα, το αληθινό πρόσωπο του ήρωα και το αληθινό δράμα.
ΥΓ: Σε δεύτερο ρόλο θα ανακαλύψετε έναν νεαρότατο και παντελώς άγνωστο ακομα Χάρισον Φορντ. Σαν παιδάκι μοιάζει!

Ετικέτες ,

Σάββατο, Μαΐου 16, 2009

ONE FROM THE HEART: ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ 5-0


Υπάρχουν ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου (και έργα στην ιστορία όλων των τεχνών) που γίνονται για αποκλειστικά αισθητικούς λόγους. Ο δημιουργός δηλαδή ρίχνει όλο το βάρος στη μορφή, στο στιλ, στο ΠΩΣ θα πεις κάτι και όχι στο ΤΙ θα πεις. Οι εχθροί αυτής της τάσης θα λέγανε ότι το βάρος ρίχνεται στο περιτύλιγμα και όχι στο περιεχόμενο. Οι φίλοι της πάλι θα αντέτειναν ότι αυτό είναι η τέχνη. Ότι η πεμπτουσία της βρίσκεται στους χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους να πεις κάτι και όχι στο τι ακριβώς λες. Διαλέγετε και παίρνετε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πάντως της άποψης αυτής στο σινεμά αποτελεί νομίζω το One from the Heart του 1982 του Francis Ford Coppola, που αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που μετά από 5 χρόνια συμβίωσης χωρίζει, ο καθένας τους τα φτιάχνει με άλλη/άλλον και έπειτα τα ξαναβρίσκουν. Κοινότοπο! θα αναφωνήσετε όλοι. Μα αυτό ακριβώς δεν σας λέω; Ο Coppola παίρνει, επίτηδες νομίζω, μια χιλιοειπωμένη, βαρετή ιστορία και προσπαθεί να τη δώσει με όσο πιο εντυπωσιακό τρόπο μπορεί, κοινώς ρίχνει όλο, μα όλο το βάρος στην εικόνα και στον τρόπο αφήγησης. Τόσο, που κάποιες στιγμές το φιλμ μοιάζει σχεδόν πειραματικό.
Ο σκηνοθέτης, στην ακμή του τότε και ενώ μόλις είχε φτιάξει το προσωπικό του στούντιο Zoetrope (που στη συνέχεια απέτυχε), χρησιμοποιεί εντυπωσιακές εικόνες, διπλοτυπίες, χωρίζει σε μέρη την οθόνη, παίζει με απόλυτα μη ρεαλιστικά χρώματα, σπάει την αφήγηση με εμβόλιμα νούμερα μιούζικαλ, δοκιμάζει νέες κινηματογραφικές τεχνικές (αν θυμάμαι καλά το φιλμ γυρίστηκε για πρώτη φορά όλο σε βίντεο) και γενικά αποθεώνει το αισθητικό μέρος με κυρίαρχη τη λάμψη και το φως των επιγραφών από νέον. Η αισθητική του μερικές φορές φλερτάρει με το κιτς (άλλωστε, επίτηδες προφανώς, η δράση τοποθετείται στο Λας Βέγκας, ίσως την πιο κιτς πόλη του κόσμου), άλλες φορές επινοεί απρόβλεπτες εικόνες λουσμένες σε έναν μη ρεαλιστικό, τεχνητό φωτισμό, μερικές απ' τις οποίες είναι μονόχρωμες (κατακόκκινες, μόνο μπλε κλπ.) και, το ξεναλέω, συχνά αγγίζει τον πειραματισμό. Η ταινία, στο μεταξύ, είναι πλημμυρισμένη από τραγούδια του Tom Waits που γράφτηκαν ειδικά γι' αυτήν, τα οποία ακούγονται ολόκληρα και όχι αποσπασματικά, κάνοντας έτσι μεγάλο μέρος της να μοιάζει με βιντεοκλίπ - πριν την εποχή τους και σαφώς όχι με τους ρυθμούς που τα έχουμε συνηθίσει σήμερα.
Τι μένει απ' όλη αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια επιβολής του στιλ πάνω στο περιεχόμενο; Θα το κρίνετε εσείς. Νομίζω ότι κάποιοι θα λατρέψουν και κάποιοι θα μισήσουν την ταινία. Και μάλλον αυτό το ήξερε από την αρχή ο Coppola. Μένει να αποφασίσετε με ποιούς είστε.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker