Σάββατο, Μαρτίου 17, 2012

Ο ΣΜΑΪΛΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ "ΓΚΡΙΖΟΙ" ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ

Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τις ταινίες κατασκοπείας, ένα αρκετά κοινό παλιότερα τουλάχιστον κινηματογραφικό υποείδος, σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Στις διασκεδαστικές περιπέτειες δράσης - ενίοτε blockbaster - και στις ρεαλιστικές ματιές στον περίκλειστο αυτόν κόσμο. "Ο Κλήρος έπεσε στον Σμάιλι" (Tinker Tailor Soldier Spy, 2011) του σουηδού Tomas Alfredson (που λίγα χρόνια πριν μας είχε χαρίσει το εξαιρετικό "Άσε το Κακό να Μπει" στην πρωτότυπη σουηδική βερσιόν) ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο ψυχρός πόλεμος καλά κρατεί, Δυτικοί και Σοβιετικοί κάνουν τα πάντα για να υποκλέψουν ο ένας μυστικά του άλλου και το "επάγγελμα" του κατάσκοπου βρίσκεται στις δόξες του. Ο Σμάιλι, κατάσκοπος ο ίδιος, έχει αποσυρθεί, αλλά επανέρχεται στην ενεργό δράση όταν ο αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας του υποψιάζεται ότι υπάρχει κάποιος διπλός πράκτορας στα υψηλότερα κλιμάκια της υπηρεσίας αυτής. Αυτό που απ' την αρχή γίνεται εμφανές είναι το "παλιομοδίτικο" κλίμα της ταινίας. Η δράση είναι απόλυτα ρεαλιστική, η φωτογραφία γκρίζα και μουντή, η καθημερινότητα των κατασκόπων... απλώς καθημερινότητα, δίχως ηρωισμούς και εξωτικά μέρη και άγρια δράση και ό,τι άλλο έχετε μάθει σε φιλμ του είδους. Βρισκόμαστε δηλαδή στον αντίποδα κυριολεκτικά του Τζέιμς Μποντ, του γνωστότερου φυσικά παραδείγματος της πρώτης κατηγορίας κατασκοπικών ταινιών που ανέφερα στην αρχή. Η υπόθεση εξελίσσεται μάλλον αργά, οι λεπτομέρειες και οι πληροφορίες είναι πολλές και πυκνές και η προσοχή του θεατή πρέπει να είναι διαρκώς οξυμένη για να αντιληφτεί τι ακριβώς συμβαίνει (εγώ μπορώ να ομολογήσω ότι δεν πολυκατάλαβα πώς ακριβώς έφτασε ο Σμάιλι στον εντοπισμό του βασικού ύποπτου). Αυτό όμως έχει τελικά λίγη σημασία μπροστά στο όλο κλίμα της ταινίας και την ανάπλαση της εποχής. Απ' όλα αυτά ίσως βγάλατε ήδη το συμπέρασμα ότι η βασική της αρετή είναι η ατμόσφαιρά της. Και, ταυτόχρονα, το απόλυτο ξεγύμνωμα, η πλήρης αποηρωοποίηση των κατασκόπων. Οι σχεδόν σούπερ ήρωες των τζειμσμποντοειδών φιλμ εδώ δείχνονται σαν απόλυτα συνηθισμένα, γκρίζα ανθρωπάκια, γραφειοκράτες στην ουσία, με συνηθισμένες οικογενειακές ζωές ή - ακόμα συχνότερα - μοναχικοί και μονόχνωτοι τύποι, που δεν κάνουν σχεδόν τίποτα άλλο πέραν του επαγγέλματός τους. Η μιζέρια, η μελαγχολία για να το πούμε λίγο πιο ήπια, είναι διάχυτη τόσο στους χώρους δουλειάς, τα γραφεία τους, όσο και στα σπίτια και στην οικογενειακή ζωή τους (όσοι απ' αυτούς διαθέτουν καν τέτοια). Κανένας ηρωισμός, κανένα ιδανικό. Και επιπλέον ο ήρωας αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι κι ίδιος δεν είναι παρά ένα πιόνι ενός απρόσωπου, στυγνού και αδίστακτου συστήματος, που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει για να πετύχει τους θολούς σκοπούς του ακόμα και την οικογενειακή ζωή του. Νομίζω ότι σπάνια σε ταινία είναι τόσο ταιριαστός ο όρος "γκρίζα", τόσο κυριολεκτικά, στην εικόνα, όσο και μεταφορικά, σε όλα τα επίπεδα. Ξέρω ότι το φιλμ ίσως κουράσει αρκετούς. Ωστόσο το θεωρώ εξαιρετικό δείγμα απομυθοποίησης, "προσγείωσης" και αλήθειας ενός συνήθως "glamorous" (και φυσικά ψεύτικου) είδους.

Ετικέτες ,

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2009

ΑΣΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΠΕΙ ΚΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΒΑΜΠΙΡ


Μάλλον το σουηδικό "Άσε το Κακό να μπει" (2008) (άνευ λόγου ελληνική παράφραση του πρωτότυπου "Άσε το Καλό να μπει") του Tomas Alfredson είναι η δυνατότερη έκπληξη της χρονιάς. Ταινία τρόμου με βρικόλακες, σπάει τα όρια του είδους και γίνεται, πολύ απλά, μια πολύ καλή ταινία, πέρα από είδη, μόδες και εποχές. Γιατί τι άλλο να πεις για τον ευφυή αυτόν συνδυασμό τρόμου, ρομαντισμού, παγωμένης ατμόσφαιρας (και συναισθημάτων ενίοτε) και ερωτικής ιστορίας, και μάλιστα με πρωταγωνιστές παιδιά;
Οι μορφές των ηρώων, ανήλικοι και ενήλικοι, είναι απόκοσμες, όσο απόκοσμη είναι και η ατμόσφαιρα και το τοπίο, μόνιμα χιονισμένο και παγωμένο, λιτό, έτσι που νοιώθεις ότι έχεις να κάνεις μόνο με τα απολύτως απαραίτητα. Μοναχικοί άνθρωποι, δύσκολη ενηλικίωση, τα πάντα γύρω ψυχρά, είναι φυσικό ο 12χρονος ήρωας να "αφήσει το καλό να μπει", έστω κι αν αυτό έχει τη μορφή βαμπίρ, έστω κι αν αυτό θα σημάνει το τέλος της φυσιολογικής (;) μέχρι τότε ζωής του.
Κατά βάθος νομίζω ότι η ταινία μιλά για την ανθρώπινη μοναξιά, την ανάγκη ζεστασιάς και αγάπης, ανθρώπινης επαφής. Το είπαμε πιο πάνω: Το απόκοσμο, ψυχρό τοπίο, τα γυμνά, λιτά εσωτερικά, λειτουργούν σαν μεταφορά του ψυχικού τοπίου των ανθρώπων, που μοιάζει εξ ίσου παγωμένο και άδειο. Αλλά μιλά και για την μοναξιά που προκαλείται από τη διαφορετικότητα και την πανίσχυρη ανάγκη δύο "διαφορετικών" για διαφορετικούς λόγους πλασμάτων να έρθουν κοντά, να αποδεχτούν το ένα το άλλο.
Θα σας προειδοποιήσω διπλά: Για τους αμύητους στο είδος η ταινία παραμένει τρόμου, με αρκετές αιματηρές σκηνές και μια διαρκώς ανήσυχη και άβολη ατμόσφαιρα. Για τους φίλους του χολιγουντιανού - και μόνο - τρόμου πάλι, η ταινία ίσως θεωρηθεί πολύ αργή, με ελάχιστες από τις βιντεοκλιπάτες κινήσεις της κάμερας και τα απίστευτα εφφέ που τόσο έχουν συνηθίσει. Για τους φίλους του καλού σινεμά όμως, άσχετα με είδη και ταχύτητες, νομίζω ότι θα είναι ένα από τα καλύτερα φιλμ των τελευταίων χρόνων που, μακριά από τον πολύ πιο ξενέρωτο ρομαντισμό του "Twilight", ανανεώνει πραγματικά τον βαμπιρικό μύθο και, πέρα απ' αυτόν, γίνεται μια ποιητική ταινία που προσωπικά με γοήτευσε όσο ελάχιστες φέτος.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker