ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΠΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝ ΑΚΟΜΑ
Το 1979 ο Νίκος Νικολαϊδης (1939-2007) γυρίζει τη δεύτερη ταινία του, που θα τον έκανε γνωστό και θα αποτελούσε την αφετηρία της cult για τα ελληνικά δεδομένα φήμης του. «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» έσκασαν σαν κεραυνός εν αιθρία στο άρτι μεταπολιτευτικό και πέρα για πέρα πολιτικοποιημένο ελληνικό σινεμά της εποχής και, βέβαια, δεν έμοιαζαν με τίποτα άλλο του τότε.
Εδώ ο σκηνοθέτης ξεδιπλώνει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα τις εμμονές του, που θα τον ακολουθούσαν σε όλο το υπόλοιπο έργο του (και που, βέβαια, είχαν φανεί από την προηγούμενη, πρώτη ταινία του, την «Ευριδίκη»): Εγκλεισμός σε σπίτι, νοσταλγία για τη δεκαετία του 50 και για τις εποχές που χάθηκαν γενικότερα, μαύρο χιούμορ και ενίοτε σουρεαλιστικές καταστάσεις, απίστευτες ατάκες, μπαρόκ ατμόσφαιρα… πολύ λιγότερο παρακμιακή πάντως απ’ όσο στα άλλα του φιλμ. Και μιλά βέβαια για τα πράγματα που πάντα τον ενδιέφεραν.
Κεντρικό μοτίβο αποτελεί η παλιά παρέα που, χρόνια μετά, ξαναμαζεύεται στο σπίτι ενός από τα μέλη της, που έχει μετατραπεί σε κάτι σαν σίριαλ κίλερ. Θυμούνται τα παλιά και ανάμεσα σε πλάκες, σεξ, ροκ εντ ρολ και ιστορίες του παρελθόντος, πασχίζουν να αναβιώσουν τη νιότη τους και τα όσα έκαναν τότε. Πράγματα και εποχές δηλαδή που, φευ, έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Η ταινία είναι πραγματικά πλημμυρισμένη από νοσταλγία για όσα έχουν φύγει. Μπορεί το πρόσχημα να είναι οι δεκαετίες του 50 και λιγότερο του 60 στην Αθήνα, και οι πάμπολλες αναφορές σ’ αυτές (βιώματα βέβαια του ίδιου του δημιουργού), ουσιαστικά όμως η νοσταλγία αυτή παίρνει πολύ γενικότερες νομίζω διαστάσεις, αφού τελικά πρόκειται για τη νοσταλγία όλων των ανθρώπων για τη νιότη που πέρασε δίχως δυνατότητα επιστροφής. Το στοιχείο αυτό τονίζεται ακόμα περισσότερο στο φιλμ, αφού όλα σχεδόν τα μέλη της παρέας «έχουν μείνει εκεί πίσω» και είναι απόλυτα απροσάρμοστες στο σήμερα προσωπικότητες, ένα σήμερα που γι' αυτούς μοιάζει κενό και αδύνατο να αποδεχτούν. Καλύτερα να πεθαίνει κανείς νέος, μοιάζει να λέει ο Νικολαϊδης. Αλλιώς, υπάρχει μονάχα η μελαγχολία και η νοσταλγία για όσα έφυγαν.
Το βαρύ, θανατερό ενίοτε κλίμα που επικρατεί, υπονομεύεται διαρκώς από το περίφημο χιούμορ (συχνά κατάμαυρο, όπως είπαμε στην αρχή) του σκηνοθέτη. Έτσι το φιλμ κυλά πολύ περισσότερο ευχάριστα απ’ όσο θα περίμενε κανείς από το θέμα του. Θέμα που, βέβαια, προηγείται χρονικά της πολύ γνωστής «Μεγάλης Ανατριχίλας» του Κάσνταν, που κάπως κινείται στα ίδια μοτίβα. Από την άλλη είναι και οι θανατερές ατάκες του Νικολαϊδη (θυμηθείτε το «Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις» που λέει ο Τζούμας σε μια νεκρή κοπέλα, ενώ θυμούνται παλιές φάσεις με τον Άλκη), που καταφέρνουν να απογειώσουν τα τόσο σκοτεινά θέματα που κυριαρχούν.
Η «Γλυκειά Συμμορία» είναι σίγουρα η γνωστότερη και πιο δημοφιλής ταινία του ιδιόρρυθμου δημιουργού. Ωστόσο στο προσωπικό μου πάνθεον η αγαπημένη είναι αυτά εδώ τα «Κουρέλια». Με έπιασε απόλυτα αυτό το πέρα για πέρα μελαγχολικό και νοσταλγικό κλίμα, αυτή η διαρκής αίσθηση ότι όσα αφήσαμε πίσω μας δεν θα ξανάρθουν ποτέ, αυτή η προσκόλληση (μέχρι παράνοιας βέβαια στο φιλμ) στην εφηβική – νεανική ηλικία. Όχι για τις συγκεκριμένες αναφορές και φάσεις, αφού δεν έζησα τη δεκαετία του 50, αλλά γενικότερα. Το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και η δυσκολία προσαρμογής στα διαρκώς καινούρια δεδομένα των ζωών μας δεν μπορεούν να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.
Εδώ ο σκηνοθέτης ξεδιπλώνει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα τις εμμονές του, που θα τον ακολουθούσαν σε όλο το υπόλοιπο έργο του (και που, βέβαια, είχαν φανεί από την προηγούμενη, πρώτη ταινία του, την «Ευριδίκη»): Εγκλεισμός σε σπίτι, νοσταλγία για τη δεκαετία του 50 και για τις εποχές που χάθηκαν γενικότερα, μαύρο χιούμορ και ενίοτε σουρεαλιστικές καταστάσεις, απίστευτες ατάκες, μπαρόκ ατμόσφαιρα… πολύ λιγότερο παρακμιακή πάντως απ’ όσο στα άλλα του φιλμ. Και μιλά βέβαια για τα πράγματα που πάντα τον ενδιέφεραν.
Κεντρικό μοτίβο αποτελεί η παλιά παρέα που, χρόνια μετά, ξαναμαζεύεται στο σπίτι ενός από τα μέλη της, που έχει μετατραπεί σε κάτι σαν σίριαλ κίλερ. Θυμούνται τα παλιά και ανάμεσα σε πλάκες, σεξ, ροκ εντ ρολ και ιστορίες του παρελθόντος, πασχίζουν να αναβιώσουν τη νιότη τους και τα όσα έκαναν τότε. Πράγματα και εποχές δηλαδή που, φευ, έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Η ταινία είναι πραγματικά πλημμυρισμένη από νοσταλγία για όσα έχουν φύγει. Μπορεί το πρόσχημα να είναι οι δεκαετίες του 50 και λιγότερο του 60 στην Αθήνα, και οι πάμπολλες αναφορές σ’ αυτές (βιώματα βέβαια του ίδιου του δημιουργού), ουσιαστικά όμως η νοσταλγία αυτή παίρνει πολύ γενικότερες νομίζω διαστάσεις, αφού τελικά πρόκειται για τη νοσταλγία όλων των ανθρώπων για τη νιότη που πέρασε δίχως δυνατότητα επιστροφής. Το στοιχείο αυτό τονίζεται ακόμα περισσότερο στο φιλμ, αφού όλα σχεδόν τα μέλη της παρέας «έχουν μείνει εκεί πίσω» και είναι απόλυτα απροσάρμοστες στο σήμερα προσωπικότητες, ένα σήμερα που γι' αυτούς μοιάζει κενό και αδύνατο να αποδεχτούν. Καλύτερα να πεθαίνει κανείς νέος, μοιάζει να λέει ο Νικολαϊδης. Αλλιώς, υπάρχει μονάχα η μελαγχολία και η νοσταλγία για όσα έφυγαν.
Το βαρύ, θανατερό ενίοτε κλίμα που επικρατεί, υπονομεύεται διαρκώς από το περίφημο χιούμορ (συχνά κατάμαυρο, όπως είπαμε στην αρχή) του σκηνοθέτη. Έτσι το φιλμ κυλά πολύ περισσότερο ευχάριστα απ’ όσο θα περίμενε κανείς από το θέμα του. Θέμα που, βέβαια, προηγείται χρονικά της πολύ γνωστής «Μεγάλης Ανατριχίλας» του Κάσνταν, που κάπως κινείται στα ίδια μοτίβα. Από την άλλη είναι και οι θανατερές ατάκες του Νικολαϊδη (θυμηθείτε το «Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις» που λέει ο Τζούμας σε μια νεκρή κοπέλα, ενώ θυμούνται παλιές φάσεις με τον Άλκη), που καταφέρνουν να απογειώσουν τα τόσο σκοτεινά θέματα που κυριαρχούν.
Η «Γλυκειά Συμμορία» είναι σίγουρα η γνωστότερη και πιο δημοφιλής ταινία του ιδιόρρυθμου δημιουργού. Ωστόσο στο προσωπικό μου πάνθεον η αγαπημένη είναι αυτά εδώ τα «Κουρέλια». Με έπιασε απόλυτα αυτό το πέρα για πέρα μελαγχολικό και νοσταλγικό κλίμα, αυτή η διαρκής αίσθηση ότι όσα αφήσαμε πίσω μας δεν θα ξανάρθουν ποτέ, αυτή η προσκόλληση (μέχρι παράνοιας βέβαια στο φιλμ) στην εφηβική – νεανική ηλικία. Όχι για τις συγκεκριμένες αναφορές και φάσεις, αφού δεν έζησα τη δεκαετία του 50, αλλά γενικότερα. Το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και η δυσκολία προσαρμογής στα διαρκώς καινούρια δεδομένα των ζωών μας δεν μπορεούν να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.
Ετικέτες «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979), Nikolaidis Nikos