Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2018

ΕΝΑΣ ΑΡΓΟΣ "ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ"

Ο Gus Van Sant είναι ένας σκηνοθέτης που ταλαντεύεται ανάμεσα σε "εμπορικές" (ας τις αποκαλέσω καλύτερα mainstream) ταινίες και καθαρά προσωπικές, που συχνά αγγίζουν τα όρια του πειραματικού (όχι ακριβώς βεβαίως). Στις τελευταίες ανήκει το "Elephant" του 2003, ένα φιλμ εμπνευσμένο από τη σφαγή στο λύκειο Columbine το 1999, την πρώτη γνωσή στο ευρύ κοινό μαζική σφαγή "άνευ λόγου" στις ΗΠΑ (έκτοτε ακολούθησαν πολλές).
Η ταινία παρακολουθεί μια συνηθισμένη μέρα αρκετών μαθητών ενός λυκείου. Μαθήματα, έρωτες, οικογενειακά προβλήματα, διασκέδαση, η καθημερινή ρουτίνα δηλαδή. Συγχρόνως όμως, δύο από τους συμμαθητές τους προετοιμάζουν, με ψυχρό τρόπο, κάτι απόλυτα αποτρόπαιο. Και είναι γνωστό ότι η φρίκη γίνεται μεγαλύτερη όταν ξεσπά από κοινούς ανθρώπους, συνηθισμένους, οικείους.
Ο Van Sant ακολουθεί έναν νωχελικό, αργό τρόπο για να ξεδιπλώσει την ιστορία του. Συνεχείς καθημερινές πράξεις των νεαρών ηρώων, αποσπασματικές, που μερικές φορές επαναλαμβάνονται, ειδωμένες όμως από άλλη "οπτική γωνία", από τα μάτια κάποιου άλλου δηλαδή. Και, τελικά, ενώ ένα αόρατο δίχτυ ολοένα σφίγγεται γύρω τους, η βία ξεσπά. Η όλη αντιμετώπιση του θέματος μου θύμισε κάπως αυτή του Michael Haneke στo "71 Fragments of a Chronology of Chance" του 1994.
Ταυτόχρονα πάντως διαθέτει μια "ύπουλη" θα την έλεγα τρυφερότητα. Αυτή η συνεχής έκθεση του θεατή στην οικεία καθημερινότητα, στα (μικρο)προβλήματα των μαθητών, στην εφηβεία που κυριαρχεί με το δικό της τρόπο, στη ρουτίνα, κάνουν το κακό που ξεσπά ακόμα πιο ανησυχητικό, παράλογο, απίστευτο. Κι όμως είναι απόλυτα αληθινό. Συνέβει έτσι, ξαφνικά, σε ένα τόσο κοινότοπο περιβάλλον και γι' αυτό δεν μπορεί εύκολα να το δεχτεί κανείς. Τελικά ο άνθρωπος είναι το πιο παράλογο και αυτοκαταστροφικό ον. Οι λόγοι του ξεσπάσματος; Ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται να εμβαθύνει σ' αυτό, απλώς παρακολουθεί αποστασιοποιημένος τα γεγονότα, για να τα κάνει ίσως πιο αναπάντεχα και ανατριχιαστικά. Να πω μόνο ότι οι δολοφόνοι μόλις έχουν παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ για τον Χίτλερ...
Δύσκολη ταινία, θα "τρομάξει" πολλούς θεατές με τους αργούς, ντοκιμαντερίστικους θαρρείς ρυθμούς, με τους λίγους διαλόγους και τις μακρές λήψεις. Πολλοί θα κουραστούν (κι εγώ λιγάκι, παρά το ενδιαφέρον και την πρωτοτυπία της αντιμετώπισης του ζοφερού θέματος). Νομίζω πάντως ότι, για όσους δεν είναι φαν αποκλειστικά και μόνο του απόλυτα maistream χολιγουντιανού σινεμά (και ιδιαίτερα του ανέμπνευστου σε γενικές γραμμές σύγχρονου), θα το δουν με ενδιαφέρον. Ίσως όμως αυτοί να είναι λίγοι. Σας προειδοποιώ.


Ετικέτες ,

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2017

ΤΟ "ΨΥΧΩ" ΩΣ COPY PASTE ΑΠΟ ΤΟΝ VAN SANT

Κατ' αρχήν θα πω ότι σέβομαι σαν σκηνοθέτη τον Gus Van Sant. Νομίζω ότι έχει κάνει αξιόλογα φιλμς, αν και υπάρχουν κάποια από τα "πειραματικά" του που δεν αντέχω. Στην περίπτωση τού "Ψυχώ" (ναι, του διάσημου "Ψυχώ" του Χίτσκοκ) που ξαναγύρισε το 1998, ομολογώ ότι απλώς δεν καταλαβαίνω το πώς και το γιατί, γι' αυτό και θα γράψω λίγα μόνο πράγματα.
Την ιστορία του αυθεντικού "Psycho" την ξέρετε φαντάζομαι οι περισσότεροι (ίσως και όλοι): Μια γυναίκα κλέβει ένα μεγάλο ποσόν απο το αφεντικο της και φεύγει με το αυτοκίνητό της μακριά για να συναντήσει τον εραστή της. Τη νύχτα αναγκάζεται να διανυκτερεύσει σε ερημικό μοτέλ στο πουθενά, χτισμένο πολύ κοντά στο παλιό σπίτι όπου ο "παράξενος" ιδιοκτήτης του μοτέλ κατοικεί μαζί με τη γριά μητέρα του. Τη νύχτα η κοπέλα δολοφονείται άγρια στο μπάνιο με μαχαίρι. Ο εραστής της προσλαμβάνει έναν ντετέκτιβ για να ερευνήσει τις συνθήκες της εξαφάνισής της.
Ο Van Sant λοιπόν αναλαμβάνει να κάνει ένα ριμέικ ενος κάτι παραπάνω από κλασικού φιλμ τριαντατόσα χρόνια μετά; Όχι ακριβώς. Αυτό εδώ δεν είναι ένα ριμέικ με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Ο σκηνοθέτης γυρίζει την ταινία του, έγχρωμη και, φυσικά, με σύγχρονούς του ηθοποιούς, αντιγράφοντας κυριολεκτικά πλάνο - πλάνο, κοπιάροντας έτσι απόλυτα το πρωτότυπο. Η διάσημη σκηνή του μπάνιου για παράδειγμα, μια από τις εμβληματικότερες του παγκόσμιου σινεμά, που αποτελείται από πάμπολλα διάρκειας ελάχιστων δευτερολέπτων πλάνα, αντιγράφεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια ακριβώς πλάνα. Όλα αυτά είναι προφανώς ηθελημένα. Οίδιος ο σκηνοθέτης άλλωστε είχε ξεκάθαρα δηλώσει την πρόθεσή του να μεταφέρει αυτούσιο το πρωτότυπο στη σύγχρονη εποχή (αυτή της δεκαετίας του 90 εννοώ).
Γιατί το κάνει αυτό και ποια ειναι η "χρησιμότητα"; Όπως σημείωσα στην αρχή δεν ξέρω. Ίσως να πρόκειται για τον απόλυτο κυριολεκτικά φόρο τιμής στον μεγάλο Χίτσκοκ. Ίσως πάλι να πρόκειται για περιέργεια: Πώς θα ήταν να γυρίσεις μια ολόιδια ταινία 38 χρόνια μετά; Να έχουμε δηλαδή να κάνουμε με έναν ακραίοπ ειραματισμό, απ' αυτούς που κατά καιρούς αγαπά ο σκηνοθέτης. Δεν ξέρω. Η σκέψη που έρχεται βέβαια αυθόρμητα στο νου είναι "και γιατί να ξαναδώ μια ίδια ταινία"; Τι να πω. Στέκω αμήχανος μπροστά στο εγχείρημα του συμπαθούς κατά τα άλλα δημιουργού, αναρωτιέμαι όπως όλοι και αφήνω τα όποια συμπεράσματα, καθώς και το αν θα (ξανα)δείτε το φιλμ ή όχι σε σας.
ΥΓ: Πάντως το καστ είναι αξιόλογο: Βινς Βον, Αν Χες, Βίγκο Μόρτενσεν, Τζούλιαν Μουρ, Ουίλιαμ Μέισι... Μια χαρά.

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Ιανουαρίου 26, 2015

"ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΟΛΑ" Ή ΟΙ (ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ) ΕΜΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΗΜΟΤΗΤΑΣ

To 1995 o Gus Van Sant γυρίζει μια από τις πιο έξυπνες κατά τη γνωμη μου ταινίες του, το "Έτοιμη για Όλα" (To Die For), με μια εξαιρετική νεαρή τότε Νικόλ Κίντμαν στον πλέον... αντιπαθή ρόλο της καριέρας της.
Η όμορφη ηρωίδα είναι μια αμερικανίδα της επαρχίας ψωνισμένη κυριολεκτικά με την τηλεόραση και κάθε τι που σχετίζεται μ' αυτήν και με μοναδικό όνειρο και στόχο να γίνει μια διάσημη τηλεοπτική περσόνα, κάτι σαν την Όφρα ας πούμε. Κάποια στιγμή παντρεύεται έναν macho ιταλικής καταγωγής νεαρό, ιδιοκτήτη εστιατορίου και όλα πάνε καλά, μέχρις ότου αυτός αρχίζει να γίνεται εμπόδιο στα μεγαλεπήβολα σχέδιά της. Μέχρι πού είναι ικανή να φτάσει η ηρωίδα μας για να πετύχει τον σκοπό της;
Πρόκειται για μαύρη κωμωδία γυρισμένη ακριβώς με την αισθητική και το στιλ του τηλεοπτικού ρεπορτάζ, καθώς κάποιος υποτίθεται ότι παίρνει συνεντέυξεις από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, ενώ όλα έχουν πλέον τελειώσει. Παράλληλα βέβαια εμείς βλέπουμε και πώς εξελίχθηκαν τα αληθινά γεγονότα. Η Κίντμαν είναι πολύ καλή καθώς επαναλαμβάνει εμμονικά ηλίθιες ή/και ανούσιες απόψεις, ιδέες και φράσεις που όλες σχετίζονται με την τηλεόραση και τις περί διασημότητας ιδέες, με αποκορύφωμα το αμίμητο "Δεν έχει νόημα να κάνεις οτιδήποτε αν κάποιος δεν σε βλέπει"! (και βεβαίως συμπεριφέρεται αντίστοιχα, με μοναδικό στόχο το φαίνεσθαι)
Η εμμονή με τη φήμη, τη διασημότητα και τα τηλεοπτικά σόου ως μοναδικό σκοπό ζωής, η απύθμενη κενότητα και το ουσιαστικό τίποτα που αυτά συνεπάγονται, η πλήρως απροσανατόλιστη και (και πάλι) κενή αμερικάνικη νεολαία ενσαρκωμένη από τους έφηβους της ταινίας (μεταξύ τους οι πιτσιρικάδες τότε και άγνωστοι Γιοακίν Φίνιξ και Κέισι Άφλεκ), η παντελής έλλειψη ηθικής, που έχει απλώς αντικατασταθεί παντελώς από το οραμα της διασημότητας, όλα - καί άλλα - θίγονται και καυτηριάζονται με έξυπνο τρόπο στο φιλμ. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα από τα καυστικότερα φιλμ του Βαν Σαντ στις αρχές σχετικά της καριέρας του.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Ιανουαρίου 30, 2009

"MILK" ΟΠΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


Είχα γράψει παλιότερα για το ντοκιμαντέρ "The times of Harvey Milk" του Epstein, όπου παρουσιαζόταν ανάγλυφα η συγκλονιστική ιστορία του Μιλκ, του πρώτου ανοιχτά γκέι που εκλέχτηκε σε θέση εξουσίας στις ΗΠΑ (δημοτικός σύμβουλος στο Σαν Φρανσίσκο) τη δεκαετία του 70 και δολοφονήθηκε μαζί με τον προοδευτικό δήμαρχο από έναν άλλο φανατικό και πουριτανό δημοτικό σύμβουλο. Τώρα έρχεται η ταινία Milk (2008) του Gus Van Sant για να δει την ίδια ιστορία από μυθοπλαστική σκοπιά.
Μόνο που ο Van Sant αφηγείται την ταινία του επίσης σαν ντοκιμαντέρ, ανακατεύοντας μάλιστα και ντοκουμέντα της εποχής. Και νομίζω ότι το κάνει θαυμάσια. Αν και μεγάλη σε διάρκεια η ταινία, με ένα θέμα που γνώριζα, με καθήλωσε και δεν με άφησε να βαρεθώ καθόλου. Ίσως χάρη στον άψογο ρυθμό της, ίσως χάρη στην πετυχημένη μίξη προσωπικών και πολιτικών στοιχείων... σίγουρα πάντως χάρη στην εκπληκτική ερμηνεία του Σον Πεν, που δίνει ρεσιτάλ. Συντρέχουν βέβαια και οι πολύ ευρύτερες προεκτάσεις του θέματος. Φυσικά σαν γκέι ακτιβιστής ο Μιλκ αγωνίστηκε για την ισότητα ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, την κατάργηση νόμων ενάντια στους πρώτους και για να μπορούν άφοβα οι ομοφυλόφιλοι να δηλώνουν αυτό που είναι. Όμως ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια τη δημοκρατία που διακυβεύεται από τέτοιου είδους ανισότητες ή διαφορετικές αντιμετωπίσεις. Ίσως σήμερα να φαίνεται αυτονόητο, 30 χρόνια πριν όμως υπήρχαν ή προσπαθούσαν να περάσουν νόμοι που διέταζαν οι γκέι να απολύονται από τη δουλειά τους (!) για να μη διαφθείρουν τους άλλους (!!). Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα, αντιλαμβάνεστε πόσο γενναίο ήταν από κάποιον όχι μόνο να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, αλλά και να προσπαθήσει επανειλημμένα να εκλεγεί με σύνθημα την ισότητα όλων, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους. Και είναι πραγματικά απίστευτο να παρακολουθεί τα επιχειρήματα και τις κινήσεις των αντίθετων φανατικών συντηρητικών (φασιστών θα ήταν σωστότερη λέξη), που συνήθως επικαλούνται τον θεό και άλλα συναφή.
Πέρα απ' όλα αυτά όμως τα σαφέστατα νοήματα που περιέχονται στην ταινία, αξίζει κανείς να τη δει για τη δύναμή της. Ίσως οι φίλοι του Van Sant απογοητευτούν, αφού εδώ αφήνει τους πειραματισμούς του και γυρίζει ένα mainstream, στρατευμένο φιλμ (το κάνει κατά καιρούς αυτό άλλωστε). Νομίζω όμως ότι αξίζει τον κόπο.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

ΟΙ ΕΦΗΒΟΙ ΠΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΟΥΝ ΤΟ PARANOID PARK


Εκτιμώ τη συνολική στάση του Gus Van Sant, που ξεκίνησε σαν ανεξάρτητος σκηνοθέτης, βούτηξε για κάποιον καιρό στο mainstream και, τα τελευταία χρόνια, επέστρεψε στο ανεξάρτητο σινεμά και μάλιστα με δύσκολες και σαφώς αντιεμπορικές ταινίες. Ωστόσο, η ενδιαφέρουσα αυτή γενική στάση δεν είναι αρκετή για να με κάνει και οπαδό (όλων τουλάχιστον) των ταινιών του. Γενικά, παρά τις αναμφισβήτητες αρετές των τελευταίων αυτών ταινιών, υπάρχει κάτι που συνολικά με κάνει μάλλον να βαριέμαι.
Στο Paranoid Park (2007), όπως σε όλα τα πρόσφατα φιλμ του, ασχολείται με το αγαπημένο του θέμα: Τους έφηβους, που αγαπά και καταγράφει πιστά τη ζωή και τα αδιέξοδά τους, συγχρόνως όμως δείχνει και την αδιαφορία τους απέναντι στα πράγματα, την κενότητά τους ενίοτε. Φυσικά μιλάμε για μια μερίδα της αμερικάνικης νεολαίας και όχι για όλους (είναι προφανές αυτό), αλλά το κομμάτι αυτό είναι, φοβάμαι, αρκετά μεγάλο. Εδώ λοιπόν μας μιλά γι το κακόφημο Paranoid Park, όπου συγκεντρώνονται οι κάθε λογής περιθωριακοί νέοι της πόλης με τα σκέιτμππόρντ τους και με μοναδικό σκοπό να απολαύσουν το skating και μοναδικό ίσως στόχο να γίνουν ένα είδος μικρής κλίμακας σταρ στον συγκεκριμένο κλειστό μικρόκοσμο. Τα πράγματα θα σοβαρέψουν απότομα όταν ο νεαρός ήρωας και ο κολλητός του θα προκαλέσουν τον θάνατο ενός φύλακα.
Η ταινία κυλά αργά, οι σκηνές του skating δίνονται σε slow motion, το οποίο δημιουργεί έναν υποκειμενικό, ονειρικό κόσμο και η ποίηση προβάλλει συχνά στις σκηνές καθημερινότητας. Συγχρόνως οι αναφορές στην πολιτική κατάσταση (Ιράκ) και την άγνοιά της από πολλούς μας κάνουν να επιστρέψουμε στην σκληρή πραγματικότητα, ενώ το τραγικό συμβάν και η σχεδόν αδιάφορη αντιμετώπισή του από τους υπαίτιους μας παγώνει το αίμα. Έτσι ο Van Sant δεν χαρίζεται: Αγαπά τους εφήβους του - και δη τους περιθωριακούς -, αλλά δεν διστάζει να καταγράψει και τη σκοτεινή πλευρά (παρά την συνολική τρυφερότητα που δείχνει γι΄ αυτούς).
Όλα αυτά είναι καλά, αλλά προσωπικά βαρέθηκα αρκετά (όπως μου συνέβει σε μεγαλύτερο βαθμό και με τις "Τελευταίες Μέρες"). Λίγο οι αργοί ρυθμοί, λίγο η καθημερινότητα, λίγο η μινιμαλιστική αφήγηση και το γενικό μινιμαλιστικό στυλ... Θεωρείστε ωστόσο την στάση μου αυτή υποκειμενική. Απλώς δεν μου πάει πολύ το στυλ του Van Sant, παρά το ότι, επαναλαμβάνω, εκτιμώ την ιδιομορφία του. Πιθανόν οι φίλοι του ανεξάρτητου και μη εμπορικού σινεμά να μην συμμεριστούν τη γνώμη μου και να απολαύσουν το φιλμ. Ούτως ή άλλως, ο σκηνοθέτης του γενικά το αξίζει.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker