ΦΑΝΥ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
Το 1982 ο Ingmar Bergman (1918-2007) γυρίζει το "Φάνυ και Αλέξανδρος" (Fanny och Alexander), που κατά τη γνώμη μου είναι αριστουργηματικό. Μας μεταφέρει στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου, μέσα από τα μάτια των ομώνυμων παιδιών, παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν σε μια σουηδική εύπορη οικογένεια. Πολυμελής, (γιαγιά, τρεις παντρεμένοι γιοι, εγγόνια, υπηρετικό προσωπικό), παρά τα προβλήματα μερικών από τα μέλη της, αποτελεί ένα είδος παράδεισου, λιμανιού για τα μέλη της. Συμβολικά μιλώντας, ας πούμε ότι εκπροσωπεί το καλό, ή, τέλος πάντων, την καλή ζωή όπως την εννοεί ο Μπέργκμαν.
Ο σκηνοθέτης δεν θα λέγαμε ότι εξετάζει το θέμα του πολιτικά. Αυτό που κάνει δεξιοτεχνικά είναι μια τομή στην κοινωνία, δίνοντάς μας τρεις χαρακτηριστικές πλευρές της:
Την καλοζωισμένη πλούσια οικογένεια, με μπαγκράουντ ηθοποιών. Στο βασίλειο αυτό της ευμάρειας, κυρίαρχο στοιχείο είναι η ανεκτικότητα. Παντού βασιλεύει μια θετική, ηδονιστική άποψη για τη ζωή. Τα μέλη της αγαπούν το καλό φαϊ, τον έρωτα και το σεξ, τις γιορτές, τις τέχνες. Είναι ανεκτικοί στις ερωτικές ατασθαλίες (ο ένας γιος διατηρεί φανερά σύζυγο και ερωμένη, που συνυπάρχουν αρμονικά), στις ιδιορυθμίες κάποιων άλλων (αποδέχονται το πάθος του άλλου γιου για το θέατρο ή την κλίση προς το ποτό του τρίτου). Τα προβλήματα βέβαια υπάρχουν, η γενναία δόση ανεκτικότητας όμως καταφέρνει να εξομαλύνει τα πάντα.
Στον αντίποδα βρίσκεται ο απόλυτα μαζοχιστικός χριστιανισμός του επισκόπου (που, σημειωτέον, βρίσκεται κι αυτός σε εξ ίσου υψηλή κοινωνική θέση, άρα το θέμα δεν είναι ταξικό). Λιτός, ασκητικός, αυστηρός, καταπιεστικός, μοιάζει να μισεί κάθε ηδονή και χαρά της ζωής εν ονόματι ενός διεστραμένου προτεσταντικικής φύσης χριστιανικού, που υπέρτατο ιδανικό του είναι η αγνότητα (που σημαίνει η αποχή σχεδόν από τα πάντα). Όταν ο επίσκοπος παντρεύεται τη χήρα μητέρα των παιδιών, η ζωή τους μετατρέπεται αυτόματα σε κόλαση, όπου κάθε εκδήλωση χαράς απαγορεύεται αυστηρά. Η άρνηση αυτή της ζωής έρχεται σε συγκλονιστική αντίθεση με την απόλυτη κατάφασή της που είδαμε προηγουμένως. Δεν ξέρω η αυστηρότητα αυτή είναι η ουσία του προτεσταντικού δόγματος ή μία διαστρέβλωσή του, ό,τι και νά' ναι όμως, πρόκειται για απόλυτη διαστροφή.
Ο τρίτος πόλος είναι οι εβραίοι. Το σύντομο πέρασμα από την εβραϊκή οικογένεια καταδεικνύει ένα βασίλειο του μυστικισμού, του ελαφοϊσκιωτου, της αγάπης για το υπερφυσικό και το μυστηριώδες (και, ταυτόχρονα, για το εμπόριο). Το σπίτι τους είναι χαώδες, ασφυκτικά γεμάτο από παράξενα αντικείμενα, δαιδαλώδεις διαδρόμους, κρυφές πόρτες και κρυμμένα μυστικά. Ίσως η κοινωνία αυτή να συμβολίζει το άγνωστο, που ωστόσο ζει δίπλα μας.
Η εικαστική απόδοση όλων αυτών είναι εκπληκτική. Το βαρυφορτωμένο, έντονα μπαρόκ, χαρούμενο, φωτεινό και μόνιμα γιορτινό σπίτι της οικογένειας Έκνταλ, με το κόκκινο χρώμα να κυριαρχεί εκτυφλωτικά σε κάθε σκηνή (προφανώς χρώμα της κατάφασης της ζωής για τον Μπέργκμαν), δίνει τη θέση του στο ψυχρό, λιτό, γυμνό, γκρίζο σα φυλακή, στερημένο από χαρά, ιεραρχικό περιβάλλον του σπιτιού του επισκόπου, κι αυτό με τη σειρά του στο απόλυτα παράδοξο, μυστηριώδες, σκοτεινό, βαρυφορτωμένο κι αυτό (αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους Έκνταλ) εβραϊκό σπίτι. Νομίζω ότι σπάνια το σινεμά έχει φτάσει σε τόσο υψηλό εικαστικό επίπεδο, προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Και μέσα σ' όλα αυτά διακριτική, αλλά συνεχή σχεδόν παρουσία, έχει το στοιχείο του υπερφυσικού. Τα φαντάσματα που βλέπει ο μικρός Αλέξανδρος είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο τρόπος του σκηνοθέτη για να μας πει ότι όσα ζήσαμε, καλά ή κακά, δεν διαγράφονται ποτέ, αλλά μας σημαδεύουν ανεξίτηλα σ' όλη μας τη ζωή. Και φυσικά πλείστα άλλα θέματα θίγονται στην υπέροχη αυτή τοιχογραφία: Το ερώτημα για την ύπαρξη ή μη του θεού, η σταδιακή αμφισβήτηση προς αυτόν του Αλέξανδρου, η σύγκρουση του παιδιού με τον επίσκοπο - πατριό, που θα μπορούσε να είναι η σύγκρουση της παλιάς με τη νέα γενιά και πλείστα άλλα. Ιδιαίτερα το θέμα του θεού σηκώνει πάρα πολλή συζήτηση όσον αφορά την αντιμετώπισή του από το φιλμ, που μοιάζει να τον απορρίπτει και να τον αποδέχεται ταυτόχρονα, που ωστόσο θα μας έπαιρνε πάρα πολύ χώρο αν γινόταν εξονυχιστικά.
Τρίωρης διάρκειας, με αργούς ρυθμούς στο πρώτο κυρίως μέρος, δεν με κούρσε καθόλου παρ' όλα αυτά. Όταν το περιεχόμενο είναι τόσο πλούσιο και πολυσήμαντο, οι αργοί ρυθμοί δεν με ενοχλούν καθόλου. Ίσως μάλιστα να είναι απόλυτα ταιριαστοί με την οπτική πανδαισία που απολαμβάνουμε.
Ετικέτες "Fanny and Alexandros" (1982), Bergman Ingmar
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home