Ο ΓΚΑΤΣΜΠΙ ΚΑΙ Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΛΑΜΨΗ
Ο Buz Luhrmann είναι ένας σκηνοθέτης που μετατρέπει ό,τι πιάσει στα χέρια του σε ένα εντυπωσιακό, ζαλιστικό και θορυβώδες βιντεοκλίπ. Άλλους αυτό μπορεί να τους κουράσει αφάνταστα κι άλλους να τους γοητεύσει. Από την άλλη, αρέσκεται να καταπιάνεται με μεγάλα, κλασικά θέματα ("Ρωμαίος και Ιουλιέτα", "Μουλέν Ρουζ") και κατ' άλλους να τα μετατρέπει σε κιτς φαντασμαγορίες, ενώ κατ΄ άλλους πάλι να τα εκμοντερνίζει δίνοντάς τους μια σύγχρονη διάσταση. Πιστός λοιπόν στο όραμά του ασχολείται το 2013 με ένα άλλο κλασικό βιβλίο: Τον "Υπέροχο Γκάτσμπι", το διασημότερο μυθιστόρημα του Σκοτ Φιτζέραλντ. Το αποτέλεσμα μου άφησε ανάμικτες εντυπώσεις, θετικές και αρνητικές.
Ο "Γκάτσμπι" σαν ιστορία διαθέτει πολλά επίπεδα και μιλά για ένα σωρό πράγματα: Για τη ρηχότητα και απατηλότητα του "αμερικάνικου όνειρου", για τα έξαλλα '20ς, για τη βαθύτατα ταξική κοινωνία (της εποχής τουλάχιστον) και την ουσιαστική αδυναμία να εισέλθει κάποιος από κάτω στα άνω στρώματα, παρά την εκ πρώτης όψεως αντίθετη διαπίστωση, για την αναισθησία, την αναλγησία και την υποκρισία των ανώτερων αυτών κοινωνικών στρωμάτων, για τη βρωμιά και τη διαφθορά που κρύβεται κάτω από τη απαστράπτουσα επιφάνεια, για τις τερατώδεις αντιθέσεις ανώτερων και κατώτερων τάξεων, για το γεγονός ότι τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία, αλλά πιθανόν να αποτελούν την επιφάνεια απόλυτα άδειων και ανούσιων ζωών, για να αναφέρουμε τα κυριότερα από αυτά. Αλλά και διαπνέεται - ταυτόχρονα με όλες αυτές τις κοινωνικοπολιτικές διαπιστώσεις - από ρομαντισμό, ενώ τα κύρια θέματά του παραμένουν ένας μεγάλος έρωτας και ένας αλησμόνητος, "bigger than life" χαρακτήρας.
Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στην ταινία. Από την άλλη, στο πρώτο μέρος τουλάχιστον, όπου περιγράφεται η ξέφρενη ζωή των από τη μέση και πάνω στρωμάτων της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του 20, υπάρχουν όλα τα γνώριμα σκηνοθετικά του στοιχεία: Η απόλυτα βιντεοκλιπάτη οπτική, όπου δεν προλαβαίνεις να ξεχωρίσεις τη μια εικόνα από την άλλη, οι εντυπωσιακές λήψεις και "βουτιές" της κάμερας, το θορυβώδες, σύγχρονο σάουντρακ, τα θεαματικά χορευτικά... Όλα αυτά, θα μπορούσα να σκεφτώ, ταιριάζουν σαν ύφος με την κούφια και άνευ ουσίας χλιδή που περιγράφεται. Από την άλλη όμως με κούρασαν αρκετά. Η κούραση αυτή επιδεινώθηκε από τη συχνή χρήση χιπ χοπ στη μουσικά, είδος που προσωπικά δεν αντέχω. Φυσικά, όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό αποτελεί καθαρά προσωπική άποψη. Μπορώ να δεχτώ ότι για κάποιον που είναι λάτρης της μουσικής αυτής (και καλά κάνει, η απέχθεια είναι προσωπική), το σάουντρακ ακριβώς και τα πειραγμένα κομάτια μεγάλων συνθετών όπως οι Κολ Πόρτερ, Γκέρσουιν κλπ. θα αποτελούν συν. Στο δεύτερο μέρος πάντως οι καταιγιστικοί ρυθμοί και εικόνες καταλαγιάζουν και δίνουν τη θέση τους στο δράμα και την παρακμή των ηρώων. Αν και το βιντεοκλιπάδικο στιλ επανέρχεται συχνά, ενώ η σχηματική σκηνογραφία (η αντίθεση πλούσιας Ν. Υόρκης και εξαθλιωμένου προάστιου εμφανίζεται κάθε λίγο) και η εντυπωσιακή (που για μένα αγγίζει τα όρια του κιτς) υπερ-σκηνοθεσία παραμένουν πανταχού παρούσες.
Συνολικά λοιπόν η ταινία με κράτησε σαφώς, το δράμα της μάλλον με άγγιξε, αλλά ταυτόχρονα και οι αντιρήσεις μου για όλο αυτό το οπτικό πανηγύρι είναι αρκετές. Έχω συχνά εκφράσει την αντίθεσή μου σε όλη αυτή τη βιντεοκλιπάδικη αισθητική, που δυστυχώς σήμερα κυριαρχεί σε όλο και περισσότερα μπλογκμπάστερ, περιπέτειες, action movies και επιστημονικής φαντασίας κυρίως, που μοιάζει να απευθύνεται αποκλειστικά σε μη σκεπτόμενα δεκαπεντάχρονα, τα οποία σίγουρα θα εντυπωσιαστούν (και μάλλον εκεί απευθύνεται, αφού αυτό είναι το μεγάλο μέρος του κοινού, άρα από εκεί έρχονται τα φράγκα). Τουλάχιστον ο Luhrmann το κάνει αυτό σαν άποψη, παντρεύοντάς το μάλιστα με τον δικό του προσωπικό τρόπο με σαφώς σοβαρότερα θέματα. Οπότε, άν και δεν ενθουσιάζομαι πάντα, αναγνωρίζω το ιδιαίτερο στιλ και την άποψή του. Και το να έχει κανείς άποψη στο σημερινό Χόλιγουντ των λογιστών και του χρηματιστηρίου είναι, νομίζω, σημαντικό.
Ετικέτες "Gatsby" (2013), Luhrmann Buz