Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Το 1965 ο Federico Fellini (1920-1993) γυρίζει την τρίτη του ταινία με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του Τζουλιέτα Μασίνα. Η «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» (Giulietta degli Spiriti) όμως βρίσκεται πολύ μακριά από τον συγκινητικό ρεαλισμό των 2 άλλων (La Strada, Νύχτες της Καμπίρια). Με την πρώτη του αυτή έγχρωμη ταινία (έχει ιδιαίτερη σημασία το «έγχρωμη») ο Φελίνι περνά στον ονειρικό, ποιητικό, μπαρόκ και σουρεαλιστικό κόσμο που θα τον χαρακτήριζε μέχρι το τέλος του.
Η Ιουλιέτα, μια μεσήλικας πλούσια, παντρεμένη γυναίκα, αγαπά τον άντρα της, αλλά αυτός της λέει ψέματα και την απατά. Στο φιλμ παρακολουθούμε το πέρασμά της από διάφορες ψυχολογικές «δοκιμασίες» και πειρασμούς, τη μάχη της με τις τύψεις και τις ενοχές που από παιδί κουβαλά λόγω της καθολικής της εκπαίδευσης και την τελική απελευθέρωσή της από τη σκιά του συζύγου, την κατάκτηση της ελευθερίας και τη νίκη της πάνω στο φόβο μιας πιθανής επικείμενης μοναξιάς.
Σύμφωνοι. Αυτό όμως που δεν φαίνεται σε οποιαδήποτε περίληψη είναι ο καθαρά φελινικός τρόπος χειρισμού του θέματος. Διότι ο μετρ επιλέγει να κάνει την ηρωίδα του κάπως (;) ελαφροϊσκιωτη, ονειροπαρμένη. Την κάνει να βλέπει οράματα, παρουσίες που δεν υπάρχουν ή, τέλος πάντων, δεν γίνονται αντιληπτές από τους άλλους. Έτσι η ταινία κυλά ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο κι αυτόν της φαντασίας της Ιουλιέτας. Ταυτόχρονα δεν μπορούμε να μη χαμογελάσουμε με την σαρκαστική και καυστική ματιά του πάνω στον απίστευτα κενό, μοδάτο και χαζοχαρούμενο κόσμο των αριστοκρατών της εποχής, που αγωνιούν να είναι και μοντέρνοι. Ο ίδιος ο Φελίνι έχει πει ότι δεν είχε σταθερό, προκαθορισμένο σενάριο, αλλά αυτοσχεδίαζε στα γυρίσματα, τακτική που έχει ακολουθήσει και σε άλλε κλασικές του ταινίες και που γίνεται αντιληπτή χάρη στη «ρευστή» πλοκή. Ο θεατής αντιλαμβάνεται όντως ότι θα μπορούσε να προστεθεί ή να τροποποιηθεί μια σκηνή την τελευταία στιγμή, δίχως αυτό να έχει επίπτωση στο σύνολο.
Αυτό όμως στο οποίο πρέπει ιδιαίτερα να σταθούμε είναι ο φελινικός χειρισμός του χρώματος και της εικόνας γενικότερα. Σαν να μην τα χορταίνει, σα να τα ανακαλύπτει για πρώτη φορά, σα να βρίσκεται σε ένα διαρκές τριπ, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συνεχώς τα πιο εκτυφλωτικά και έντονα χρώματα που μπορείτε να φανταστείτε (είχε δηλώσει ότι την εποχή εκείνη δοκίμασε LSD, αν και αυτό, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν τον επηρέασε τόσο). Η ακραία αυτή χρήση της εικόνας τονίζεται ακόμα περισσότερο από τα εξωφρενικά φορέματα – γυναικεία κυρίως - και τις σουρεαλιστικές εικόνες των παραισθήσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια ολοκληρωτικά μπαρόκ, φορτωμένη ατμόσφαιρα, που σίγουρα μερικοί θα θεωρούσαν ότι έχει περάσει στο χώρο του κιτς. Δεν ξέρω για το κιτς, σίγουρα όμως ο όλος χειρισμός φέρνει έντονα στο νου εικόνες ρωμαϊκής παρακμής, ντυμένης μάλιστα με την ανυπέρβλητη, νοσταλγική μουσική του Νίνο Ρότα.
Όλο αυτό το εξεζητημένο πείραμα, τόσο στο σενάριο όσο και στην μπαρόκ εικόνα, σίγουρα θα κουράσει κάποιους. Κατανοητό. Οι υπόλοιποι ας αφεθούν σε κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε ταξίδι ή, αν προτιμάτε, σε παραίσθηση.