Τρίτη, Ιουνίου 07, 2011

ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΠΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝ ΑΚΟΜΑ



Το 1979 ο Νίκος Νικολαϊδης (1939-2007) γυρίζει τη δεύτερη ταινία του, που θα τον έκανε γνωστό και θα αποτελούσε την αφετηρία της cult για τα ελληνικά δεδομένα φήμης του. «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» έσκασαν σαν κεραυνός εν αιθρία στο άρτι μεταπολιτευτικό και πέρα για πέρα πολιτικοποιημένο ελληνικό σινεμά της εποχής και, βέβαια, δεν έμοιαζαν με τίποτα άλλο του τότε.
Εδώ ο σκηνοθέτης ξεδιπλώνει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα τις εμμονές του, που θα τον ακολουθούσαν σε όλο το υπόλοιπο έργο του (και που, βέβαια, είχαν φανεί από την προηγούμενη, πρώτη ταινία του, την «Ευριδίκη»): Εγκλεισμός σε σπίτι, νοσταλγία για τη δεκαετία του 50 και για τις εποχές που χάθηκαν γενικότερα, μαύρο χιούμορ και ενίοτε σουρεαλιστικές καταστάσεις, απίστευτες ατάκες, μπαρόκ ατμόσφαιρα… πολύ λιγότερο παρακμιακή πάντως απ’ όσο στα άλλα του φιλμ. Και μιλά βέβαια για τα πράγματα που πάντα τον ενδιέφεραν.
Κεντρικό μοτίβο αποτελεί η παλιά παρέα που, χρόνια μετά, ξαναμαζεύεται στο σπίτι ενός από τα μέλη της, που έχει μετατραπεί σε κάτι σαν σίριαλ κίλερ. Θυμούνται τα παλιά και ανάμεσα σε πλάκες, σεξ, ροκ εντ ρολ και ιστορίες του παρελθόντος, πασχίζουν να αναβιώσουν τη νιότη τους και τα όσα έκαναν τότε. Πράγματα και εποχές δηλαδή που, φευ, έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Η ταινία είναι πραγματικά πλημμυρισμένη από νοσταλγία για όσα έχουν φύγει. Μπορεί το πρόσχημα να είναι οι δεκαετίες του 50 και λιγότερο του 60 στην Αθήνα, και οι πάμπολλες αναφορές σ’ αυτές (βιώματα βέβαια του ίδιου του δημιουργού), ουσιαστικά όμως η νοσταλγία αυτή παίρνει πολύ γενικότερες νομίζω διαστάσεις, αφού τελικά πρόκειται για τη νοσταλγία όλων των ανθρώπων για τη νιότη που πέρασε δίχως δυνατότητα επιστροφής. Το στοιχείο αυτό τονίζεται ακόμα περισσότερο στο φιλμ, αφού όλα σχεδόν τα μέλη της παρέας «έχουν μείνει εκεί πίσω» και είναι απόλυτα απροσάρμοστες στο σήμερα προσωπικότητες, ένα σήμερα που γι' αυτούς μοιάζει κενό και αδύνατο να αποδεχτούν. Καλύτερα να πεθαίνει κανείς νέος, μοιάζει να λέει ο Νικολαϊδης. Αλλιώς, υπάρχει μονάχα η μελαγχολία και η νοσταλγία για όσα έφυγαν.
Το βαρύ, θανατερό ενίοτε κλίμα που επικρατεί, υπονομεύεται διαρκώς από το περίφημο χιούμορ (συχνά κατάμαυρο, όπως είπαμε στην αρχή) του σκηνοθέτη. Έτσι το φιλμ κυλά πολύ περισσότερο ευχάριστα απ’ όσο θα περίμενε κανείς από το θέμα του. Θέμα που, βέβαια, προηγείται χρονικά της πολύ γνωστής «Μεγάλης Ανατριχίλας» του Κάσνταν, που κάπως κινείται στα ίδια μοτίβα. Από την άλλη είναι και οι θανατερές ατάκες του Νικολαϊδη (θυμηθείτε το «Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις» που λέει ο Τζούμας σε μια νεκρή κοπέλα, ενώ θυμούνται παλιές φάσεις με τον Άλκη), που καταφέρνουν να απογειώσουν τα τόσο σκοτεινά θέματα που κυριαρχούν.
Η «Γλυκειά Συμμορία» είναι σίγουρα η γνωστότερη και πιο δημοφιλής ταινία του ιδιόρρυθμου δημιουργού. Ωστόσο στο προσωπικό μου πάνθεον η αγαπημένη είναι αυτά εδώ τα «Κουρέλια». Με έπιασε απόλυτα αυτό το πέρα για πέρα μελαγχολικό και νοσταλγικό κλίμα, αυτή η διαρκής αίσθηση ότι όσα αφήσαμε πίσω μας δεν θα ξανάρθουν ποτέ, αυτή η προσκόλληση (μέχρι παράνοιας βέβαια στο φιλμ) στην εφηβική – νεανική ηλικία. Όχι για τις συγκεκριμένες αναφορές και φάσεις, αφού δεν έζησα τη δεκαετία του 50, αλλά γενικότερα. Το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και η δυσκολία προσαρμογής στα διαρκώς καινούρια δεδομένα των ζωών μας δεν μπορεούν να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2011

ΕΓΚΛΕΙΣΤΗ ΕΥΡΙΔΙΚΗ



Βρισκόμαστε στα 1975 όταν ο Νίκος Νικολαϊδης (1939-2007) κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, την "Ευριδίκη ΒΑ2037", ένα πειραματικό φιλμ που βλέπεται μάλλον δύσκολα. Κι όμως, από τότε έβγαζε στο πανί τις χαρακτηριστικές του εμμονές, το προσωπικό του στιλ, την μόνιμη κλειστοφοβική και παρακμιακή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο έργο του.
Η Ευριδίκη είναι μια γυναίκα κλεισμένη σε ένα σπίτι. Οι εκδοχές είναι πολλές, ποτέ όμως δεν θα μάθουμε ποια είναι η αληθινή (αν υπάρχει). Τι συμβαίνει στον έξω κόσμο; Κάποιος πόλεμος, μια εισβολή, μια επιδημία; Ή όλα αυτά βρίσκονται μόνο στο σίγουρα όχι και τόσο ισορροπημένο μυαλό της έγκλειστης γυναίκας; Ως άλλη ηρωίδα του "Περιμένοντας τον Γκοντό" η Ευριδίκη περιμένει "να έλθει το φορτηγό για την πάει αλλού", να μετακομίσει από το σπίτι όπου είναι κλεισμένη. Αυτό όμως, παρά τις τηλεφωνικές υποσχέσεις, δεν φτάνει ποτέ.
Τα στοιχεία που κάνουν τόσο αναγνωρίσιμο το έργο του σκηνοθέτη βρίσκονται κιόλας - τα περισσότερα - εδώ. Ο εγκλεισμός σε ένα σπίτι, σταθερό μοτίβο των ταινιών του. Η μπαρόκ και συγχρόνως έντονα παρακμιακή ατμόσφαιρα (που κορυφώνεται στο Singapore Sling). Οι παλιές μουσικές. Η εκτός οποιουδήποτε γνωστού τόπου ή χρόνου τοποθέτηση των όσων διαδραματίζονται (όπως στα "Zero Years" ή στην "Πρωινή Περίπολο") και άλλα πολλά.
Τίποτα δεν εξηγείται στο φιλμ. Τι ειναι ο παράξενος άντρας - εραστής - παλιός γνωστός (;) που εμφανίζεται στην αρχή και στο τέλος; Τι συμβαίνει εκεί έξω και γιατί επαναλαμβάνεται η μοναδική εξωτερική σκηνή, αυτή με τα πτώματα; Τι είναι αυτοί που πολιορκούν το σπίτι προσπαθώντας να μπουν; Ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα (νεκρή σίγουρα) που εμφανίζεται σε μια σκηνή; Ή μήπως τα πάντα είναι γεννήματα ενός διαταραγμένου μυαλού;
Η βαθμιαία φθορά των πάντων, η μόνιμη, κυρίαρχη ακαταστασία που εντείνει την ανησυχητική ατμόσφαιρα, η σεξουαλική στέρηση, η πείνα, το όλο κλίμα, παραπέμπουν στην "Αποστροφή" του Πολάνσκι, που φαντάζομαι ότι θα είχε επηρεάσει τον έλληνα δημιουργό. Όπως και η νωπή ακόμα ατμόσφαιρα της χούντας (τα εμβατήρια στο ραδιόφωνο, οι πυροβολισμοί, ο ήχος από οχήματα (τάνκς μήπως;) που ακούγεται τακτικά). Κάποιες σκηνές παραπέμπουν σε ταινία τρόμου, ενώ η ασπρόμαυρη φωτογραφία κάνει ακόμα πιο καταθλιπτικό το όλο κλίμα. Το όνομα της ηρωίδας επίσης θυμίζει την μυθική Ευριδίκη που, έγκλειστη στον Άδη, όπως και η γυναίκα του φιλμ στην προσωπική της κόλαση, περιμένει τον Ορφέα που θα τη σώσει, που θα την πάρει από εκεί. Εσείς μπορείτε να κάνετε όσες άλλες σκέψεις και συνειρμούς θέλετε. Το φιλμ είναι ανοιχτό.
Σας είπα από την αρχή ότι πρόκειται για πειραματικό, έντονα κλειστοφοβικό φιλμ, άρα είναι κι αυτό (όπως και το "Singapore..." για άλλους λόγους) για λίγους. Όσοι όμως ενδιαφέρονται για τον πιο στιλάτο ίσως έλληνα σκηνοθέτη, ανακαλύπτοντας στο ντεμπούτο αυτό τη γνώριμή του ατμόσφαιρα, δεν μπορούν παρά να θαυμάσουν αν μη τι άλλο την απόλυτη συνέπειά του. Έχει ειπωθεί ότι πολλοί δημιουργοί (και πολύ μεγάλοι μάλιστα) γυρίζουν σ' όλη τους τη ζωή την ίδια ταινία. Ο Νικολαϊδης είναι νομίζω ένας απ' αυτούς.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2011

SINGAPORE SLING ΒΟΥΤΗΓΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ


Ο Νίκος Νικολαϊδης (1939-2007) γυρίζει το "Singapore Sling" το 1990, υπογράφοντας έτσι την πιο ακραία κατά τη γνώμη μου ελληνική ταινία όλων των εποχών. Σαδομαζοχιστικό, απόλυτα παρακμιακό, σπλατεροειδές νουάρ, έχει αναγκάσει πολλούς θεατές να φύγουν από τη μέση, μην αντέχοντας την αρρώστια και τις απωθητικές σκηνές του.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ουσιαστικά η ταινία στερείται σεναρίου - ή μάλλον ξεκάθαρου σεναρίου. Όλα (σίγουρα συνειδητά) μένουν ανοιχτά: Είναι η κοπέλα η Λάουρα που αναζητά απεγνωσμένα ο ήρωας; Πρόκειται για μάνα και κόρη ή άλλη είναι η σχέση τους; Υπάρχει κάποιος πατέρας νεκρός ή ζωντανός ή, πάλι, "ζωντανός"; Τίποτα δεν ξεκαθαρίζεται, τίποτα δεν απαντάται. Μένει μόνο ένα παιχνίδι λαγνείας ανακατωμένο με αίμα, αηδία, σαδομαζοχισμό, παράνοια και αυτοκαταστροφικότητα.
Τι είναι λοιπόν τελικά το "S.S"; Νομίζω ότι πρόκειται για μια καταγραφή, μια τολμηρότατη έκθεση στο φως όλων των εμμονών και των κρυφών ή φανερών, απαγορευμένων ή μη, επιθυμιών του δημιουργού του. Οι μόνιμη αγάπη του, το φιλμ νουάρ, αποτελεί τον καμβά, το φόντο της όλης ιστορίας. Η ταινία φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα: Ντετέκτιβ με καπαρντίνα και όπλο, μόνιμα νυχτερινά, βροχερά πλάνα, αφήγηση off σε πρώτο πρόσωπο, ασπρόμαυρη φωτογραφία, μοιραία γυναίκα που αναζητά ο ήρωας. Από την άλλη η μόνιμα παρακμιακή ατμόσφαιρα του Νικολαϊδη, αυτή που συναντάμε στα "Κουρέλια" και τη "Γλυκειά Συμμορία", εδώ όμως οδηγημένη στα απώτατα όριά της, με το πρωταγωνιστικό τρίο να επιδίδεται σε κάθε λογής διαστροφή. Και μαζί, πλήθος άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του σκοτεινού του κόσμου: Η απομόνωση - εγκλεισμός σε ένα σπίτι, το μπαρόκ, αλλά και "σάπιο" συγχρόνως ντεκόρ, μια μεγάλη γκάμα ερωτικών φαντασιώσεων, συχνά απωθητικότατων, που αγγίζουν τα όρια της πορνογραφίας, το αίμα, οι παλιές μουσικές, η τρέλα και η παράνοια των ηρώων, η αυτοκαταστροφικότητα κι άλλα πολλά που ίσως εντοπίσει ο κάθε θεατής. Ο σκηνοθέτης βγάζει στο φως τις επιθυμίες του, ξεγυμνώνει το σκοτεινό του ασυνείδητο κι όποιος αντέξει. Κι είναι αναμφισβήτητα απόλυτα ειλικρινής. Αυτός νομίζω είναι ο στόχος. Το σενάριο, το στόρι, οι λύσεις, τού είναι πράγματα παντελώς αδιάφορα και τα χρησιμοποιεί προσχηματικά, μόνο και μόνο για να φανερώσει όλα όσα αναφέραμε παραπάνω.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν με την εξαιρετική σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του ικανότερου ίσως τεχνικά έλληνα σκηνοθέτη. Υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία, φοβερή δημιουργία ατμόσφαιρας, εκπληκτικά ντεκόρ. Ομορφιά και σαπίλα δεμένα συνδεδεμένα άρρηκτα.
Τελικά ο Νικολαϊδης είναι ο ορισμός του καλτ σκηνοθέτη. Ή τον αγαπάς βαθιά ή σε απωθεί. Και δεν τίθεται, νομίζω θέμα καλού και κακού. Το καλτ στοιχείο είναι πέρα από αυτά, λειτουργεί ανεξάρτητα. Σ' αρέσει ή δεν σ' αρέσει, αδιάφορο αν πρόκειται για αντικειμενικά (ό,τι και να σημαίνει αυτό) "καλό". Διαλέγετε και παίρνετε.
Καταλάβατε φυσικά ότι πρόκειται για πολύ ιδιαίτερο φιλμ, για πολύ λίγους. Αν επιμένετε να το δείτε, κάντε το με δικό σας ρίσκο.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2009

ΠΟΣΟ ΑΝΤΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η "ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ";


Ήμουν πάντοτε περίεργος ποια θα ήταν η αντίδρασή μου αν έβλεπα σήμερα τη "Γλυκιά Συμμορία" του 1983 του Νίκου Νικολαϊδη (1939-2007). Είχα βλέπετε πολλά χρόνια να τη δω.
Αφαιρώντας λοιπόν το στοιχείο της μυθοποίησης του φιλμ αυτού, διαπίστωσα ότι όντως είναι μια εντυπωσιακή ταινία, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα. Φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να υποστεί κανείς το (θετικό) σοκ της πρώτης φοράς, ειδικά αν την είχε δει έφηβος και μάλιστα στην εποχή της. Σήμερα και κάποια στοιχεία μπορεί να φανούν ξεπερασμένα και αρκετές ασάφειες να εντοπιστούν, κυρίως σε σεναριακό επίπεδο. Αυτά όμως που παραμένουν ζωντανά είναι το πέρα για πέρα αναρχικό πνεύμα της και η πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρά της.
Ως γνωστόν αφηγείται μερικές μέρες από τη ζωή μιας συμμορίας μικροκακοποιών, δύο αντρών και δύο γυναικών, από τη στιγμή της αποφυλάκισης του ενός μέχρι το επερχόμενο τέλος. Υπό στενή επιτήρηση, σχεδόν πολιορκημένοι από κάποιους άγνωστους (δεν ξέρουμε αν είναι μπάτσοι, παρακρατικοί, αντίπαλες συμμορίες ή ό,τι άλλο), ζουν απερίσκεπτα τη ζωή τους σα να μην υπάρχει αύριο - και οργανώνουν και κάποιες κομπίνες. Είναι σαφές ότι με την παρέα αυτή δεν υπάρχει τίποτα συμβατικό. Είναι αυτό που θα λέγαμε κόντρα σε όλα, σε ό,τι τους περιβάλλει, σε οτιδήποτε κοινωνικό. Το μόνο που φαίνεται να γουστάρουν είναι η απόλυτη ελευθερία. Δεν υπάρχει ούτε καν η περίφημη "μπέσα" που υποτίθεται ότι συναντούμε στον υπόκοσμο. Τίποτα. Απλώς άρνηση για κάθε κοινωνικό κανόνα και περιορισμό. Και διαρκής πόλεμος ενάντια σε κάθε μορφής επιτήρηση. Οι ήρωες μοιάζουν να μην παίρνουν απολύτως τίποτα στα σοβαρά, να κάνουν πλάκα με όλα, ακόμα και με το θάνατο. Αυτό ακριβώς το εντελώς αναρχικό πνεύμα είναι που κάνει το φιλμ ξεχωριστό.
Όσον αφορά την ατμόσφαιρα, αυτή χτίζεται κυρίως με το περίφημο σπίτι όπου διαμένουν, μια μεγάλη μονοκατοικία. Έντονα χρώματα νέον, εντελώς ποπ αισθητική ανακατωμένη με ένα είδος παλιομοδίτικου μπαρόκ, φορτωμένοι χώροι γεμάτοι με κάθε λογής αντικείμενα, όλα συντελούν σε ένα σχεδον παραμυθένιο περιβάλλον, που έρχεται σε αντίθεση με τη βία που θα ακολουθήσει. Οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα βρίσκονται παντού (όπως και οι εμμονές του Νικολαϊδη). Από τους φωτισμούς νέον, τα τζουκ μποξ και τα φλιπεράκια - και τη μουσική φυσικά - μέχρι τις αφίσες του Τζέιμς Ντιν, του Μάρλον Μπράντο, του Star Trek και τον πανταχού παρόντα ερωτισμό. Γενικά η φωτογραφία είναι ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής τουλάχιστον. Όπως ασυνήθιστος και πολύ προσωπικός σκηνοθέτης υπήρξε ο Νικολαϊδης, ακόμα και στις κακές στιγμές του.
Τελικά νομίζω ότι και πέρα από το καλτ περίβλημα που φέρει, η "Γλυκιά Συμμορία" είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς. Ακόμα κι αν δεν συμφωνεί μαζί της. Ακόμα και από περιέργεια, επειδή σημάδεψε τόσο έντονα τα νεανικά χρόνια μιας παλιότερης γενιάς.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

ΝΟΣΗΡΑ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΦΟΒΙΚΑ ZERO YEARS


Ίσως να έχετε ακούσει τη γνώμη ότι ο Νίκος Νικολαϊδης (1939-2007) είναι "ο καλύτερος έλληνας σκηνοθέτης". Κατά ένα μέρος τουλάχιστον συμφωνώ. Έχει ένα πολύ προσωπικό όραμα, οι ταινίες του είναι τεχνικά άψογες, η εικόνα τους εντυπωσιακή. Ωστόσο, εδώ και δεκαετίες παραμένει δέσμιος των εμμονών και της ανθρωποφοβίας του. Έτσι είναι αδύνατο να επικοινωνήσει με κάπως μεγαλύτερο κοινό, αρκούμενος σε μια χούφτα φανατικών οπαδών. Γι' αυτό άλλωστε και ο πολύς κόσμος εξακολουθεί να τον θυμάται από τα προ αμνημονεύτων ετών "Κουρέλια" και τη "Γλυκειά Συμμορία". Οι εμμονές βέβαια είναι σημαντικότατες, ίσως και απαραίτητες, για έναν καλλιτέχνη. Φοβάμαι όμως ότι ο Ν. φτάνει το θέμα στα απόλυτα άκρα του.
Στο Zero Years (2005) η νοσηρότητα και το κλειστοφοβικό στοιχείο κυριαρχούν για μια ακόμα φορά. Ίσως μάλιστα να είναι και η νοσηρότερη ταινία του μετά το-για-πολύ-λίγους Singapore Sling. Σε έναν πιθανό μελλοντικό χρόνο, σε έναν απροσδιόριστο τόπο (μάλλον κάπου εκτός τόπου και χρόνου θα ήταν καλύτερα να πούμε) 4 κρατικές πόρνες ζουν έγκλειστες σ' ένα παλιό, σχεδόν ερειπωμένο τεράστιο σπίτι, δέχονται πελάτες (οι οποίοι τις επισκέπτονται κυρίως για να ικανοποιήσουν μαζοχιστικούς πόθους), εμβολιάζονται τακτικά από κρατικές υπηρεσίες αφού έχουν στειρωθεί απ' αυτές και βιώνουν οδυνηρά τις εμμονές, τις φαντασιώσεις, τις υστερίες τους.
Με σκηνές που θα ενοχλήσουν πολλούς, με επαναλαμβανόμενες εφιαλτικές τελετουργίες της καθημερινότητας, η παραβολή αυτή μας λέει ότι ο έξω κόσμος είναι ουσιαστικά ίδιος με το εφιαλτικό, πνιγηρό σκηνικό του εσωτερικού, γι' αυτό και μία από τις ηρωίδες, αφού "απολυθεί", επιστρέφει οικειοθελώς. Το "παράξενο" παίξιμο των ηθοποιών (προφανώς κατ' εντολή του σκηνοθέτη), μεγιστοποιεί την ούτως ή άλλως άρρωστη ατμόσφαιρα, καθώς και το στοιχείο του υπερφυσικού που εισβάλλει με τα σχεδόν αόρατα, τρομαχτικά παιδάκια που βασανίζουν την μία από τις ηρωίδες (δυνατή σκηνή, ανάμεσα σε εφιάλτη και στην "πραγματικότητα" των έγκλειστων).
Προσωπικά για μια ακόμα φορά εκτίμησα την μαεστρία του Νικολαϊδη, που μάλλον πιστεύει ότι ο κόσμος που ζούμε είναι, πολύ απλά, φριχτός, και κάποια στοιχεία της με άγγιξαν και με έβαλαν στο τριπ του (κακό τριπ). Ωστόσο παραμένει ένα φιλμ για λίγους, για πολύ λίγους. Αν θέλετε να δοκιμάσετε τις αντοχές σας...

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker