ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ... Ο ΛΕΟΝΕ
Είναι συνηθισμένο πολλοί σύγχρονοι θεατές να μην αντέχουν τους αργούς ρυθμούς σε μια ταινία. Μπορούν λοιπόν να κατηγορήσουν πλήθος μεγάλων σκηνοθετών γι' αυτό. Παραδόξως πολλοί απ' αυτούς λατρεύουν τις ταινίες του Sergio Leone (1929-1989). Κι όμως το περίφημο "C'era una volta il West" (Μια φορά κι έναν Καιρό στη Δύση) του 1968 είναι μια εξαιρετικά αργή ταινία. Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με το αργό ή μη μιας ταινίας, απλώς επισημαίνω την αντίφαση.
Επικό γουέστερν - σπαγγέτι, με τον Λεόνε να βρίσκεται στην ακμή της δημιουργικότητάς του, η ταινία χρησιμοποιεί ξανά ένα τυπικό θέμα του σκηνοθέτη: Η σύγκρουση δεν αφορά δύο, έναν "καλό" κι έναν "κακό", αλλά τρεις. Όλοι εναντίον όλων αρχικά, δημιουργία συμμαχιών στη συνέχεια, εμπλοκή και του πολιτικού στοιχείου, αφού ενεργό ρόλο παίζουν οι πλούσιοι (είτε κτηματίες είτε άνθρωποι που έχουν οικονομικά συμφέροντα στην επέκταση του σιδηροδρόμου, δίχως να λογαριάζουν τίποτα προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους), η ταινία καταφέρνει να μιλήσει "παράπλευρα" και για ένα άλλο σημαντικό θέμα για τη δημιουργία του αμερικάνικου κράτους: Τη στιγμή που η ωμή βία με την οποία επιβάλλονταν τα κάθε λογής συμφέροντα των ισχυρών δίνει τη θέση της σε άλλους, πιο έμμεσους τρόπους όπως η πολιτική δύναμη ή αυτή του χρήματος. Προσέξτε: Τα συμφέροντα είναι πάντα ίδια και ο στόχος επίσης. Απλώς αλλάζουν τα μέσα και σιγά - σιγά οδηγούμαστε προς την σύγχρονη κατάσταση.
Φυσικά είναι κάπως άτοπο να κάνεις κυρίως πολιτική ανάλυση σε μια ταινία σαν αυτή. Αυτό που προέχει εδώ είναι η γοητεία του γουέστερν: Του γυμνού, απέραντου, ηλιοψημένου, έρημου τοπίου, των σκληροτράχηλων ηρώων (Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Τζέισον Ρόμπαρντς έχουν εδώ την τιμητική τους), των μονομαχιών, της εκδίκησης, κεντρικού μοτίβου πλήθους ταινιών του είδους (η οποία, ως γνωστόν, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο), της αντρικής φιλίας, της όμορφης γυναίκας κάπου στη μέση όλων αυτών κλπ. Και φυσικά της αξέχαστης μουσικής του Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε, όπως είπα στην αρχή, σκηνοθετεί με αργούς ρυθμούς, με σεκάνς όπου δεν συμβαίνει τίποτα καθώς η κάμερα περιπλανιέται αργά στα πρόσωπα των ηρώων. Οι ρυθμοί αυτοί όμως καταφέρνουν να επιτείνουν την αγωνία του θεατή, αφού όλα κρέμονται από μια κλωστή, αφού όλοι ξέρουμε ότι αυτή η ηρεμία είναι απλώς η ήσυχη στιγμή πριν το ξέσπασμα της θύελλας. Και, κυρίως, προσδίδουν στις πράξεις και τις κινήσεις των λιγομίλητων ηρώων έναν τελετουργικό χαρακτήρα, αρχετυπικό θα λέγαμε, που τελικά διαπερνά όλόκληρο το φιλμ.
Αν είστε φαν των γουέστερν (σπαγγέτι ή μη) η ταινία είναι must. Κι αν δεν είστε όμως, θα απολαύσετε ένα από τα σημαντικά δείγματα ενός χαρακτηριστικού είδους της κινηματογραφικής ιστορίας.
Επικό γουέστερν - σπαγγέτι, με τον Λεόνε να βρίσκεται στην ακμή της δημιουργικότητάς του, η ταινία χρησιμοποιεί ξανά ένα τυπικό θέμα του σκηνοθέτη: Η σύγκρουση δεν αφορά δύο, έναν "καλό" κι έναν "κακό", αλλά τρεις. Όλοι εναντίον όλων αρχικά, δημιουργία συμμαχιών στη συνέχεια, εμπλοκή και του πολιτικού στοιχείου, αφού ενεργό ρόλο παίζουν οι πλούσιοι (είτε κτηματίες είτε άνθρωποι που έχουν οικονομικά συμφέροντα στην επέκταση του σιδηροδρόμου, δίχως να λογαριάζουν τίποτα προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους), η ταινία καταφέρνει να μιλήσει "παράπλευρα" και για ένα άλλο σημαντικό θέμα για τη δημιουργία του αμερικάνικου κράτους: Τη στιγμή που η ωμή βία με την οποία επιβάλλονταν τα κάθε λογής συμφέροντα των ισχυρών δίνει τη θέση της σε άλλους, πιο έμμεσους τρόπους όπως η πολιτική δύναμη ή αυτή του χρήματος. Προσέξτε: Τα συμφέροντα είναι πάντα ίδια και ο στόχος επίσης. Απλώς αλλάζουν τα μέσα και σιγά - σιγά οδηγούμαστε προς την σύγχρονη κατάσταση.
Φυσικά είναι κάπως άτοπο να κάνεις κυρίως πολιτική ανάλυση σε μια ταινία σαν αυτή. Αυτό που προέχει εδώ είναι η γοητεία του γουέστερν: Του γυμνού, απέραντου, ηλιοψημένου, έρημου τοπίου, των σκληροτράχηλων ηρώων (Χένρι Φόντα, Τσαρλς Μπρόνσον και Τζέισον Ρόμπαρντς έχουν εδώ την τιμητική τους), των μονομαχιών, της εκδίκησης, κεντρικού μοτίβου πλήθους ταινιών του είδους (η οποία, ως γνωστόν, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο), της αντρικής φιλίας, της όμορφης γυναίκας κάπου στη μέση όλων αυτών κλπ. Και φυσικά της αξέχαστης μουσικής του Ένιο Μορικόνε. Ο Λεόνε, όπως είπα στην αρχή, σκηνοθετεί με αργούς ρυθμούς, με σεκάνς όπου δεν συμβαίνει τίποτα καθώς η κάμερα περιπλανιέται αργά στα πρόσωπα των ηρώων. Οι ρυθμοί αυτοί όμως καταφέρνουν να επιτείνουν την αγωνία του θεατή, αφού όλα κρέμονται από μια κλωστή, αφού όλοι ξέρουμε ότι αυτή η ηρεμία είναι απλώς η ήσυχη στιγμή πριν το ξέσπασμα της θύελλας. Και, κυρίως, προσδίδουν στις πράξεις και τις κινήσεις των λιγομίλητων ηρώων έναν τελετουργικό χαρακτήρα, αρχετυπικό θα λέγαμε, που τελικά διαπερνά όλόκληρο το φιλμ.
Αν είστε φαν των γουέστερν (σπαγγέτι ή μη) η ταινία είναι must. Κι αν δεν είστε όμως, θα απολαύσετε ένα από τα σημαντικά δείγματα ενός χαρακτηριστικού είδους της κινηματογραφικής ιστορίας.
Ετικέτες "C'era una volta il West" (1968), Leone Sergio