Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2021

"MONDAY" : ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟ


 Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος είναι από τους καλούς νέους έλληνες σκηνοθέτες και συνήθως φαίνεται να έχει κέφι (γενικότερα). Το 2020 γυρίζει το "Monday", την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του και με αφήνει με εντυπώσεις που είναι διχασμένες.

Δύο αμερικάνοι, που βρίσκονται στην Αθήνα για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικές προθέσεις (ο ένας θέλει να ζήσει εκεί μόνιμα, η άλλη ετοιμάζεται να γυρίσει στις ΗΠΑ μετά από παραμονή λίγων χρόνων) γνωρίζονται και ερωτεύονται παράφορα. Η ταινία παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες τους, τις εντάσεις και τις αρμονικές τους φάσεις.

Το φιλμ και καλογυρισμένο είναι και ένα είδος γνήσιας τρέλας διαθέτει. Αυτό που κυρίως θέλει ο δημιουργός του είναι να καταγράψει μια Αθήνα που, μέσα ή/και παρά (σ)την κρίση σφύζει από ζωή, από παρέες, από πάρτι, από αλληλεγγύη μεταξύ φίλων... Επιδιώκοντας αυτό περνά σε κάποιες συνειδητά σουρεαλιστικές φάσεις (από αυτά που "δεν γίνονται"), όπως το αυτοσχέδιο, στα καλά καθούμενα, πάρτι με dj στην Κυψέλη, το γυμνό δικάβαλο χριστουγεννιάτικα κλπ.) Παράλληλα, με την Αθήνα ως βασικό πρωταγωνιστή πάντα, παρακολουθεί τις φάσεις της σχέσης των δύο ηρώων. Το φιλμ διαθέτει πολλές cameo εμφανίσεις γνωστών από διάφορους χώρους τύπων και καλές ηθοποιίες. Κυρίως οι δεύτεροι (έως και ελάχιστοι) ρόλοι παραμένουν εξαιρετικά πειστικοί. Προσωπικά μου άρεσε το έξυπνο τέλος, που φέρνει απότομα τους ήρωες μπροστά στη σκληρή καθημερινότητα και τους προσγειώνει από μια παρατεταμένη περίοδο πλάκας (και πηδήματος). 

Υπάρχουν αρκετά θετικά στοιχεία, η πολύ καλή αίσθηση ότι τεχνικά τουλάχιστον το ελληνικό σινεμά δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα ξένα (ναι, όσοι έβλεπαν (και) ελληνικά στα 80ς και 90ς δικαίως αισθάνονται ανακουφισμένοι από τη θετική αυτή εξέλιξη), αρκετός χαβαλές, αλλά και μια γενικότερη αίσθηση μιας απλής, feel good στο μεγαλύτερο μέρος της φούσκας. Γι' αυτό λέω ότι οι εντυπώσεις μου είναι διχασμένες. Προσωπικά πάντως θεωρώ το "Suntan" του 2016 την καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2011

ΧΑΜΕΝΗ ΝΙΟΤΗ ΚΑΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ

Το "Wasted Youth" (2011) των Αργυρη Παπαδημητρόπουλου και του γερμανού Jan Vogel είναι πολύ, μα πολύ χαλαρά βασισμένο (αλπώς εμπνευσμένο θα ήταν καλύτερα να πούμε) από τα τραγικά γεγονότα της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου από ανεγκέφαλο μπάτσο. Προσοχή όμως: Μην πάτε να δείτε την ιστορία του Αλέξη. Είπαμε: Είναι απλώς εμπνευσμένο απ' αυτή και δεν έχει καμία σχέση (ηθελημένα φυσικά) με τα πραγματικά γεγονότα. Πάει αυτό.
Έχω επανειλημμένα γράψει σ' αυτό το μπλογκ ότι προσωπικά δεν είμαι πολύ φίλος του ωμά ρεαλιστικού, ντοκιμαντερίστικου σινεμά, αυτού δηλαδή που αποκαλούμε "φέτα ζωής" δίχως πολλές - πολλές πλοκές. Επειδή λοιπόν το φιλμ ανήκει στο είδος και στην αισθητική αυτή, ομολογώ ότι βαρέθηκα κάπως. Αυτό όμως αποτελεί προσωπική αισθητική επιλογή, προσωπικό βίτσιο αν θέλετε, και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε ντε και καλά να το ενστερνιστούν κι άλλοι. Έτσι, οι προσωπικές και αυθαίρετες φυσικά προτιμήσεις μου δεν με εμποδίζουν να παραδεχτώ ότι η ταινία αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα πολύ πετυχημένο δείγμα του είδους αυτού. Κατά τη διάρκειά της παρακολουθούμε τις παράλληλες πορείες δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων κατά τη διάρκεια μιας μέρας: Ενός 16άρη με όλη την τρέλα και τον ζαμανφουτισμό της ηλικίας του και ενός μπάτσου πιεσμένου από οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα, που ζει στο ασφυκτικό περιβάλλον ενός μικρού σχετικά διαμερίσματος με την οικογένειά του. Οι πορείες τους, όπως ακριβώς στις συγκλονιστικές (παρόμοιας αισθητικής πάντως και γι' αυτό σχετικά βαρετές για μένα) "71 Συμπτώσεις..." του Haneke, θα συναντηθούν στο τέλος με τρόπο τραγικό και αναπάντεχο.
Οι αρετές του φιλμ είναι το απόλυτα αληθινό των καταστάσεων που δείχνονται, οι αβίαστες και φυσικές ηθοποιίες των νεαρών, ερασιτεχνών ηθοποιών (που, όπως διάβαζα, δούλευαν αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε ένα πολύ χαλαρό σενάριο), η αμερόληπτη ματιά - απλή καταγραφή γεγονότων, που αφήνει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, η αποφυγή κατάταξης των χαρακτήρων σε καλούς - κακούς, ενώ η γκρίζα Αθήνα είναι πιο ζωντανή από ποτέ και άμεσα αναγνωρίσιμη. Ξέρουμε τον κάθε σχεδόν εξωτερικό χώρο, τα μπαρ, τις εικόνες. Ειδικά η ρέμπελη, κενή ίσως ζωή των πιτσιρικάδων περιγράφεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αλήθεια και γι' αυτό τελικά σε κερδίζει. Όσο για αυτό που θα αποκαλούσαμε "έλλειψη πλοκής" είναι απόλυτα ηθελημένο και γι' αυτό σεβαστό. Συνηθίζεται άλλωστε στο στιλ αυτό.
Φυσικά η ταινία μας οδηγεί και σε έντονο προβληματισμό. Φταίει ένας "κακός μπάτσος" (προφανώς φταίει, αλλά το ερώτημα είναι αν φταίει μόνο αυτός) ή είναι ένα ολόκληρο μίζερο και άδικο κοινωνικό σύστημα που οδηγεί σε τέτοιες άνευ επιστροφής καταστάσεις; Αντιλαμβάνεστε βέβαια την προφανή απάντηση, κι αυτό είναι που πετυχαίνει να δείξει ανάγλυφα η ταινία. Η οποία βεβαίως - και παρά τις υποκειμενικές μου αντιρήσεις - εντάσσεται νομίζω στην ερύτερη "αναγέννηση" του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, αποτελεί μια ακόμα ψηφίδα της και, εν πάσει περιπτώσει, συνίσταται ανεπιφύλακτα στους φίλους του σινεμά του στιλ π.χ. των Νταρντέν.
ΥΓ: Και μη βιαστείτε να πείτε "μα τι άθλια και ανερμάτιστη είναι αυτή η νεολάία, τι μαλακίες κάνει;". Θυμηθείτε ότι είναι μόλις 16άρηδες και, παρά την κενότητα και τις "μαλακίες" που βλέπουμε, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τον δρόμο που θα πάρουν στη ζωή τους. Θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε αξιόλογους ανθρώπους, αλλά και να καταλήξουν κι οι ίδιοι όπως ακριβώς ο σαραντάρης μπάτσος. Όλα είναι ανοιχτά. Αλλά και έστω σαν καταγραφή της νεανικής αφασίας αν το δει κανείς, το φιλμ παραμένει σημαντικό.

Ετικέτες , ,

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2008

ΛΗΣΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, ΜΠΑΤΣΟΙ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ BANG


Ε, λοιπόν, τελικά το Bank Bang (2008) του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου είναι συμπαθητικό. Ομολογώ ότι δεν το κατάλαβα από το τρέιλερ, όπου νόμιζα ότι πρόκειται για μια απ' αυτές τις τηλεοπτικής υφής κωμωδίες. Όχι. Εδώ και κινηματογραφική γλώσσα υπάρχει, και σχετικά σφιχτό σενάριο και πλάκα.
Θα πω απ' την αρχή ότι δεν το βρήκα κανένα αριστούργημα, αλλά κάνει μια χαρά τη δουλειά του σαν μια διασκεδαστική ταινία, με την καλή έννοια του όρου. Έκπληξη ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, που εκτός από πρωταγωνιστής έχει γράψει και το σενάριο. Πέραν αυτού όμως υπάρχει και η νευρώδης, αρκετά ευρηματική σκηνοθεσία, που έχει πετύχει το (σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα) επίτευγμα να μην κάνει κοιλιά η ταινία και να παρακολουθείται ευχάριστα από την αρχή μέχρι το τέλος. Στα συν επίσης η φυσική γλώσσα των διαλόγων και οι καλές, φυσικές ηθοποιίες από όλους σχεδόν τους χαρακτήρες. Υπάρχουν και τα κοινωνικά, πολιτικά και άλλα σχόλια (διεφθαρμένοι μπάτσοι, άχρηστοι και γελοίοι βουλευτές, φτωχοί λόγω απόλυσης νέοι άνθρωποι κλπ.), υπάρχουν και κάμποσες σινεφίλ αναφορές, οπότε το πράγμα κυλά πολύ ευχάριστα. Στις θετικές εκπλήξεις τέλος και η παρουσία του Βουτσά, κυρίως όμως το "αταίριαστο" δίδυμο των μπάτσων - νονών, που είναι όλα τα λεφτά.
Είπαμε: Και προβλέψιμα στοιχεία υπάρχουν και κάποιες συμβάσεις. Ανήκουν όμως στο είδος που μπορώ να συγχωρήσω σε μια κωμωδία που βασικό της στόχος είναι να διασκεδάσει. Αυτό το τελευταίο νομίζω ότι το καταφέρνει μια χαρά. Μην τη φοβηθείτε λοιπόν, λέγοντας "ουφ, μια ακόμα ελληνική κωμωδία της σειράς". Πρόκειται για κάτι καλύτερο απ' αυτό.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker