TO BE OR NOT TO BE... ΟΤΑΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΝΑΖΙ
Βρισκόμαστε στα 1942. Η Αμερική δεν έχει μπει ακόμα στον πόλεμο που μαίνεται στην Ευρώπη, άρα είναι σύμμαχος με τους ναζί (όπως και με τους Συμμάχους). Το Χόλιγουντ κάνει τα στραβά άπέναντι στο φασισμό... όχι όμως όλο το Χόλιγουντ. Είχε προηγηθεί ο Τσάπλιν με τον "Μεγάλο Δικτάτορα", όπου γελοιοποιούσε Χίτλερ και Μουσολίνι, και στον τολμηρό για την εποχή αυτόν χορό μπαίνει και άλλος ένας από τους μεγαλύτερους χολιγουντιανούς δημιουργούς, ο Ernst Lubitsch (1892–1947). Γερμανός, με αρκετές βουβές κυρίως ταινίες στο ενεργητικό του στην πατρίδα του, είχε καταφύγει όπως πολλοί άλλοι ευρωπαίοι στην Αμερική όπου γύριζε μεγάλες επιτυχίες, επινοώντας ουσιαστικά το είδος της κομεντί.
Με το "To Be or Not To Be" κάνει μια πολύπλοκη κωμωδία που διαδραματίζεται στην υπό ναζιστική κατοχή Πολωνία και τσακίζει εντελώς τους ναζί παρουσιάζοντάς τους από κακούς έως γελοίους (πράγμα, όπως είπαμε, εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή στην Αμερική). Μια ομάδα πολωνών ηθοποιών εμπλέκεται στον αντιναζιστικό αγώνα προστατεύοντας έναν βρετανό πιλότο και καλύπτοντας με όποιον (ξεκαρδιστικό) τρόπο μπορεί την πολωνική αντίσταση.
Η ταινία ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στα προσωπικά, αισθηματικά προβλήματα του κεντρικού ζεύγους, που είναι οι πρωταγωνιστές του θιάσου, και στα κοινά προβλήματα, τον αντιναζιστικό αγώνα δηλαδή, βγάζοντας πολύ γέλιο και από τα δύο. Βρίσκω το πάντρεμα αυτό ανάμεσα στο κοινό και το προσωπικό στοιχείο άψογο και νομίζω ότι εκεί βρίσκεται η επιτυχία του φιλμ. Στο μεταξύ όμως κατάφερε να με καθηλώσει με το διαρκές σασπένς (που κι αυτό συνυπάρχει άψογα με το χιούμορ) και τις συνεχείς ανατροπές, που κάνουν το σενάριο εξαιρετικά πολύπλοκο, αν και παραμένει απόλυτα κατανοητό, δίχως το παραμικρό κενό. Ο Lubitsch έχει έναν μοναδικό τρόπο να αφηγείται αστείες καταστάσεις συχνά δίχως να δείχνει τίποτα. Το αστείο βγαίνει από τις σιωπές, τις ματιές, τα κενά, τους ήχους που ακούγονται πίσω από μια κλειστή πόρτα, τα όσα συμβαίνουν εκτός πλάνου ενώ η κάμερα μένει καρφωμένη σε ένα άδειο δωμάτιο...
Βλέποντας το φιλμ θα δείτε έκπληκτοι πόσο το έχει αντιγράψει ο Ταραντίνο στο "Inglurious Basterds". Η επιροή (μόνο επιροή;) είναι δηλωμένη από τον ίδιο άλλωστε, που είναι θαυμαστής της ταινίας. Ωστόσο ο Ταραντίνο επίσης (νομίζω) έχει πει και κάτι άλλο γι' αυτήν, που όταν τέλειωσε η ταινία κατάλαβα έκθαμβος πόσο σωστό είναι: Πρόκειται για ταινία που, ενώ δεν έχει κανένα κενό όπως είπαμε, είναι αδύνατο να τη διηγηθεί κανείς στους φίλους του, εξ αιτίας των λεπτών καταστάσεων, των διαρκών ανατροπών και των μύριων όσων συμβαίνουν σ' αυτήν. Αφού τη δείτε, κάντε το τεστ. Ειχειρείστε να την αφηγηθείτε σε κάποιον που δεν την έχει δει και θα διαπιστώσετε ότι δεν θα μπορέσετε να πάτε πέρα από το πρώτο τέταρτο. Κι όμως (συγνώμη αν επαναλαμβάνομαι) δεν έχει κανένα απολύτως σεναριακό κενό, δεν πρόκειται (κάθε άλλο) για αχταρμά!
Γενικά τη θεωρώ από τις πολύ σημαντικές κωμωδίες της ιστορίας του κινηματογράφου. Διατηρεί κατά τη γνώμη μου τη φρεσκάδα της μέχρι σήμερα και αποδεικνύει την εξυπνάδα και την επινοητικότητα του δημιουργού της.
Με το "To Be or Not To Be" κάνει μια πολύπλοκη κωμωδία που διαδραματίζεται στην υπό ναζιστική κατοχή Πολωνία και τσακίζει εντελώς τους ναζί παρουσιάζοντάς τους από κακούς έως γελοίους (πράγμα, όπως είπαμε, εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή στην Αμερική). Μια ομάδα πολωνών ηθοποιών εμπλέκεται στον αντιναζιστικό αγώνα προστατεύοντας έναν βρετανό πιλότο και καλύπτοντας με όποιον (ξεκαρδιστικό) τρόπο μπορεί την πολωνική αντίσταση.
Η ταινία ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στα προσωπικά, αισθηματικά προβλήματα του κεντρικού ζεύγους, που είναι οι πρωταγωνιστές του θιάσου, και στα κοινά προβλήματα, τον αντιναζιστικό αγώνα δηλαδή, βγάζοντας πολύ γέλιο και από τα δύο. Βρίσκω το πάντρεμα αυτό ανάμεσα στο κοινό και το προσωπικό στοιχείο άψογο και νομίζω ότι εκεί βρίσκεται η επιτυχία του φιλμ. Στο μεταξύ όμως κατάφερε να με καθηλώσει με το διαρκές σασπένς (που κι αυτό συνυπάρχει άψογα με το χιούμορ) και τις συνεχείς ανατροπές, που κάνουν το σενάριο εξαιρετικά πολύπλοκο, αν και παραμένει απόλυτα κατανοητό, δίχως το παραμικρό κενό. Ο Lubitsch έχει έναν μοναδικό τρόπο να αφηγείται αστείες καταστάσεις συχνά δίχως να δείχνει τίποτα. Το αστείο βγαίνει από τις σιωπές, τις ματιές, τα κενά, τους ήχους που ακούγονται πίσω από μια κλειστή πόρτα, τα όσα συμβαίνουν εκτός πλάνου ενώ η κάμερα μένει καρφωμένη σε ένα άδειο δωμάτιο...
Βλέποντας το φιλμ θα δείτε έκπληκτοι πόσο το έχει αντιγράψει ο Ταραντίνο στο "Inglurious Basterds". Η επιροή (μόνο επιροή;) είναι δηλωμένη από τον ίδιο άλλωστε, που είναι θαυμαστής της ταινίας. Ωστόσο ο Ταραντίνο επίσης (νομίζω) έχει πει και κάτι άλλο γι' αυτήν, που όταν τέλειωσε η ταινία κατάλαβα έκθαμβος πόσο σωστό είναι: Πρόκειται για ταινία που, ενώ δεν έχει κανένα κενό όπως είπαμε, είναι αδύνατο να τη διηγηθεί κανείς στους φίλους του, εξ αιτίας των λεπτών καταστάσεων, των διαρκών ανατροπών και των μύριων όσων συμβαίνουν σ' αυτήν. Αφού τη δείτε, κάντε το τεστ. Ειχειρείστε να την αφηγηθείτε σε κάποιον που δεν την έχει δει και θα διαπιστώσετε ότι δεν θα μπορέσετε να πάτε πέρα από το πρώτο τέταρτο. Κι όμως (συγνώμη αν επαναλαμβάνομαι) δεν έχει κανένα απολύτως σεναριακό κενό, δεν πρόκειται (κάθε άλλο) για αχταρμά!
Γενικά τη θεωρώ από τις πολύ σημαντικές κωμωδίες της ιστορίας του κινηματογράφου. Διατηρεί κατά τη γνώμη μου τη φρεσκάδα της μέχρι σήμερα και αποδεικνύει την εξυπνάδα και την επινοητικότητα του δημιουργού της.
Ετικέτες "To Be or Not To Be" (1942), Lubitsch Ernst
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home