ΠΑΛΙΕΣ GRAN TORINO, ΓΕΡΙΚΑ ΣΚΥΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΚΡΑ ΟΝΕΙΡΑ
Νομίζω ότι με το Gran Torino (2008) ο Klint Eastwood κάνει μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του. Και την κάνει στα 78 χρόνια! Το εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο τολμηρό και δύσκολο αν σκεφτούμε με πόσο καυτά θέματα καταπιάνεται: Ρατσισμός και ξενοφοβία, αυτοδικία, μετανάστες, απαξίωση των γηρατειών από τη σύγχρονη κοινωνία…
Να τελειώσουμε γρήγορα – γρήγορα με τα τυπικά: Η σκηνοθεσία είναι, όπως πάντα, στιβαρή, αυστηρή, κλασική θα έλεγα. Αυτό πια το έχει κατακτήσει ο Eastwood. Η ηθοποιία του είναι κι αυτή άψογη. Έτσι, τεχνικά, δεν το συζητάμε, βρισκόμαστε μπροστά σε απόλυτα κλασικό αφηγηματικό αμερικάνικο σινεμά. Και, ταυτόχρονα, σε μια ταινία γλυκειά, που συγκινεί δίχως ίχνος μελό. Πάμε τώρα στα δύσκολα (θα σας προειδοποιήσω για τα σπόιλερ, αλλά καλό είναι πριν το διαβάσετε να έχετε δει την ταινία, γιατί, υποχρεωτικά, θα μιλήσουμε πολύ για το στόρι).
Ο Eastwood μοιάζει εδώ να ξορκίζει τον παλιό του εαυτό, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, τους παλιούς του ρόλους: Αυτούς των γουέστερν σπαγγέτι και, κυρίως, του Dirty Harry. Πλησιάζει επικίνδυνα στο να θεωρήσουν κάποιοι το φιλμ ρατσιστικό ή/και υπέρ της αυτοδικίας, νομίζω όμως ότι κάθε φορά όμως, με μια πανέξυπνη κίνηση, αποφεύγει τέτοιες ρετσινιές. Κι όχι μόνο: Τις καταγγέλλει κιόλας. Ο γέρος ήρωας που υποδύεται είναι βαθύτατα ρατσιστής και ξενοφοβικός, μισεί τους κινέζους γείτονές του και όχι μόνο. Σύντομα, όταν θα διαπιστώσει την ανθρωπιά τους, θα αρχίσει να βλέπει με άλλο μάτι τα πράγματα. Αντιλαμβάνεται άλλωστε, όπως έγραψε και το Σινεμά, ότι οι γέροι είναι στην αμερικάνικη κοινωνία το ίδιο περιθωριοποιημένοι με τους τριτοκοσμικούς μετανάστες. Είναι υπέρ της αυτοδικίας και όλα δείχνουν ότι θέλει να «καθαρίσει», αφού (αυτό είναι αλήθεια) η επίσημη δικαιοσύνη δεν κάνει τίποτα. Με την έξυπνη σεναριακή ανατροπή του τέλους όμως, θα ξεφύγει κι απ’ αυτόν τον σκόπελο, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν η πράξη του μπορεί να θεωρηθεί αυτοδικία ή όχι. Ίσως να υπάρξουν αντιρρήσεις για τον συντηρητικό, αρτηριοσκληρωτικό θα έλεγα, αμερικανισμό του. Προσκολλημένος σε παλιές, ξεφτισμένες αξίες, δεν μπορεί να δεχτεί τίποτα σχεδόν από έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Ναι, αυτό το έχει, ξέρετε όμως πολλούς 70κάτι που να μην είναι έτσι; Spoiler:Αφήστε που υπονομεύει κι αυτές ακόμα τις «αμερικάνικες» αξίες με την τελική του εξομολόγηση, δείχνοντας τη βρώμικη και σκοτεινή πλευρά τους. Αφήστε που μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι εξ αιτίας αυτών ακριβώς των αξιών, του βαθιού δηλαδή τραύματος που αυτές του προκάλεσαν, έχει γίνει τόσο μονόχνωτος, ξεροκέφαλος και ρατσιστής. Θα μπορούσαν μερικοί να έχουν αντιρρήσεις και για τον τελικό ηρωισμό του, που φτάνει ως τη θυσία για το κοινό καλό. Τόση μεταστροφή πια, από έναν φασίστα; Ακόμα κι αυτό το ηρωικό στοιχείο όμως μοιάζει να μετριάζεται αν αναλογιστούμε ότι, όπως υπαινικτικά αφήνει να γίνει κατανοητό, ο ήρωας είναι ετοιμοθάνατος. Οπότε, τι είχαμε τι χάσαμε; Τέλος πολλοί θα ενοχληθούν από τον τρόπο που δείχνονται οι περισσότεροι «ξένοι», οι νέοι τουλάχιστον: Ανεγκέφαλοι, βίαιοι συμμορίτες, απόλυτα «κακοί». Πλην όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, που πρωταγωνιστούν άλλωστε στο φιλμ. Κι έπειτα, αν το σκεφτούμε καλύτερα, θα δούμε ότι ακόμα κι αυτοί οι «μόνο καλοί» και «μόνο κακοί» μαύροι, «κίτρινοι», ισπανόφωνοι, ωχριούν μπροστά στην απόλυτα απαξιωτική, περιφρονητική ματιά που ρίχνει πάνω στη μέση, καθώς πρέπει, αμερικάνικη οικογένεια – και μάλιστα πάνω στις ίδιες τις οικογένειες των παιδιών του: Είναι τόσο ύπουλοι, υποκριτές, βλάκες, νερόβραστοι και, πάνω απ’ όλα συμφεροντολόγοι, παραδομένοι ψυχή και σώματι σε μια λογική κέρδους και μόνο, πεπεισμένοι ότι οι μη παραγωγικοί και άχρηστοι γέροι πρέπει να φεύγουν από τη μέση, που τελικά νομίζω ότι το σχόλιο πάνω στην ίδια την «καθαρή» (με πολλά εισαγωγικά) αμερικάνικη κοινωνία είναι καυστικότερο από οποιοδήποτε άλλο. Έτσι η ταινία πάνω απ’ όλα μετατρέπεται σε στοχασμό πάνω στο νεκρό πλέον «αμερικάνικο όνειρο».
Καταλαβαίνετε ότι από τώρα το Gran Torino πήρε μια θέση στη φετινή δεκάδα.
Να τελειώσουμε γρήγορα – γρήγορα με τα τυπικά: Η σκηνοθεσία είναι, όπως πάντα, στιβαρή, αυστηρή, κλασική θα έλεγα. Αυτό πια το έχει κατακτήσει ο Eastwood. Η ηθοποιία του είναι κι αυτή άψογη. Έτσι, τεχνικά, δεν το συζητάμε, βρισκόμαστε μπροστά σε απόλυτα κλασικό αφηγηματικό αμερικάνικο σινεμά. Και, ταυτόχρονα, σε μια ταινία γλυκειά, που συγκινεί δίχως ίχνος μελό. Πάμε τώρα στα δύσκολα (θα σας προειδοποιήσω για τα σπόιλερ, αλλά καλό είναι πριν το διαβάσετε να έχετε δει την ταινία, γιατί, υποχρεωτικά, θα μιλήσουμε πολύ για το στόρι).
Ο Eastwood μοιάζει εδώ να ξορκίζει τον παλιό του εαυτό, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, τους παλιούς του ρόλους: Αυτούς των γουέστερν σπαγγέτι και, κυρίως, του Dirty Harry. Πλησιάζει επικίνδυνα στο να θεωρήσουν κάποιοι το φιλμ ρατσιστικό ή/και υπέρ της αυτοδικίας, νομίζω όμως ότι κάθε φορά όμως, με μια πανέξυπνη κίνηση, αποφεύγει τέτοιες ρετσινιές. Κι όχι μόνο: Τις καταγγέλλει κιόλας. Ο γέρος ήρωας που υποδύεται είναι βαθύτατα ρατσιστής και ξενοφοβικός, μισεί τους κινέζους γείτονές του και όχι μόνο. Σύντομα, όταν θα διαπιστώσει την ανθρωπιά τους, θα αρχίσει να βλέπει με άλλο μάτι τα πράγματα. Αντιλαμβάνεται άλλωστε, όπως έγραψε και το Σινεμά, ότι οι γέροι είναι στην αμερικάνικη κοινωνία το ίδιο περιθωριοποιημένοι με τους τριτοκοσμικούς μετανάστες. Είναι υπέρ της αυτοδικίας και όλα δείχνουν ότι θέλει να «καθαρίσει», αφού (αυτό είναι αλήθεια) η επίσημη δικαιοσύνη δεν κάνει τίποτα. Με την έξυπνη σεναριακή ανατροπή του τέλους όμως, θα ξεφύγει κι απ’ αυτόν τον σκόπελο, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν η πράξη του μπορεί να θεωρηθεί αυτοδικία ή όχι. Ίσως να υπάρξουν αντιρρήσεις για τον συντηρητικό, αρτηριοσκληρωτικό θα έλεγα, αμερικανισμό του. Προσκολλημένος σε παλιές, ξεφτισμένες αξίες, δεν μπορεί να δεχτεί τίποτα σχεδόν από έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Ναι, αυτό το έχει, ξέρετε όμως πολλούς 70κάτι που να μην είναι έτσι; Spoiler:Αφήστε που υπονομεύει κι αυτές ακόμα τις «αμερικάνικες» αξίες με την τελική του εξομολόγηση, δείχνοντας τη βρώμικη και σκοτεινή πλευρά τους. Αφήστε που μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι εξ αιτίας αυτών ακριβώς των αξιών, του βαθιού δηλαδή τραύματος που αυτές του προκάλεσαν, έχει γίνει τόσο μονόχνωτος, ξεροκέφαλος και ρατσιστής. Θα μπορούσαν μερικοί να έχουν αντιρρήσεις και για τον τελικό ηρωισμό του, που φτάνει ως τη θυσία για το κοινό καλό. Τόση μεταστροφή πια, από έναν φασίστα; Ακόμα κι αυτό το ηρωικό στοιχείο όμως μοιάζει να μετριάζεται αν αναλογιστούμε ότι, όπως υπαινικτικά αφήνει να γίνει κατανοητό, ο ήρωας είναι ετοιμοθάνατος. Οπότε, τι είχαμε τι χάσαμε; Τέλος πολλοί θα ενοχληθούν από τον τρόπο που δείχνονται οι περισσότεροι «ξένοι», οι νέοι τουλάχιστον: Ανεγκέφαλοι, βίαιοι συμμορίτες, απόλυτα «κακοί». Πλην όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, που πρωταγωνιστούν άλλωστε στο φιλμ. Κι έπειτα, αν το σκεφτούμε καλύτερα, θα δούμε ότι ακόμα κι αυτοί οι «μόνο καλοί» και «μόνο κακοί» μαύροι, «κίτρινοι», ισπανόφωνοι, ωχριούν μπροστά στην απόλυτα απαξιωτική, περιφρονητική ματιά που ρίχνει πάνω στη μέση, καθώς πρέπει, αμερικάνικη οικογένεια – και μάλιστα πάνω στις ίδιες τις οικογένειες των παιδιών του: Είναι τόσο ύπουλοι, υποκριτές, βλάκες, νερόβραστοι και, πάνω απ’ όλα συμφεροντολόγοι, παραδομένοι ψυχή και σώματι σε μια λογική κέρδους και μόνο, πεπεισμένοι ότι οι μη παραγωγικοί και άχρηστοι γέροι πρέπει να φεύγουν από τη μέση, που τελικά νομίζω ότι το σχόλιο πάνω στην ίδια την «καθαρή» (με πολλά εισαγωγικά) αμερικάνικη κοινωνία είναι καυστικότερο από οποιοδήποτε άλλο. Έτσι η ταινία πάνω απ’ όλα μετατρέπεται σε στοχασμό πάνω στο νεκρό πλέον «αμερικάνικο όνειρο».
Καταλαβαίνετε ότι από τώρα το Gran Torino πήρε μια θέση στη φετινή δεκάδα.
Ετικέτες "Gran Torino" (2008), Eastwood Clint