Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2018

ΑΛΗΘΕΙΑ Ή ΨΕΜΑ, ΑΣΦΑΛΕΙΑ Ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΣΤΟ "TRUMAN SHOW"


Στην κορυφή της καριέρας του ο αυστραλός Peter Weir γυρίζει το 1998 την τελευταία μεγάλη ταινία του, το "The Truman Show", μια ταινία που θετει πολλά ερωτήματα και προσφέρει γόνιμο πεδίο για σκέψη και προβληματισμό. Και, συγχρόνως. δίνει στον Τζιμ Κάρεϊ την ευκαιρία να ερμηνεύσει έναν από τους καλύτερους (και ελάχιστους "σοβαρούς") ρόλους του.
Ο Τρούμαν ζει μια άνετη, ήσυχη, ασφαλή ζωή σε ειδυλλιακή μικρή αμερικάνικη πόλη. Με όμορφη σύζυγο, καλούς φίλους, καλή δουλειά... όλα είναι όπως πρέπει. Υπερβολικά όπως πρέπει θα λέγαμε. Και υπερβολικά κοινότοπα και ασφαλή και ήσυχα. Σύντομα μαθαίνουμε ότι ο ήρωάς μας είναι ακουσίως ήρωας ενός τεράστιου τηλεοπτικού σόου, ενός τερατώδους ριάλιτι. Όλα γύρω του είναι σκηνικά, όλοι οι φίλοι, ακόμα και η σύζυγός του, ηθοποιοί. Δεν υπάρχει τίποτα, μα τίποτα αληθινό στο περιβάλλον του. Ολόκληρη η ζωή του μεταδίδεται απ' ευθείας σε εκατομμύρια άπληστους για το θέαμα τηλεθεατές. Πώς θα αντιδράσει όταν τα μάθει (κατά λάθος, βεβαίως) όλα αυτά; Και τι θα γίνει όταν συναντήσει τον διάσημο σκηνοθέτη που σκηνοθετεί όλο αυτό το bigger than life σόου;
Το φιλμ με το ευφάνταστο σενάριο μας προβληματίζει σε πολλά επίπεδα: Σε πρώτο έχουμε βεβαίως μια κριτική σε όλα αυτά τα ηλίθια ριάλιτι που κατακλύζουν παγκοσμίως τις μικρές οθόνες. Η συζήτηση για το θέμα της ιδιωτικότητας και την πανταχού παρούσα ύπαρξη του "Μεγάλου Αδελφού" είναι το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό. Ο προβληματισμός όμως προχωρά πολύ βαθύτερα. Υπάρχει η σκέψη για την αυθεντικότητα των όσων βιώνουμε, των όσων μας αρέσουν: Τι είναι καθαρά δική μας επιλογή και τι μας επιβάλλεται έξωθεν; Και βέβαια το ύστατο μεγάλο ερώτημα: Τι προτιμάμε; Την ασφάλεια ή την ελευθερία; Διότι ο ήρωάς μας απολαμβάνει μιας πρωτοφανούς ασφάλειας, είναι προστατευμένος από όλους τους κινδύνους του άγριου "έξω κόσμου", του αληθινού δηλαδή. Το τίμημα όμως είναι ότι τίποτα απ' όσα ζει δεν είναι αυθεντικό, τίποτα δεν τον συγκλονίζει, δεν τον παθιάζει πραγματικά. Όλα είναι δεδομένα, έτοιμα, όμοια...
Στο δεύτερο μέρος δεσπόζει η σύγκρουση πατέρα - γιου ή, αν θέλετε, θεού/δημιουργού - δημιουργήματος. Έρχεται η στιγμή που όλα γίνονται ξεκάθαρα, η στιγμή που ο γιος / δημιούργημα θα επαναστατήσει ενάντια στον πατέρα / θεό. Τι θα συμβεί τότε; Κι άλλο ένα ερώτημα, σε σχέση με την τέχνη αυτό: Ως πού μπορεί να φτάσει αυτή; Βλέπετε ο σκηνοθέτης που κινεί τα νήματα της ζωής του Τρούμαν είναι και ένας μεγάλος, παγκόσμια σεβαστός καλλιτεχνης. Τι είναι επιτρεπτό για να παράγει τη μεγάλη τέχνη του; Ως πού μορεί να φτάσει για να πετύχει το ποθητό καλλιτεχνικό αποτέλεμα; Μπορεί να παίζει ακόμα και με τις ζωές των ανθρώπων;
Και μια μικρή, ανατριαχιστική λεπτομέρεια που ίσως να δείχνει το μέλλον: Ο Τρούμαν έχει "αγοραστεί" με συμβόλαιο πριν καν γεννηθεί από μια μεγάλη πολυεθνική για διαφημιστικούς λόγους...
Σασπένς, συγκίνηση, αλλά και καυστικότατη σάτιρα για τη διαφήμιση, τα όρια της ιδιωτικότητας, την αυθεντικότητα τελικά των ζωών μας, συνθέτουν μια από τις μεγάλες ταινίες της δεκαετίας του 90. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο φιλμ θα προβληματίζει πάντα τον θεατή. Ίσως μάλιστα, φοβάμαι, στο μέλλον πολύ περισσότερο...

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ "ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ"

Το 1977 ο Peter Weir ζούσε ακόμα και γύριζε ταινίες στην Αυστραλία και δεν ήταν γνωστός έξω απ' αυτήν. Το "Τελευταίο Κύμα" είναι μια εξαιρετική, κατά τη γνώμη μου, ταινία, που αποδεικνύει πόσο ο δημιουργός αυτός αξίζει τη διεθνή αναγνώριση ου απολαμβάνει σήμερα.
Καθαρό φιλμ του φανταστικού, βρίσκεται χιλιόμετρα μακρυά από το εφετζίδικο, ψηφιακό συνήθως, φανταστικό των ημερών μας. Εδώ όλα είναι χειροποίητα, τα εφέ δεν έχουν θέση, όλα είναι θέμα ατμόσφαιρας και γενικότερου κλίματος ανησυχίας.
Ένας πετυχημένος αυστραλός δικηγόρος - λευκός φυσικά -αρχίζει να έχει βασανιστικά όνειρα που σχετίζονται με τους αβορίγινες, τους αυτόχθονους κάτοικους της Αυστραλίας. Το πράγμα γίνεται ανησυχητικό όταν τα όνειρα αποδεικνύονται προφητικά. Σταδιακά ο δικηγόρος βουλιάζει όλο και περισσότερο στην κουλτούρα των ιθαγενών και στα τρομερά μυστικά τους.
Έχω γράψει πολλές φορές ότι μερικές φορές το κλίμα ενός φιλμ είναι πολύ δυνατότερο από την πλήρη κατανόησή του. Έτσι κι εδώ, ίσως κάποια σκοτεινά σημεία να μείνουν στο θεατή, ίσως η "ποιητική" κοσμοθεωρία των αυτόχθονων, που σχετίζεται με έναν κόσμο ονείρων που είναι εξ ίσου πραγματικός με την "πραγματικότητα", αφήνει κάποια αδιευκρίνιστα σημεία. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει καμιά σημασία. Το σταδιακό χτίσιμο του σασπένς, τα μικρά γεγονότα που προστίθενται για να δημιουργήσουν το απειλητικό και ανησυχητικό κλίμα, η σταδιακή απώλεια των βεβαιοτήτων του ήρωα, είναι αρκετά για να με αποζημειώσουν. Ποιος νοιάζεται για πανάκριβα εφέ;
Σημαντικότατο στοιχείο της ταινίας είναι το ότι μιλά για την κουλτούρα των αυτόχθονων αυστραλών, τα πιστεύω τους, αλλά και εξετάζει τη θέση τους στο σύγχρονο κόσμο. Όπως ακριβώς οι ινδιάνοι της Αμερικής, έχουν κι αυτοί ως επί το πλείστον εξοντωθεί. Κι όσοι έχουν ενσωματωθεί στις μοντέρνες μεγαλουπόλεις είναι περιθωριακοί. Αλκοολικοί, ναρκομανείς ή πάμπτωχοι (το τελευταίο δημιουργεί συνήθως τα προηγούμενα). Ζώντας στο περιθώριο, είναι σα να μην υπάρχουν στα μάτια των λευκών. Θεωρούνται το κατακάθι των πόλεων. Αν όμως οι άνθρωποι αυτοί έχουν διατηρήσει κάτι από την παλιά φυλετική τους ταυτότητα;
Διπλά λοιπόν ενδιαφέρουσα για μένα η ταινία. Και με σωστή ατμόσφαιρα και με μια πολιτική ματιά που μιλά για πράγματα που έχουμε ξεχάσει ή "ξεχάσει". Τη θεωρώ από τα πολύ καλά και σχετικά άγνωστα φιλμ του Γουίαρ.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2011

ΤΟ ΕΦΙΑΛΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ "ΕΞΟΔΟΥ"


Ο αυστραλός Peter Weir, από τους σημαντικούς σύγχρονους σκηνοθέτες για μένα, είχε να κάνει ταινία από το 2003. Να λοιπόν που εν έτει 2010 επανέρχεται με το «The Way Back”, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα. Αφηγείται την απίθανη απόδραση μερικών, ετερόκλητων χαρακτήρων και background, κρατούμενων από ένα εφιαλτικό γκουλάγκ της Σιβηρίας της δεκαετίας του 40, την εποχή του πολέμου δηλαδή, αλλά και της απόλυτης βασιλείας του στυγνού σταλινισμού. Όπως λέει όμως χαρακτηριστικά το μότο του φιλμ, η απόδραση είναι μόνο η αρχή. Πράγματι, αυτό που παρακολουθούμε είναι η απόδρασή τους όχι από το στρατόπεδο (αυτό γίνεται μόνο στην αρχή), αλλά από την ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Οι άνθρωποι αυτοί, ούτε λίγο ούτε πολύ, διέσχισαν με τα πόδια όλη τη χώρα, πέρασαν στη Μογγολία, το Θιβέτ, πέρασαν και τα Ιμαλάια και κατέληξαν στην Ινδία. Όχι όλοι τους βέβαια… Η «λεπτομέρεια που σκοτώνει» είναι ότι για να το κάνουν αυτό έπρεπε να περάσουν από τα -40 της Σιβηρίας και την απειλή θανάτου από το κρύο στα +50 των ερήμων της Μογγολίας και την απειλή θανάτου από δίψα!
Η απίστευτη αυτή οδύσσεια δίνεται με σχετικά επικό τρόπο, με εμμονή στο τοπίο – στο εντελώς διαφορετικό κάθε φορά τοπίο, χαρίζοντάς μας έτσι, αν μη τι άλλο, μια οπτική απόλαυση όσον αφορά τη φύση (και καθόλου απόλαυση βέβαια όσον αφορά τα όσα τράβηξαν οι άνθρωποι αυτοί). Ο Weir βέβαια είναι πάντα ένας ικανός σκηνοθέτης, και συχνά έχει επικεντρώσει στη φύση και το άγριο ή μη μεγαλείο της, αλλά συνολικά, μετά το τέλος, κάτι δεν μου πήγε καλά. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, το είδα μεν με ενδιαφέρον και με κράτησε, αλλά νομίζω ότι δεν είχε αυτό το κάτι άλλο που θα το απογείωνε. Για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του Χ. Μήτση από το «Αθηνόραμα» που με βρήκε σύμφωνο, παραήταν ακαδημαϊκό. Δεν ξέρω αν ο 67χρονος Weir έχει εξαντληθεί (και η 7χρονη παύση προς τα εκεί δείχνει), πάντως προσωπικά περιμένω ακόμα απ’ αυτόν και ελπίζω.
Και, για να περάσουμε και στην πολιτική διάσταση, κάτι που με ενόχλησε σχετικά ήταν ο απόλυτος και δίχως αντίλογο αντικομουνισμός της ταινίας. Απεχθάνομαι το καταπιεστικό σοβιετικό καθεστώς – κυρίως τη σταλινική περίοδο που υπήρξε η χειρότερη απ’ αυτή την άποψη – και τα φριχτά γκουλάγκ όπου πολλοί στάλθηκαν για ψύλλου πήδημα και τις σοβιετικές εισβολές στην Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, το Αφγανιστάν… και δεν θα ταυτιστώ με την άποψη του ΚΚΕ που σίγουρα θα σκίζει τα ιμάτιά του με την ταινία (δεν είναι τυχαίο το ότι ο Δανίκας το βαθμολόγησε με «τετράγωνο»), αλλά νομίζω ότι αυτό το συλλήβδην «κακοί κομουνιστές» που κυριαρχεί στο φιλμ, δίχως οποιονδήποτε διαχωρισμό ή αντίλογο, είναι άδικο. Ιδιαίτερα στην εξαθλιωμένη από την επέλαση της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας εποχή μας, ίσως να είναι και επικίνδυνο. Είναι σα να υποκύπτει ο Weir στην απλοϊκή, παλιότερων εποχών κυρίως, χολιγουντιανή λογική του "καλοί - κακοί", δίχως κάποια περαιτέρω εμβάθυνση. Αυτά. Και, για να το ξαναπώ και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, κάθε άλλο παρά κνίτης είμαι.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2008

ΤΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΤOΥ ΒΡΑΧΟΥ


Θα το πω από την αρχή (δεν είναι ακριβώς spoiler, αν θέλετε όμως να το εκλάβετε ως τέτοιο μην το διαβάσετε): Η ταινία του Peter Weir του 1975, που τον έκανε γνωστό εκτός Αυστραλίας, "Picnic at Hanging Rock" (Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων) δεν δίνει καμιά απολύτως εξήγηση στο μυστήριο που πραγματεύεται. Παραθέτει το πώς συνέβησαν (υποτίθεται) τα ανεξήγητα συμβάντα... και τίποτα άλλο. Ούτε "λογική", ούτε μεταφυσική εξήγηση, ούτε τίποτα. Παρ' όλα αυτά είναι μια γοητευτική ταινία, βουτηγμένη στο μυστήριο και τον ρομαντισμό, που σε δεύτερο επίπεδο μιλά για τη σεξουαλική καταπίεση των έφηβων κοριτσιών ενός οικοτροφείου των αρχών του αιώνα και, ίσως, να αποτελεί και μια παραβολή.Ξεκινά αργά, νωχελικά, ρομαντικά, με τα κορίτσια ταυτισμένα σχεδόν με την έννοια της αγνότητας, που ξεκινούν την εκδρομή τους στον Κρεμαστό Βράχο, στην άγρια, σχεδόν ανεξερεύνητη φύση δηλαδή, με τα γοητευτικά και συγχρόνως επικίνδυνα στοιχεία της. Η ατμόσφαιρα είναι από την αρχή μυστηριώδης, κάτι αιωρείται στον αέρα, ίσως και να διαθέτει κάποια στοιχεία από ταινία τρόμου. Κι έπειτα το μυστήριο κλιμακώνεται και καθώς οι έρευνες προχωρούν ο θεατής εμπλέκεται σε μια σχεδόν αστυνομική πλοκή (πάντα όμως διανθισμένη με το μεταφυσικό στοιχείο)... που δεν οδηγεί πουθενά. Στο μεταξύ όμως τα όσα συμβαίνουν (έστω και με σχετικά αργούς ρυθμούς και χωρίς κορυφώσεις) με είχαν αιχμαλωτίσει.
Υπάρχουν και κάποια κοινωνικά στοιχεία (η αυταρχική και άτεγκτη οικονομικά διαυθύντρια, η αποπομπή μιας όικότροφου επειδή δε έχει να πληρώσει δίδακτρα κλπ.), σίγουρα όμως ο Weir δεν επικεντρώνει εκεί τον προβληματισμό του. Θα μπορούσα ίσως να αποτολμήσω μια παντελώς αυθαίρετη ερμηνεία: Ίσως ο Βράχος να αποτελεί κάτι σαν τελείωση, ευτυχία, προορισμό (οι κοπέλες προχωρούν προς αυτόν οικειοθελώς, σαν μαγεμένες), ο οποίος όμως δέχεται μόνο λίγους και εκλεκτούς. Άλλους τους απορρίπτει, άλλοι πάλι δεν μπορούν να εισχωρήσουν στα μυστικά του και μένουν συντετριμμένοι ή και πεθαίνουν στο κατώφλι του. Μπορεί η συντριβή τους αυτή (βλέπε την περίπτωση του νεαρού άγγλου) να οφείλεται στο ότι γνώρισε ελάχιστα, έπιασε με την "άκρη του ματιού του" κάτι από την έκσταση, δεν κατάφερε όμως να προχωρήσει βαθύτερα. Ίσως πάλι... Όλα αυτά όμως είναι, ξαναλέω, εντελώς αυθαίρετα.
Όσοι περιμένουν δράση, τρόμο, λύσεις θα απογοητευτούν. Οι υπόλοιποι ας αφεθούν στην μυστηριώδη και ανεξήγητη γοητεία της ταινίας, της πρώτης μεγάλης από τις πολλές καλές που έχει γυρίσει ο σημαντικός αυστραλός σκηνοθέτης.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker