Ο "ΜΑΥΡΟΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ"ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΑΣΦΥΚΤΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗN ΟΡΓΙΩΔΗ ΦΥΣΗ
Το 1947 ένας από τους μεγαλύτερους βρετανούς σκηνοθέτες, ο Michael Powell (πάντα με τον μόνιμο συνεργάτη του Emeric Pressburger) γυρίζει τον "Μαύρο Νάρκισσο", ένα παράξενο φιλμ τόσο αισθητικά όσο και νοηματικά.
Μια ηγουμένη στην Ινδία στέλνει πέντε μοναχές με επικεφαλής την αδελφή Clodagh (Ντέμπορα Κερ) να ιδρύσουν ένα μοναστήρι σε μια κορυφή των Ιμαλαϊων, το οποίο θα στεγαστεί σε ένα παλιό παλάτι που παραχώρησε στις μοναχές ο "Γέρος Στρατηγός" (κάτι σαν ντόπιος άρχοντας). Οι καλόγριες θα παρέχουν εκπαίδευση στα παιδιά και θα βοηθούν ιατρικά και με όποιον άλλον τρόπο τους κάτοικους του χωριού που βρίσκεται στην κοιλάδα πολύ - πολύ κάτω από το μοναστήρι. Στο επιβλητικό αυτό μέρος θα έρθουν σε επαφή με τους ντόπιους, τον νεαρό ντυμένο μονίμως σαν παγώνι πρίγκηπά τους, αλλά και με τον κυνικό και σαρκαστικό άγγλο διοικητή της περιοχής. Σύντομα θα βγουν στην επιφάνεια θαμένα - καταπιεσμένα αισθήματα και πάθη (ερωτικά και μη) και θα ξεσπάσουν εντάσεις τόσο με τους ντόπιους όσο και μεταξύ των μοναχών. Αλλά είναι το συγκλονιστικό τοπίο, η φύση δηλαδή, που θα αρχίσει ολοένα να έχει το πάνω χέρι...
Αισθητικά η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα εκθαμβωτικό τεχνικολόρ (ίσως κάπου να αγγίζει και τα όρια του κιτς) και ολόκληρη σε στούντιο. Όλα τα σκηνικά και τα τοπία είναι ζωγραφισμένα. Όλα αυτά προσδίδουν μια εξωπραγματική, τεχνητή υφή στην εικόνα και τελικά δημιουργούν μια παράξενη ατμόσφαιρα και εμπειρία θέασης.
Σαν φιλμ τώρα δεν το βρίσκω άψογο. Ομολογώ ότι σε κάποια σημεία του πρώτου μέρους μάλλον κουράστηκα. Καθώς όμως προχωρά η ταινία η εντάσεις ανεβαίνουν και σιγά - σιγά αποκαλύπτεται το αιρετικό της νόημα: Η μοναχική ζωή, εξ ορισμού στερημένη από υλικές χαρές, η καταπίεση των παθών, η χριστιανική αυστηρότητα, τα πάντα αρχίζουν βαθμιαία να καταρρέουν. Δεν είναι μόνο οι πολύχρωμοι ντόπιοι, και κυρίως ο νεαρός πρίγκηπας και η όμορφη κοπέλα που καταφεύγει στη μονή, δεν είναι η ίδια η απομόνωση στο σχεδόν απάτητο αυτό σημείο του πλανήτη, είναι τελικά αυτή καθ' εαυτή η φύση με την άγρια ομορφιά της και το τρομερό μεγαλείο της που θα δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στην κοινότητα, που θα κάνουν τα πάθη να εκραγούν, που θα τινάξουν στον αέρα τα προσχήματα και την κάθε μορφής μαζοχιστική ουσιαστικά εγκαρτέρηση (είναι χαρακτηριστική η στάση της πιο ηλικιωμένης και μακριά από σαρκικά πάθη μοναχής, υπεύθυνης για τον κήπο, που βαθμιαία παύει να καλλιεργεί λαχανικά, όπως ήταν το πρόγραμμα, αλλά αφήνεται στην καλλιέργεια πανέμορφων, πολύχρωμων - και πρακτικά άχρηστων - λουλουδιών) .
Κάπου εκεί, σ' έναν ψηλό βράχο, κατοικεί πάντα στην ίδια θέση, ημιγυμνος, αγνοώντας το κρύο και μόνιμα σιωπηλός, ένας ερημίτης. Αυτός και ο ηδονιστής βρετανος διοικητής είναι τα συμβολικά δύο άκρα του δίπολου. Κάποια στιγμή λέγεται ξεκάθαρα: "Σ' ένα μέρος σαν αυτό πρέπει ή να είσαι σαν τον ερημίτη, ο οποίος μοιάζει να μην διαθέτει καν αισθήσεις και είναι εντελώς φευγάτος απ' αυτόν τον κόσμο ή απόλυτα παραδομένος, αφημένος στη γύρω αβάσταχτη ομορφιά και τις ηδονές, όπως ο διοκητής. Οτιδήποτε άλλο καταρρέει".
Σημαντική ταινία, αιρετική όπως προανέφερα και αρκετά πικρή τελικά (καθόλου δεν αρκούν οι καλές προθέσεις), όχι υποχρεωτικά "πολύ καλή" (σας είπα ότι κάπου με κούρασε κιόλας), πολύ ιδιαίτερη όμως, πιστεύω, με έναν καθαρά δικό της τρόπο. Αξίζει να την ψάξετε.
Ετικέτες "Black Narcissus" (1947), Powell Michael