Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2022

"ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ"... Ή ΜΗΠΩΣ ΟΧΙ;


 Ήταν 1973 όταν ο βρετανός Lindsay Anderson (1923-1994), με νωπό ακόμα το βρετανικό free cinema των 60ς στο οποίο είχε πρωτοστατήσει, γυρίζει το εξαιρετικό, σαρκαστικό και εν πολλοίς σουρεαλιστικό (και τρίωρο σχεδόν) "O Lucky Man" (Ένας πολύ Τυχερός Άνθρωπος) με τον Μάλκλομ Μακ Ντάουελ να παίρνει το φιλμ πάνω του, αλλά και τον Ραλφ Ρίτσαρντσον και τη νεαρή τότε Έλεν Μίρεν και, βεβαίως, τα εξαίρετα τραγούδια του Alan Price των Animal να παίζονται live σε αρκετά σημεία του φιλμ.

Ένας νεαρός φιλόδοξος (βλέπε αδίστακτος) πωλητής σε μια εταιρία καφέ αναλαμβάνει (με την ετοιμολογία και την προθυμία του) την προώθηση του προϊόντος σε μια πολύ μεγάλη περιοχή της βόρειας Αγγλίας. Εκεί θα ανέβει κατ' ευθείαν στην κορυφή και θα γευτεί και τις (παράπλευρες) απολαύσεις της επιτυχίας (γυναίκες, έξτρα παράνομο χρήμα... κι όλα αυτά παρέα με τους κάθε λογής "υψηλά ιστάμενους" της περιοχής). Σύντομα οι βλέψεις του θα στραφούν πολύ ψηλότερα, αφού θα βάλει ως στόχο να παντρευτεί την κόρη σκληρού πολυεκατομμυριούχου, απ' αυτούς που παρασκηνιακά κυβερνούν τον πλανήτη. Και, κάπου εκεί, θα αρχίσει η πτώση...

Σαρδόνια σάτιρα του καπιταλισμού και του συστήματος εν γένει, άλλοτε αστεία και άλλοτε τραγική, σαρκάζει τις φιλοδοξίες για άνοδο της μεσαίας τάξης, γελά με το τίμημα που υποχρεώνονται να πληρώσουν γι' αυτήν, επισημαίνει με κάθε τρόπο ότι δεν φτάνεις στην κορυφή αν δεν "πατήσεις επί πτωμάτων", δείχνει να ξέρει με σιγουριά ποιοι πραγματικά κυβερνούν την ανθρωπότητα και με ποιον τρόπο (βλέπε την ιστορία του εκατομμυριούχου και τις κάτι παραπάνω από θερμές σχέσεις του με αιμοσταγή αφρικανό δικτάτορα), εισάγει στην ιστορία τρελούς επιστήμονες και άλλα πολλά που θα ανακαλύψετε στη διάρκειά της. Κι όλα αυτά δοσμένα όχι βαρύγδουπα, αλλά με ανάλαφρο και, κυρίως, σε πολλά σημεία σουρεαλιστικό τρόπο: Από τη μουσική του σημαντικότατου Alan Price (αυτός ήταν ο ιδρυτής των Animals και μετά ο Eric Burdon), ο οποίος διακόπτει τη ροή των γεγονότων για να παίξει ζωντανά τα σχετικά με την ιστορία κομμάτια του (ειδικά γραμμένα για το φιλμ) έως την εμφάνιση του ίδιου του σκηνοθέτη να ψάχνει καστ για την ταινία που πρόκειται να γυρίσει (και να παρεμβαίνει στο πικρό και δυνατό τέλος). Και αν παρατηρήσετε κάποιες φάτσες που ήδη έχετε ξαναδεί μη νομίζετε ότι έχετε παραισθήσεις. Οι ίδιοι ηθοποιοί ερμηνεύουν διαφορετικούς ρόλους στα διαφορετικά περιβάλλοντα στα οποία περιπλανιέται ο αφελέστατος τελικά (παρά την καπατσοσύνη του) ήρωας. 

Από τα διαμάντια του βρετανικού κινηματογράφου των 60ς-70ς, αξίζει σίγουρα την προσοχή σας.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 03, 2010

"ΕΑΝ..." Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΞΕΚΙΝΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Είναι λογικό μια ταινία σαν το "If..." ("Εάν") του Lindsay Anderson (1923–1994) να έχει γυριστεί το 1969, στη δεκαετία δηλαδή που η αμφισβήτηση των πάντων είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Βέβαια στο φιλμ αυτό μια κάποια επανάσταση είναι απόλυτα φυσικό επακόλουθο, αφού η κολλεγιακή καταπίεση που βλέπουμε είναι αφόρητη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η ταινία παρακολουθεί, άλλοτε ρεαλιστικά και άλλοτε αλληγορικά και σουρεαλιστικά, τη ζωή σ' ένα κολλέγιο αρρένων, από τα τυπικά αγγλικά, όπου οι μαθητές είναι εσώκλειστοι. Με τον τρόπο αυτόν ασκεί μια ανελέητη κριτική στο αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα και στον βρετανικό κοινωνικό συντηρητισμό γενικότερα. Είναι σα να μας λέει ότι με τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα, με τη συγκεκριμένη δηλαδή προετοιμασία των ανθρώπων από νεαρότατη ηλικία, είναι λογικό η βρετανική κοινωνία να παραμένει η ταξικότερη και ίσως συντηρητικότερη της Ευρώπης. Οι ήρωες, μια τριμελής παρέα εφήβων με επικεφαλής έναν νεαρότατο τότε Μάλκολμ Μακ Ντόουελ, είναι τα μαύρα πρόβατα του σχολείου, αφού αρνούνται να συμβιβαστούν με το στυγνά ιεραρχικό και αφόρητα καταπιεστικό κλίμα. Η επανάσταση και η βία δεν θα αργήσουν να ξεσπάσουν...
Δεν ξέρω αν ο Anderson υπερβάλλει ηθελημένα ή αν έτσι όντως ήταν τα βρετανικά κολλέγια στη δεκαετία του 60, αυτό όμως που παρακολουθούμε είναι απίστευτο. Μια αληθινά αποπνικτική ατμόσφαιρα, άκρως συντηρητική, όπου το "Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια" είναι μάλλον λίγο. Υποχρεωτικοί εκκλησιασμοί και προσευχές, καταπιεστικός τρόπος διδασκαλίας, ιεραρχία στα πάντα. Αυτό που μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση είναι ο απόλυτα χαφιέδικος ρόλος των επιμελητών, μιας ελίτ δηλαδή τελειόφοιτων, που επίσημα αναλαμβάνουν να "τηρούν την τάξη" στο κολλέγιο και έχουν απόλυτο δικαίωμα σε κάθε λογής καψόνια, ακόμα και σε σωματική τιμωρία (μαστίγωμα κλπ.) όσων "παραστρατούν". Πρόκειται για υπερσυντηρητικούς νεαρούς, πιθανόν από καλές οικογένειες, που είναι πραγματικά "βασιλικότεροι του βασιλέως".
Το παράδοξο στην ταινία είναι ότι ενώ προχωρά κανονικά, ρεαλιστιά μέχρι περίπου τα δύο τρίτα, σχετικά ξαφνικά αρχίζει να γίνεται έντονα συμβολική και αλληγορική, συχνά δε απόλυτα σουρεαλιστική. Στο τέλος η εξέγερση των μαθητών (κάποιων μαθητών για να είμαστε ακριβείς) μετατρέπεται σε αληθινό πόλεμο, με πολυβόλα, τανκς, βόμβες, πλήρεις στρατιωτικές στολές κλπ. Όλη αυτή η αρκετά απότομη εξέλιξη βέβαια δεν παύει να είναι πολύ δυνατή, όπως όλο σχεδόν το φιλμ, πλην όμως τη βρήκα κάπως ξεκάρφωτη και απότομη, δίχως προετοιμασία.
Θεωρώ αρκετά από τα στοιχεία της ταινίας ξεπερασμένα σήμερα. Δεν νομίζω ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στη Βρετανία είναι πλέον τόσο καταπιεστικό (αλλιώς θα είχαμε όντως νεκρούς). Πέραν αυτού είναι επικεντρωμένο ακριβώς στο βρετανικό σύστημα. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ας πούμε, δεν υπάρχουν τέτοια βιώματα και πρακτικές (ή τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό). Ωστόσο δεν παύει να είναι ένα κλασικό προϊόν της επαναστατημένης δεκαετίας του 60 και να αποτελεί - παρά τα κατά τη γνώμη μου αρκετά προβλήματα - μια εμβληματική ταινία για τη νεανική επαναστατικότητα. Γι' αυτό, και για τον φευγάτο σουρεαλισμό του, αξίζει να το δείτε.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker