ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΑΛΗΘΙΝΑ ΤΟΝ ΛΙΜΠΕΡΤΙ ΒΑΛΑΝΣ;
Το 1962 ο αρχετυπικός αμερικανός σκηνοθέτης John Ford (1894-1973) γυρίζει το κλασικό γουέστερν The Man Who Shot Liberty Valance (Ποιός σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς;), ένα από τα αγαπημένα μου γουέστερν όλων των εποχών. Αν νομίζετε ότι το παρακμασμένο σήμερα αυτό είδος διαθέτει μόνο πιστολίδι και γενναίους κάου μπόις δεν έχετε παρά να δείτε αυτό το φιλμ για να αλλάξετε γνώμη.
Νοσταλγικό, βαθιά συγκινητικό και ταυτόχρονα μελέτη για μια κρίσιμη καμπή της Αμερικής, υποστηρίζεται από ένα εξ ίσου κλασικό καστ (Τζέιμς Στιούαρτ, Τζον Γουέιν, Λι Μάρβιν), δίχως να υστερεί καθόλου σε ένταση. Πικρό σχόλιο πάνω στη φύση της έννοιας του ηρωισμού και της θυσίας, μιλά συγχρόνως για την παραχάραξη της ιστορίας (εδώ με καλό σκοπό βέβαια, αλλά δεν παύει να είναι παραχάραξη).
Ολόκληρη η ταινία είναι ένα συνεχές φλας μπακ, καθώς από την αρχή μαθαίνουμε τον θάνατο από φυσικά αίτια ενός άγνωστου σε μια μικρή πόλη του Ουέστ. Ποιος είναι όμως στ' αλήθεια αυτός ο άγνωστος και γιατί ένας γερουσιαστής και η γυναίκα του σπεύδουν από την Ουάσινγκτον να παρακολουθήσουν την κηδεία του; Η επιστροφή στο παρελθόν καταγράφει τη στιγμή που στη νεαρή ακόμα χώρα συγκρούονται δύο μορφές νόμων: Αυτός όπως τον ξέρουμε σήμερα, με τα ίσα δικαιώματα, τη θεσμοθετημένη δικαιοσύνη κλπ. και ο άγριος νόμος του πιστολιού και της βίας, όπως αυτός εκφράζεται από τους γαιοκτήμονες που καταλαμβάνουν αυθαίρετα εκτάσεις, διατηρούν πληρωμένους πιστολάδες και χάνουν τα συμφέροντά τους με την επικράτηση της σημερινής μορφής πολιτείας και έννομης τάξης (με τα πολλά προβλήματά της κι αυτή βεβαίως). Γενικά νομίζω ότι αυτό το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στην έννομη τάξη (ό,τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό σήμερα) είναι το ουσιαστικό νόημα του φιλμ.
Συγχρόνως ο Φορντ μιλά μελαγχολικά για αληθινούς ήρωες που παρέμειναν για πάντα στην αφάνεια και για κάποιους άλλους που καρπώνονται τη δόξα τους και γίνονται σύμβολα. Μας λέει ότι "ναι, χρειάζονται αυτά τα σύμβολα, αλλά, τέλος πάντων, η αλήθεια βρίσκεται αλλού". Μας μιλά για απλούς, άγνωστους ανθρώπους που στην πραγματικότητα τα έκαναν όλα κι όμως έμειναν για πάντα στη σκιά αστραφτερών "βιτρινών".
Πέραν απ' όλα αυτά, η ταινία με κράτησε απόλυτα και με συγκίνησε βαθιά. Διάβασα ότι πρόκειται για το τελευταίο γουέστερν του Φορντ, που τότε ήταν ήδη 68 ετών. Ίσως γι' αυτό να υπάρχει τόσο έντονα όλη αυτή η νοσταλγία, η συγκίνηση, η πίκρα αν θέλετε. Κάτι σαν χρέος τιμής στις ρίζες της χώρας και υπενθύμιση του βίαιου παρελθόντος της, αλλά και στις δικές του κινηματογραφικές ρίζες, το γουέστερν δηλαδή, που τον καθιέρωσε σαν μεγάλο δημιουργό. Όπως καταλάβατε, το θεωρώ κλασικό.
Νοσταλγικό, βαθιά συγκινητικό και ταυτόχρονα μελέτη για μια κρίσιμη καμπή της Αμερικής, υποστηρίζεται από ένα εξ ίσου κλασικό καστ (Τζέιμς Στιούαρτ, Τζον Γουέιν, Λι Μάρβιν), δίχως να υστερεί καθόλου σε ένταση. Πικρό σχόλιο πάνω στη φύση της έννοιας του ηρωισμού και της θυσίας, μιλά συγχρόνως για την παραχάραξη της ιστορίας (εδώ με καλό σκοπό βέβαια, αλλά δεν παύει να είναι παραχάραξη).
Ολόκληρη η ταινία είναι ένα συνεχές φλας μπακ, καθώς από την αρχή μαθαίνουμε τον θάνατο από φυσικά αίτια ενός άγνωστου σε μια μικρή πόλη του Ουέστ. Ποιος είναι όμως στ' αλήθεια αυτός ο άγνωστος και γιατί ένας γερουσιαστής και η γυναίκα του σπεύδουν από την Ουάσινγκτον να παρακολουθήσουν την κηδεία του; Η επιστροφή στο παρελθόν καταγράφει τη στιγμή που στη νεαρή ακόμα χώρα συγκρούονται δύο μορφές νόμων: Αυτός όπως τον ξέρουμε σήμερα, με τα ίσα δικαιώματα, τη θεσμοθετημένη δικαιοσύνη κλπ. και ο άγριος νόμος του πιστολιού και της βίας, όπως αυτός εκφράζεται από τους γαιοκτήμονες που καταλαμβάνουν αυθαίρετα εκτάσεις, διατηρούν πληρωμένους πιστολάδες και χάνουν τα συμφέροντά τους με την επικράτηση της σημερινής μορφής πολιτείας και έννομης τάξης (με τα πολλά προβλήματά της κι αυτή βεβαίως). Γενικά νομίζω ότι αυτό το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στην έννομη τάξη (ό,τι τέλος πάντων σημαίνει αυτό σήμερα) είναι το ουσιαστικό νόημα του φιλμ.
Συγχρόνως ο Φορντ μιλά μελαγχολικά για αληθινούς ήρωες που παρέμειναν για πάντα στην αφάνεια και για κάποιους άλλους που καρπώνονται τη δόξα τους και γίνονται σύμβολα. Μας λέει ότι "ναι, χρειάζονται αυτά τα σύμβολα, αλλά, τέλος πάντων, η αλήθεια βρίσκεται αλλού". Μας μιλά για απλούς, άγνωστους ανθρώπους που στην πραγματικότητα τα έκαναν όλα κι όμως έμειναν για πάντα στη σκιά αστραφτερών "βιτρινών".
Πέραν απ' όλα αυτά, η ταινία με κράτησε απόλυτα και με συγκίνησε βαθιά. Διάβασα ότι πρόκειται για το τελευταίο γουέστερν του Φορντ, που τότε ήταν ήδη 68 ετών. Ίσως γι' αυτό να υπάρχει τόσο έντονα όλη αυτή η νοσταλγία, η συγκίνηση, η πίκρα αν θέλετε. Κάτι σαν χρέος τιμής στις ρίζες της χώρας και υπενθύμιση του βίαιου παρελθόντος της, αλλά και στις δικές του κινηματογραφικές ρίζες, το γουέστερν δηλαδή, που τον καθιέρωσε σαν μεγάλο δημιουργό. Όπως καταλάβατε, το θεωρώ κλασικό.