Τρίτη, Απριλίου 02, 2019

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ "ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΤΩΝ ΜΟΪΚΑΝΩΝ"

Ο Michael Mann γυρίζει τον "Τελευταίο των Μοϊκανών" το 1992, με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στο βασικό ρόλο και την εξαφανισμένη Μαντλέν Στόου στον πρώτο γυναικείο. Και αποδεικνύει (ο Μαν) ότι είναι καλός σκηνοθέτης σε κάθε είδος.
Τον 18ο αιώνα, ενώ ο πόλεμος Άγγλων - Γάλλων μαίνεται στην Αμερική, οι τρεις τελευταίοι της φυλής των Μοϊκανών (πατέρας, γιος και ένας λευκός που έχει ανατραφεί απ' αυτούς) ζουν ειρηνικά με τους αποίκους, δίχως να εμπλέκονται σ' αυτόν. Όταν όμως μια ομάδα άγγλων στρατιωτών που συνοδεύουν τις κόρες ενός συνταγματάρχη πέφτει σε ενέδρα κι αυτές αιχμαλωτίζονται από έναν προδότη ινδιάνο, αποφασίζουν να δράσουν για να τις ελευθερώσουν.
Μάχες, ίντριγκες, προδοσίες απ' όλες τις πλευρές και, ανάμεσα σ' όλα αυτά, οι τελευταίοι μιας φυλής που προσπαθούν να επιβιώσουν, συνθέτουν ένα εντυπωσιακό έπος που τα έχει όλα (εννοώ βεβαίως ηρωισμούς, έρωτες, δράση, συγκίνηση, θέαμα, πλούσια και εντυπωσιακή φύση κλπ). Οπότε, αν είστε φίλοι των επών - υπερπαραγωγών, πρόκειται για απόλυτα χορταστικό φιλμ. Ωστόσο εδώ υπάρχουν κι άλλα (θετικά) στοιχεία: Η ταινία σαφώς αποφεύγει τους σχηματικούς διαχωρισμούς καλών - κακών ή, ακόμα χειρότερα, καλών - κακών Άγγλων - Γάλλων (χειρότερα διότι θεωρώ ότι σε πολέμους μεγάλων εθνών, και μάλιστα αποικιοκρατικών, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί). Όλοι οι χαρακτήρες είναι αρκετά σύνθετοι και μπορούμε να δούμε τα τεκταινόμενα με το βλέμμα όλων όσων εμπλέκονται, τόσο των ινδιάνων, που είναι άλλωστε οι πρωταγωνιστές, όσο και των αντιμαχόμενων λευκών. Ο "ανταγωνιστής" και άτεγκτος βρετανός αξιωματικός έχει σαφώς τις θετικές πλευρές του, ακόμα και ο βασικός "κακός" προδότης ινδιάνος δρα έτσι επειδή δικαιολογημένα τον πνίγει η δίψα για εκδίκηση. Όλοι έχουν τα κίνητρά τους και τον χαρακτήρα τους, ενώ οι Μοϊκανοί ξεκαθαρίζουν συχνά ότι "αυτός δεν είναι δικός μας πόλεμος" (και πολύ σωστά, άσχετα αν τελικά θα εμπλακούν).
Συνολικά λοιπόν το θεωρώ καλό blockbuster. Είναι βεβαίως τυπικό Χόλιγουντ, στα καλά του όμως (λίγο πριν καταντήσει 90% υπερηρωικό), αλλά από τα λιγότερο απλοϊκά και περισσότερο σύνθετα του είδους. Δίχως βέβαια να αποφεύγονται οι κλασικές συμβάσεις του μεγαλεπήβολου έπους που αναφέραμε.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2015

"HEAΤ": ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ;

Υπάρχουν ταινίες όπου ο διώκτης (αστυνομικός κυρίως) και ο διωκόμενος (ληστής, κλέφτης, απαεώνας κλπ.) κατά βάθος μοιάζουν. βρίσκονται πολύ πιο κοντά  έας στον αλλον, ίσως να υπάρχει και μία, λανθάνουσα μερικές φορές, αλληλοεκτίμηση μεταξύ τους. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται σε πολλές παραλλαγές, από ανάλαφρες κωμωδίες μέχρι βίαιες ταινίες δράση. Πιστεύω όμως ότι ποτέ δεν δόθηκε αυτό τόσο ανάγλυφα, τόσο άψογα, όσο στο "The Heat" (Ένταση) του Michael Mann του 1995.
Ένας αστυνομικός παθιασμένος με τη δουλειά του κυνηγά έα ληστή, ο οποίος έχει μεν χτυπήσει αι σο παρελθόν, αυτή τη φορά όμως η τέλεα οργαωμένη ληστεία του καταλήγει σε λουτρό αίματο. Εμείς γνωρίζουμε ότι ο ιδιοφυής εγκέφαλος του σχεδίου δεν φταίει για την αιμαοχυσία - δίχως αυτό να ηαίνει ότι εν είναι αδίσταχτος αν χρειασεί. Ωστόσο, εφόσον υπάρχουν νεκροί, ο αστυνομικός είναι υποχρεωένος να φτάσει ως το τέλος, όσο ι αν του στοιχίσει αυτό. Και βέβαια το πρώτο θύμα είναι οι οικογενειακές του σχέσεις. Τελικά, όσο ανίκανος είναι ο ληστής να έχει μια σταθερή οικογενειακή ή/και ερωτική ζωή, (αν και το χρειάζεται κατά βάθος), άλλο τόσο ανίκανος γι' αυτό είναι ουσιαστικά και ο μπάτσος, λόγω της εμμονής του με τη δουλειά και το καθήκον. Το ανθρωποκυνηγητό θα φτάσει βεβαια μέχρι το αναπόφευκτο τέλος.
Ο Man με εξαιρετική μαεστρία ξεδιπλώνει μεθοδικά τόσο τη δράση καθ' εαυτή(τη ληστεία, τις έρευνες, το ανθρωποκυνηγητό) όσο και το εναργές πορτρέτο των δύο βασικών χαρακτήρων, την ανθρώπινη δηλαδή πλευρά τους. Τελικά το πόσο μοιάζουν μεταξί τους (και πόσο εκτιμά ατά βάθος ο ένας τον άλλον) είναι σχεδόν ανατριχιαστικό. Αν πρέπει να συνοψιστεί σε μια φράση η ομοιότητά τους, αυτή θα ήταν ότι και οι δύο δεν μπορούν να βολευτούν σε μκα άνετη, ρουτινιάρικη καθημερινή ζωή, επαγγελματική ή οικογενειακή. Και σ' αυτό το θέμα όμως η στάση τους είναι διττή. Από τη μία δεν μπορούν κι από την άλλη χρειάζονται απεγνωσμένα αυτή την καθησυχαστική ρουτίνα, η οποία, επιτέλους, θα τους ξεκουράσει και θα ηρεμήσει τις βασανισμένες ψυχές τους.
Ως γνωστόν to Ηεατ είναι η μοναδική ταινία όπου συνυπάρχουν δύο "ιερά τέρατα": ο Αλ Πατσίνο και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Ίσως αυτό και μόνο θα αρκούσε. Υπάρχει όμως και η πυκνότητα της ταινίας, η καθηλωτική ατμόσφαιρα και το επιδέξιο διαρκές πέρασμα από τη δράση στις προσωπικές ζωές των ηρώων, που κάνουν το φιλμ, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ένα από τα καλύτερα του δημιουργού του, αλλά και των 90ς γενικότρα.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Νοεμβρίου 17, 2011

ΝΑΖΙ, ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΚΟΤΑ "ΟΧΥΡΑ"

Βρισκόμαστε στα 1983. Ο άσημος τότε Michael Mann κάνει τα πρώτα του βήματα. Για την ακρίβεια γυρίζει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το "The Keep", που είναι μια καθαρή ταινία τρόμου. 
Βρισκόμαστε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μια διμοιρία ναζί φτάνουν σε ένα απομακρυσμένο, ορεινό ρουμάνικο (νομίζω) χωριό, με στόχο να εγκατασταθούν ως φρουρά σε ένα γιγάντιο, αλλόκοτο, αρχαίο κτίσμα, κάτι σαν οχυρό, που δεσπόζει στο χωριό αυτό. Ουδείς γνωρίζει πότε ακριβώς και για ποιον λόγο χτίστηκε, οι κάτοικοι όμως ξέρουν καλά ότι κάτι εφιαλτικό κρύβεται μέσα του. Οι ναζί βέβαια δεν πιστεύουν σε τέτοιες χωριάτικες προλήψεις, οπότε... αντιλαμβάνεστε ότι κακά πράγματα θα τους συμβούν. 
Το φιλμ βέβαια είναι - σχετικά - πρωτόλειο και σε λίγα πράγματα θυμίζει τον Mann που ξέρουμε. Διαπραγματεύεται την κλασική πάλη καλού - κακού, όπου στη θεση του δεύτερου τοποθετεί το συλλογικό "τέρας" που δημιουργεί, τρέφει και υλοποιεί (εδώ κυριολεκτικά) ο ναζισμός. Αυτό το βρίσκω ενδιαφέρον στοιχείο. Από την άλλη, η ταινία είναι σε πολλά σημεία της ατμοσφαιρική και καταφέρνει να δημιουργεί αίσθημα ανησυχίας, το οποίο φυσικά είναι ζητούμενο στα φιλμ του είδους. Κάποιες σκηνές της μάλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και εφιαλτικά ποιητικές. Τα εφφέ φαντάζουν βέβαια λίγο αστεία και "εύκολα" με τα σημερινά δεδομένα, με διάφορα κόκκινα λέιζερ να ανάβουν ως μάτια ή όπλα και αντίστοιχες λάμψεις να ξεχύνονται από παντού. Θυμηθείτε όμως την εποχή και τις δυνατότητες που υπήρχαν τότε πριν τα απορρίψετε ολότελα. Συνολικά την βρήκα συμπαθητική ταινία του είδους, με σχετικά πρωτότυπο σενάριο, που βλέπεται με (σχετικό πάντα) ενδιαφέρον, από τους φίλους του φανταστικού τουλάχιστον. Μέχρις εκεί όμως. Ίσως το μεγαλύτερο ακόμα ενδιαφέρον της να βρίσκεται στο όνομα του σκηνοθέτη και να αποτελεί κάτι σαν "ιστορικό καθήκον" ενός σινεφίλ το να ανακαλύψει (ξεθάψει μάλλον) τα άγνωστα πρώτα βήματα ενός μετέπειτα σημαντικού δημιουργού.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιουλίου 10, 2009

ΝΤΙΛΙΝΤΖΕΡ, ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ


Ο "Δημοσιος Κίνδυνος" (Public Enemies) του Michael Mann είναι μια ακόμα κλασική γκαγκστερική ταινία, που διαδραματίζεται στο Σικάγο της δεκαετίας του 30 και βασίζεται στην αληθινή ιστορία του περιβόητου ληστή τραπεζών Ντίλιντζερ. Και, αφού πρόκειται για ταινία του Mann, είναι εξ ορισμού καλογυρισμένη, στιβαρή και χορταστική.
Η εποχή δίνεται ανάγλυφα και σωστά σκηνογραφικά, ο Ντίλιντζερ παρουσιάζεται ως ένα είδος ρομαντικού εγκληματία (θα το αναλύσουμε λίγο πιο κάτω αυτό) και η δράση είναι συχνά καταιγιστική. Α, και η επιλογή της μουσικής μου άρεσε ιδιαίτερα, καθώς έπιανε απόλυτα το κλίμα της εποχής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα είχε όχι μόνο ο "ρομαντισμός" του ήρωα, αλλά και η αντιπαράθεσή του με τις νέες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος, που μόλις τότε αναδύονταν: Πρόκειται για την πολύ απλή σκέψη ενός κακοποιού ότι "έτσι κι αλλιώς για τα λεφτά πάω, οπότε γιατί να μη το κάνω με λιγότερο ρίσκο και όσο πιο νόμιμα γίνεται;". Έτσι ένας άλλος πρώην γκάγκστερ έχει στήσει μια ολόκληρη επιχείρηση με τηλεφωνικές παρακολουθήσεις που σχετίζονται με ιππόδρομο και βγάζει πολύ περισσότερα εκατομμύρια από τον ήρωά μας, παράνομα μεν αλλά αναίμακτα, δίχως να ρισκάρει, "πολιτισμένα". Ενώ ο Ντίλιντζερ επιμένει στη "χειρωνακτική" δράση, κοινώς ληστείες τραπεζών, όπου όλα παίζονται κάθε φορά κορώνα - γράμματα κι όπου τα παίρνει από το σύστημα (από τις τράπεζες δηλαδή), δίχως μάλιστα να ληστεύει τους πελάτες που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο κατάστημα. Γι' αυτό άλλωστε γίνεται και ένα είδος λαϊκού ήρωα. Από την άλλη ο μπάτσος που τον κυνηγά είναι κι αυτός τίμιος (και οι δύο βασικοί ήρωες διαθέτουν ένα είδος αδιαπραγμάτευτης προσωπικής ηθικής), αναγκάζεται όμως κι αυτός να παραβεί ορισμένους κανόνες για να συλλάβει τον αντίπαλό του.
Το πρόβλημά μου με το φιλμ είναι ότι όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί πολλές φορές, από το "Μπόνι και Κλάιντ" μέχρι τον άλλο "Δημόσιο Κίνδυνο", το πρόσφατο "Μεσρίν" δηλαδή, το οποίο σημειωτέον βρήκα πιο ενδιαφέρον, αφού καταπιανόταν με έναν πολύ πιο πολύπλευρο και αντιφατικό χαρακτήρα. Όσο λοιπόν καλογυρισμένη και να βρήκα την ταινία, ατμοσφαιρική σε μερικές στιγμές της, δεν μου ήταν αρκετό για να μ' αρέσει πραγματικά. Εννοώ ότι σχεδόν κάθε μέση χολιγουντιανή ταινία έχει πλέον φτάσει τεχνικά σε ένα υψηλό επίπεδο, είναι δηλαδή καλογυρισμένη, οπότε αυτό το - θετικό σίγουρα - στοιχείο δεν είναι για μένα αρκετό από μόνο του. Φοβάμαι ότι ο Michael Mann, όσο καλός σκηνοθέτης και να είναι, παγιδεύεται σε ευπρόσωπα μεν φιλμ, τα οποία όμως πολύ λίγα προσθέτουν σε όσα ήδη ξέρουμε. Και δεν νομίζω ότι η στιβαρότητα της σκηνοθεσίας είναι πλέον ικανή από μόνη της να κάνει την (σημαντική) διαφορά. Έτσι συνολικά τη βρήκα καλή ταινία, όχι όμως και κάτι ιδιαίτερο.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2009

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΝΙΜΠΑΛ


Οι περισσότεροι άνθρωποι γνώρισαν τον εφιαλτικό Χάνιμπαλ Λέκτορ με την "Σιωπή των Αμνών". Ωστόσο η πρώτη εμφάνιση του ιδιοφυούς και παρανοϊκού ανθρωποφάγου στην οθόνη είχε γίνει μερικά χρόνια πριν, το 1986 συγκεκριμένα, όταν ο Michael Mann μετέφερε στο σινεμά το "Red Dragon" του Χάρις. Και το έκανε με εξαιρετικό τρόπο.
Ο Χάνιμπαλ βρίσκεται φυλακισμένος (όπως στη "Σιωπή") και ο ντετέκτιβ που τον συνέλαβε πάει να ζητήσει τη βοήθεια του για να συλλάβει έναν άλλον σίριαλ κίλερ που σκοτώνει οικογένειες. Από εκεί και πέρα ξεκινά ένα πολύ δυνατό παιχνίδι, που στο κέντρο του ουσιαστικά βρίσκεται, νομίζω, το ερώτημα του κατά πόσο ο διώκτης ντετέκτιβ μοιάζει κατά βάθος με τους φριχτούς τύπους που κυνηγά. Και βέβαια τέτοια ερωτήματα γεννιούνται αφού ο διώκτης προσπαθεί να πιάσει τους διαταραγμένους δολοφόνους (με τρόπο που κάποιες φορές αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού) πασχίζοντας να "μπει στο μυαλό τους", να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης τους, να καταλάβει γιατί το κάνουν και τι είναι αυτό που τους ερεθίζει τόσο. Η ιδιοφυϊα και η τρελα, λένε, χωρίζονται από μια λεπτή γραμμή. Στους σίριαλ κίλερ που βλέπουμε αυτό είναι σίγουρο. Να όμως που πιθανόν ισχύει και για τον διώκτη τους...
Ο Mann κάνει μια εξαιρετική κατά τη γνώμη μου ταινία, από τα καλύτερα θρίλερ των 80ς, δημιουργώντας μια νοσηρή ατμόσφαιρα αν και το περιβάλλον είναι μοντέρνα hightech - και απρόσωπα - εσωτερικά και σύγχρονες, ψυχρές μεγαλουπόλεις. Χρησιμοποιεί τραγούδια από γνωστά ως επί το πλείστον συγκροτήματα για να τονίσει την ατμόσφαιρα αυτή, με αποκορύφωμα τη φοβερή σκηνή προς το τέλος στο σπίτι του δολοφόνου, υπό τους ήχους του κλασικού In-A-Gadda-Da-Vida των Iron Butterfly. Και καταφέρνει να παρασύρει το θεατή στη δίνη της παράνοιας των όσων διαδραματίζονται.
Αν αγνοείτε το φιλμ αυτό, ψάξτε το. Φυσικά η "Σιωπή των Αμνών" είναι μια πολύ εντυπωσιακή, πιο εντυπωσιακή από αυτή εδώ, ταινία. Αν όμως έπρεπε να διαλέξω μία από τις δύο, πιθανώς θα θεωρούσα τον "Ανθρωποκυνηγό" καλύτερο. Άλλωστε ο Michael Mann είναι σημαντικός σκηνοθέτης.

Ετικέτες ,

Κυριακή, Οκτωβρίου 08, 2006

MIAMI VICE ΚΑΙ ΠΑΛΙ (ΑΛΛΑ ΚΑΠΟΥ ΤΟ ΕΧΟΥΜΕ ΞΑΝΑΔΕΙ)



Ο Michael Mann έχει στο παρελθόν κάνει εξαιρετικές ταινίες. Τώρα (φταίει άραγε η γενικότερη έλλειψη έμπνευσης που μαστίζει τον αρκετό τελευταίο καιρό στο Χόλυγουντ;) ξαναγυρίζει κι αυτός σε μια 80ς σειρά που τον έκανε γνωστό, το Miami Vice. Το πρόβλημα είναι, ότι ενώ η ταινία φέρει μερικά από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα (στέρεη σκηνοθεσία, focus στις προσωπικές ζωές των ηρώων, καλές σκηνές δράσης) δεν παύει να είναι παρά ένα απλό αστυνομικό φιλμ, όπως πολλά άλλα, που δεν δικαιολογεί την γύρω στις δυόμιση ώρες διάρκειά του. Κατά τα άλλα, ίντριγκες πάνω στις ίντριγκες υπάρχουν, ρομαντικοί έρωτες υπάρχουν, εξωτικά τοπία και σκληροί μπάτσοι υπάρχουν (όπως και "επιτρεπτή" παραβατικότητα από μέρους τους), βαρώνοι των ναρκωτικών και μοιραίες γυναίκες επίσης, γενικά ό,τι κάνει ένα συνηθισμένο αστυνομικό (αν εξαιρέσεις τη διάρκειά του). Και σ' αυτό ακριβώς το "συνηθισμένο" βρίσκονται οι αντιρρήσεις μου. Το βλέπεις, ΟΚ, αλλά λες "γιατί όλος αυτός ο χαμός για μια ταινία που, λίγο πολύ, έχουμε ξαναδεί";
ΥΓ: Είναι σαφώς προσωπική και υποκειμενική άποψη, αλλά, είμαι ο μόνος που αντιπαθώ τον Κόλιν Φαρέλ; Ιδιαίτερα εδώ, με το γελοίο μαλλί, το μουστάκι και την μόνιμη macho αξυρισιά;

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker