ΠΟΣΟ ΠΡΑΣΙΝΗ ΗΤΑΝ Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΟΥ, ΠΟΣΟ ΟΜΟΡΦΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ;
Ο John Ford (1894–1973), ο κλασικότερος ίσως των μεγάλων αμερικανών σκηνοθετών, γυρίζει το "How Green Was my Valley" το 1943. Πρόκειται για ένα αληθινό έπος, όχι όμως με την έννοια των μεγάλων συγκρούσεων, των πολέμων, των ακραίων γεγονότων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το έπος της καθημερινότητας, καθώς το φιλμ παρακολουθεί μερικά χρόνια από τη ζωή μιας πολυμελούς οικογένειας ανθρακωρύχων που ζουν σε ένα μικρό ουαλικό χωριό, στο οποίο δεσπόζει το μεγάλο ανθρακωρυχείο (και η οικογένεια στην οποία αυτό ανήκει).
Κοινωνική ταινία, γεμάτη συγκίνηση και νοσταλγία για έναν κόσμο που χάνεται (ή, αν προτιμάτε, νοσταλγία για την παιδική ηλικία, αφού η αφήγηση δίνεται μέσα από την οπτική ενός παιδιού που, σιγά - σιγά, ενηλικιώνεται και βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα του κόσμου), παντρεύει με ιδανικό τρόπο την προσωπική / οικογενειακή ιστορία με την κοινωνική κατάσταση και τον ευρύτερο περίγυρο της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Καταγράφει λοιπόν το σταδιακό πέρασμα από μια πρώτη, πρωτόγονη για τα σημερινά δεδομένα μορφή καπιταλισμού, σε μια πιο εξελιγμένη, περισσότερο απρόσωπη και στυγνότερη μορφή του, όπου οι προσωπικές σχέσεις αδυνατούν πλέον να απαλύνουν τις τεράστιες ταξικές αντιθέσεις. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δείχνονται η ίδρυση των πρώτων συνδικάτων, οι πρώτες απεργίες, η πρώτες αντιδράσεις των εργατών γενικότερα. Από την άλλη η περιγραφή του χωριού είναι μεν γεμάτη νοσταλγία, ο Φορντ όμως δεν παραλείπει όμως σε καμία περίπτωση να τονίσει και το φαρμακερά κουτσομπολίστικο, αυστηρότατο, άτεγκτο και μικρόψυχο περίγυρο, που φτάνει στα όρια της καθαρής σκληρότητας και κακίας.
Αυτό φυσικά είναι το πολιτικό / κοινωνικό πλαίσιο, όπως είπαμε. Μην περιμένετε βέβαια καμιά ριζοσπαστικά αριστερή ματιά από τον Φορντ, που δείχνει με ίση συμπάθεια και κατανόηση και την "επανάσταση" (συνδικαλισμός - απεργία) των γιων και την αυστηρή, συντηρητική στάση του συμπαθούς κατά τα άλλα πατέρα, που πιστεύει ότι όλα μπορούν να λυθούν χάρη στην "καλή θέληση" των αφεντικών και δεν θέλει ούτε να ακούσει για τις καινοφανείς "σοσιαλιστικές" ιδέες. Εμείς όμως θα συγκινηθούμε περισσότερο από τα προσωπικά δράματα των ηρώων, τον αμοιβαίο απαγορευμένο έρωτα της κόρης με τον ιερέα (που αποτελεί το θετικότερο και ηρωικότερο πρόσωπο της ταινίας), την διάψευση των ελπίδων των γιων, τη μοίρα του πατέρα κλπ. Το θέμα βέβαια εδώ - και γι' αυτό ίσως η ταινία θεωρείται απόλυτα κλασική - είναι, όπως είπα στην αρχή, το ιδανικό πάντρεμα των δύο βασικών αυτών στοιχείων, του προσωπικού και του κοινωνικού. Και το ότι μέσα από την τραγική μοίρα πολλών από τους ήρωες, τη διάχυτη νοσταλγία ή το τέλος της παιδικής αθωότητας, καταφέρνει να μας συγκινήσει βαθιά.
Ο Φορντ βρίσκεται στο απώγειο του ρεαλισμού του. Κι αν τέτοια οικογενειακά έπη (και όχι μόνο) σας κάνουν εξ ορισμού να βαριέστε, είναι μεν κατανοητό, αυτό όμως δεν στερεί το φιλμ από την κλασικότητά του.
Κοινωνική ταινία, γεμάτη συγκίνηση και νοσταλγία για έναν κόσμο που χάνεται (ή, αν προτιμάτε, νοσταλγία για την παιδική ηλικία, αφού η αφήγηση δίνεται μέσα από την οπτική ενός παιδιού που, σιγά - σιγά, ενηλικιώνεται και βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα του κόσμου), παντρεύει με ιδανικό τρόπο την προσωπική / οικογενειακή ιστορία με την κοινωνική κατάσταση και τον ευρύτερο περίγυρο της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Καταγράφει λοιπόν το σταδιακό πέρασμα από μια πρώτη, πρωτόγονη για τα σημερινά δεδομένα μορφή καπιταλισμού, σε μια πιο εξελιγμένη, περισσότερο απρόσωπη και στυγνότερη μορφή του, όπου οι προσωπικές σχέσεις αδυνατούν πλέον να απαλύνουν τις τεράστιες ταξικές αντιθέσεις. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δείχνονται η ίδρυση των πρώτων συνδικάτων, οι πρώτες απεργίες, η πρώτες αντιδράσεις των εργατών γενικότερα. Από την άλλη η περιγραφή του χωριού είναι μεν γεμάτη νοσταλγία, ο Φορντ όμως δεν παραλείπει όμως σε καμία περίπτωση να τονίσει και το φαρμακερά κουτσομπολίστικο, αυστηρότατο, άτεγκτο και μικρόψυχο περίγυρο, που φτάνει στα όρια της καθαρής σκληρότητας και κακίας.
Αυτό φυσικά είναι το πολιτικό / κοινωνικό πλαίσιο, όπως είπαμε. Μην περιμένετε βέβαια καμιά ριζοσπαστικά αριστερή ματιά από τον Φορντ, που δείχνει με ίση συμπάθεια και κατανόηση και την "επανάσταση" (συνδικαλισμός - απεργία) των γιων και την αυστηρή, συντηρητική στάση του συμπαθούς κατά τα άλλα πατέρα, που πιστεύει ότι όλα μπορούν να λυθούν χάρη στην "καλή θέληση" των αφεντικών και δεν θέλει ούτε να ακούσει για τις καινοφανείς "σοσιαλιστικές" ιδέες. Εμείς όμως θα συγκινηθούμε περισσότερο από τα προσωπικά δράματα των ηρώων, τον αμοιβαίο απαγορευμένο έρωτα της κόρης με τον ιερέα (που αποτελεί το θετικότερο και ηρωικότερο πρόσωπο της ταινίας), την διάψευση των ελπίδων των γιων, τη μοίρα του πατέρα κλπ. Το θέμα βέβαια εδώ - και γι' αυτό ίσως η ταινία θεωρείται απόλυτα κλασική - είναι, όπως είπα στην αρχή, το ιδανικό πάντρεμα των δύο βασικών αυτών στοιχείων, του προσωπικού και του κοινωνικού. Και το ότι μέσα από την τραγική μοίρα πολλών από τους ήρωες, τη διάχυτη νοσταλγία ή το τέλος της παιδικής αθωότητας, καταφέρνει να μας συγκινήσει βαθιά.
Ο Φορντ βρίσκεται στο απώγειο του ρεαλισμού του. Κι αν τέτοια οικογενειακά έπη (και όχι μόνο) σας κάνουν εξ ορισμού να βαριέστε, είναι μεν κατανοητό, αυτό όμως δεν στερεί το φιλμ από την κλασικότητά του.
Ετικέτες "How Green Was my Valley" (1943), Ford John