Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2024

ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΑ "POOR THINGS"

 


Όπως καταλάβατε από τον τίτλο ενθουσιάστηκα με το "Poor Things" (2023) του Γιώργου Λάνθιμου και μάλιστα από τις πρώτες κιόλας εικόνες. Έμα Στόουν, Ουίλιαμ Νταφόε, Μαρκ Ράφαλο... καταλαβαίνετε ότι ο Λάνθιμος έχει πλέον όποιους θέλει στο Χόλιγουντ... Ας το σημειώσουμε κι αυτό.

Έχει γίνει τόση φασαρία που η ιστορία είναι γνωστή. Ένας ιδιόρρυθμος επιστήμονας, ως άλλος Φρανκενστάιν, μεταμοσχεύει τον εγκέφαλο ενός αγέννητου παιδιού στο σώμα της γυναίκας που το κυοφορούσε, η οποία έχει αυτοκτονήσει. Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε την ανάπτυξη (πνευματική, διότι σωματικά είναι ήδη ώριμη) της Μπέλλα και τις σεξουαλικές και άλλες περιπέτειές της ως την αληθινή ωριμότητα.

Μαύρη, σκοτεινή κωμωδία, απόλυτα γκροτέσκα ατμόσφαιρα, πειραγμένη εικόνα, steampunk κλίμα - που πάντοτε με γοητεύει, εφιαλτικές παραμορφώσεις, απροκατάληπτο σεξ, σουρεαλιστικό παραμύθι για τα στάδια και την εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής και άλλα πολλά συνθέτουν την ταινία, που βεβαίως ανήκει στην οικογένεια δημιουργών όπως οι Gilliam, Burton, Wes Anderson κ.ά., δημιουργών δηλαδή που αρέσκονται να "πειράζουν" την εξωτερική πραγματικότητα. Και, δίπλα σ' όλα αυτά, οι πάμπολλες εικαστικές αναφορές του Λάνθιμου: Από αναφορές σε όλων των εποχών εικονογραφήσεις επιστημονικής φαντασίας μέχρι αναφορές σε άλλα φιλμ - και δεν εννοώ βεβαίως μόνο τον προφανή Φρανκενστάιν, του οποίου μια "διεστραμμένη" παραλλαγή αποτελεί. Θα ξαναδώ οπωσδήποτε την ταινία δίνοντας βάση πλέον και ανακαλύπτοντας τις εικαστικές αναφορές της.

Για μένα το "Poor Things" αποτελεί μια από τις πλέον ευφάνταστες καταγραφές της ανθρώπινης - ή μάλλον της γυναικείας - ζωής. Βρεφική / παιδική ηλικία, όπου απαιτείς τα πάντα να είναι δικά σου, εφηβεία με τις πρώτες σεξουαλικές ανησυχίες, νεότητα σε διαρκή ανήσυχη αναζήτηση απολαύσεων και όχι μόνο, πνευματική ωριμότητα και στροφή σε άλλα, πιο σύνθετα ενδιαφέροντα και τέλος - κρατηθείτε - φεμινισμός. Διότι αυτό είναι που σηματοδοτεί την απόλυτη ωρίμανση μια γυναίκας: Η συνειδητοποίηση της θέσης της στην κοινωνία και η απαίτηση ισότητας. ΠΡΟΣΟΧΗ, SPOILER: "Κατηγορήθηκε" από κάποιους για κλασικό χολιγουντιανό happy end. Ναι αλλά με τι τρόπο; Happy end σε μια ανατρεπτική, παράδοξη και πολυμελή - αν και δίχως παιδιά - οικογένεια; ΟΚ...

Το είδα το 2024 κι έτσι θα μπει στη λίστα των 10 καλύτερων φιλμ του χρόνου. Διότι σίγουρα θα κατέχει κορυφαία θέση σ' αυτή.

ΥΓ: Ως γνωστόν πολλοί μίσησαν το φιλμ, το οποίο δίχασε όσο ελάχιστα (αν ρίξετε μια ματιά στις κριτικές του κοινού στο IMDB θα δείτε ότι η βαθμολογία είναι ή 8, 9 και 10 στα 10 ή 1 στα 10. Ελάχιστα ενδιάμεσα. Η πρώτη ομάδα υπερτερεί σαφώς). Θέλω να πω λίγα λόγια για όσους μίσησαν τόσο βαθιά την ταινία. Αν πρόκειται για ανθρώπους που σιχαίνονται το φανταστικό γενικότερα ή την "κατασκευασμένη" εικόνα που βρίσκεται πολύ μακριά από οποιαδήποτε μορφή ρεαλισμού, το καταλαβαίνω. Απλώς έπεσαν σε λάθος ταινία. Αν πρόκειται για κάθε λογής σεμνότυφους, που μίλησαν για "πορνογραφία" και άλλα τέτοια, αδιαφορώ πλήρως και βαριέμαι αφόρητα να ανταλλάξω απόψεις μαζί τους. Αν όμως δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο κατηγορίες, πολύ θα ήθελα να το συζητήσουμε.


 

Ετικέτες ,

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2019

"Η ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΗ" Ή ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΕΠΟΧΗΣ

Η άποψή μου ότι ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτης της εποχής μας επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την "Ευνοούμενη" (2018). Ναι, την πιο "mainstream" (;;;) μέχρι σήμερα ταινία του. Ναι, με μια καθαρή ταινία εποχής. Ναι, με τις πολλές σταρ και τη μεγάλη παραγωγή. Κι όμως, είναι καθαρά Λάνθιμος, κι αυτό, όταν κατορθώνεται σε μεγάλη παραγωγή, είναι νομίζω πολύ δυσκολότερο από το να το πετύχεις σε μια μικρή, ανεξάρτητη ταινία.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η βασίλισσα της Αγγλίας Άννα είναι μια άσχημη γυναίκα που πάσχει από κατάθλιψη και άλλες (όχι ψυχικές) ασθένειες. Στην πραγματικότητα έχει παραιτηθεί από τη λήψη αποφάσεων και τη χώρα διοικεί ουσιαστικά η ευνοούμενή της, η πανίσχυρη και σκληρή λαίδη Τσέρτσιλ. Ώσπου η εμφάνιση μιας φτωχής υπηρέτριας θα ανατρέψει τα πάντα, καθώς η όμορφη και πανούργα νεαρή θα διεκδικήσει πεισματικά τη θέση της "ευνοούμενης".
Η ταινία απέχει χιλιόμετρα από το να είναι μια κοινή, ρομαντική συνήθως, ταινία εποχής. Παρά τα εξαίρετα κοστούμια, τους εντυπωσιακούς χώρους, την θαυμάσια φωτογραφία με τη χρήση ευρυγώνιων που κάνει τους χώρους ακόμη μεγαλύτερους και εντυπωσιακότερους, πρόκειται ένα φιλμ γεμάτο "κακία". Κανένας χαρακτήρας δεν είναι θετικός. Αυτό που κυριαρχεί είναι ένας διαρκής αγώνας για την κατάκτηση όσο το δυνατόν περισσότερης εξουσίας, αγώνας που χρησιμοποιεί κάθε μέσο, ύπουλο, σατανικό, ανήθικο. Ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο. Μονο μια αδίστακτη πάλη για δύναμη. Όσο για τους τεράστιους χώρους που λέγαμε, τονίζουν ακόμα περισσότερο τη μικρότητα του ατόμου σε ένα αχανές, παγωμένο, απάνθρωπο περιβάλλον. Και, για να μην ετοιμαστείτε να κόψετε τις φλέβες σας, θα πω ότι πανταχού παρόν βρίσκεται ένα μαύρο, κατάμαυρο χιούμορ, που λειτουργεί ανατρεπτικά.
Πέρα από την σκηνοθετική ικανότητα και τις εξαιρετικές ηθοποίιες, οι πολυεπίπεδες ίντριγγες κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον - προσωπικά δεν βαρέθηκα ούτε στιγμή - και, δίχως αυτό βέβαια να έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ, φωτίζουν τα παρασκήνια μιας εποχής. Γενικά πάντως η έκλειψη συναισθημάτων κυριαρχεί. Υπάρχει μόνο η προσποίηση, οι μάσκες και το φτιασίδωμα και η μεθοδική απόκρυψη της αλήθειας πίσω τους.
Ο Λάνθιμος έπαιξε με ένα καθιερωμένο είδος (που πολλοί βαριούνται) και κατάφερε να το αλλάξει. Αυτό πιστεύω ότι είναι δείγμα σημαντικού δημιουργού. Το φιλμ, για μένα, έχει ήδη εξασφαλίσει θέση στα καλύτερα της επόμενης χρονιάς.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2017

"Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ" ΚΑΙ Ο ΕΦΙΑΛΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ

Ταινία με ταινία ο Γιώργος Λάνθιμος χτίζει ένα δικό του σύμπαν, άμεσα αναγνωρίσιμο και έντονα σκοτεινό και στενόχωρο. Η διεθνής επιτυχημένη πορεία του συνεχίζεται το 2017 με τον "Θάνατο του Ιερού Ελαφιού", όπως πάντα σε σεναριακή συνεργασία με τον Ευθύμη Φιλίππου (βραβείο σεναρίου στις Κάννες), με τον Κόλιν Φαρέλ και τη Νικόλ Κίντμαν στους βασικούς ρόλους.
Οι οποίοι είναι ζεύγος μεγαλογιατρών (χειρούργος και οφθαλμίατρος) με δύο παιδιά. Ο καρδιοχειρουργός σύζυγος συνδέεται φιλικά με έναν 16χρονο ορφανό από πατέρα, βασικά επειδή τον λυπάται, ο οποίος ωστόσο μοιάζει να επιζητεί με κάθε τρόπο τη φιλία του, φέρνοντας συχνά τον γιατρό σε αμηχανία. Κι όχι μόνο αυτό. Αργά και μεθοδικά ο μικρός θα αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Και κάποια στιγμή θα κάνει ξεκάθαρες στο γιατρό τις αληθινές του προθέσεις (και απιτήσεις), αλλιώς... Κι από εδώ και πέρα μπαίνουμε καθαρά στο χώρο του φανταστικού και του ανορθολογικού.
Ο Λάνθιμος ξέρει να κατασκευάζει αληθινά ζοφερές καταστάσεις. Η ιστορία εδώ θυμίζει λίγο το "Θεώρημα" του Παζολίνι. Εμφανέστερα όμως αντλεί την έμπνευσή του από τον Ευριπίδη και την "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" (εξ ου και ο τίτλος του φιλμ. Θυμίζουμε ότι εκεί οι θεοί ζητάνε από τον Αγαμέμνονα να θυσιάσει την ίδια του την κόρη, αλλιώς δεν πρόκειται να ξεκινήσει η εκστρατεία στην Τροία). Έτσι και από τον πατέρα, αθώο εκ πρώτης όψεως, ζητείται μια φριχτή θυσία για κάποιο παλιό του λάθος. Κι εδώ λοιπόν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες του κι έτσι η ζωή του καταστρέφεται, "ξεβολεύεται" για πάντα. Μετά τίποτα δεν μπορεί να είναι πια ίδιο...
Δεν ξέρω αν υπάρχουν κι άλλα κρυμένα νοήματα ή τα πάντα λειτουργούν έτσι ώστε να προχωρήσει η διαβολική ιστορία. Εκτός των αναφορών που επισημάναμε παραπάνω πάντως το "δύσκολο" κλίμα του Χάνεκε βρίσκεται νομίζω κι αυτό παρόν. Δύσκολο. Νομίζω ότι σωστότερο θα ήταν να αποκαλέσω το κλίμα αυτό "άβολο", τόσο φυσικά για τους ήρωες όσο και για τον θεατή. Πράγματι συχνά η θέαση του φιλμ γίνεται δύσκολη (όπως και στον "Αστακό" άλλωστε), αισθάνεσαι άσχημα, άβολα. Υπάρχει μια διάχυτη δυσάρεστη αίσθηση, που επιτείνεται και από τους συχνά ψυχρούς, μοντέρνους χώρους. Όχι, δεν είναι μια "ευχάριστη" ταινία, είναι όμως, κατά τη γνώμη μου πάντοτε, μια πολύ καλή ταινία. Και φέρει και πάλι ξεκάθαρη τη σφραγίδα του δημιουργού της, ο οποίος, παρά το ότι πλέον "μεγαλοπιάνεται", δουλεύει διεθνώς και χρησιμοποιεί σούπερ σταρς, καταφέρνει να διατηρήσει ακέραιο το ύφος του, παρακάμπτοντας τις όποιες επιταγές κάποιων. Μπράβο του. Όσο για αλληγορίες, ας βρει ο καθένας όσες θέλει και μπορεί. Α, και υπάρχει (καλά καμουφλαρισμένο κάτω από τις τρομακτικές καταστάσεις) και το στοιχεό του μαύρου χιούμορ.
Φυσικά δεν είναι για όλους τους θεατές. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα μισήσουν το φιλμ, όπως και τα προηγούμενα του δημιουργού. Είναι προφανώς δικαίωμα του καθενός. Ωστόσο για ένα είμαι σίγουρος: Διεθνώς, διεθνώς λέω, ο Λάμθιμος έχει δημιουργήσει ένα καθαρά δικό του είδος φανταστικού σινεμά, που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Και μέχρι τώρα το υπηρετεί άψογα. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν αρέσουν σε πολλούς οι ταινίες του (δεν συγκαταλέγομαι σ' αυτούς), ως προς αυτό τουλάχιστον πρέπει να του "βγάλουμε το καπέλο".

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 16, 2015

Ο ΠΙΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ "ΑΣΤΑΚΟΣ" ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΔΕΙ ΠΟΤΕ

Τελικά ο Γιώργος Λάνθιμος έχει ήδη δημιουργήσει ένα απόλυτα προσωπικό και αναγνωρίσιμο σύμπαν, πράγμα που αποτελεί επίτευγμα είτε σας αρέσει το σύμπαν αυτό είτε όχι. Με την τέταρτη ταινία του, τον "Αστακό" του 2015, περνά τα ελληνικά σύνορα και φτιάχνει ένα αγγλόφωνο φιλμ με διεθνείς σταρ: Κόλιν Φαρέλ, Ρέιτσελ Βάις, Λεά Σεϊντού, Τζον Ράιλι! Ωστόσο, παρά το πλούσιο καστ και την πολυεθνική παραγωγή, παραμένει 100% Λάνθιμος.
Σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον, το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να είσαι... μόνος. Σε έναν κόσμο όπου μόνο ζευγάρια επιτρέπονται, κάθε "διαφορετικός" μοναχικός συλλαμβάνεται και στέλνεται σε ένα ξενοδοχείο, όπου πρέπει να βρει ταίρι εντός 45 ημερών, αλλιώς μετατρέπεται σε ζώο της αρεσκείας του και αφήνεται στο δάσος. Ο διαζευγμένος ήρωας δεν καταφέρνει να ταιριάσει με καμία (παρά την προσπάθειά του να "κοροϊδέψει" το σύστημα) και τελικά δραπετεύει στο δάσος, όπου συναντά τους μοναχικούς επαναστάτες που ζουν εκεί ανάμεσα σε ζώα - πρώην - μοναχικούς. Τότε όμως θα ανακαλύψει μια νέα καταπίεση...
Φυσικά μιλάμε για ένα σουρεαλιστικό στο στόρι του φιλμ (το σενάριο είναι και πάλι γραμμένο με τον μόνιμο συνεργάτη του Λάνθιμου Ευθύμη Φιλίππου). Το παράδοξο, ιδιόρρυθμο και σαρκαστικό χιούμορ συνυπάρχει με τη σκληρότητα και τη ζοφερή και αγχωτική ατμόσφαιρα, αλλά και τις καθόλου φυσικές ηθοποιίες (άλλο σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη) και τελικά το μείγμα γίνεται μια ταινία που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του cult. Το πιο ενδιαφέρον όμως κατά τη γνώμη μου είναι η έντονη κοινωνική αλληγορία και σάτιρα. Το φιλμ μιλά για έναν κόσμο όπου ο κομφορμισμός είναι θεσμοθετημένος και υποχρεωτικός και κάθε παρέκκλιση από το επιβεβλημένο τιμωρείται. Η κριτική του όμως πάει ακόμα πιο πέρα: Σύντομα θα ανακαλύψουμε ότι η "άλλη πλευρά", οι επαναστάτες - μοναχικοί (οι οποίοι, παρεπιπτόντως, μου θύμισαν τους επαναστάτες του "Φαρενάιτ 431" του Τριφό, που όμως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει εδώ, είναι απόλυτα "θετικοί"), οι επαναστάτες λοιπόν, αποδεικνύονται εξ ίσου καταπιεστικοί και φανατικοί στα δικά τους πιστεύω, αποτελώντας τελικά όχι μια εναλλακτική κοινωνία, αλλά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Και εν τέλει, αιφνιδίως, προβάλλει - εν μέσω σκληρότητας και μαύρου χιούμορ πάντοτε - ένας απροσδόκητα τρυφερός ρομαντισμός, μια πίστη στον έρωτα που θυσιάζει τα πάντα για να επιβιώσει!
Μην το δείτε αν είστε οπαδός αποκλειστικά του mainstream σινεμά. Προσωπικά όμως βρήκα τον "Αστακό" την καλύτερη ταινία του Λάνθιμου και με έκανε να πιστέψω στο μέλλον του δημιουργού αυτού ως ιδιαίτερου κεφάλαιου του παγκόσμιου σινεμά (ναι, του παγκόσμιου, όχι του ελληνικού). Και θαύμασα την ισορροπία ανάμεσα στην πιο νορμάλ κινηματογραφική γραφή από τις προηγούμενες δουλειές του αφ' ενός και στην εμμονή στον προσωπικό κόσμο και στιλ που έχει δημιουργήσει αφ' ετέρου. Αν ψάχνετε για κάτι ασυνήθιστο (και σκληρό, προσέξτε), όχι μόνο όμως "ασυνήθιστου για το ασυνήθιστο", αλλά και με ποικίλες προεκτάσεις και αλληγορίες, μην το χάσετε.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2011

ΟΙ "ΑΛΠΕΙΣ" ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΥΜΕ

Να το πω από τη αρχή: Ο Γιώργος Λάνθιμος κάνει ένα στριφνό σινεμά, με πολύ ιδιαίτερη κινηματογραφική άποψη, ένα σινεμά που βλέπεται μάλλον δύσκολα. Ή, αν θέλετε να το πω αλλιώς, βλέπεται μόνο από λίγους, που ψάχνουν πολύ μακριά από κάθε κρατούσα αισθητική. Δεν το λέω αυτό ούτε ως θετικό ούτε ως αρνητικό. Απλώς είναι ένα γεγονός, κι από εκεί και πέρα ο καθένας αποφασίζει αν του αρέσει ή όχι. Στην τρίτη του ταινία, τις "Άλπεις" του 2011, το "δύσκολο" αυτό μάλλον επιτείνεται σε σχέση με τον "Κυνόδοντα". Μουντή, σκοτεινή εικόνα, επιμονή σε απόλυτα τετριμμένα, μπανάλ, εσωτερικά ή εξωτερικά περιβάλλοντα (τόσο, ώστε να μην υπάρχει ούτε μια απ' αυτές που θα ονομάζαμε "όμορφες εικόνες", τόσο ώστε η εμμονή με την άσχημη ή/και απόλυτα συνηθισμένη πλευρά της καθημερινότητας να γίνεται στιλ), περίεργα, "αντικινηματογραφικά" θα έλεγε κανείς καδραρίσματα, ψυχρότητα συναισθημάτων, παράξενο, στημένο παίξιμο των ηθοποιών (αν και εδώ έχει και σεναριακό λόγο αυτό το "στήσιμο"), ανησυχητική ατμόσφαιρα ενώ βρισκόμαστε, όπως είπαμε, στη σφαίρα του απόλυτα οικείου, ελλειπτικό σενάριο, υπόγειο, αδιόρατο χιούμορ, όλα όσα χρειάζονται δηλαδή για να μισήσει το φιλμ ο εθισμένος στη χολιγουντιανή αισθητική θεατής. Μάλιστα. Πλην όμως, σπάνια ταινία με προβλημάτισε τόσο (θετικά το εννοώ) και με έβαλε σε τόσες σκέψεις και προσπάθειες ανάγνωσής της όσο αυτή εδώ. Ίσως γνωρίζετε την ιστορία: Μια ιδιότυπη εταιρία, αποτελούμενη από τέσσερα άτομα, αναλαμβάνει να ενσαρκώνει αγαπημένα πρόσωπα που μόλις έχουν πεθάνει, δίνοντας έτσι μια ψευδαίσθηση μη απώλειας, μια παρηγοριά τέλος πάντων, στους συντετριμένους συγγενείς. Ώσπου η βασική ηρωίδα αποφασίζει να δράσει μόνη της, παραβλέποντας τους αυστηρότατους κανόνες της εταιρίας, με απρόβλεπτες συνέπειες. Τα θέματα που θίγονται και οι προβληματισμοί που προκύπτουν είναι και πολλοί και πολυεπίπεδοι. Όλοι στη ζωή αυτή παίζουμε κάποιους ρόλους, και μάλιστα πολλούς συγχρόνως: Του γονιού, του παιδιού, του ερωτευμένου, του επαγγελματία και άπειρους άλλους. Η συμπεριφορά μας αλλάζει κάθε ώρα που περνά, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε. Ποιος ειναι ο αληθινός μας εαυτός; Ποιος ξέρει; Ίσως αυτός να έχει χαθεί ανεπιστρεπτί μέσα σ' αυτό το καθημερινό συνονθύλευμα ρόλων, την σχεδόν υποχρεωτική και ασυνείδητη συνήθως προσαρμογή στα κυρίαρχα πρότυπα. Έτσι τουλάχιστον μοιάζει να μας λέει το φιλμ. Κι όχι μόνο αυτό: Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα αυτούς τους ρόλους. Δίχως αυτούς είναι αδύνατο να συνεχίσουμε, κάθε έννοια ταυτότητάς μας (έστω και ψευδούς ταυτότητας) χάνεται. Αν οι ρόλοι κατέρρεαν θα βρισκόματε στα όρια της παράνοιας. Αυτό μας λέει το συγκλονιστικό σε ψυχολογικό επίπεδο τελευταίο τέταρτο του φιλμ. Κι αυτά είναι μόνο λίγα. Νομίζω ότι κάθε θεατής μπορεί να σκεφτεί κι άλλα, να ανιχνεύσει δικές του ερμηνείες, προσωπικές εκδοχές. Γι' αυτό άλλωστε η ταινία γύρισε με το βραβείο σεναρίου από το φεστιβάλ της Βενετίας. Προσωπικά λοιπόν η ταινία μου άρεσε, όπως και ο "Κυνόδοντας". Θεωρώ μεγάλο ταλέντο τον Λάνθιμο και ελπίζω να συνεχίσει τον ιδιόρυθμο δρόμο που χάραξε. Σας προειδοποίησα όμως και στην αρχή: Το στιλ του είναι μάλλον απωθητικό για τους περισσότερους. Πάντως, είτε εκτιμάτε (όπως εγώ) το ύφος του Λάνθιμου, είτε αυτό σας απωθεί, είναι αναμφισβήτητο ότι με λίγες μόνο ταινίες και σε σχετικά μικρή ακόμα ηλικία, έχει δημιουργήσει ένα δικό του, καθαρά προσωπικό σύμπαν, τόσο σε κινηματογραφικό / σκηνοθετικό επίπεδο όσο και σε σεναριακό, ένα σύμπαν που συνδυάζει μια αβάσταχτα μίζερη και συνηθισμένη καθημερινότητα με εξωφρενικές, στα όρια του απίθανου, ιστορίες, που διαδραματίζονται μέσα σ' αυτή. Ξέρετε πολλούς άλλους να έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο;

Ετικέτες ,

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2009

Ο ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΑΝ ΦΥΛΑΚΗ


Ο "Κυνόδοντας" του Γιώργου Λάνθιμου παρουσιάζει μια κάπως ευτράπελη παραδοξότητα: Κόβει εισιτήρια σαν τρελός, ενώ σε καμία περίπτωση δεν είναι ταινία "για όλα τα γούστα" ή, πολύ περισσότερο, για όλη την οικογένεια. Το γιατί παρατηρείται αυτή η ανακολουθία, δεν είναι δικό μου θέμα να ερευνήσω. Αρκούμαι απλώς να διασκεδάζω με τις απορημένες / φοβισμένες / ξυνισμένες φάτσες των "μέσων" άσχετων που πάνε να το δουν επειδή πάνε και όλοι οι άλλοι και δεν πιστεύουν τι είδαν. Απ' όσο μπόρεσα να καταλάβω πάντως στο "υποψιασμένο" κοινό, αυτό που βλέπει σινεμά και όχι μόνο χολιγουντιανό σινεμά, αρέσει πολύ.
Αυτά φυσικά είναι άσχετα με το φιλμ καθ' εαυτό. Το οποίο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, εμένα με εντυπωσίασε. Αν μη τι άλλο - και σ' αυτό θα συμφωνήσουν και οι πολέμιοί του - δεν μοιάζει με τίποτα απ' ότι έχουμε δει μέχρι σήμερα, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα (αλλά και διεθνώς νομίζω). Πρόκειται για μια ταινία που συνδυάζει κατάμαυρη κωμωδία και σάτιρα, ωμό ρεαλισμό, μερικές σοκαριστικές σκηνές και ταυτόχρονα παίζει με τα όρια του φανταστικού. Αν σ' αυτά προσθέσει κανείς και μια παράδοξη, ασυνήθιστη κινηματογραφική ματιά (παράξενα πλάνα, "έκκεντρη" κινηματογράφηση, που μερικές φορές μπορεί ακόμη και να κόβει τα κεφάλια των ηρώων), τότε σίγουρα έχει να κάνει με μια μοναδική ταινία για το ελληνικό σινεμά.
Η ιστορία της 5μελούς, αποκλεισμένης από τον κόσμο οικογένειας, με τα 3 μεγάλα πλέον παιδιά να μην έχουν ποτέ βγει στον έξω κόσμο και με τον δικτάτορα πατέρα - αφέντη να κυριαρχεί ως άλλος "κακός" θεός της Παλαιάς Διαθήκης, μπορεί να ειδωθεί ως αλληγορία ή/και σάτιρα (τραβηγμένη στα άκρα) του θεσμού της οικογένειας με τις πολύ συχνά καταπιεστικές δομές της, την επιβολή των απόψεων των γονιών στα παιδιά, την επίσης συχνή αρτηριοσκλήρωσή της. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι ίδιοι οι γονείς, το σπίτι, τα έπιπλα, το αυτοκίνητο, οι βιντεοταινίες, όλα παραπέμπουν σε ατμόσφαιρα 70ς - 80ς. Μπορεί κάλλιστα να εκλάβουμε ότι η ιστορία εκτυλίσσεται τότε (αφού ποτέ δεν δίνει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό στίγμα), μπορεί όμως να είναι και ένα επί τούτου παιχνίδι του δημιουργού για να τονίσει τα κολλήματα των γονιών. Με όλα αυτά πάντως επιτείνεται η κλειστοφοβική, μίζερη ατμόσφαιρα, η οποία λειτουργεί ως τέτοια παρά το ότι βρισκόμαστε σ' ένα "ειδυλλιακό" περιβάλλον: Μια βίλλα μέσα στο πράσινο και στον καθαρό αέρα, απομονωμένη από άλλες κατοικίες, με πισίνα, με όλες τις ανέσεις.
Γενικά πρόκειται για σχετικά δύσκολη ταινία, κάθε άλλο παρά mainstream (όχι ως προς την κατανόηση των όσων συμβαίνουν, αλλά όσον αφορά το γενικότερο πνεύμα της), απ' αυτές που θα κατατάσαμε στον αόριστο χώρο των "σινεφίλ". Σε κάμποσα σημεία μπορεί να σοκαριστείτε, σε άλλα να γελάσετε, δύσκολα όμως θα σας φύγει από το μυαλό ένα τέτοιο φιλμ. Όπως και να το κάνουμε, για μένα παίρνει ήδη τη θέση της σαν μια από τις πιο αξιόλογες του ελληνικού σινεμά. Γι' αυτό και χαίρομαι πολύ για τα βραβεία που πήρε στις Κάννες.
ΥΓ: Το είπαμε και αλλού: Κάτι κινείται φέτος στο ελληνικό σινεμά (και περιμένουμε και τον Οικονομίδη). Μακάρι το ανανεωτικό αυτό πνεύμα να διαρκέσει και να μην είναι μια πρόσκαιρη αναλαμπή.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker