Τρίτη, Απριλίου 12, 2016

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΠΙΚΟ "DOCTOR ZHIVAGO"

Ο βρετανός David Lean (1908-1991) είναι βέβαια, εκτός από σημαντικότατος σκηνοθέτης, και ένας από τους πλέον επικούς. Η αγάπη του στο ύφος αυτό φαίνεται ανάγλυφα στον διάσημο "Doctor Zhivago" του 1965, όπου ο Lean μεταφέρει στην οθόνη το εξ ίσου διάσημο μυθιστόρημα του ρώσου νομπελίστα Μπόρις Πάστερνακ.
Ο ομώνυμος βασικός ήρωας είναι ένας νεαρός ευκατάστατος γιατρός. Αμ και αραβωνιασμένος με την χαριτωμένη Τόνια, την οποία ειλικρινά αγαπά, θα ερωτευτεί ωστόσο την πανέμορφη Λάρα, η οποία είναι επίσης αραβωνιασμένη, αλλά και ερωμένη του γλοιώδους Κομαρόφσκι, ενός ανθρώπου που μπορεί να επιβιώνει σε κάθε εποχή, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά τη Ρωσία. Και τότε θα ξεσπάσει ο πόλεμος. Ο άγριος Α' παγκόσμιος αρχικά και ο ρωσικός εμφύλιος στη συνέχεια. Οι κακουχίες δεν θα τελειώσουν με την τελική επικράτηση των Μπολσεβίκων και ο Ζιβάγκο θα ζήσει μια ζωή με μακρές απουσίες και σμιξίματα τόσο με την οικογένειά του όσο και με τον μεγάλο του έρωτα, τη Λάρα.
Φυσικά πρόκειται για "τοιχογραφία" μιας εποχής και μιας ολόκληρης αχανούς χώρας και της δύσκολης μοίρας της. Οι τραγωδίες κυριαρχούν με σύντομα μόνο διαλείμματα ευτυχίας. Το κεντρικό μοτίβο βεβαίως παραμένει το ότι η ανθρώπινη ζωή, τα όνειρα και ο αγώνας για ευτυχία συντρίβονται, γίνονται έρμαια της αδυσώπητης Ιστορίας, το ατομικό καταρρέρει κάτω από το βάρος της συλλογικής μοίρας, του έθνους, της εποχής - και, ειδικότερα, του φριχτού πολέμου. Τα όποια σχέδια, τα όποια όνειρα, το κυνήγι της ευτυχίας, μοιάζουν αστεία, μοιάζουν να γίνονται άνευ λόγου καθώς η Ιστορία και τα συλλογικά γεγονότα έρχονται κυριολεκτικά να τα σαρώσουν. Ο άνθρωπος λοιπόν, το άτομο, ως έρμαιο της Ιστορίας. Ο ακέραιος χαρακτήρας του βασικού πρωταγωνιστεί, η αυταπάρνησή του, διόλου δεν αρκούν. Οι όποιες ατομικές αρετές δεν μπορούν να αντισταθούν στη λαίλαπα.
Από την άλλη, ανάμεσα σε επικές εικόνες και σκηνές, ο ρομαντισμός κυριαρχεί. Ο έρωτας ως βάσανο, ο διχασμένος κεντρικός χαρακτήρας ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω, τα τραγικά διλήμματα. 'Ολα αυτά, και ταυτόχρονα η  ερμηνεία από πλειάδα μεγάλων ηθοποιών (Ομάρ Σαρίφ, Τζούλι Κρίστι, Ροντ Στάιγκερ, Τζέραλντιν Τσάπλιν, Άλεκ Γκίνες...) εξασφαλίζουν τη διαχρονικότητα του φιλμ και τον χαρακτηρισμό του ως κλασικό. Τώρα προσωπικά δεν αποτελεί μια από τις αγαπημένες μου κλασικές ταινίες, λόγω όλου αυτού του μεγαλεπήβολου, του βαριά δραματικού στοιχείου... Ίσως να το βρίσκω ελαφρά ξεπερασμένο. Όμως όχι, μη δίνετε και πολλή σημασία. Αυτό είναι καθαρά προσωπικό γούστο. Το φιλμ παραμένει κλασικό και περιέχει τόσο μερικές πολύ δυνατές εικόνες όσο και ορισμένες δραματικές κορυφώσεις. Άσχετα αν τέτοια έπη - τοιχογραφίες δεν είναι πλέον πολύ της μόδας σήμερα.
ΥΓ: Η ταινία είχε κατηγορηθεί από αριστερούς παλιότερα λόγω της μάλλον αρνητικής θέσης της απέναντι στο νέο (στην εποχή που διαδραματίζεται) κομμουνιστικό καθετώς. Δικαιολογεί μεν την επικράτησή του και δέχεται την κάτι παραπάνω από άδικη πρότερη κατάσταση, αλλά η νέα τάξη πραγμάτων κάθε άλλο παρά με ρόδινα χρώματα περιγράφεται... Άλλωστε και ο Πάστερνακ ήταν αντικαθεστωτικός.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Ιουνίου 23, 2015

ΓΙΑΤΙ ΚΟΜΕΝΤΙ; ΜΑΛΛΟΝ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΕΣ "ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ"

Το 1955 ο σημαντικός βρετανός σκηνοθέτης David Lean (1908-1991) γυρίζει το "Summertime" ("Διακοπές στη Βενετία" στη χώρα μας), με μια 48άρα ήδη Κάθριν Χέπμπορν στον βασικό ρόλο. Η ταινία συνήθως κατατάσσεται στο είδος "κομεντί", προσωπικά όμως τη βρίσκω πολύ σπαρακτική για κάτι τέτοιο. Σίγουρα είναι πιο ανάλαφρη από την υπέροχη "Σύντομη Συνάντηση" του Λιν, με την οποία μοιράζεται παρόμοιο θέμα, αλλά κομεντί...
Μια μοναχική 45άρα αμερικάνα τουρίστρια πηγαίνει - ολομόναχη φυσικά - για διακοπές στη Βενετία, πράγμα που αποτελούσε μακροχρόνιο όνειρό της. Η ομορφιά και η γραφικότητα της πόλης όμως δεν είναι αρκετή για να απαλύνει τη μοναξιά της. Ώσπου γνωρίζει έναν γοητευτικό βενετσιάνο έμπορο, ο οποίος δηλώνει ερωτευμένος μαζί της. Όταν αντιλαμβάνεται ότι ένας έρωτας μαζί του θα είναι υποχρεωτικά παροδικός καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε ένα υπέροχο, πλην όμως εφήμερο πάθος και στη συνέχιση της μοναξιάς της.
Εντάξει, η Βενετία πρωταγωνιστεί και τα πανέμορφα τοπία της είναι διαρκώς παρόντα στην οθόνη. Αλλά η ουσία δεν βρίσκεται εκεί. Είπα από την αρχή ότι δεν θεωρώ τη ταινία ακριβώς κομεντί (παρά το ότι υπάρχει αρκετό χιούμορ, κυρίως στην περιγραφή των αμερικάνων τουριστών) διότι για μένα υπερισχύει η εκπληκτική καταγραφή της μοναξιάς. Η ηρωίδα είναι μοναχική, λίγο από τύχη, λίγο από πείσμα, λίγο επειδή είναι δέσμια προκαταλήψεων. Ονειρεύεται μια σχέση που δεν έχει έρθει ποτέ μέχρι τώρα. Και τώρα καλείται να διαλέξει: Να αφεθεί σε ένα καθαρά σωματικό πάθος, που θα κρατήσει μόνο λίγες μέρες ή να παραμείνει - πιστή στις αρχές της - ανέραστη; Η καταγραφή της μοναξιάς πάντως και της δυστυχίας που αυτή συνεπάγεται είναι σπαρακτική.
Μπορώ να πω πολλά καλά ακόμα για το φιλμ, για την λεπτότητα, τη διεισδυτικότητά του και την πραγματικά συγκινητική του πλευρά. Αλλά και για τις σαρκαστικές παρατηρήσεις για τους - αμερικάνους κυρίως - τουρίστες και την ηλίθια άποψή τους για την Ευρώπη (την οποία θαυμάζουν με έναν αφελή τρόπο), για τους τυπικούς  λατίνους εραστές, για τον τυποποιημένο τουρισμό εν γένει... Βλέπετε, ο Λιντς δεν χαρίζεται στους αμερικάνους, αλλά ούτε και στους ιταλούς. Πέραν όλων αυτών όμως θεωρώ σημαντικό και το μελαγχολικό τέλος, το οποίο δεν κάνει καμιά παραχώρηση σε σχηματικά χάπι εντ. Είναι κάτι που επανειλημμένα έχω σχολιάσει και θαυμάζω σε παλιά φιλμ, ακόμα και χολιγουντιανά. Δεν θα σας αποκαλύψω βέβαια τι συμβαίνει τελικά, αν το δείτε όμως, πέστε μου: Πόσες (απελπιστικά ξενέρωτες στην πλειοψηφία τους) σύγχρονες "κομεντί"  θα τολμούσαν ένα τέλος σαν κι αυτό; Πόσες έχετε δει εσείς; Μήπως τελικά υπήρχε τότε περισσότερη τόλμη σε κάποια πράγματα που σχετίζονται με το θέαμα και την αφόρητη σύγχρονη τυποποίησή του;
Συνιστώ την ευαίσθητη και, εν τέλει, συγκινητική αυτή ταινία ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Με μια μεγάλη ηθοποιό μάλιστα.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Νοεμβρίου 26, 2010

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΒΑΪ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ


Ο David Lean (1908–1991), που θεωρείται ο μεγαλύτερος βρετανός σκηνοθέτης, γυρίζει το 1957 μια από τις γνωστότερες ταινίες του, την επική "Γέφυρα του Ποταμού Κβάι". Μια ομάδα βρετανών αιχμαλώτων σε γιαπωνέζικο στρατόπεδο υποχρεώνεται να χτίσει μιας στρατηγικής σημασίας γέφυρα στον ποταμό Κβάι, κάπου στη ζούγκλα της Ταϊλάνδης. Η στρατιωτική και όχι μόνο τιμή των αιχμαλώτων τους υποχρεώνει με τη σειρά της να φτιάξουν το μεγάλο έργο με άψογο τρόπο, παρά το ότι θα βοηθήσει, προφανώς, τον εχθρό. Παράλληλα οι συμμαχικές δυνάμεις καταστρώνουν σχέδια για να καταστρέψουν την καινούρια γέφυρα...
Πρόκειται βέβαια για μια από τις διασημότερες πολεμικές ταινίες όλων των εποχών. Πολεμικές με την έννοια ότι είναι μια ιστορία πολέμου, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκειά του. Διότι, πέραν αυτού, ελάχιστες μάχες παρακολουθούμε κατά την σχεδόν τρίωρη διάρκειά της. Το βάρος, αντίθετα, πέφτει στους χαρακτήρες και στις συγκρούσεις τους. Ο βρετανός αξιωματικός, ο γιαπωνέζος διοικητής του στρατοπέδου και ο αμερικανός δραπέτης είναι οι βασικότεροι απ' αυτούς. Και βέβαια προκύπτουν ζητήματα τιμής, σύγκρουσης καθήκοντος - ατομικής ικανοποίησης, τήρησης ή καταπάτησης κανόνων κλπ. Ο βρετανός αξιωματικός (Άλεκ Γκίνες) είναι τυπικός και πιστός στους νόμους του πολέμου, φτάνοντας, για να τους τηρήσει, μέχρι τον απόλυτο ηρωισμό. Ο αμερικανός (Ουίλιαμ Χόλντεν) είναι απόλυτα αντιηρωική φιγούρα, που κάποια στιγμή αναγκάζεται να γίνει ήρωας. Και κάπου εδώ ο Λιν αρχίζει τα μπερδεύει τα πράγματα και τα όρια ανάμεσά τους.
Το ζητούμενο, βλέπετε, για μένα είναι αν τελικά η ταινία είναι πολεμική ή αντιπολεμική. Καταλήγω λοιπόν στο δεύτερο. Πριν απ' αυτό όμως θα δούμε πώς θολώνουν τα νερά όσον αφορά τους χαρακτήρες που προαναφέραμε. Ο βρετανός είναι εξ αρχής ήρωας, έτοιμος να υποστεί τα πάντα, να θυσιαστεί για τις αρχές του. Είναι όμως αυτό ξεκάθαρο ή πρόκειται για μια περίπτωση τυπολατρείας, αρτηριοσκληρωτισμού, νομολαγνείας; Η τελική παράνοιά του, που φτάνει στα όρια της προδοσίας, καθόλου δεν μας επιτρέπει να τον θεωρήσουμε θετικό χαρακτήρα, τέλειο τύπου ηρωικού αξιωματικού. Ο αμερικανός πάλι, κλασική περίπτωση καλοπερασάκια, που έχει γραμμένο τον πόλεμο και τα περί αυτόν και κοιτά να περάσει όσο πιο καλά γίνεται, στο τέλος καταλήγει ήρωας, με απολυτα θετικό ρόλο για την πατρίδα, κυριολεκτικά με το ζόρι, μετά από εκβιασμό. Ποιος είναι ο "καλός" και ποιος ο "κακός" λοιπόν; Ή μάλλον είναι καλύτερα να αναρωτηθούμε: Υπάρχουν τελικά καλοί και κακοί;
Κι υπάρχουν και οι πολύ δυνατές σκηνές του τέλους. Όπου η ανθρώπινη παράνοια και αυτοκαταστροφικότητα ξετυλίγονται σε όλο τους το μεγαλείο. Ολόκληρο το φιλμ ουσιαστικά είναι ένα γαϊτανάκι του παράλογου, που, βέβαια, φτάνει στα απώτατα όριά του σε περιόδους πολέμου, όπου ο άνθρωπος επιδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο την ηλιθιότητά του. Όλος αυτός ο τεράστιος, πολύμηνος ανθρώπινος μόχθος, οι θυσίες, οι θάνατοι, για κάτι που άλλοι ετοιμάζονται να καταστρέψουν μέσα σε ελάχιστα λεπτά, καταδεικνύει με τον πειστικότερο τρόπο την παράνοια που σας έλεγα. Χαρακτηριστική είναι και η τελευταία ατάκα της ταινίας, αυτή του γιατρού, που μιλά ακριβώς γι' αυτή την παράνοια. Μ' όλα αυτά στο τέλος στο θεατή δεν μένει καμιά απολύτως γεύση ηρωισμού, εκτέλεσης του καθήκοντος, θυσίας σε υψηλά ιδανικά και άλλα τέτοια βαρύγδουπα και συνήθως κούφια, αν όχι και εκ του πονηρού. Το μόνο που απομένει είναι μια αίσθηση κενού, ματαιότητας, κι ένα αναπάντητο ερώτημα: "Μα γιατί όλα αυτά;". Ή, αν θέλετε, τελικά πόσο ηλίθιοι και αυτοκαταστροφικοί είμαστε ως είδος; Γι' αυτό σας είπα ότι θεωρώ τον "Κβάι" ως μία ύψιστη αντιπολεμική ταινία. Και, βλέποντάς της υπ' αυτό το πρίσμα, μου αρέσει πολύ.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιουλίου 05, 2010

Η "ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ" ΚΑΙ Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ


Ο βρετανός σκηνοθέτης David Lean (1908-1991), από τους μεγάλους της χώρας του, γυρίζει τη "Σύντομη Συνάντηση" το 1946. Έκτοτε θεωρείται μια από τις 10 καλύτερες βρετανικές ταινίες όλων των εποχών. Θα συμφωνήσουν άραγε οι σημερινοί εθισμένοι στο Χόλιγουντ και τη συνεχή δράση θεατές; Πολύ φοβάμαι ότι όσοι διαθέτουν βιντεοκλιπάδικη (και μόνο) οπτική δεν θα τα καταφέρουν.
Η ταινία είναι τόσο απλή κι όμως τόσο συγκλονιστική... Ενώ εξωτερικά τίποτα σχεδόν δεν συμβαίνει, οι εσωτερικοί κόσμοι των δύο ηρώων σαρώνονται κυριολεκτικά, κάθε σταθερά τους ανατρέπεται, τα πάντα μέσα τους καταρρέουν. Κι όμως γύρω τους εξακολουθεί να μη συμβαίνει τίποτα. Κανείς άλλος δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό. Αλλά αυτό ακριβώς είναι τελικά, νομίζω, το μεγαλείο της ταινίας: Το πόσο δεξιοτεχνικά, ευαίσθητα, ιδιοφυώς θα έλεγα, καταγράφει ο Lean όλο αυτό το εσωτερικό δράμα, καταφέρνοντας να κάνει χιλιάδες θεατές να φεύγουν συγκλονισμένοι.
Σας είπα ότι πρόκειται για την απλούστερη ιστορία του κόσμου: Ένας άντρας και μια γυναίκα, γιατρός εκείνος, απλή νοικοκυρά η άλλη, παντρεμένοι με παιδιά αμφότεροι, συναντιούνται τυχαία στο μπαρ του σιδηροδρομικού σταθμού που χρησιμοποιούν τακτικά, ερωτεύονται παράφορα, αλλά είναι αδύνατο να προχωρήσουν, να αποκαλύψουν τον έρωτά τους. Ποτέ η συμβατική, κοινότοπη καθημερινότητα δεν δείχτηκε τόσο πνιγηρή, σκληρή, απαγορευτική στην οθόνη. Ποτέ η τυχαία συνάντηση με ένα γνωστό, η καθημερινή ρουτίνα του σπιτιού και της οικογένειας, ένα τυχαίο βλέμμα, δεν υπήρξαν τόσο φριχτά, επικίνδυνα. Ποτέ κάποιες ελάχιστες καθημερινές στιγμές ευτυχίας δεν φάνηκαν τόσο πολύτιμες, σα να περικλείουν μέσα τους την πεμπτουσία των ζωών των δύο ηρώων. Και να φανταστείτε ότι ολόκληρο το φιλμ διαδραματίζεται σε ελάχιστους χώρους (κοινότοπους φυσικά): Στο περίφημο μικρό, ευτελές μπαρ του σταθμού όπου οι ήρωες περιμένουν πάντοτε τις Πέμπτες τα τρένα τους, στο σπίτι της γυναίκας και σε ελάχιστους άλλους.
Φυσικά η όλη ιστορία έχει να κάνει και με το συντηρητισμό και την εν γένει πνιγηρή ατμόσφαιρα της Βρετανίας της εποχής. Πιστεύω όμως ότι ξεπερνά κατά πολύ τις χωροχρονικές αυτές συντεταγμένες και γίνεται μια παγκόσμια και διαχρονική ιστορία, μια μελέτη του θριάμβου του "πρέπει" πάνω στο "θέλω", του καθωσπρεπισμού και του κοινωνικού περίγυρου πάνω στις ατομικές επιθυμίες. Θα μποορούσα να θεωρήσω μακρινό απόγονο της ταινίας το θαυμάσιο "In the Mood for Love" του Γουανγκ Καρ-Βάι, που, με εντελώς διαφορετική αισθητική, πραγματεύεται επίσης το θέμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Κι έπειτα, σκέφτεσαι πόσο αληθινό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο ακόμα και στη σύγχρονη, σαφώς πιο απελευθερωμένη εποχή, και τότε παγώνεις…
Μικρές λεπτομέρειες, απίστευτη ευαισθησία, μικρά γεγονότα αδιάφορα για τους πάντες εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές, συνθέτουν όντως μια κλασική ταινία του παγκόσμιου σινεμά. Προσωπικά με άγγιξε απόλυτα. Είμαι όμως περίεργος για το αν μπορεί να επιδράσει τόσο στην πλειοψηφία των σημερινών θεατών.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker