Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ... "ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ"


Ο μεγάλος Ernst Lubitsch (1892–1947) κάνει με το "Heaven Can Wait" του 1943 μια από τις γνωστότερες μέχρι σήμερα ταινίες του (έχει γίνει και ριμέικ στη δεκαετία του 70 απο τον Γουόρεν Μπίτι). Από τις γνωστότερες, ίσως, αλλά προσωπικά δεν αποτελεί μια από τις αγαπημένες μου. Ίσως γι' αυτό να φταίει το ότι εδώ το κωμικό στοιχείο υποχωρεί κάπως μπροστά στο συναισθηματικό, που μερικές φορές βρίσκω μάλλον γλυκερό. Πολλοί πάντως δεν συμφωνούν μαζί μου και τη θεωρούν από τις καλύτερές του.
Ο ήρωας του φιλμ, ηλικιωμένος πλέον, πεθαίνει ήσυχα. Ο Διάβολος, γοητευτικότατος με τα σηκωμένα φρύδια και το φράκο του, τον υποδέχεται ευγενέστατα και δέχεται να ακούσει την ιστορία της ζωής του, ώστε να κρίνει πού πρέπει να πάει, πάνω ή κάτω, ξέρετε... Έτσι έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη ζωή του κυρίου Βαν Κλιβ, από την παιδική ηλικία μέχρι το θάνατό του. Και διαπιστώνουμε ότι ο συμπαθής αυτός γεράκος υπήρξε αθεράπευτος γυναικάς σ΄όλη του τη ζωή, πλην όμως - και ταυτόχρονα με τις αισθηματικές ατασθαλίες του - βαθύτατα ερωτευμένος με τη γυναίκα του (την οποία φυσικά παντρεύτηκε μετά από κεραυνοβόλο έρωτα και αρκετές περιπέτειες).
Φυσικά και εδώ το μαγικό άγγιγμα του Lubitsch είναι πανταχού παρόν, με το διακριτικό, κομψό χιούμορ να δίνει και να παίρνει, πλην όμως υπάρχουν και δραματικές σκηνές (σας εγγυώμαι πάντως ότι δεν πρόκειται να κόψετε τις φλέβες σας). Γενικά οι ρυθμοί είναι κάπως πιο αργοί από άλλα φιλμ του και σε κάποια σημεία βαρέθηκα λιγάκι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το θεωρώ κακή ταινία, κάθε άλλο. Απλώς είχα μπροστά μου πολύ φρέσκες τις συγκρίσεις με άλλα φιλμ του που μου άρεσαν περισσότερο.
Εχουμε πάντως να κάνουμε με το πορτρέτο ενός ανθρώπου, τον οποίο ο σκηνοθέτης μας κάνει να συμπαθήσουμε απόλυτα, δίχως όμως να διστάζει καθόλου να δείξει τα ελαττώματά του και να προσθέσει και τις σκαμπρόζικες πινελιές του, τονίζοντας ότι ο έρωτας και τα γύρω απ' αυτόν, ακόμα και οι παρασπονδίες, δεν μπορούν να αποτελούν "αμαρτίες". Έτσι, σε ερωτικό επίπεδο, ο Lubitsch παραμένει αρκετά τολμηρός, όπως σε κάμποσα άλλα φιλμ του. Μακάρι να ήταν τόσο τολμηροί και οι σύγχρονοι χολιγουντιανοί δημιουργοί όταν κάνουν τα σχετικής θεματικής ανάλαφρα φιλμάκια τους. Α, και παρά την "υποχώρηση" του κωμικού στοιχείου, την οποία ανέφερα στην αρχή, δεν παύουν να υπάρχουν κάποιες πολύ αστείες στιγμές, κυρίως με τους ανεκδιήγητους γονείς της κοπέλας, που δίνουν και την αφορμή να στηλιτεύσει για μια ακόμα φορά ο Lubitsch την κτηνώδη, άπληστη και αναίσθητη πλευρά του πλούτου.
ΥΓ: Η Τζιν Τίρνεϊ παραμένει για μένα μια από τις ομορφότερες γυναίκες της οθόνης ever.

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 30, 2010

ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΙΣ "ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΚΑΝΤΡΙΛΙΕΣ"


Έχω πει επανειλημμένα ότι πιστεύω πως το σύγχρονο Χόλιγουντ είναι πολύ πιο συντηρητικό από το παλιό (το πολύ παλιό εννοώ). Πάρτε για παράδειγμα το "Design for Living" (Ερωτικές Καντρίλιες ο και πάλι άσχετος ελληνικός τίτλος). Γυρίζεται από τον Ernst Lubitsch (1892–1947) το 1933 (!), τέσσερα μόλις χρόνια μετά την έλευση του ομιλούντος, και είναι πολύ πιο τολμηρό ερωτικά από πάμπολλες σύγχρονες αισθηματικές ή κομεντί μπούρδες.
Τι γίνεται εδώ; Μια κοπέλα είναι ταυτόχρονα ερωτευμένη με δύο φτωχούς καλλιτέχνες (ένας θεατρικός συγγραφέςα κι ένας ζωγράφος), που είναι στενοί φίλοι και συγκατοικούν στο Παρίσι. Τα φτιάχνει και με τους δύο, αρχικά κρυφά, μετά εν γνώσει τους, στη συνέχεια γίνεται κάτι σα μάνατζέρ τους και τους οδηγεί στη φήμη και στον πλούτο, κάποια στιγμή τους παρατά και παντρεύεται έναν ζάπλουτο ξενέρωτο παλιό θαυμαστή της... για να καταλήξει και πάλι με τους δύο μαζί! Θυμάστε πολλά σημερινά χολιγουντιανά φιλμ (σημερινά εννοώ των 3 τελευταίων δεκαετιών) που να πραγματεύονται με τόση ανεμελιά και ελευθερία ένα τόσο "τολμηρό" θέμα; Δεν μιλώ φυσικά για βαριά δράματα με σπαρακτικές ή/και τραγικές καταλήξεις (τέτοια υπάρχουν και πολύ πιο τολμηρά), αλλά για ανάλαφρες, χαρούμενες κωμωδίες "για όλη την οικογένεια".
Αλλά βέβαια η αξία της ταινίας δεν βρίσκεται μόνο στην τόλμη της. Βρίσκεται κυρίως στο ότι κατά τη γνώμη μου αντέχει μέχρι τις μέρες μας, βλέπεται το ίδιο ευχάριστα και βγάζει το ίδιο γέλιο. Το σκαμπρόζικο, παιχνιδιάρικο - και ενίοτε σαρκαστικό - στιλ του Lubitsch είναι πανταχού παρόν, άρα η διασκέδαση είναι εξασφαλισμένη. Και υπάρχει κι ένας πολύ καλός νεαρός Γκάρι Κούπερ στο ρόλο του ενός από τους δύο μποέμ, του ζωγράφου. Δεν θα προβληματιστείτε, ούτε θα θιγούν σημαντικά και βαρύγδουπα θέματα. μιλώ για καθαρή διασκέδαση.
Νομίζω ότι ορισμένα πράγματα δικαίως θεωρούνται κλασικά. Και στενοχωριέμαι για τη σημερινή ξενερωσιά (εκτός από μεμονωμένες εξαιρέσεις βεβαίως) της μεγαλύτερης βιομηχανίας κινηματογραφικής διασκέδασης...

Ετικέτες ,

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 26, 2010

"TROUBLE IN PARADISE": Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΕΙΔΟΥΣ


Το 1932 ο Ernst Lubitsch (1892–1947) γυρίζει το "Trοuble in Paradise" και... επινοεί ένα κινηματογραφικό είδος: Αυτό της αισθηματικής κομεντί. Δεν είναι όμως μόνο το ιστορικό αυτό γεγονός. Είναι και το ότι η συγκεκριμένη ταινία παραμένει από τις καλύτερες του είδους αυτού.
Το πόσο έχει αντιγραφεί μέχρι τις μέρες μας είναι απίστευτο. Πέστε μου: Πόσες φορές έχετε δει νέο και ωραίο ζεύγος διεθνών κλεφτών / απατεώνων / ληστών, που κινείται σε αριστοκρατικό, κοσμοπολίτικο περιβάλλον, να οργανώνει κάποια "βρωμοδουλειά", ενώ συγχρόνως διάφορα, ερωτικά και μη, συμβαίνουν γύρω τους και μεταξύ τους και όλα αυτά, εκτός του πιθανού ρομαντικού στοιχείου, να δίνοται και με πολύ χιούμορ; Ε, αυτό ακριβώς ο Lubitsch το έκανε πολύ καλύτερα από αναρίθμητους μεταγενέστερούς του το 1932, τρία μόλις χρόνια δηλαδή αφότου είχε ξεκινήσει ο ομιλών κινηματογράφος!
Ξεκινώντας από τη Βενετία και περνώντας από διάφορα "χάι" μέρη το ζεύγος των ερωτευμένων απατεώνων (ο γοητευτικός άντρας είναι διεθνής καταζητούμενος κακοποιός, πιθανόν ρουμάνος αν κρίνουμε από το όνομά του) διεισδύει με άνεση και πανέξυπνους τρόπους σε υψηλούς αριστοκρατικούς κύκλους "ελαφρύνοντας" διάφορα επίλεκτα μέλη τους από πολύτιμα κοσμήματα και άλλα υπάρχοντα. Ταυτόχρονα προκύπτουν και διάφορα αισθηματικά προβλήματα μεταξύ τους, καθώς μια γοητευτική και αφελής εκατομμυριούχος ερωτεύεται τον άντρα, ο οποίος προσποιείται ότι είναι ο γραμματέας της - κι εκείνου δεν του κακοφαίνεται και πολύ...
Είναι απίστευτη η φρεσκάδα της ταινίας τόσες δεκαετίες μετά. Το χιούμορ της αντέχει ακόμα, το σασπένς το ίδιο, ενώ ταυτόχρονα συνυπάρχει η κριτική ματιά του Lubitsch στην κενότητα, την ηλιθιότητα, τη άνευ λόγου σπατάλη και τη βρωμιά που κρύβεται κάτω από την στιλπνή επιφάνεια του πλούτου και της αριστοκρατίας. Αν λοιπόν θέλετε και κάποιο κοινωνικό σχόλιο, πιστέψτε με, υπάρχει κι αυτό. Γι' αυτό άλλωστε και ο θεατής ταυτίζεται από την πρώτη στιγμή με τους απατεώνες. Ο Lubitsch χρησιμοποιεί την "ελλειπτική" άποψή του για το χιούμορ (πράγμα που κάνει και στις μεταγενέστερες μεγάλες ταινίες του), κάνοντας διάφορες αστείες καταστάσεις να συμβαίνουν εκτός πλάνου ή πίσω από κλειστές πόρτες, βγάζοντας όμως το ίδιο (ή και περισσότερο) γέλιο με το αν τις έδειχνε σε πρώτο πλάνο. Και είναι και αρκετα τολμηρός ερωτικά (σε σεναριακό επίπεδο εννοώ), πράγμα που επίσης τον χαρακτηρίζει.
Αν μπορέσετε δείτε αυτή την ταινία. Όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, όχι μόνο επειδή, όπως είπαμε, επινόησε ένα ολόκληρο είδος, όχι μόνο για να κατανοήσετε το μέγεθος άπειρων μεταγενέστερων αντιγραφών του βασικού σεναριακού κορμού, αλλά και επειδή, απλούστατα, θα διασκεδάσετε και θα το ευχαριστηθείτε, παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν!

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 24, 2010

Η ΝΙΝΟΤΣΚΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ


Το 1939 ο Στάλιν "εκκαθάριζε" κατά χιλιάδες ρώσους αντιφρονούντες και όχι μόνο, στέλνοντάς τους μαζικά στη Σιβηρία (όταν δεν τους εκτελούσε). Η σοβιετική ουτοπία είχε μετατραπεί σε βασίλειο της τρομοκρατίας. Τότε ακριβώς ο Ernst Lubitsch (1892–1947) γυρίζει τη "Νινότσκα", από τις γνωστότερες ταινίες του και από τις γνωστότερες της Γκρέτα Γκάρμπο.
Ας πούμε από την αρχή ότι πρόκειται για μια καθαρά αντισοβιετική κωμωδία, κομεντί μάλλον, απ' αυτές που ο μεγάλος σκηνοθέτης ήξερε να γυρίζει καλύτερα από κάθε άλλον την εποχή εκείνη (ο ίδιος είχε άλλωστε επινοήσει το είδος). Φυσικά οι πολιτικές και ιστορικές καταστάσεις έδιναν αφορμή για κάτι τέτοιο. Και, φαντάζομαι, το Χόλιγουντ δεν θα είχε και πολλές αντιρρήσεις...
Τρεις σοβιετικοί κομισάριοι στέλνονται στο Παρίσι για να πουλήσουν τα πολύτιμα κοσμήματα μιας ρωσίδας αριστοκράτισας που ζει εξόριστη εκεί, κάνουν όμως τα πάντα για να καθυστερήσουν την αποστολή τους, θαμπωμένοι από την πολυτέλεια του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Τότε στέλνεται η άτεγκτη, ψυχρή και αγέλαστη Νινότσκα, επίσης σοβιετικό στέλεχος, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Σιγά - σιγά όμως θα υποκύψει κι αυτή στην πρωτόγνωρη για κείνη χλιδή που αντικρύζει, αλλά και στη γοητεία ενός αριστοκράτη.
Μη νομίζετε πάντως ότι ο Lubitsch είναι τόσο μονόπλευρος όσο ακούγεται. Στην ταινία πέφτουν αρκετές μπηχτές και για τον καπιταλισμό, την ανισότητα που τον διακρίνει, την σπατάλη και την καταναλωτική μανία του, καθώς και άλλα αρνητικά του συστήματος. Όλο αυτό το πολιτικό background όμως περνά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο γέλιο που βγάζει το φιλμ και στις σπινθηροβόλες ατάκες που διαδέχονται με ταχύτητα η μία την άλλη. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Lubitsch είναι από τους πλύ λίγους χολιγουντιανούς της εποχής που τολμούν να ενσωματώσουν και καθαρά πολιτικά στοιχεία στα φιλμ τους. Ταυτόχρονα το ερωτικό και ρομαντικό στοιχείο συνυπάρχει και δένει τέλεια με το χιούμορ. Όπως δένουν θαυμάσια, για μια ακόμα φορά στον Lubitsch, τα προσωπικά θέματα με το πολιτικοκοινωνικό σχόλιο. Η Γκάρμπο είναι ό,τι πρέπει για τον ρόλο, κυρίως βέβαια όσο κάνει την απόλυτα ψυχρή, σα ρομπότ, σοβιετική (και δεν θα πιστεψετε πόσο γέλιο βγάζουν οι ατάκες και η γενικότερη στάση της). Όσο για τις φιγούρες των τριών κομισαρίων, είναι ανεπανάληπτες.
Η ταινία όμως διέθετε και μια άλλη "πρωτιά", παντελώς ακατανόητη για τον σημερινό θεατή: Όπως θα δείτε στην αφίσα, πάνω από τον τίτλο, με μεγάλα γράμματα, υπάρχει το σλόγκαν "Garbo Laughs!" Ήταν η πρώτη φορά που η μεγαλύτερη ντίβα της εποχής της όχι μόνο χαμογελούσε, αλλά και ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια στην οθόνη. Μέχρι τότε, ως απόλυτη femme fatale ή, αν θέλετε, ως ένας θηλυκός (και πολύ πιο σέξι) Μπάστερ Κίτον, δεν είχε καν χαράξει το χείλι της. Το χαμόγελό της ήταν άγνωστο στα εκατομμύρια των θαυμαστών της. Δεν ταίριαζε, υποτίθεται, με την ψυχρή ομορφιά της. Το να γελάσει λοιπόν ήταν ένα είδος μικρής "επανάστασης".
Προσωπικά απόλαυσα το φιλμ και το βρήκα από τα καλά του δημιουργού του. Δεν θα το συνιστούσα βέβαια με τίποτα σε κνίτες. Οι υπόλοιποι ας είστε προετοιμασμένοι για τον θρίαμβο του καπιταλισμού (παρά την κριτική που υφίσταται κι αυτός) επί του σοβιετικού συστήματος (το οποίο, όπως δείχνεται στις σκηνές στη Σοβιετική Ένωση, πολύ φοβάμαι ότι περιείχε αρκετή δόση αλήθειας). Αν τώρα το ξεπεράσετε αυτό, πιστέψτε με, θα διασκεδάσετε!

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 22, 2010

TO BE OR NOT TO BE... ΟΤΑΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΝΑΖΙ


Βρισκόμαστε στα 1942. Η Αμερική δεν έχει μπει ακόμα στον πόλεμο που μαίνεται στην Ευρώπη, άρα είναι σύμμαχος με τους ναζί (όπως και με τους Συμμάχους). Το Χόλιγουντ κάνει τα στραβά άπέναντι στο φασισμό... όχι όμως όλο το Χόλιγουντ. Είχε προηγηθεί ο Τσάπλιν με τον "Μεγάλο Δικτάτορα", όπου γελοιοποιούσε Χίτλερ και Μουσολίνι, και στον τολμηρό για την εποχή αυτόν χορό μπαίνει και άλλος ένας από τους μεγαλύτερους χολιγουντιανούς δημιουργούς, ο Ernst Lubitsch (1892–1947). Γερμανός, με αρκετές βουβές κυρίως ταινίες στο ενεργητικό του στην πατρίδα του, είχε καταφύγει όπως πολλοί άλλοι ευρωπαίοι στην Αμερική όπου γύριζε μεγάλες επιτυχίες, επινοώντας ουσιαστικά το είδος της κομεντί.
Με το "To Be or Not To Be" κάνει μια πολύπλοκη κωμωδία που διαδραματίζεται στην υπό ναζιστική κατοχή Πολωνία και τσακίζει εντελώς τους ναζί παρουσιάζοντάς τους από κακούς έως γελοίους (πράγμα, όπως είπαμε, εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή στην Αμερική). Μια ομάδα πολωνών ηθοποιών εμπλέκεται στον αντιναζιστικό αγώνα προστατεύοντας έναν βρετανό πιλότο και καλύπτοντας με όποιον (ξεκαρδιστικό) τρόπο μπορεί την πολωνική αντίσταση.
Η ταινία ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στα προσωπικά, αισθηματικά προβλήματα του κεντρικού ζεύγους, που είναι οι πρωταγωνιστές του θιάσου, και στα κοινά προβλήματα, τον αντιναζιστικό αγώνα δηλαδή, βγάζοντας πολύ γέλιο και από τα δύο. Βρίσκω το πάντρεμα αυτό ανάμεσα στο κοινό και το προσωπικό στοιχείο άψογο και νομίζω ότι εκεί βρίσκεται η επιτυχία του φιλμ. Στο μεταξύ όμως κατάφερε να με καθηλώσει με το διαρκές σασπένς (που κι αυτό συνυπάρχει άψογα με το χιούμορ) και τις συνεχείς ανατροπές, που κάνουν το σενάριο εξαιρετικά πολύπλοκο, αν και παραμένει απόλυτα κατανοητό, δίχως το παραμικρό κενό. Ο Lubitsch έχει έναν μοναδικό τρόπο να αφηγείται αστείες καταστάσεις συχνά δίχως να δείχνει τίποτα. Το αστείο βγαίνει από τις σιωπές, τις ματιές, τα κενά, τους ήχους που ακούγονται πίσω από μια κλειστή πόρτα, τα όσα συμβαίνουν εκτός πλάνου ενώ η κάμερα μένει καρφωμένη σε ένα άδειο δωμάτιο...
Βλέποντας το φιλμ θα δείτε έκπληκτοι πόσο το έχει αντιγράψει ο Ταραντίνο στο "Inglurious Basterds". Η επιροή (μόνο επιροή;) είναι δηλωμένη από τον ίδιο άλλωστε, που είναι θαυμαστής της ταινίας. Ωστόσο ο Ταραντίνο επίσης (νομίζω) έχει πει και κάτι άλλο γι' αυτήν, που όταν τέλειωσε η ταινία κατάλαβα έκθαμβος πόσο σωστό είναι: Πρόκειται για ταινία που, ενώ δεν έχει κανένα κενό όπως είπαμε, είναι αδύνατο να τη διηγηθεί κανείς στους φίλους του, εξ αιτίας των λεπτών καταστάσεων, των διαρκών ανατροπών και των μύριων όσων συμβαίνουν σ' αυτήν. Αφού τη δείτε, κάντε το τεστ. Ειχειρείστε να την αφηγηθείτε σε κάποιον που δεν την έχει δει και θα διαπιστώσετε ότι δεν θα μπορέσετε να πάτε πέρα από το πρώτο τέταρτο. Κι όμως (συγνώμη αν επαναλαμβάνομαι) δεν έχει κανένα απολύτως σεναριακό κενό, δεν πρόκειται (κάθε άλλο) για αχταρμά!
Γενικά τη θεωρώ από τις πολύ σημαντικές κωμωδίες της ιστορίας του κινηματογράφου. Διατηρεί κατά τη γνώμη μου τη φρεσκάδα της μέχρι σήμερα και αποδεικνύει την εξυπνάδα και την επινοητικότητα του δημιουργού της.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker