Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2023

"Η ΓΗ ΤΡΕΜΕΙ" ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΜΟΥ

 


Βρισκόμαστε στο 1948. Στην πάμφτωχη, μισοκατεστραμμένη μεταπολεμική Ιταλία ξεσπά ορμητικά ο νεορεαλισμός με μια πλειάδα νέων σκηνοθετών που θα αλλάξουν το παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο. Τη χρονιά αυτή ο Luchino Visconti (1906-1976) γυρίζει την τρίτη ταινία του "Η Γη Τρέμει" (La Terra Trema).

Σε ένα μικρό ψαράδικο χωριό της Σικελίας η ζωή είναι δύσκολη και η φτώχεια είναι ο (απαράβατος;;;) κανόνας. Το φιλμ παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας ψαράδων : Παππούς, μητέρα, δύο γιοι, μία κόρη. Ενώ οι άντρες παλεύουν και θαλασσοπνίγονται ουσιαστικά για την επιβίωση και μόνο, οι μεσάζοντες (χονδρέμποροι ψαριών) κερδοσκοπούν αγοράζοντας εκβιαστικά τη ψαριά για ψίχουλα. Ο μεγάλος γιος, ονειροπόλος από τη φύση του, θα εξεγερθεί στην κατάφωρη αδικία απαιτώντας μια πιο αξιοπρεπή ζωή.

Η ταινία φέρει όλα τα γνωρίσματα του νεορεαλισμού. Ο Βισκόντι πήγε στο ψαράδικο χωριό και έμεινε εκεί για καιρό για να γυρίσει το φιλμ, που διαρκεί 2 ώρες και 40 λεπτά! Με γυρίσματα δίχως την παραμικρή υποψία στούντιο, μόνο σε φυσικούς χώρους, και ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι πραγματικοί κάτοικοι δηλαδή, οι οποίοι μάλιστα μιλούν τη σικελική διάλεκτο που είναι σχεδόν ακατανόητη σε άλλα μέρη της χώρας. ΄Γι' αυτό η ταινία αρχικά απέτυχε και ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να προσθέσει voice over (με τη δική του φωνή μάλιστα) για να εξηγεί τι γίνεται και να είναι κατανοητή σε όλη τη χώρα.

Η ιστορία ακολουθεί βεβαίως μια καθαρά μαρξιστική λογική, καταδεικνύοντας την αδίστακτη εκμετάλλευση των "κάτω" από τους προνομιούχους (εδώ είναι οι μεσάζοντες) και προτείνοντας την ανατροπή της αδικίας - και την ελπίδα, που "δεν πεθαίνει" όταν τα πάντα αποτύχουν. Παράλληλα παρακολουθεί την προσωπική πορεία των τριών νέων παιδιών της οικογένειας, που παρά τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης (και κυρίως δουλειάς) διατηρούν τους διαφορετικούς χαρακτήρες τους και ακολουθούν διαφορετικές πορείες και λύσεις για να καλυτερέψουν τη ζωή τους.

Δεν θα προτείνω την ταινία σε όλους. Μόνο σε όσους θέλουν να γνωρίζουν την ιστορία του κινηματογράφου (το φιλμ κατέχει σημαντική θέση σ' αυτή, ως ένα από τα πρώτα δείγματα του νεορεαλισμού). Πιστεύω ότι σήμερα μάλλον θα κουράσει το μέσο θεατή (ιδιαίτερα αν είναι εθισμένος στη δράση). Σίγουρα ενοχλεί το voice over που είπαμε πιο πάνω, αλλά εξηγήσαμε τις ανάγκες για τις οποίες έγινε. Όσοι ενδιαφέρεστε όμως για κάποια σημαντικά και ιστορικά φιλμ μην το χάσετε (αφήστε που τα "μηνύματα" και η πολιτική του άποψη ισχύουν ως σήμερα, άσχετα αν - στη δύση τουλάχιστον -  δεν υπάρχουν πια τόσοι μεροκαματιάρηδες που παίζουν τη ζωή τους κορώνα - γράμματα για ένα κομμάτι ψωμί)...

Ετικέτες , ,

Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2014

Ο ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ "SENSO"

Το 1954 ο Lucchino Visconti (1906-1978) είχε ήδη απομακρυνθεί από τον νεορεαλισμό, απ' όπου ξεκίνησε, και είχε οδηγήσει το στιλ του σε ένα "βαρύ" μπαρόκ - πράγμα που συνδέεται και με τη δηλωμένη αγάπη του για την όπερα. Όλα αυτά είναι φανερά στο ιστορικό μελόδραμα "Senso", που γύρισε τη χρονιά εκείνη.
Βρισκόμαστε στα 1866, στα τελευταία της αυστριακής κατοχής της Ιταλίας. Η επανάσταση των ιταλών έχει ξεκινήσει και οι μάχες δεν θα αργήσουν να ξεσπάσουν. Μέσα στην αναταραχή μια ιταλίδα κόμισα ερωτεύεται παράφορα έναν γοητευτικό αυστριακό αξιωματικό και, για χάρη ενός ουσιαστικά αδύνατου έρωτα, δεν θα διστάσει να φτάσει ακόμα και στην προδοσία της πατρίδας της.
Η πρώτη μόλις σκηνή διαδραματίζεται κατά την παράσταση της όπερας του Βέρντι "Τροβατόρε", πράγμα που δηλώνει τη βαθιά αγάπη του σκηνοθέτη για τη μορφή αυτή τέχνης, όπως είπαμε και στην αρχή (ο ίδιος είχε ανεβάσει και αρκετές όπερες στη σκηνή). Ο Βισκόντι, μακριά πλέον από νεορεαλιστικά στοιχεία, όπως προείπαμε, χρησιμοποιεί βαριά σκηνικά και κοστούμια εποχής, διευρυμένα τοπία, πολυπρόσωπα πλάνα, μακρινές λήψεις και σπάνια κοντινά πλάνα, προσδίδοντας έτσι στο φιλμ την μπαρόκ ατμόσφαιρα που είναι το σήμα κατατεθέν σε πολλές ταινίες του (θυμηθείτε τον "Γατόπαρδο" ή τον "Αθώο").
Φυσικά το κυρίαρχο στοιχείο εδώ είναι ο έρωτας. Ο τρελός, παράλογος έρωτας, που αψηφά τα πάντα και μπορεί να φτάσει μέχρι το έγκλημα. Αυτό που καταγράφεται εδώ είναι το αυτοκαταστροφικό, το αδύνατο, το δραματικό στοιχείο του έρωτα, αυτό που τελικά οδηγεί στην παράνοια και όχι η τρυφερότητα ή η χαρά του. Και, για να γίνουν τα πράγματα ακόμα βαρύτερα, μιλάμε για μονόπλευρο έρωτα και όχι αμοιβαίο. Φυσικά στο φόντο υπάρχει η ιστορική καταγραφή της εποχής, μια τοιχογραφία της ταραγμένης Ιταλίας των μέσων του 19ου αιώνα, όταν η χώρα πάσχιζε να αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Το δέσιμο αυτό του ιστορικού με το βαθύτατα προσωπικό και οι αλληλεπιδράσεις τους είναι, νομίζω, το νόημα του φιλμ.
Φυσικά - το είπαμε - πρόκειται για βαριά και μάλλον αργή ταινία, που όσο προχωρά οδεύει προς την απόλυτη κορύφωση του δράματος. Σίγουρα σήμερα δεν μπορεί να παρακολουθηθεί ευχάριστα από μεγάλο μέρος του κοινού, εθισμένου στη σύγχρονη ταχύτητα και την έντονη δράση του κυρίαρχου σινεμά των ημερών μας. Όσοι αποφασίσουν να το δουν, ας τα έχουν αυτά υπ' όψιν τους.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Ιουνίου 18, 2009

BELISSIMA: ΤΑ ΑΠΑΤΗΛΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ Η ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ


Το "Belissima", που ο Luchino Visconti (1906-1976) γυρίζει το 1951, προσθέτει μια από τις πρώτες (μετά το "Ossessione" και το "Η γη τρέμει") σημαντικές στιγμές στο έργο του. Στα πλαίσια του νεορεαλισμού πάντοτε, πριν βυθιστεί στη χαρακτηριστική μπαρόκ ατμόσφαιρά του, κάνει ένα τρυφερό δράμα που ισορροπεί ανάμεσα στην τραγωδία και το χιούμορ, την καθημερινότητα και το όνειρο, τον κόσμο των φτωχών και τη λαμπερή Τσινετσιτά, τη μεγάλη δηλαδή ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής. Ταυτόχρονα κάνει μια από τις πρώιμες ταινίες που αναφέρονται στο ίδιο το σινεμά και την απατηλή λάμψη του. Και επίσης δίνει την ευκαιρία στην Άννα Μανιάνι να μας χαρίσει μια από τις χαρακτηριστικότερες ερμηνείες της.
Μια φτωχή μάνα, μαγεμένη από τη λάμψη του κόσμου του κινηματογράφου, θέλει πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο να δει την πεντάχρονη κόρη της σταρ του σινεμά, καθώς ένας γνωστός σκηνοθέτης ψάχνει το κατάλληλο κοριτσάκι για την καινούρια ταινία του. Η επιθυμία της γίνεται σχεδόν εμμονή και αρχίζει να θυσιάζει τα πάντα, ακόμα και την οικογενειακή της ευτυχία, για να πετύχει τον στόχο της. Τελικά, όταν καταλαβαίνει την ψευτιά που τη περιβάλλει, καταλήγει να κάνει την δική της επανάσταση.
Η ταινία, σπαρακτική σε πολλά σημεία της (αν και σπάει από πινελιές χιούμορ), μας δίνει ανάγλυφα το ψέμα που κυριαρχεί στο σινεμά, τους ανταγωνισμούς, την εκμετάλλευση, τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους του. Κυρίως όμως δείχνει την καταστροφική συχνά επίδραση πάνω σε απλοϊκούς ανθρώπους, που σχεδόν πιστεύουν όσα βλέπουν στο πανί και (ακόμα χειρότερα) θέλουν πάσει θυσία να μπουν οι ίδιοι σ' αυτόν το λαμπερό κόσμο, που, μέσα στην αφέλειά τους, θεωρούν κάτι σαν επίγειο παράδεισο.
Ταυτόχρονα βλέπουμε (όπως σε όλα τα νεορεαλιστικά φιλμ) μια μεταπολεμική Ιταλία (που θυμίζει και την Ελλάδα της εποχής) βυθισμένη στη φτώχεια και την ανέχεια, με οικογενειακές και άλλες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Και βέβαια, για μια ακόμα φορά, οι ομοιότητες ιταλών και ελλήνων είναι εμφανείς. Όσο για τον βασικό χαρακτήρα, αυτόν της Μανιάνι, είναι αντιφατικός: Συμπαθητικός και απωθητικός ταυτόχρονα, αφελής και καταπιεστικός, κουτοπόνηρος αλλά και ανθρώπινος, σε κάθε περίπτωση όμως γεμάτος πάθος.
Ασπρόμαυρο σινεμά άλλων εποχών, που πάλλεται από ζωή, ενδιαφέρει όμως κυρίως ένα σινεφίλ κοινό. Δύσκολα θα το έβλεπε κάποιος εθισμένος στο σύγχρονο (αμερικάνικο κυρίως) σινεμά. Κρίμα.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιουνίου 05, 2009

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ "ΑΜΑΡΤΙΑΣ"


"Η Γοητεία της Αμαρτίας" είναι ο μάλλον άσχετος (στο πνεύμα τουλάχιστον) ελληνικός τίτλος του "Gruppo di famiglia in un interno" του 1974, της προτελευταίας δηλαδή ταινίας του Luchino Visconti (1906-1976). Και είναι μια από τις σημαντικές ταινίες του δημιουργού της.
Θα πω από την αρχή ότι ο Βισκόντι κάνει ένα "βαρύ", δραματικό, αργό συνήθως, εσωτερικών κυρίως χώρων σινεμά. Έτσι όσοι είναι συνηθισμένοι (ή μήπως εθισμένοι;) στους ταχύτατους σύγχρονους ρυθμούς των αμερικάνικων κυρίως ταινιών, ας μην ασχοληθούν. Ωστόσο το σινεμά του μεγάλου δημιουργού είναι τόσο πλήρες νοημάτων, που δίνει τροφή στη σκέψη για πολύ καιρό.
Εδώ ένας ηλικιωμένος, μοναχικός, πλούσιος καθηγητής, συλλέκτης και μελετητής παλιών έργων τέχνης, που ζει κλεισμένος στο μπαρόκ διαμέρισμά του, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη σύγχρονη ζωή, που ενσαρκώνεται στα πρόσωπα της οικογένειας που νοικιάζει σχεδόν με το "έτσι θέλω" το επάνω διαμέρισμα, το οποίο επίσης ανήκει στον καθηγητή. Ο τελευταίος έλκεται και ταυτόχρονα απωθείται από το σύγχρονο, επιπόλαιο και ηδονιστικό πνεύμα - και ταυτόχρονα εμείς αναρωτιόμαστε αν έχει "χάσει τη ζωή του" με τον εγκλεισμό και την αποστείρωσή του.
Το θέμα φέρνει στο νου τις "Άγριες Φράουλες" ενός άλλου μεγάλου, του Μπέργκμαν. Αυτό που θαυμάζω ωστόσο στον Βισκόντι είναι ότι, ενώ στον Μπέργκμαν τα πράγματα είναι μάλλον σαφή (ναι, ο γέρος έχει σπαταλήσει τη ζωή του με τις μελέτες του. Η ζωή βρίσκεται στους νέους, στη χαρά, στη ζωντάνια), εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο ρευστά και διφορούμενα: Ο Λάγκαστερ (ο γέρος) ζει μόνος, ασχολείται με "νεκρά" πράγματα (μελέτη παλιών πινάκων), είναι αποκομμένος απ' τη ζωή. Οι νέοι αντίθετα είναι ηδονιστές, ζουν τη ζωή τους, ταξιδεύουν, πηδιούνται (με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς), ξοδεύουν, έχουν μοντέρνα γούστα. Ταυτόχρονα όμως είναι παντελώς κενοί, επιφανειακοί, συχνά σκληροί και αλληλοσπαράζονται. Αντίθετα, μερικές φορές ζηλεύουμε την γαλήνη, την πληρότητα και την ηθική του ηλικιωμένου στην επιλεγμένη μοναξιά του. Έτσι, δεν υπάρχει καλό και κακό, σωστό και λάθος. Όλα διαθέτουν δύο όψεις ή, αν θέλετε, τα πάντα έχουν το τίμημά τους. Γι΄αυτό άλλωστε και ο καθηγητής δεν απορρίπτει απλώς τη χυδαιότητα και τη φτήνεια της οικογένειας, αλλά έλκεται κιόλας απ' αυτήν (και κυρίως απ' τη ζωντάνια της). Ο ωραίος Κόνραντ, καλλιεργημένος και ζιγκολό ταυτόχρονα, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, δεν μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα. Είναι μια τραγική φιγούρα.
Φυσικά ο ρόλος του καθηγητή θυμίζει και τον αντίστοιχο ρόλο του Λάνκαστερ στον "Γατόπαρδο". Κι εκεί ο ήρωας ήταν κάτι σαν τελευταίος του είδους του, απομεινάρι άλλων εποχών, και γι' αυτό αταίριαστος και άσχετος με ό,τι ερχόταν, ταυτόχρονα όμως, μέσα στον αναχρονισμό του, διατηρούσε μια γοητεία και μια ευθύτητα. Ο Βισκόντι φαίνεται ότι τρέφει τα ίδια αντιφατικά συναισθήματα για τον σύγχρονο κόσμο: Έλξης και απώθησης ταυτόχρονα.
Στην αμφισημία των πάντων άλλωστε εντάσσεται και η σχέση του Κόνραντ με τον ηλικιωμένο καθηγητή. Αναπτύσει ο τελευταίος πατρικά αισθήματα ή μήπως ερωτικά απέναντί του; Ίσως και ο ίδιος να μην το έχει ξεκαθαρίσει μέσα του. Να λοιπόν και το λανθάνον θέμα της ομοφυλοφιλίας, που κι άλλες φορές απασχόλησε τον Βισκόντι, αλλά και του αδυσώπητου πλησιάσματος του θανάτου και του πόσο απροετοίμαστοι είμαστε πάντοτε γι' αυτό.
Βαρύ δράμα, το είπαμε, για όσους μπορούν να δουν σήμερα τέτοιου είδους σινεμά, πλην όμως νομίζω ότι ο προβληματισμός του θα σας αποζημιώσει.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007

ΕΝΑΣ ΓΑΤΟΠΑΡΔΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΥΑΙΝΕΣ


Υπάρχουν αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου που ουδεμία σχέση έχουν με τους γρήγορους ρυθμούς, την έντονη δράση, τις ανατροπές στην πλοκή ή το στοιχείο του εντυπωσιασμού, που είναι κοινός τόπος σε μεγάλο μέρος του σύγχρονου σινεμά - και για τα οποία ουδεμία αντίρρηση έχω όταν λειτουργούν καλά. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι απορρίπτω ταινίες που δεν διαθέτουν τίποτε απ' όλα τα παραπάνω, ιδιαίτερα αν πρόκειται για αριστουργήματα όπως ο θρυλικός "Γατόπαρδος" του 1963 του Luchino Visconti (1906-1976). Μεγάλο μέρος του οποίου διαδραματίζεται σε κλειστούς χώρους (αν και διαθέτει μια μεγάλη σκηνή μάχης), οι ρυθμοί είναι μάλλον χαλαροί και πολλά γίνονται κατά τη διάρκεια ατέλειωτων χορών σε βαρυφορτωμένα, αχανή σαλόνια. Στο τέλος όμως με άφησε συγκλονισμένο, πολύ περισσότερο φυσικά από πολλές εντυπωσιακές περιπέτειες.
Η ταινία διαδραματίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ιταλία της επανάστασης του Γαριβάλδη και των ταραγμένων χρόνων που ακολουθούν. Η χώρα αλλάζει ριζικά - ή μάλλον γεννιέται, ενώνεται και αποκτά εθνική υπόσταση για πρώτη φορά. Οι ιστορικές αλλαγές γύρω είναι κοσμογονικές, τι όμως αλλάζει πραγματικά; Ίσως ο καιροσκόπος και "όπου φυσά ο άνεμος" νεαρός ανιψιός του ήρωα συμπυκνώνει τέλεια τα τεκταινόμενα στην φράση "Για να μείνουν όλα ίδια, είναι αναγκαίο όλα να αλλάξουν".
Η αφήγηση οργανώνεται σε δύο επίπεδα: Στο ιστορικό, όπου η παντοδύναμη μέχρι τότε αριστοκρατία παρακμάζει σταθερά και παραχωρεί τη θέση της στην ανερχόμενη αστική τάξη (κοινώς, πρωτοκαθεδρία αποκτά πλέον η δύναμη του χρήματος και όχι αυτή της καταγωγής) και στο συγκλονιστικό προσωπικό, όπου παρακολουθούμε τη γήρανση - με όσα αυτή συνεπάγεται - του αγέρωχου αριστοκράτη, γαιοκτήμονα ήρωα (εξαιρετικός ο Μπαρτ Λάνκαστερ). Οι πρώτες, οι ιστορικές αλλαγές, σε καθηλώνουν με τη σαρωτική τους δύναμη, οι άλλες, οι προσωπικές, σε συγκινούν βαθύτατα με την ανθρωπιά και την ευαισθησία τους.
Ο Βισκόντι μοιάζει να θαυμάζει τον μεγαλόπρεπο αριστοκράτη που γερνά και γίνεται όλο και πιο σοφός και διορατικός, ταυτόχρονα όμως έχει (ο Βισκόντι) πλήρη επίγνωση της βαθειάς παρακμής της τάξης του, της υποκρισίας και του βρώμικου ρόλου της εκκλησίας, της σήψης και της γελοιότητας μιας τάξης πραγμάτων που περνά ανεπιστρεπτί. Από την άλλη, οι ανερχόμενοι αστοί παρουσιάζονται χυδαίοι, γλοιώδεις και αποκλειστικά συμφεροντολόγοι, πεινασμένοι για πλούτο και εξουσία κι ας ντύνουν τους πόθους τους αυτούς με φιλελεύθερες ιδεολογίες. Γι' αυτό και ο ήρωας λέει σε μια πολύ δυνατή σκηνή κριτικής και αυτοκριτικής: "Είμαστε οι τελευταίοι γατόπαρδοι ανάμεσα σε ύαινες και τσακάλια". Δεν τίθεται λοιπόν θέμα δημοκρατίας ή αριστοκρατίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με συμφέροντα που εναλλάσονται. Κάποιοι, ο φτωχός λαός όπως συνήθως, θα μείνουν απ' έξω και με το νέο καθεστώς, όπως ήταν και με το παλιό.
Ο Βισκόντι βρίσκεται στο απώγειο της τέχνης του, δημιουργώντας μια βαρυφορτωμένη και απόλυτα μπαρόκ ταινία, κλίμα απόλυτα ταιριαστό με τα όσα θέλει να πει. Οι πολυέλαιοι, τα χαλιά και οι βαρειές, περίτεχνες τουαλέτες, είναι μεγαλοπρεπείς και ταυτόχρονα πνίγουν τον θεατή. Όπως ακριβώς και την τάξη που συμβολίζουν, που πεθαίνει πνιγμένη στη χλιδή της. Η μεγάλη σε διάρκεια σκηνή του τελικού χορού είναι πραγματικά αριστουργηματική, καθώς καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα εκθαμβωτική και απόλυτα ασφυκτική. Ποτέ άλλοτε η παρακμή και η γελοιότητα της αριστοκρατίας δεν δόθηκε καλύτερα απ' όσο στις τελευταίες σκηνές του χορού που φθίνει. Και ποτέ δεν δείχτηκε πιο εύγλωττα η ανθρώπινη μοίρα και μοναξιά ακόμα και στη δίνη των πλέον κοσμοϊστορικών εποχών.
Νομίζω ότι δίκαια ο "Γατόπαρδος" κατέχει περίοπτη θέση στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών - κι ας κουράσει κάποιους που γνώρισαν το μόνο το σινεμά της δεκαετίας του 80 και μετά.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker