Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2022

"NASHVILLE" Ή ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΧΑΟΣ

 


Το 1975 ο Robert Altman (1925-2006) γυρίζει το σχεδόν τρίωρης διάρκειας "Nashville", αναφορά βεβαίως στη θρυλική πόλη - πρωτεύουσα της κάντρι. Εδώ δοκιμάζει για πρώτη φορά αυτό που πολύ αργότερα θα έκανε στα "Στιγμιότυπα" και άλλα φιλμ του: Τις πολλές, άσχετες μεταξύ τους, πλην όμως διαπλεκόμενες ιστορίες. Επίσης το πλήθος των μεγάλων ονομάτων που εμφανίζονται, κάποιοι σε μικρούς ρόλους (πολλοί υπήρξαν μεγάλοι σταρ των 70ς και 80ς): Κιθ Καραντάιν, Κάρεν Μπλακ, Σέλι Ντιβάλ, Νεντ Μπίτι, Τζεραλντίν Τσάπλιν, Λίλι Τόμλιν, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Έλιοτ Γκουλντ, Τζούλι Κρίστι κ.α.).

Στο Νάσβιλ διαδραματίζονται ταυτόχρονα πολλές ιστορίες. Οι περισσότερες απ' αυτές έχουν επίκεντρο την κάντρι, καθώς η πόλη είναι η κοιτίδα της: Διάσημοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες, wanabe σταρς, καμαρίνια, παρασκήνια και συναυλίες, αλλά και οι προσωπικές ζωές όλων αυτών, οι έρωτες, οι καταρρεύσεις και οι υστερίες τους, οι απιστίες και οι σχέσεις με μάνατζερς και κοινό... Και όχι μόνο: Ένας image maker  ενός πολιτικού, ο οποίος κατεβαίνει ως ανεξάρτητος πρόεδρος των ΗΠΑ, μπαινοβγαίνει στο σκηνικό, κλείνει συναυλίες υπέρ του υποψήφιου και αρθρώνει έναν πολιτικό λόγο που κινείται ανάμεσα στην ανατροπή του κατεστημένου και το... κιτς. Οι περισσότεροι από τους ήρωες θα συναντηθούν προς το τέλος σε μια μεγάλη συναυλία με απρόσμενη κατάληξη.

Ο Altman αγαπούσε την κάντρι. Αυτό φαίνεται καθαρά και, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, η ταινία είναι ένα μεγάλο αφιέρωμα σ' αυτή. Εδώ καταφέρνει να την αναμείξει με το γενικότερο κλίμα της Αμερικής της εποχής, την πολιτική, τον τρόπο σκέψης, την αισθητική (ή μη αισθητική αν θέλετε). Φυσικά τα τραγούδια του αποκλειστικά αμερικάνικου αυτού είδους κυριαρχούν (αν λοιπόν απεχθάνεστε την κάντρι, εγώ σας προειδοποίησα). Υπάρχουν πάνω από 30 (!) χαρακτήρες, αλλά νομίζω ότι καταφέρνει να σκιαγραφήσει αδρά όλους τους, ώστε να συμπάσχουμε μαζί τους και να παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις ιστορίες τους.

 Η ταινία, με τη μεγάλη διάρκεια και το χάος της, άλλους κουράζει κι άλλους κάνει να μιλούν για αριστούργημα. Προσωπικά μου αρέσει πολύ (δίχως όμως να τη θεωρώ και αριστούργημα). Διαλέγετε και παίρνετε. Σίγουρα πάντως πρόκειται για σημαντικό φιλμ.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2014

ΣΤΟΝ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ "BREWSTER McCLOUD"

Το 1970, τη χρονιά δηλαδή που έκανε το "MASH", ο Robert Altman (1925-2006) γυρίζει μια από τις πλέον παράδοξες και σουρεαλστικές ταινίες του, το για πολλούς cult "Brester McCloud".
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το τι συμβαίνει εκεί (και τι δεν συμβαίνει !). Ο ομώνυμος κεντρικός χαρακτήρας είναι ένα αγόρι με εμμονή με την πτήση. Προσπαθεί, απομονωμένος στο εσωτερικό ενός αστεροσκοπείου, να φτιάξει μια μηχανή πτήσης, κάτι σαν γιγάντια μηχανικά φτερά που θα προσαρμοστούν πάνω του, παραμένοντας παρθένος για να είναι ολότελα δοσμένος στο σκοπό του. Με μυστηριώδη τρόπο δίπλα του βρίσκεται μια όμορφη, μεγαλύτερή του γυναίκα, η οποία τον προστατεύει ως από μηχανής θεός από τον κάθε κακό που συναντά στη ζωή του ο ήρωας, καθώς αλλάζει κάθε λίγο επάγγελμα (σκοτώνοντάς τους μάλιστα). Η κορύφωση, μετά από πάμπολλα σουρεαλιστικά συμβάντα, θα έρθει όταν θα φτάσει η μεγάλη μέρα και ο ήρωας θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του σε ένα κατάμεστο γήπεδο. Στο μεταξύ η εμμονή με τα πουλιά ξεχειλίζει - άλλωστε ο αμίμητος καθηγητής που εμφανίζεται εμβόλιμα μιλά γι' αυτά, μεταμορφώνεται βαθμιαία ο ίδιος σε πουλί...
Πρόκειται για μια απόλυτα αναρχική σάτιρα της Αμερικής της εποχής (60ς - αρχές 70ς). Πολιτικοί, μπάτσοι, κακοί εργοδότες, άπληστοι ζάπλουτοι γέροι και διάφοροι άλλοι γελοία αρνητικοί τύποι παρελαύνουν από το χαώδες αυτό φιλμ, το οποίο θα καταλήξει σε μια αναπάντεχα μεταφυσική νότα. Αλληγορία της μυθικής ιστορίας του Ίκαρου, ωδή στον πόθο για απόλυτη ελευθερία, μαύρη κωμωδία, η γκροτέσκα αυτή ταινία αντανακλά απόλυτα και φέρει ανεξίτηλα την σφραγίδα των τρελών 60ς και των χαμένων ονείρων τους (είχε γίνει νομίζω ήδη αντιληπτό ότι τα όνειρα αυτά είχαν ήδη ξεθωριάσει κάτω από την αμείλικτη πίεση της πραγματικότητας). Ταυτόχρονα ωστόσο θα την χαρακτήριζα βαρυφορτωμένη, με αρκετές "κοιλιές" και με όλη αυτή τη χαρακτηριστικά χαώδη ατμόσφαιρα που θα κάνει νομίζω αρκετούς θεατές να κουραστούν (τα αυτοκινητοκυνηγητά εναλλάσονται με το μεταφυσικό, τα αγνά όνειρα με γκροτέσκους θανάτους κ.ο.κ.) . Ίσως όμως όλο αυτό το συνονθύλευμα είναι που κάνει cult το φιλμ, το οποίο, παρά τα εμφανή σήμερα μειονεκτήματά του και το (πιθανόν) ξεπερασμένο του στιλ, αξίζει πραγματικά να ανακαλυφτεί από όσους το αγνοούν, ως μία από τις πλέον χαρακτηριστικές κινηματογραφικές παραδοξότητες.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2014

ΖΑΡΙΑ, ΠΟΚΕΡ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΥ

Θεωρώ τον Robert Altman μεγάλο, αλλά άνισο σκηνοθέτη, ικανό για θαυμάσια, αλλά και για βαρετά "προϊόντα". Νομίζω ότι αυτό συνέβαινε ακόμα και στη χρυσή γι' αυτόν δεκαετία του 70, όπου έκανε τόσες εξαιρετικές ταινίες. Το "Ζάρια, Πόκερ και Κάτι Άλλο" (California Split) του 1974, για παράδειγμα, δεν ανήκει στις ταινίες του που αγαπώ.
Ο Altman σε πολλά από τα φιλμ του ανέπτυξε ένα παράξενο, προσωπικό στιλ, με ιστορίες που απλά συμβαίνουν από εδώ κι από εκεί, μερικές φορές συναντιούνται, μερικές όχι, συνήθως δίχως καρυφώσεις, ακόμα και δίχως συγκεκριμένο στόρι, δίχως σασπένς, με τους ηθοποιούς συχνά να αυτοσχεδιάζουν. Υπάρχει δηλαδή μια ρευστή ατμόσφαιρα, η οποια περιγράφει μια κατάσταση. Όπως συχνά συμβαίνει στην αληθινή ζωή δηλαδή. Αυτό το στιλ μερικές φορές έδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα. Στην περίπτωση της ταινίας που εξετάζουμε όμως προσωπικά με κούρασε αρκετά.
Η ταινία παρακολουθεί τον "βίο και την πολιτεία" δύο αθεράπευτων, κολλητών τζογαδόρων με διαφορετικούς χαρακτήρες. Αγχώδης και σοβαρός ο ένας, αλέγκρος, χαβαλετζής και "έξω καρδιά" ο άλλος (πολύ καλοί οι Τζορτζ Σίγκαλ και Έλιοτ Γκουλντ αντίστοιχα). Δίχως συγκεκριμένη ιστορία, το φιλμ τους παρακολουθεί να περιφέρονται από καζίνο σε καζίνο, από χαρτοπαικτική λέσχη σε χαρτοπαικτική λέσχη, ρίχνει ματιές στην καθημερινή ζωή τους και στις σχέσεις τους με τις γυναίκες, τους "βλέπει" ενώ ληστεύονται από αλήτες και, τελικά, επικεντρώνεται σε ένα απελπισμένο παιχνίδι ρουλέτας, όπου κυριολεκτικά θα τα παίξουν όλα για όλα.
Ναι, η ταινία καταγράφει τον "'αρρωστο" ψυχισμό του παθιασμένου τζογαδόρου, που του είναι αδύνατο να ξεφύγει από το πάθος του, έχει χιούμορ (είναι είδος κωμωδίας άλλωστε), καταγράφει τον τρόπο ζωής των ηρώων της, ανήκει γενικά στο "buddy movie", αλλά όλη αυτή η περιπλάνηση και η ουσιαστική έλλειψη πλοκής, όλος αυτός ο εγκλεισμός σε καζίνα και λέσχες - όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της - ομολογώ ότι με έκανε να βαρεθώ αρκετά και να νομίσω ότι τα 108 λεπτά της ήταν πολύ περισσότερα. Το συνιστώ στους φανατικούς του σημαντικού αυτού σκηνοθέτη, όχι όμως και στους "ανυποψίαστους".

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιουλίου 08, 2010

"Ο ΠΑΙΚΤΗΣ" ΚΑΙ ΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ


"Ο Παίκτης" (The Player) που γύρισε ο Robert Altman (1925-2006) το 1992, είναι για μένα μια από τις καλύτερες ταινίες του και μια από τις καλύτερες των 90ς γενικότερα, ενώ συγχρόνως αποτελεί και ένα κινηματογραφικό παράδοξο. Ποτέ κάποιος αμερικάνος, και μάλιστα αρκετές φορές χολιγουντιανός σκηνοθέτης, δεν έκανε μια τόσο άμεση, σαρκαστική επίθεση στο ίδιο το Χόλιγουντ και την κινηματογραφική βιομηχανία. Ο Altman δεν αφήνει κυριολεκτικά τίποτα όρθιο στην ταινία του. Κι όταν τελειώσει, το μόνο που μένει στο θεατή είναι μια γεύση αηδίας για τις αληθινές συνθήκες σ' αυτόν τον ηθικό βόθρο που λέγεται Χόλιγουντ (και μη παρεξηγείτε τα λεγόμενά μου. Το ότι είναι βόθρος, δεν σημαίνει ότι παύουμε να αγαπάμε αρκετά από τα προϊόντα του).
Όλα αυτά τα κάνει ο Altman χρησιμοποιώντας και αρκετό χιούμορ, οπότε μη νομίσετε ότι το φιλμ είναι μια σοβαροφανής, στυγνή καταγγελία. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Ο ήρωάς του, ο Τιμ Ρόμπινς, είναι αυτός που αποφασίζει ποιες ταινίες θα γυρίσει και ποιες όχι η μεγάλη κινηματογραφική εταιρία στην οποία είναι σούπερ στέλεχος. Ακούει λοιπόν καθημερινά δεκάδες υποψήφια σενάρια και αποφασίζει, πάντοτε φυσικά με μοναδικό γνώμονα το αν το φιλμ θα φέρει κέρδος ή όχι και πάντοτε ακολουθώντας δοκιμασμένες συνταγές. Φυσικά πολλοί τον μισούν, αφού απορρίπτει πλήθος σεναρίων. Κι όταν κάποιος αρχίζει να τον απειλεί, το πανηγύρι αρχίζει.
Ο ήρωάς του Altman είναι ένα αληθινό κάθαρμα. Ένας γλοιώδης, υποκριτικός γιάπης, που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Ένας καρχαρίας ανάμεσα σε καρχαρίες, αφού και τα κάθε λογής πισώπλατα μαχαιρώματα μεταξύ high συναδέλφων κάθε άλλο παρά λείπουν. Κάποτε θα φτάσει μέχρι το έγκλημα. Από εκεί και πέρα, σε μια από τις καυστικότερες ματιές που έριξε ποτέ σκηνοθέτης στην αμερικάνικη κοινωνία, SPOILER SPOILER θα παρακολουθήσουμε όλες τις συγκυρίες που συντελούν στο να μείνει ατιμώρητος κι όλα θα τελειώσουν με ένα εμφανέστατα ειρωνικό χάπι εντ. Ποτέ πριν, νομίζω, ένα χάπι εντ δεν αποτέλεσε τόσο γροθιά στα μούτρα του συστήματος ΤΕΛΟΣ SPOILER. Και, ταυτόχρονα, η ταινία είναι μια καυστικότατη ματιά στον κόσμο και τη νοοτροπία των γιάπηδων εν γένει.
Το άλλο στοιχείο, που κάνει το φιλμ απόλυτα cult, είναι οι δεκάδες (πολλές δεκάδες) σούπερ σταρ, σκηνοθέτες και άλλοι παράγοντες του Χόλιγουντ που κάνουν σύντομα περάσματα, μερικές φορές απλώς φαίνονται στο πλάνο, παίζοντας τον εαυτό τους. Η Τζούλια Ρόμπερτς είναι η Τζούλια Ρόμπερτς, ο Μπρους Γουίλις ο Μπρους Γουίλις κλπ. Αξίζει τον κόπο να δείτε δεύτερη φορά το φιλμ, σταματώντας όπου υπάρχουν άνθρωποι εκτός των πρωταγωνιστών στο πλάνο, και να αναγνωρίζετε πρόσωπα. Είναι πραγματικά απίστευτο. Ο Altman ήταν ένα πολύ σεβαστό πρόσωπο - ίσως επειδή παρέμενε πάντοτε με το ένα πόδι ανεξάρτητος - και, προφανώς, όλοι, ακόμα και οι σούπερ σταρς, δέχτηκαν να κάνουν ένα πέρασμα (αφιλοκερδώς υποθέτω). Οι λεκτικές αναφορές σε άλλους τόσους σταρ και σκηνοθέτες είναι επίσης άπειρες, ενώ το πρωτοφανές αυτό όργιο κινηματογραφικών αναφορών συνεχίζεται και σε "δεύτερο πλάνο" με τις αφίσες παλιών χολιγουντιανών επιτυχιών που εμφανίζονται παντού, σχολιάζοντας κατά κάποιον τρόπο με τους τίτλους τους τα δρώμενα. Έτσι η αυτοαναφορικότητα και η κινηματογραφοφιλία γίνονται ο άλλος βασικός άξονας της ταινίας.
Και βέβαια, προκύπτει αβίαστα το ερώτημα: Μα καλά, δεν αυτοαναιρείται το φιλμ όταν μας δείχνει ένα αληθινά βρώμικο, υποκριτικό, ψεύτικο Χόλιγουντ, που έχει τεράστια σχέση με επενδύσεις, αλλά καμία με τέχνη, τη στιγμή που το ίδιο αυτό Χόλιγουντ επέτρεψε να γυριστεί στους κόλπους του μια τέτοια ταινία, που, κυριολεκτικά, το χέζει πατόκορφα; Αυτό παραμένει και για μένα ένα μυστήριο. Πάντοτε βέβαια η καρδιά της βιομηχανίας του θεάματος άφηνε μικρά παραθυράκια για πολύ τολμηρά (σε διάφορα επίπεδα) φιλμ. Αλλά τόσο πολύ, τόση κοροϊδία στο ίδιο το σύστημα που παράγει τις mainstream ταινίες, τόση κατάδειξη των όσων κρύβονται κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια, μάλλον δεν έχει ξαναγίνει. Δεν ξέρω. Ίσως, μια που οι ιθύνοντες εκεί φαίνεται να πιστεύουν ότι πρακτικά η τέχνη είναι ακίνδυνη, να αφήνουν να γυριστούν τέτοιες ταινίες για να μπορούν να λένε μετά :"Κοιτάξτε πόσο δημοκρατικοί είμαστε!"
Τέλος πάντων, όποια κι αν είναι η απάντηση, θεωρώ τον "Παίκτη" αριστούργημα. Όχι μόνο για την ιδιοφυή του ιστορία, όχι μόνο για τον απίστευτο κυνισμό και σαρκασμό του, όχι μόνο για το πανταχού παρόν σινεφίλ, αυτοαναφορικό στοιχείο, αλλά και γιατί παρακολουθείται νομίζω με απόλαυση από την αρχή ως το τέλος. Ε, μετά σε πιάνει και η ακατάσχετη επιθυμία να βάλεις καμιά βόμβα σε κανένα στούντιο...

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Μαΐου 12, 2010

Ο ΜΠΟΥΦΑΛΟ ΜΠΙΛ Ή ΠΏΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ


Ο Robert Altman (1925-2006) είναι ένας σημαντικός αμερικανός σκηνοθέτης, πάντοτε όμως έβρισκα το έργο του άνισο. Έτσι υπάρχουν ταινίες του που αγαπώ και άλλες που βαριέμαι. Στη δεύτερη, φοβάμαι, κατηγορία ανήκει το "Buffalo Bill and the Indians" του 1976.
Το περίεργο είναι ότι αυτό που θέλει να κάνει εδώ ο Altman είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και προσωπικά συμφωνώ απόλυτα με την οπτική του. Παρ' όλα αυτά είδα την ταινία δύσκολα. Ήταν σα να "μην τραβούσε", κοινώς με κούρασε αρκετά.
Ας δούμε όμως το ενδιαφέρον σημείο της: Όπως καταλάβατε από τον τίτλο, κύριο πρόσωπο είναι ο Μπούφαλο Μπιλ, ένας από τους ήρωες του Φαρ Ουέστ. Αυτό που ίσως δεν ξέρετε είναι ότι στην πραγματικότητα ο Μπιλ Κόντι, όπως ήταν το αληθινό του όνομα, καθόλου ήρωας δεν ήταν. Υπήρξε απλώς ένας καλός κυνηγός, που είχε εξοντώσει εκατοντάδες βίσωνες, και κάποια στιγμή σκέφτηκε (αφού βοηθούσε και η ωραία του εμφάνιση) να κάνει τον εαυτό του - και ολόκληρο τον μύθο της Άγριας Δύσης - ένα μεγάλο σόου. Και αυτό ακριβώς έκανε. Δημιούργησε έναν θίασο από καουμπόιδες, ινδιάνους, παλιούς στρατιώτες, βίσωνες και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε που να σχετίζεται με το Ουέστ, περιόδευε μ' αυτόν την Αμερική αναπαριστώντας σκηνές από τη ζωή και τις περιπέτειες των μυθικών πιονιέρων, και πολύ σύντομα έγινε πλούσιος και διάσημος. Η μεγάλη στιγμή στην καριέρα του φτάνει όταν προσλαμβάνει τον ινδιάνο αρχηγό μιας φυλής των Σιου Καθιστό Ταύρο, διάσημο ήδη αφού ήταν ο άνθρωπος που σκότωσε τον θρυλικό στρατηγό Κάστερ, ο οποίος εμφανίζεται στις παραστάσεις του (ο ινδιάνος, όχι ο μακαρίτης Κάστερ) παίζοντας τον εαυτό του.
Με όλα αυτά τα πραγματικά γεγονότα στα χέρια του, ο Altman βρίσκει την ευκαιρία να σαρκάσει όλη την ιστορία της χώρας του, να δείξει πόσο ψεύτικοι και κούφιοι είναι οι μύθοι που την έθρεψαν, να υπενθυμίσει για μια ακόμα φορά ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές, αλλά και να καταδείξει τη δύναμη του θεάματος να δημιουργεί μύθους, οι οποίοι συνήθως είναι ψευδείς. Ταυτόχρονα ενδιαφέρεται για την κατάντια πρώην σημαντικών ανθρώπων, και κυρίως των ινδιάνων, που "ξεπουλιούνται" για τα λεφτά, δεχόμενοι να γίνουν μέρος ενός φτηνού θεάματος. Κυρίως όμως ενδιαφέρεται για την τραγική μοίρα των ινδιάνων και υπενθυμίζει την φριχτή τους εξόντωση από τους αδίστακτους λευκούς άποικους - των οποίων φυσικά δεν παραλείπει να τονίσει το ρατσισμό και την άνευ όρων παράδοση στο πάσει θυσία κέρδος. Και δεν διστάζει να δείξει σαν αλαζόνα, ανόητο και σκληρό τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Κλίβελαντ. Έτσι, με τολμηρό τρόπο, τινάζει στον αέρα τα θεμέλια της ιστορίας της χώρα του, θυμίζοντας με κάθε τρόπο πόσο κατασκευασμένα είναι αυτά και πόσο στηρίζονται στην πραγματικότητα σε ένα μαζικό έγκλημα και στο σφετερισμό της γης από τους αρχικούς κατοίκους της. Οι ινδιάνοι εξ άλλου, στην τελευταί καλή σκηνή της ταινίας, παρουσιάζονται ως οι τύψεις της Αμερικής, αυτοί που για πάντα θα στοιχειώνουν τον ύπνο των περισσότερο βάρβαρων σε τελική ανάλυση νικητών.
Κρίμα που όλα αυτά τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμβαίνουν με τόσο αργό, στατικό θα έλεγα και, τελικά, βαρετό για μένα τουλάχιστον τρόπο. Νομίζω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κλασική περίπτωση καλών, ανατρεπτικών και πολύ τολμηρών προθέσεων και μέτριου αποτελέσματος. Και να σκεφτείτε ότι παίζει και ένα πλούσιο καστ: Από τον Πολ Νιούμαν και τον Μπαρτ Λάνκαστερ μέχρι τη Τζεραλντίν Τσάπλιν και τον νεαρό τότε Χάρβεϊ Καϊτέλ...

Ετικέτες ,

Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2009

ΤΡΕΙΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ


Οι "Τρεις Γυναίκες", που γύρισε ο Robert Altman (1925-2006) το 1977, είναι μια από τις πιο παράξενες, αλλά και όμορφες κατά τη γνώμη μου, ταινίες του. Δεν ανήκει στο χώρο του φανταστικού κινηματογράφου, αλλά είναι τόσο παράδοξο και απόκοσμο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει. Είναι ρεαλιστικό, με την έννοια ότι τίποτα το φανταστικό δεν συμβαίνει, αλλά δεν το λες και ρεαλισμό αυτό.
Η ταινία φτιάχνει τα πορτρέτα τριών πολύ διαφορετικών γυναικών - αν και έχουν κάτι κοινό. Η μία (Σίσυ Σπέισεκ), μικρή, άβγαλτη, δειλή, ψάχνει για ανθρώπινη επαφή, αλλά δεν τη βρίσκει. Λίγο "αλλού", φευγάτη, προσκολλημένη θαρρείς στην παιδική ηλικία, αρπάζεται κυριολεκτικά από την πρώτη που θα της μιλήσει στη νέα της δουλειά με ένα πάθος για επαφή που αγγίζει τα όρια του ερωτικού. Η άλλη (Σέλεϊ Ντιβάλ), η μοναδική φίλη της προηγούμενης, είναι ακριβώς το αντίθετο. Εξωστρεφής, μιλά πολύ και μιλά με όλους, γελά, ακολουθεί τη μόδα, ψάχνει για φίλο. Το εξαιρετικό που συμβαίνει είναι ότι και οι δύο τόσο διαφορετικοί αυτοί χαρακτήρες είναι εξ ίσου μοναχικοί. Είναι σα να τις αγνοούν οι πάντες γύρω τους, δεν τις απαντάνε καν όταν μιλάνε, σα να είναι αόρατες. Η τρίτη γυναίκα, μια αμίλητη, αποτραβηγμένη ζωγράφος, κρατά το στόμα της ερμητικά κλειστό και ζωγραφίζει μεγάλες συνθέσεις σε πυθμένες από πισίνες, σε τοίχους, σε τσιμεντένια δάπεδα. Τα έργα της, απόκοσμα, αποτελούνται από πιθηκόμορφους ανθρώπους, με το αρσενικό πάντοτε κυρίαρχο και τρομαχτικό. Οι σχέσεις των παράξενων αυτών χαρακτήρων είναι και το θέμα του φιλμ.
Ερμητική μερικές φορές, ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες - ή σε καμία - η ταινία νομίζω ότι συγκλίνει σε ένα σημείο: Στην απόλυτα φεμινιστική ματιά, έστω κι αν έχει γίνει από έναν άντρα. Πράγματι, στον κόσμο της οι άντρες είναι ουσιαστικά απόντες: Άλλοτε μέθυσοι, ρηχοί, που ενδιαφέρονται μόνο για σεξ, άλλοτε ψυχροί και αμίλητοι, ασχολούνται μόνο με τα "αντρικά" σπορ τους (κούρσες με μηχανές, σκοποβολή κλπ.) και είναι παντελώς άχρηστοι για ουσιαστική επικοινωνία με τις γυναίκες, που διψούν για βαθύτερη επαφή. Η απαστράπτουσα, ηλιόλουστη Καλιφόρνια, δείχνεται εδώ απάνθρωπη, ψυχρή, δίχως καμιά ανθρώπινη ζεστασιά. Και το τέλος (που δεν θα σας αποκαλύψω φυσικά) προς εκεί δείχνει: Προς έναν απόλυτο θρίαμβο του φεμινισμού. Σα να επαγγέλεται μια νέα εποχή μητριαρχίας.
Πέρα από τις αναλύσεις όμως, το φιλμ ασκεί μια υπνωτική γοητεία πάνω μου. Οι απόμακρες ανθρώπινες συμπεριφορές, τα παράξενα έργα της ζωγράφου, η σχεδόν υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα, το κάνουν ένα από τα πιο αγαπημένα παράδοξα του δημιουργού του (και γενικότερα). Ακόμα κι αν δεν μπορέσετε να ερμηνεύσετε κάποια σημεία του, θα σας συμβούλευα να αφεθείτε στη γοητεία του.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

MASH: Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ


Η δεκαετία του 60 είχε μόλις τελειώσει, το κλίμα αμφισβήτησης όμως ήταν ακόμα ολοζώντανο. Έτσι, το 1970 ο Robert Altman (1925-2006) γυρίζει το MASH, μια από τις καυστικότερες σάτιρες ενάντια στον πόλεμο και τη στρατιωτική λογική που έγιναν ποτέ.
Παρά το ότι το Βιετνάμ αποτελούσε τότε το καυτότερο θέμα στην Αμερική (και σ' ολόκληρο ίσως τον κόσμο), διαλέγει να τοποθετήσει την ταινία του στον πόλεμο της Κορέας που είχε γίνει στη δεκαετία του 50 (μια ακόμα επέμβαση των αμερικάνων). Ήρωές του οι στρατιωτικοί γιατροί και νοσοκόμοι μιας μονάδας κοντά στο μέτωπο. Κι ενώ το μακελειό σχεδόν δίπλα τους συνεχίζεται ασταμάτητα, αυτοί το διασκεδάζουν με πλάκες, γκόμενες, τσιμπούσια, μεθύσια κι ό,τι άλλο θέλετε. Είναι σα να έχουν τόσο συνηθίσει τη σφαγή, που ο θάνατος δεν τους κάνει την παραμικρή εντύπωση. Σα να έχουν αναισθητοποιηθεί απόλυτα και τίποτα δεν μπορεί να τους αγγίξει.
Στην ταινία εναλλάσσονται οι αστείες καταστάσεις και οι ανατριχιαστικές σκηνές μέσα στα χειρουργεία, όπου οι καταματωμένοι γιατροί - στρατιώτες πετσοκόβουν, ακρωτηριάζουν, ράβουν τους τραυματίες. Αλλά και σ' αυτές τις φριχτές σκηνές κυριαρχεί ένα κατάμαυρο χιούμορ και γελάς, παρά το ότι πιθανόν να μην αντέχεις και πολύ αυτά που βλέπεις.
Αυτό που κάνει κυρίως το MASH είναι να αποηρωικοποιήσει με κάθε τρόπο τους "ήρωες" (υποτίθεται) του πολέμου. Η απόλυτη αδιαφορία των πάντων για το μακελειό λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά τους είναι χαρακτηριστική. Καθώς και η δηλωμένη με κάθε ευκαιρία πρόθεσή τους να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα και να λουφάρουν όσο το δυνατόν περισσότερο, αδιαφορώντας για τιμές, πατρίδες, ηρωισμούς και ό,τι άλλο μεγαλεπήβολο τέτοιο. Όταν κάποιος πιο φανατικός από αυτούς τους λέει: "Μα τι στρατιώτες είσαστε εσείς;", αυτοί απαντάνε αφοπλιστικότατα: "Μα ποιος είπε ότι είμαστε στρατιώτες; Γιατροί είμαστε που μας στείλανε με το ζόρι στον πόλεμο". Στην περίφημη αυτή μονάδα κάθε στρατόκαυλος, υπερπατριώτης ή υπερχριστιανός που φτάνει παίρνει σε λίγο καιρό πόδι, μερικές φορές μάλιστα με ζουρλομανδύα μετά από όλα όσα έχει υποστεί. Και, φυσικά, εκτός από τους φαντάρους, οι στρατηγοί και όλοι οι "πάνω" δεν παρουσιάζονται καθόλου καλύτεροι. Το αντίθετο μάλιστα.
Έτσι, εκτός του πολέμου, καυτηριάζεται η ίδια η στρατιωτική λογική της παράλογης υπακοής, της τυφλής ιεραρχίας, της άτεγκτης πειθαρχίας (η οποία στο περίφημο στρατόπεδο έχει πάει περίπατο). Αλλά ο Altman δεν διστάζει να προχωρήσει κι άλλο, κάνοντας πλάκα, για παράδειγμα, και με τη θρησκεία (απολαυστικότατη η σκηνή με την παρωδία του Μυστικού Δείπνου).
Πιστεύω ότι δύσκολα θα γυριζόταν σήμερα μια τόσο τολμηρή και αθυρόστομη ταινία. Αν δεν το έχετε δει, κάντε το. Νομίζω ότι και σήμερα παραμένει φρέσκια.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Μαΐου 12, 2006

A [COUNTRY] PRAIRIE [COUNTRY] HOME [COUNTRY] COMPANION


Φυσικά μιλώ για την τελευταία ταινία του Robert Altman A Prairie Home Copmanion, ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι 82 χρονών! Οπότε είμαι κάπως διατεθειμένος να του συγχωρήσω τον άπειρο συναισθηματισμό, τους τόνους νοσταλγίας, τη συγκίνηση που διατρέχει όλο το φιλμ. Όσο για την από-την-αρχή-μέχρι-το-τέλος κάντρι που ακούγεται και τραγουδιέται live, αυτό πια είναι θέμα γούστου. Αν σας αρέσει η μουσική αυτή, την έχετε κάνει λαχείο - και το σάουντρακ είναι απαραίτητο για σας. Αν πάλι τη μισείτε, πολύ απλά αλλάξτε ταινία.
Πάντως ο Altman έχει και στο παρελθόν (κάπου στα 70ς) ασχοληθεί με την κάντρι, στο φιλμ "Nashvill" (που δεν έχω δει). Προφανώς τον ενδιαφέρει το είδος - και βρίσκει και την ευκαιρία να βγάλει τη γεροντική του νοσταλγία.
Όλη η ταινία είναι ένα live ραδιοφωνικό σόου με πολλούς κάντρι μουσικούς, που μοιάζει να έχει ξεμείνει στην εποχή μας από τα 50ς. Παρακολουθούμε λοιπόν το τελευταίο show (όσα δηλαδή διαδραματίζονται επί σκηνής και όσα στα παρασκήνια), αφού κάποια εταιρία έχει αγοράσει τον σταθμό για να τον κάνει πάρκινγκ μετά από 30 αδιάκοπα χρόνια λειτουργίας. Το στοιχείο της συγκίνησης είναι προφανές, επιτείνεται μάλιστα από έναν θάνατο. Από εκεί και πέρα, αν δεν δακρύσετε, είναι πολύ πιθανόν να βαρεθείτε...
Στα συν το απίστευτο all stars cast (όπως συνηθίζει τα αρκετά τελευταία χρόνια ο σκηνοθέτης), που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων Μέριλ Στριπ, Τόμι Λι Τζόουνς, Κέβιν Κλάιν,Βιρζίνια Μάντσεν, Γούντι Χάρελσον κ.ά. Στα μείον, για μένα τουλάχιστον, ο άγγελος που περιφέρεται σε σκηνή και παρασκήνια, ορατός μόνον από λίγους, προσθέτοντας κι άλλο σιρόπι. Πολλά χαρτομάντηλα...

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker