Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

"Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΣ" : Ο ΜΠΕΛΜΟΝΤΟ, ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΙΑ (;)

 


Ο Jean-Pierre Melville (1917-1973) γυρίζει το 1963 το "L'aine des Ferchaux" (ο άσχετος ελληνικός τίτλος είναι "Ο Μεγάλος Τυχοδιώκτης"!), με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και τον Σαρλ Βανέλ στους βασικούς ρόλους (και, για προσέξτε, σε έναν μικρό ρόλο κάνει μια από τις πρώτες της εμφανίσεις η Στεφανία Σαντρέλι).

Ένας άστατος και δίχως ηθικούς φραγμούς νεαρός, όταν "τελειώνει" με το μποξ, με το οποίο ασχολείται μέχρι τότε, γίνεται κάτι σαν σωματοφύλακας ενός ηλικιωμένου διεφθαρμένου τραπεζίτη. Όταν αυτός αρχίζει να διώκεται από τις αρχές για σκάνδαλα θα καταφύγει με ψεύτικη ταυτότητα στις ΗΠΑ και θα πάρει μαζί του και το νεαρό, ο οποίος δεν δίνει δεκάρα για το πού θα πάει και ποιο θα είναι το μέλλον του.

Ταινία σχέσεων περισσότερο, διερευνά τις σχέσεις και τους δεσμούς που δημιουργούνται βαθμιαία ανάμεσα σε δύο αμοραλιστές άντρες, για τους οποίους (σε διαφορετικό βαθμό στον καθένα, αλλά στην ουσία πρόκειται για το ίδιο γενικό μοτίβο) η λέξη ηθική δεν σημαίνει τίποτα. Μια από τις πρώτες σκηνές, με τον Μπελμοντό να εγκαταλείπει την επί καιρό ερωμένη του με έναν απίστευτα άκαρδο τρόπο, που ίσως πονά το θεατή περισσότερο από τις "χοντρές" απάτες του τραπεζίτη, είναι χαρακτηριστική και δείχνει ότι κι αυτός, παρά τη συμπαθητική του εμφάνιση και στιλ, είναι ένα κάθαρμα. Μπορεί λοιπόν να υπάρξει φιλία ανάμεσα σε δύο καθάρματα, έστω και διαφορετικού βεληνεκούς; Μπορεί κάποιος να καταλήξει να έχει απόλυτη ανάγκη τον άλλον; Ταυτόχρονα, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, το φιλμ γίνεται road movie, δείχνοντάς μας καθημερινές εικόνες από την τότε Αμερική.

Δεν τη θεωρώ από τις πολύ καλές ταινίες του Μελβίλ, μοιάζει να έχει κάποια κενά στην αφήγηση και την ανάπτυξη της ιστορίας, ωστόσο έχει αναμφισβήτητα το ενδιαφέρον της.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2021

Ο "ΜΠΟΜΠ Ο ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΗΣ", Ο ΤΖΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΗ ΖΩΗ


 Το 1956 ο μεγάλος στυλίστας Jean -Pierre Melville (1917-1973) γυρίζει τον "Μπομπ τον Χαρτοπαίκτη" (Bob le Flambeur), ένα νουάρ / αστυνομικό στο κλίμα του δημιουργού.

Ένας μεσήλικας πλέον παλιός γκάγκστερ, που διαθέτει και το μεγάλο πάθος της χαρτοπαιξίας, χάνει όλα του τα λεφτά μένοντας στο απόλυτο μηδέν. Μόνη λύση να οργανώσει μια ληστεία, όπως είχε κάνει και παλιά, στο μακρινό παρελθόν (και το είχε πληρώσει τότε με φυλακή).

Κλασικό νουάρ, όμορφες, ασπρόμαυρες εικόνες, 50ς ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα και η χαρακτηριστική λιτότητα του Μελβίλ (αν και όχι τόσο έντονη όσο σε μεταγενέστερα φιλμ του), συνθέτουν ένα γοητευτικό σκηνικό. Ιδιαίτερα cool ο βασικός ήρωας, που έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων (ακόμα και των μπάτσων, ένας αξιωματικός των οποίων είναι ένας από τους καλύτερους φίλους του), παράδειγμα προς μίμηση για νεαρούς του χώρου και με τις γυναίκες να τον θέλουν... Είναι κομψός, ευγενής, ψύχραιμος, με αριστοκρατική φινέτσα και καθόλου δε μοιάζει με τύπο του υποκόσμου.

Κάποιοι θεωρούν την ταινία ως "την πρώτη ουσιαστικά της νουβέλ βαγκ" (άτυπα, αφού ο Μελβίλ ανήκε σε προηγούμενη γενιά από τους νεαρούς τότε δημιουργούς της), που θα κατέκλυζε το ευρωπαϊκό σινεμά σε πολύ λίγο χρόνο από το συγκεκριμένο φιλμ. Ωστόσο, πέρα από τις αρετές αυτές - και άλλες που πιθανόν θα ανακαλύψετε - προσωπικά προτιμώ άλλες ταινίες του Μελβίλ.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Μαρτίου 14, 2021

᾽᾽ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ῾῾ ΚΑΙ Ο ΔΩΡΙΚΟΣ ΜΕΛΒΙΛ

 


Ο Jean-Pierre Melville (1917-1973) είναι ο γάλλος δημιουργός με το προσωπικό ύφος που αναβάθμισε το γαλλικό αστυνομικό φιλμ. Το ύφος αυτό άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί δωρικό: Ελάχιστοι διάλογοι, μουντά, καθημερινά σκηνικά δίχως τον παραμικρό εξωραϊσμό (μπορούμε ίσως να μιλάμε για αποφυγή κάθε έννοιας ῾῾ωραίου῾῾ στις εικόνες του), λιτότητα και οικονομία σε όλα, άτεγκτοι χαρακτήρες με μια ιδιόρυθμη, προσωπική ηθική...  Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του σκηνοθέτη συναντώνται στον ῾῾Κόκκινο Κύκλο῾῾ (Le Cercle Rouge) του 1970, με ένα απίστευτο καστ ηθοποιών: Αλέν Ντελόν, Ιβ Μοντάν, Τζαν Μαρία Βολοντέ, Αντρέ Μπουρβίλ!

Ένας κλέφτης αποφυλακίζεται μετά από 5 χρόνια. Ένας δεσμοφύλακας του προτείνει να οργανώσει μ ια ληστεία κοσμημάτων. Εκείνος όμως προτιμά να περάσει από το πρώην αφεντικό του (αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτός είναι υπαίτιος για τη φυλάκισή του, ενώ ο ήρωάς μας δεν τον έχει καρφώσει όλα αυτά τα χρόνια). Εκεί ληστεύει το αφεντικό και φεύγει με τα λεφτά, ενώ δύο δολοφόνοι τον κυνηγούν. Οι δρόμοι του θα διασταυρωθούν με έναν εγκληματία που μόλις έχει δραπετεύσει. Όταν τα λεφτά της ληστείας θα χαθούν, ο κλέφτης, ο δραπέτης και ένας αλκοολικός πρώην αστυνομικός θα ενωθούν για να πραγματοποιήσουν τη ληστεία κοσμημάτων που πρότεινε ο δεμοφύλακας, ενώ ένας επίμονος, μεθοδικός και όχι και τόσο ηθικός στις μεθόδους του αστυνομικός κυνηγά το δραπέτη...

Ο χειρισμός από τον Μελβίλ σε μια τέτοια ιστορία είναι ακριβώς αντίθετος αό ό,τι θα έκανε ένας αμερικανός σκηνοθέτης. Είπαμε: Όλα εδώ είναι λιτά, στεγνά. Δεν ξέροπυμε τίποτα για το παρελθόν των ηρώων, ελάχιστα για την προσωπική τους ζωή. Ο δημιουργός ενδιαφέρεται μόνο για το παρόν, για την ιστορία που αφηγείται. Και καταφέρνει να κρατά τον θεατή παρά τη μεγάλη διάρκεια (140 λεπτά). Από τις κλασικές αστυνομικές ταινίες γαλλικού στιλ και, ως εκ τούτου, κυρίως για τους φίλους του ιδιαίτερου αυτού υποείδους.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιουλίου 16, 2019

Η ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ "ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ ΗΡΩΩΝ"

Ο Jean-Pierre Melville (1917-1973) γυρίζει τη "Μεγάλη Στρατιά των Αφανών Ηρώων" (L' Armee des Ombres) το 1969. Πρόκειται για ένα φιλμ δυόμισι ωρών που μιλά για την αντίσταση γαλλικών ομάδων κατά των γερμανών στην περίοδο 1942-43. Σίγουρα δεν μοιάζει με άλλες, παρόμοιου θέματος ταινίες που έχετε δει.
Στο φιλμ παρακολουθούμε τη δράση μιας αντιστασιακής ομάδας "από τα μέσα". Αρχικά ο βασικός ήρωας συλλαμβάνεται, οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταφέρνει να αποδράσει και να συναντηθεί με την ομάδα. Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της ομάδας. Δεν βλέπουμε δηλαδή καμιά ενέργεια ενάντια στους κατακτητές. Μόνο τις μεταξύ τους σχέσεις, τα συναισθήματά τους, τις συλλήψεις και τους θανάτους μελών της, τις διαρκείς μετακινήσεις και το κρυφτό τους με τη Γκεστάπο.
Το φιλμ είναι δομημένο με μεμονωμένα επεισόδια. Η φωτογραφία είναι σκοτεινή, μουντή, καταθλιπτική πολλές φορές, θέλοντας να τονίσει την όλη ατμόσφαιρα της κατοχής και του τρόμου. Αυτό που βλέπουμε είναι η δύσκολη, ασφυκτική ζωή των ανθρώπων αυτών, ο διαρκής φόβος της σύλληψης, των βασανιστηρίων, του θανάτου, η παντελής έλλειψη ζεστασιάς και στοιχειωδών απολαύσεων στην καθημερινότητά τους, μερικές φορές η αμφιβολία, ο δισταγμός στο να εκτελέσουν διαταγές, ακόμα και οι στιγμές δειλίας τους... Είναι δηλαδή αληθινοί άνθρωποι, όπως όλοι. Ο ηρωισμός τους τελικά έγκειται όχι στο ότι καταφέρνουν σημαντικά  πλήγματα ενάντια στην πανίσχυρη κατακτητική μηχανή, αλλά στο ότι, έστω και άνευ πρακτικού λόγου, θα έλεγε κανείς, εξακολουθούν να ζουν αυτή την καταθλιπτική, μουντή, φοβισμένη ζωή αντιμετωπίζοντας καθημερινά το θάνατο, ζώντας κυριολεκτικά στο χείλος της αβύσσου.
Ένα χαμηλόφωνο, μελαγχολικό έπος, με τον πολύ καλό Λίνο Βεντούρα και τη Σιμόν Σινιορέ στους κύριους ρόλους, το οποίο όμως, προειδοποιώ, βλέπεται δύσκολα. Και λόγω του "γκρίζου" και αποπνικτικού κλίματος που περιέγραψα και λόγω της μεγάλης διάρκειας.
ΥΓ: Ο Μελβίλ και ο σεναριογράφος του ήταν αμφότεροι μέλη της αντίστασης, οπότε πολλά από αυτά που βλέπουμε είναι βιωμένα.

Ετικέτες , ,

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2012

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΡΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ "ΣΑΜΟΥΡΑΪ"

Έχει συχνά ειπωθεί ότι η ταινία "Le Samourai" ("Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο" στα ελληνικά), που γύρισε το 1967 ο Jean-Pierre Melville είναι το συνώνυμο της κινηματογραφικής κομψότητας και ότι "συμπυκνώνει όλο το φιλμ νουάρ".
Ένας αλάνθαστος μέχρι τώρα επαγγελματίας δολοφόνος, ψυχρός, ακριβής, τελετουργικός σχεδόν, κάνει το πρώτο λάθος της καριέρας του: Αφήνει να υπάρξει ένας μάρτυρας που τον βλέπει καθώς φεύγει από τον τόπο της δολοφονίας. Από εκεί και πέρα ο κλοιός αρχίζει αργά και σταθερά να σφίγγει γύρω του κι εκείνος να οδεύει προς ένα προδιαγεγραμμένο τέλος.
Αυτό που από την πρώτη στιγμή γίνεται αντιληπτό είναι η λιτότητα και η ακρίβεια στην κινηματογραφική έκφραση του Melville. Κάθε τι περιττό αφαιρείται. Όλα γίνονται με απίστευτη ακρίβεια και αυστηρότητα, ψυχρότητα θα λέγαμε, καθώς ο δημιουργός επιλέγει να κρατήσει μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Η αυστηρότητα αυτή και ο εσωτερικός κώδικας τιμής του ήρωα είναι που τον κάνει να θυμίζει σαμουράι. Η εικόνα κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος. Οι διάλογοι είναι λίγοι και μόνο οι απαραίτητοι. Ο δολοφόνος είναι σχεδόν βουβός. Αλλά να που μερικές φορές δεν χρειάζονται λόγια για να εκφράσουν κάτι... Ο Αλέν Ντελόν, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους του, ψυχρός, αγέλαστος, μοιάζει να γεμίζει την οθόνη με τη συνεχή σχεδόν παρουσία του. Το όλο κλίμα μου θυμίζει ταινίες του συμπατριώτη τού Μελβίλ Ρομπέρ Μπρεσόν όσο αφορά την αυστηρότητα και τη λιτότητα της έκφρασης.
Ένα άλλο στοιχείο,  που γίνεται σχεδόν τρομακτικό, είναι η απόλυτη μοναξιά του ήρωα. Ο σπαρτιατικός τρόπος ζωής του σε ένα φτωχικό διαμέρισμα, που κι αυτό, όπως όλο το φιλμ, περιέχει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί τα κάνει όλα αυτά, πού βρίσκεται η απόλαυση (η όποια απόλαυση) στη ζωή του. Ίσως η πηγή της, σκέφομαι τελικά, να είναι η αυτή καθ' εαυτή η πειθαρχία που επιβάλλει στον εαυτό του, η άτεγκτη τήρηση κανόνων, το καθημερινό τελετουργικό που ακολουθεί, ο κώδικας τιμής, πράγματα που θα τηρηθούν απαρέγκλιτα ως το αναπόφευκτο τέλος.
 Σίγουρα πρόκειται για κινηματογραφικό κομψοτέχνημα. Και σίγουρα θα ξενίσει θεατές εθισμένους στην αμερικάνικη "περιπετειώδη" ματιά, με τη διαρκή δράση και τους τόνους αδρεναλίνης, το πιστολίδι και τον θόρυβο. Είπαμε ότι εδώ τα πάντα περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Αυτό όμως είναι και το στίγμα του δημιουργού, η προσωπική σφραγίδα του Μελβίλ. Ο οποίος, βεβαίως, λάτρευε το αμερικάνικο νουάρ, αλλά το προσάρμοσε με τα φιλμ του στα δικά του μέτρα και τη δική του προσωπική αισθητική. Αυτό όμως δεν κάνει κάθε μεγάλος δημιουργός;

Ετικέτες ,

Σάββατο, Απριλίου 25, 2009

Ο ΧΑΦΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΙΛΙΑ


Ο Jean-Pierre Melville (1917-1973) είναι ο γάλλος που γύρισε τα σημαντικότερα νουάρ της χώρας του. Κι όχι μόνο. Τα νουάρ του Melville διαθέτουν εξαιρετικό στιλ και, παρά το ότι είναι άμεσα επηρεασμένα από τη μακρά αμερικάνικη παράδοση του είδους, φέρουν τη σφραγίδα του δημιουργού τους. Από τα σημαντικότερα είναι το "Le Doulos" (Ο χαφιές) του 1962. Η παράξενη, ελληνοπρεπής αυτή λέξη σημαίνει στη γαλλική αργκό τον χαφιέ της αστυνομίας. Και ο Ζαν Πωλ Μπελμοντό, σε έναν από τους χαρακτηριστικούς του ρόλους, κάνει ακριβώς αυτό - αν και συχνά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται.
Αυτό που πρώτα διακρίνει την ταινία είναι η ατμοσφαιρικότητά της. Ο Melville αξιοποιεί στο έπακρο την ασπρόμαυρη φωτογραφία, παίζει με τις σκιές, τις εναλλαγές φωτεινών - σκοτεινών επιφανειών, τους εξπρεσιονιστικά φωτισμένους χώρους, εσωτερικούς και εξωτερικούς και μένει πιστός στους κώδικες του είδους (οι κλασικές αντρικές φιγούρες με το καπέλο και την καπαρντίνα, οι μοιραίες γυναίκες, τα μπαρ κλπ.) Το αστικό τοπίο, άσχημο συχνά, στα φιλμ αυτά αποκτά μια δική του γοητεία και μοιάζει να πρωταγωνιστεί. Συνολικά λοιπόν το εικαστικό μέρος του φιλμ είναι ιδιαίτερο. Όσο για το στόρι, πραγματεύεται τα κλασικά στο είδος θέματα του κώδικα τιμής ανάμεσα στους κακοποιούς και της ανδρικής φιλίας. Μέσα από μια πολύπλοκη ίντριγκα, όπου εμπλέκονται φόνοι, ληστείες κοσμημάτων, έρωτες παλιοί και νέοι, καταδότες και άλλα πολλά, σκιαγραφεί έναν υπόκοσμο με τους δικούς του άγραφους νόμους και κανόνες, με τη δική του εσωτερική λογική. Οι ανατροπές είναι αρκετές και, όπως είπαμε στην αρχή, τίποτα δεν είναι αυτό που αρχικά δείχνει. Και τελικά αυτό που μένει είναι η γεύση της ματαιότητας των πάντων, η αίσθηση ότι όσο και να πασχίζουμε η ευτυχία είναι άπιαστη. Ιδιαίτερα αν την κυνηγάς με "ανορθόδοξους" τρόπους (υπόκοσμος γαρ).
Από τα κλασικά γαλικά - αλλά και γενικότερα - νουάρ, ο "Χαφιές" συνίσταται ανεπιφύλακτα στους φίλους του είδους (που συχνά είναι και φανατικοί), αλλά και στους φίλους του σινεμά γενικότερα, αφού, όπως είναι γνωστό, πολλά σημαντικά έργα σε όλες τις μορφές τέχνης ξεπερνούν κατά πολύ το είδος στο οποίο ανήκουν.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker