Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΒΑΪ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΑΡΑΝΟΙΑ
Ο David Lean (1908–1991), που θεωρείται ο μεγαλύτερος βρετανός σκηνοθέτης, γυρίζει το 1957 μια από τις γνωστότερες ταινίες του, την επική "Γέφυρα του Ποταμού Κβάι". Μια ομάδα βρετανών αιχμαλώτων σε γιαπωνέζικο στρατόπεδο υποχρεώνεται να χτίσει μιας στρατηγικής σημασίας γέφυρα στον ποταμό Κβάι, κάπου στη ζούγκλα της Ταϊλάνδης. Η στρατιωτική και όχι μόνο τιμή των αιχμαλώτων τους υποχρεώνει με τη σειρά της να φτιάξουν το μεγάλο έργο με άψογο τρόπο, παρά το ότι θα βοηθήσει, προφανώς, τον εχθρό. Παράλληλα οι συμμαχικές δυνάμεις καταστρώνουν σχέδια για να καταστρέψουν την καινούρια γέφυρα...
Πρόκειται βέβαια για μια από τις διασημότερες πολεμικές ταινίες όλων των εποχών. Πολεμικές με την έννοια ότι είναι μια ιστορία πολέμου, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκειά του. Διότι, πέραν αυτού, ελάχιστες μάχες παρακολουθούμε κατά την σχεδόν τρίωρη διάρκειά της. Το βάρος, αντίθετα, πέφτει στους χαρακτήρες και στις συγκρούσεις τους. Ο βρετανός αξιωματικός, ο γιαπωνέζος διοικητής του στρατοπέδου και ο αμερικανός δραπέτης είναι οι βασικότεροι απ' αυτούς. Και βέβαια προκύπτουν ζητήματα τιμής, σύγκρουσης καθήκοντος - ατομικής ικανοποίησης, τήρησης ή καταπάτησης κανόνων κλπ. Ο βρετανός αξιωματικός (Άλεκ Γκίνες) είναι τυπικός και πιστός στους νόμους του πολέμου, φτάνοντας, για να τους τηρήσει, μέχρι τον απόλυτο ηρωισμό. Ο αμερικανός (Ουίλιαμ Χόλντεν) είναι απόλυτα αντιηρωική φιγούρα, που κάποια στιγμή αναγκάζεται να γίνει ήρωας. Και κάπου εδώ ο Λιν αρχίζει τα μπερδεύει τα πράγματα και τα όρια ανάμεσά τους.
Το ζητούμενο, βλέπετε, για μένα είναι αν τελικά η ταινία είναι πολεμική ή αντιπολεμική. Καταλήγω λοιπόν στο δεύτερο. Πριν απ' αυτό όμως θα δούμε πώς θολώνουν τα νερά όσον αφορά τους χαρακτήρες που προαναφέραμε. Ο βρετανός είναι εξ αρχής ήρωας, έτοιμος να υποστεί τα πάντα, να θυσιαστεί για τις αρχές του. Είναι όμως αυτό ξεκάθαρο ή πρόκειται για μια περίπτωση τυπολατρείας, αρτηριοσκληρωτισμού, νομολαγνείας; Η τελική παράνοιά του, που φτάνει στα όρια της προδοσίας, καθόλου δεν μας επιτρέπει να τον θεωρήσουμε θετικό χαρακτήρα, τέλειο τύπου ηρωικού αξιωματικού. Ο αμερικανός πάλι, κλασική περίπτωση καλοπερασάκια, που έχει γραμμένο τον πόλεμο και τα περί αυτόν και κοιτά να περάσει όσο πιο καλά γίνεται, στο τέλος καταλήγει ήρωας, με απολυτα θετικό ρόλο για την πατρίδα, κυριολεκτικά με το ζόρι, μετά από εκβιασμό. Ποιος είναι ο "καλός" και ποιος ο "κακός" λοιπόν; Ή μάλλον είναι καλύτερα να αναρωτηθούμε: Υπάρχουν τελικά καλοί και κακοί;
Κι υπάρχουν και οι πολύ δυνατές σκηνές του τέλους. Όπου η ανθρώπινη παράνοια και αυτοκαταστροφικότητα ξετυλίγονται σε όλο τους το μεγαλείο. Ολόκληρο το φιλμ ουσιαστικά είναι ένα γαϊτανάκι του παράλογου, που, βέβαια, φτάνει στα απώτατα όριά του σε περιόδους πολέμου, όπου ο άνθρωπος επιδεικνύει σε όλο της το μεγαλείο την ηλιθιότητά του. Όλος αυτός ο τεράστιος, πολύμηνος ανθρώπινος μόχθος, οι θυσίες, οι θάνατοι, για κάτι που άλλοι ετοιμάζονται να καταστρέψουν μέσα σε ελάχιστα λεπτά, καταδεικνύει με τον πειστικότερο τρόπο την παράνοια που σας έλεγα. Χαρακτηριστική είναι και η τελευταία ατάκα της ταινίας, αυτή του γιατρού, που μιλά ακριβώς γι' αυτή την παράνοια. Μ' όλα αυτά στο τέλος στο θεατή δεν μένει καμιά απολύτως γεύση ηρωισμού, εκτέλεσης του καθήκοντος, θυσίας σε υψηλά ιδανικά και άλλα τέτοια βαρύγδουπα και συνήθως κούφια, αν όχι και εκ του πονηρού. Το μόνο που απομένει είναι μια αίσθηση κενού, ματαιότητας, κι ένα αναπάντητο ερώτημα: "Μα γιατί όλα αυτά;". Ή, αν θέλετε, τελικά πόσο ηλίθιοι και αυτοκαταστροφικοί είμαστε ως είδος; Γι' αυτό σας είπα ότι θεωρώ τον "Κβάι" ως μία ύψιστη αντιπολεμική ταινία. Και, βλέποντάς της υπ' αυτό το πρίσμα, μου αρέσει πολύ.