Μεταξύ 2001 και 2003 ο
Peter Jackson τόλμησε αυτό που για δεκαετίες θεωρούνταν ακατόρθωτο: Να μεταφέρει στην οθόνη το θρυλικό, ογκώδες έπος του J.R.Tolkien “
The Lord of the Rings”. Ο συγγραφέας το έγραφε σχεδόν σε όλη τη δεκαετία του 40. Το βιβλίο είναι κάπου 1200 σελίδες. Η ταινία γύρω στις 8.30’ ώρες. Και λέω 8.30’ επειδή σκοπεύω να γράψω για την περίφημη τριλογία αντιμετωπίζοντάς την σαν μία, ενιαία ταινία, πράγμα που είναι στην πραγματικότητα, άσχετα αν για καθαρά πρακτικούς λόγους προβλήθηκε σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν στα τρία βιβλία του έπους: «The Fellowship of the ring”, “The Two Towers” και “The Return of the King”.
Πριν ξεκινήσω όμως δηλώνω ότι είναι αδύνατο να είμαι αντικειμενικός (όσο αντικειμενικός τέλος πάντων μπορεί να είναι κάποιος όταν γράφει κριτική για οτιδήποτε). Κι αυτό επειδή υπήρξα μεγάλος λάτρης του βιβλίου, που με είχε πραγματικά σημαδέψει όταν το διάβασα με κομμένη την ανάσα κάπου στα 20 και κάτι μου. Το λέω αυτό διότι, παρά το ότι γενικά πιστεύω ότι πρέπει να εξετάζουμε τις ταινίες όσο πιο ανεξάρτητα γίνεται από την πηγή προέλευσής τους, εδώ, ακριβώς επειδή πρόκειται για ειδική περίπτωση για μένα, φοβάμαι ότι δεν μπορώ να αποφύγω τις συγκρίσεις.
Αρχικά λοιπόν είχα επιφυλάξεις για το εγχείρημα της μεταφοράς του στην οθόνη. Όπως και πολλοί άλλοι, θεωρούσα ότι είναι απλώς αδύνατη δίχως να κατακρεουργήσει κανείς το βιβλίο σε πολλά επίπεδα. Έκπληκτος λοιπόν διαπίστωσα ότι ο Jackson κατόρθωσε να μείνει αρκετά πιστός τόσο στα γεγονότα όσο και – σε γενικές γραμμές – στο πνεύμα του έπους του Τόλκιν. Φυσικά σ’ αυτό βοηθά αρχικά η τεράστια διάρκεια, οι 8.30’ ώρες που λέγαμε, αλλά και το σενάριο και η σκηνοθεσία του. Οι παραχωρήσεις υπάρχουν (το ότι κάνει τον Νάνο κάπως κωμική φιγούρα, κάποιες μεμονωμένες σκηνές στις μάχες κλπ.), αλλά είναι τόσο λίγες και διακριτικές, που νομίζω ότι δεν ενοχλούν.
Συνολικά πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα μέγιστο, κινηματογραφικό πλέον, έπος που δείχνει τις απίστευτες ικανότητες του σύγχρονου σινεμά. Η κυριαρχία των εντυπωσιακών εφέ (από τους ψηφιακούς στρατούς έως τα μακιγιάζ και από τα πάμπολλα τερατόμορφα πλάσματα έως τα τοπία και τις πόλεις), εδώ νομίζω ότι χρειάζεται απόλυτα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του φιλμ, αφού μόνο έτσι είναι δυνατόν να αποδοθεί με εικόνες η αχαλίνωτη φαντασία του συγγραφέα. Ο οποίος, σημειωτέον, δημιούργησε από το μηδέν έναν ολόκληρο κόσμο, αρκετά διαφορετικό σε όλα τα επίπεδα από τον δικό μας, και μάλιστα με όλες τις λεπτομέρειες, την ιστορία και τις παραδόσεις του, τις φυλές του, ακόμα και τις γλώσσες ή τα αλφάβητά του (στο βιβλίο υπάρχουν πάνω από 200 σελίδες με παραρτήματα, που διαβάζονται προαιρετικά, με «πραγματολογικά στοιχεία» σχετικά με τη Μέση Γη). Τα έγραψα όλα αυτά για να πω ότι βρίσκω φυσικό, όταν φτιάχνεις έναν εντελώς φανταστικό κόσμο, να βασίζεσαι στα εφέ – αντίθετα με πλήθος άλλων σύγχρονων ταινιών του φανταστικού, όπου τα εφέ είναι ένας (βαρετός για μένα) αυτοσκοπός.
Πέραν αυτών, το συχνά σκοτεινό και βαρύ κλίμα του συγγραφέα παραμένει αυτούσιο (η όλο και πιο δύσκολη πορεία του Φρόντο, το Γκόλουμ, οι μαύροι ιππότες, η σκηνή με την αράχνη που είναι δοσμένη σχεδόν σα σκηνή από ταινία τρόμου κλπ.) Όσο για τη μελαγχολία που διαπερνά ολόκληρη τη γραπτή τριλογία (ο Τόλκιν κάνει συχνά σαφές ότι όλο το έπος αποτελεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής μύθων, θαυμάτων, ομορφιάς, που αντιπροσωπεύονται από του Έλφς, και την αρχή του περάσματος στην εποχή των ανθρώπων), η μελαγχολία λοιπόν αυτή δίνεται κυρίως στο τέλος, που είναι εξαιρετικά συγκινητικό. Ίσως εδώ οι συντελεστές δεν θέλησαν να την κάνουν περισσότερο διάχυτη. Φυσικά οι μάχες είναι πραγματικά επικές, πολλές από τις εικόνες πολύ δυνατές, που μένουν στο μυαλό του θεατή, άλλες πάλι πανέμορφες, και, εννοείται, αν μη τι άλλο τα φιλμ είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό που συνήθως αποκαλούμε «χορταστικό θέαμα». Το βασικό μοτίβο της αιώνιας διαμάχης καλού – κακού φυσικά παραμένει – ή μάλλον εδώ δίνεται με αρχετυπικό τρόπο. Πολλοί πιστεύουν (και με δεδομένη την εποχή που γράφτηκε) ότι το βιβλίο αποτελεί αλληγορία του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, με τις ολοκληρωτικές δυνάμεις να ενσαρκώνονται ως οι «κακοί». Και όντως, η εφιαλτική δικτατορία του Σαουρόν θα μπορούσε να παραπέμπει σ’ αυτό. Ο ίδιος ο Τόλκιν το έχει βέβαια αρνηθεί, μερικά πράγματα όμως λειτουργούν και υποσυνείδητα… Από την άλλη - κι αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο - όλη η τριλογία μπορεί να ειδωθεί σαν μια παραβολή της διαφθοράς που προκαλεί η εξουσία στους πάντες, καλούς και κακούς, έχοντες και μη καλές προθέσεις. Το περίφημο Δαχτυλίδι είναι το σύμβολό της. Όποιος το αποκτά, ανεξαρτήτως προθέσεων όπως είπαμε, διαφθείρεται. Κι αυτό είναι τελεσίδικο. Σαν τρίτο νόημα θα μπορούσα να δω ότι ενυπάρχει η πίστη στους συνηθισμένους, κοινούς ανθρώπους και η παραδοχή ότι, παρά το ότι οι μεγάλοι, οι έχοντες εξουσία, μοιάζουν να κινούν τα νήματα, ουσιαστικά η ιστορία γράφεται από τους κάτω. Αυτό φαίνεται και από την επιλογή ενός ταπεινού χόμπιτ (που είναι ένας άγνωστος ουσιαστικά και ξεχασμένος λαός στη ιστορία της Μέσης Γης, που δεν έχει παίξει ποτέ κανένα ρόλο) να εκτελέσει μια τέτοια, σχεδόν αδύνατη αποστολή, αλλά - σε μικρότερη κλίμακα - και με τον καθοριστικότατο ρόλο που παίζει ο Σαμ, σχεδόν υπηρέτης και ακόμα ταπεινότερος και "συνηθισμένος τύπος" από τον ίδιο τον Φρόντο. Δίχως αυτόν τον "τελευταίο τροχό της αάμαξας" κυριολεκτικά, τίποτα δεν θα είχε γίνει. Τιμή στους αφανείς λοιπόν.
Φυσικά πολλοί θα πουν το κλασικό «το βιβλίο είναι καλύτερο». Ναι, αλλά αυτό συμβαίνει ουσιαστικά με όλα τα καλά βιβλία που μεταφέρονται στο σινεμά. Και τελικά δεν έχει και πολύ νόημα σαν παρατήρηση. Γι’ αυτό είπα στην αρχή ότι είναι καλύτερα να ξεχνάμε όσο γίνεται το πρωτότυπο και να κρίνουμε μόνο τη ταινία – άσχετα αν εδώ εγώ πρώτος – πρώτος παρασπόνδησα. Νομίζω πάντως ότι δεν θα ήταν δυνατό να υπάρχει εδώ το πλήθος των υποπλοκών του βιβλίου, οι πάμπολλες αναφορές σε γεγονότα του παρελθόντος, τα τραγούδια κλπ. κλπ.
Καταλάβατε ότι τελικά έχω θετική γνώμη και για τις ταινίες. Μια γνώμη που συνοψίζεται στην πεποίθησή μου ότι ο Jackson έκανε πραγματικά ό,τι καλύτερο μπορούσε με το αχανές υλικό που είχε στα χέρια του, δίχως να προδώσει (σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον) το πνεύμα του. Με δεδομένο το πρωτότυπο υλικό λοιπόν, αν αυτό δεν είναι επίτευγμα, τότε τι είναι;
ΥΓ: Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν μου αρέσει η λογοτεχνία fantasy. Τη θεωρώ εξαντλημένο είδος, που επαναλαμβάνεται βαρετά. Τεράστια εξαίρεση αποτελεί ο Τόλκιν. Και επειδή είναι ο πρώτος (σχεδόν), ή τουλάχιστον ο πρώτος σε τέτοια έκταση και σοβαρότητα, που το έκανε, ορίζοντας όλες σχεδόν τις παραμέτρους του είδους με τη μία, και επειδή θεωρώ ότι το έχει κάνει καλύτερα απ' όλους τους μετά, οι οποίοι, θέλοντας και μη, "κλέβουν" διαρκώς απ' αυτόν και την αρχετυπική του δημιουργία. Πιθανές εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ετικέτες "Lord of the Rings (the)” (2001-2003), Jackson Peter