Πέμπτη, Ιανουαρίου 15, 2015

ΑΓΧΩΤΙΚΗ "ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ"

Ο Νίκος Παπατάκης (1918-2010), έλληνας που κυρίως έζησε στο Παρίσι, υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα. Στον κινηματογράφο γύρισε 5 μόνο ταινίες, οι οποίες - παρά τις πιθανές διαφωνίες -  δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο. Προσωπικά (και υποκειμενικά βεβαίως) οι δύο ελληνικές του ("Βοσκοί", "Φωτογραφία") είναι οι αγαπημένες μου.
"Η Φωτογραφία" γυρίστηκε το 1987 και την θεωρώ μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες. Στα τελευταία χρόνια της χούντας ένας νεαρός από την Καστοριά, μην αντέχοντας να μείνει άλλο στη χώρα του αφού τον κυνηγάνε τα αριστερά φρονήματα του... πεθαμένου πατέρα του, φεύγει για το Παρίσι με σκοπό να συναντήσει έναν μοναχικό συχωριανό του που ζει εκεί για χρόνια (και θεωρείται μονόχνωτος και στρυφνός) και να μάθει την τέχνη του γουναρά. Οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο θα πάρουν απρόσμενη τροπή, καθώς μια τυχαία φωτογραφία θα τα αλλάξει όλα.
Η ταινία ξεκινά με την κατάδειξη της μίζερης ελληνικής επαρχίας επί χούντας, μεταφέρεται στο Παρίσι και σταδιακά αποκτά έναν διαρκώς εντεινόμενο αγχωτικό ρυθμό. Έτσι μετατρέπεται σε ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ. Στο κέντρο όλου αυτού υπάρχει η "τυφλή" αγάπη για ένα ψέμα, για μια ιδέα που στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη, το ατελέσφορο κυνήγι μιας χίμαιρας, οι χαμένες, μοναχικές ανθρώπινες ζωές, οι ανθρώπινες εμμονές. Από την άλλη καταδεικνύεται η "μετατροπή" ενός αθώου και γελοίου ψέματος σε κεντρικό θέμα που θα στοιχειώσει και θα αλλάξει με τραγικό τρόπο τις ζωές των δύο ηρώων - άρα η πάντοτε πιθανή εισβολή του τυχαίου στη ζωή μας και οι δραματικές επιπτώσεις του .Όσο το φιλμ προχωρά, οι καταστάσεις γίνονται όλο και πιο αγχωτικές, το αδιέξοδο διαφαίνεται από παντού, μέχρι να φτάσουμε στη δυνατή κατάληξη. Ποιος λέει ότι ο θάνατος δεν μπορεί να αποτελεί πράξη αγάπης;
Ο Παπατάκης χρησιμοποιεί σε κάποια σημεία ακόμα και χιούμορ και περιλαμβάνει στην ταινία του κάποιες γκροτέσκες καταστάσεις. Ωστόσο η αγχωτική ατμόσφαιρα κυριαρχεί. Αυτό που επίσης επιτυγχάνει με εξαιρετικό, "υπόγειο" τρόπο, δίχως σεναριακά να επικεντρώσει σ' αυτό, είναι να μιλήσει καίρια για την ασφυκτική πολιτική κατάσταση και την καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας επί χούντας και να καταδείξει τα δεινά που αυτή έφερε στην ζωή των απλών ανθρώπων. Η Ιστορία (με κεφαλαίο γιώτα) υπάρχει διαρκώς στο φόντο, πάνω σ' αυτή - ως διαρκές background - χτίζεται  στέρεα η τραγική προσωπική ιστορία των δύο ανδρών. Η Ιστορία θα φτάσει (δίχως ποτέ, επαναλαμβάνω, να γίνει το κυρίαρχο θέμα) έως τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, το 1974, όπου, με φόντο τα ερείπια που πίσω του αφήνει ο απερχόμενος φασισμός, θα παιχτεί η τελική πράξη, στην Ελλάδα και πάλι.
Συστήνω τη "Φωτογραφία" ως μία από τις καλύτερες, πλην όμως σχετικά άγνωστες, ταινίες του ελληνικού σινεμά. Αν ποτέ την πετύχετε...

Ετικέτες ,

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2009

"ΟΙ ΒΟΣΚΟΙ" ΩΣ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΙΝΕΜΑ


Ο Νίκος Παπατάκης, γεννημένος το 1918, έχει ζήσει κυρίως στο Παρίσι. Με 5 μόνο ταινίες στο ενεργητικό του, κάποιες απ' αυτές ελληνικές, αποτελεί μια ειδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά (θεωρώ τη "Φωτογραφία" από τα καλύτερα ελληνικά φιλμ). Το 1967 γυρίζει του "Βοσκούς", που μέχρι σήμερα δεν νομίζω ότι μοιάζει με οτιδήποτε έχει γυριστεί ποτέ στη χώρα μας.
Τοποθετημένη στην ελληνική επαρχία της εποχής, με ένα πολύπλοκο σενάριο και πάρα πολλές αναφορές σε είδη ή καταστάσεις, δίνει σαν πρώτη αίσθηση την εντύπωση κινηματογραφικού αχταρμά. Ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι αυτό είναι απόλυτα ηθελημένο και ελεγχόμενο, ότι αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει: έναν αχταρμά που είναι τελικά η πιστότερη εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας (της εποχής τουλάχιστον, που νομίζω ότι ήταν σχιζοφρενικότερη απ' ότι σήμερα).
Ας εξηγήσω λίγο τι εννοώ: Έχουμε μάθει να μιλάμε για ελληνική οπισθοδρόμηση σε σχέση με προηγμένες χώρες και δεν αμφιβάλλω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει. Το 1967 όμως τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα: Τα κοινωνικά φαινόμενα των 60ς βρίσκονταν ακριβώς στη στιγμή της έκρηξης, τα ταμπού έπεφταν το ένα μετά το άλλο, όλοι πίστευαν ότι ο κόσμος άλλαζε. Η Ελλάδα αντίθετα - όπως ακριβώς βλέπουμε στο φιλμ - βρισκόταν ακόμα σε σχεδόν φεουδαρχική κατάσταση, με μεγάλο αγροτικό πληθυσμό, με τσιφλικάδες και πάμφτωχους άκληρους, με προίκες και φόνους "για την τιμή" (εννοείται σεξουαλικής φύσης τιμή κυρίως), με λίγη πληροφόρηση για τον χαμό που γινόταν έξω (η οποία ερχόταν εδώ με δευτερεύοντα και κακοχωνεμένα στοιχεία όπως η μόδα του μίνι)... και καπάκι έσκασε και η χούντα, που αποτέλειωσε τα πράγματα και μας απέκοψε οριστικά από το διεθνές γίγνεσθαι (στην ταινία ακούγονται μάλιστα και αυτούσια τσιτάτα από τους παρανοϊκούς λόγους του Παπαδόπουλου).
Αυτή ακριβώς η κατάσταση περιγράφεται. Βουτάμε κι εμείς σε μια Ελλάδα όπου το μίνι και το τρακτέρ συνυπάρχουν με τις ειδωλολατρικής καταγωγής και μαγικής φύσης δυσειδαιμονίες και τελετουργίες, όπου οι εξαθλιωμένοι αγρότες σχεδόν δεν θεωρούνται άνθρωποι από τους προύχοντες, όπου ο δεσπότης και ο τσιφλικάς είναι η απόλυτη εξουσία (βρισκόμαστε βλέπετε σε χωριό και δεν υπάρχουν πολλοί μπάτσοι), όπου ο σκοταδισμός βασιλεύει, όπου οι μαρξιστικής φύσης πολιτικές αναφορές πανε μαζί με με τον άκρατο συντηρητισμό, όπου το όραμα της πλούσιας και ελεύθερης Ευρώπης μπερδεύεται με τις εθνικές αρτηριοσκληρώσεις και "υποχρεώσεις". Οι παραπομπές βρίθουν: Από την αρχαία τραγωδία μέχρι τις τότε πολιτικές συνθήκες, οι νύξεις για ομοφυλόφιλους πόθους ή/και κρυφές τέτοιες σχέσεις συνυπάρχουν με τα εγκλήματα τιμής, οι ρόλοι άντρα - γυναίκας, θύτη - θύματος, σαδιστή - μαζοχιστή, ανώτερου - κατώτερου διαρκώς εναλλάσονται (ιδαίτερα - με συνειδητά μη ρεαλιστικό τρόπο - στις τελευταίες σκηνές) και η πολιτικοκοινωνική κατάσταση μπερδεύεται με ψυχολογία και φροϊδισμό.
Η ταινία έχει σαφείς ιδιορυθμίες: Σε όλο το πρώτο μέρος δεν καταλάβαινα ακριβώς τι δεν πήγαινε καλά. Παρατηρούσα κάποιες σποραδικές "κουφές" σκηνές, κάποιες παράξενες, στομφώδεις ηθοποιίες, κάποιες περίεργες ατάκες, σα να έβγαιναν από βιβλία με ξύλινη γλώσσα, όμως το δράμα προχωρούσε κανονικά. Στο δεύτερο μέρος τα πράγματα απογειώνονται, ή μάλλον γίνονται πέρα για πέρα σουρεαλιστικά, καθώς η μία απιθανότητα και κουφή κατάσταση διαδέχεται την άλλη και το πράγμα γίνεται όλο και πιο περίπλοκο, αλλά και αυθαίρετο. Και τότε μόλις (στα μισά της ταινίας, πιστέψτε με) συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα βλέπω μια αναρχική σάτιρα και όχι ένα δράμα, που σκοπό έχει να μην αφήσει τίποτα όρθιο σε μια υπανάπτυκτη και διχασμένη χώρα, όπου ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί απόλυτα ηθελημένα όχι μόνο σουρεαλιστικές κταστάσεις, αλλά και πολλές απόλυτα σουρεαλιστικές μεμονωμένες εικόνες και σκηνές. Και τότε μόνο αφέθηκα στο ρυθμό και στις αυθαιρεσίες της... και το απόλαυσα. Κι όταν τέλειωσε τουλάχιστον εγώ συμφώνησα με την άποψη ότι πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού σινεμά. Ή τουλάχιστον από τις πιο παράξενες.
ΥΓ: Στους ρόλους του πρωταγωνιστικού ζευγαριού θα απολάυσετε τον μετέπειτα γνωστό θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Διαλεγμένο και μια νεαρότατη Όλγα Καρλάτου.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker