Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2016

"LACOMBE LUCIEN" Ή Η "ΑΘΩΟΤΗΤΑ" ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Το 1974 ο Louis Malle (1932-1995) γυρίζει το αμφιλεγόμενο "Lacombe Lucien". Αμφιλεγόμενη μεν, αλλά από τις πλέον ενδιαφέρουσες ταινίες του.
Η ταινία αφηγείται τη ζωή του νεαρού ομώνυμου ήρωα. Φτωχός και αμόρφωτος έφηβος χωρικός, γοητευτικός σε εμφάνιση, ζει με τη μητέρα και τον φίλο της (ο πατέρας του είναι φυλακή) και ασφυκτιά στη μίζερη και στερημένη ζωή του χωριού. Περνάει στην ενηλικίωση στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία. Δίχως καμιά ηθική αναστολή, δίχως καν περαιτέρω σκέψη ή ανάλυση, περνά στο στρατόπεδο των κατακτητών και εντάσσεται στη μισητή Γκεστάπο. Συναντιέται με έναν πλούσιο εβραίο ράφτη, ερωτεύεται (για πρώτη του φορά) την κόρη του, αλλά εξακολουθεί να καταδίδει και να συλλαμβάνει αντιστασιακούς. Το τέλος θα είναι ένα παράξενο ταξίδι στην επαρχία (και τη φύση) και, βέβαια, η αναμενόμενη τραγωδία.
Στην εποχή του το φιλμ είχε ξεσηκώσει τους κριτικούς. Αιτία η άρνηση του Μαλ να καταδικάσει ανοιχτά τον ήρωά του και όσους συνεργάστηκαν με τους κατακτητές ναζί. Η γραμμή του δημιουργού είναι να καταγράψει τα γεγονότα, να δείξει την πορεία ενός - δίχως καλλιέργεια και σκέψη - ανθρώπου προς το κακό. Με τον τρόπο αυτόν τίθεται μια σειρά από άκρως ενδιαφέροντα ερωτήματα: Μήπως φταίει η παντελής έλλειψη κουλτούρας; Μήπως οι ταξικές διακρίσεις (ο ήρωας ανήκει στην κατώτατη τάξη και ζει μια ζωή στερήσεων στο χωριό), οπότε, πολύ απλά, τον έλκει η άνετη ζωή των προδοτών; Όλα αυτά, χαρακτηριστικά της κοινωνίας, μοιάζουν να  οδηγούν μαθηματικά στο κακό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο καταδότης δεν διαθέτει ίχνος ιδεολογίας, ούτε ναζιστικής ούτε οποιασδήποτε άλλης. Απλώς έλκεται προς την καλή ζωή ή/και τη γοητεία της δύναμης και της εξουσίας και κάνει ό,τι κτηνώδες ή καταπιεστικό (η συμπεριφορά προς την οικογένεια και την κοπέλα που ερωτεύεται μπορεί σε κάποια σημεία να γίνει ακόμα και αστεία μέσα στη χυδαιότητά της) και μάλιστα με έντονη αίσθηση καθηκοντος. Τελικά πρόκειται για ένα παράδοξο μείγμα κακού και αθωότητας. Σαν να μην υπάρχει καμιά απολύτως συνείδηση μέσα σ' αυτόν τον άνθρωπο (ο οποίος, σε κάποιες στιγμές του, μπορεί να γίνει και τρυφερός). Φυσικά όλα αυτά κάπου θα πληρωθούν...
Πολύ ενδιαφέρον φιλμ, που θέτει μια σειρά από ερωτήματα πάνω στη φύση του κακού, αλλά και παρακολουθείται δίχως να κουράσει.
ΥΓ: Ήταν ο πρώτος ρόλος του πρωταγωνιστή Pierre Blaise. Τον επόμενο μόλις χρόνο σκοτώθηκε σε δυστύχημα σε ηλικία 23 χρονών!

Ετικέτες ,

Τρίτη, Οκτωβρίου 04, 2016

"ΑΝΤΙΟ ΠΑΙΔΙΑ" : ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ

Το 1987, κοντά στο τέλος πλέον της καριέρας του, ο Louis Malle (1932-1995) γυρίζει το "Αντίο Παιδιά" (Au Revoir Les Enfants), μια από τις πιο ευαίσθητες και συγκινητικές δουλειές του. Εδώ ο Μαλ επιστρέφει στα χρόνια του πολέμου, όπως στο παλιότερο "Λακόμπ Λισιέν", για να μας αφηγηθεί μια ακόμα ιστορία της πιο δύσκολης για την Ευρώπη εποχής, αυτή τη φορά όμως με ήρωες και μέσα από τα μάτια παιδιών.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου λοιπόν παρακολουθούμε ένα καθολικό οικοτροφείο αρρένων για παιδιά της ανώτερης τάξης. Η Γαλλία βρίσκεται βέβαια υπό γερμανική κατοχή, ο πόλεμος μαίνεται κάπου εκεί έξω, τα πράγματα όμως μέσα μοιάζουν ήσυχα. Μοιάζουν. Διότι οι απόηχοι της έξω κατάστασης δεν μπορούν παρά να έχουν επιπτώσεις... Ένας νέος μαθητής φτάνει στο σχολείο. Το φιλμ παρακολουθεί τις σχέσεις του με ένα άλλο παιδί, τον κατοπινό αφηγητή της ιστορίας, που από ανταγωνιστικές και μάλλον τεταμένες (ή αδιάφορες) στην αρχή, θα εξελιχτούν σε μια βαθιά φιλία. Σύντομα ωστόσο μαθαίνουμε ότι ο καινούριος είναι εβραίος. Ουσιαστικά όλοι μαζί, δάσκαλοι και παπάδες, τον κρύβουν στο οικοτροφειο. Είναι στο χέρι των παιδιών (όσων ξέρουν το μυστικό) να αποκαλύψουν ή όχι την αλήθεια, η οποία, όπως καταλαβαίνετε, είναι κυριολεκτικά ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Ελπίζω να μην περιμένετε δράση, γραφική βία ή κάτι τέτοιο. Στην ταινία κυριαρχεί η ευαισθησία. Στις σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά, στις σχέσεις του "έξω" και του "μέσα", του περιβάλλοντος και του εσωτερικού του οικοτροφείου δηλαδή. Ο ανταγωνισμός (ή και το μπούλινγκ ακόμα), η φιλία, η συνεργασία είναι κυρίαρχες καταστάσεις. Αλλά και η λεπτή μελέτη του πώς κανένας μικρόκοσμος, όσο περιφραγμένος κι αν φαίνεται σε πρώτη όψη, είναι αδύνατο να μείνει αλώβητος από όσα συμβαίνους στον έξω κόσμο, στο ευρύτερο περιβάλλον. Από ιστορική πλευρά ο Μαλ έχει εδώ ένα συμφιλιωτικό τόνο. Όλοι μοιάζουν να συνεργάζονται για έναν ανώτερο σκοπό, ξεχνώντας, προς το παρόν τουλάχιστον, ταξικές, θρησκευτικές ή όποιες άλλες διαφορές - οι οποίες ωστόσο παραμένουν παρούσες και δείχνονται, απλώς έχουν μπει για λίγο στην άκρη. Βλέπετε, οι μόνοι "κακοί" εδώ είναι οι ναζί και η θηριωδία τους.
Το βασικό στοιχείο πάντως για μένα είναι η συγκίνηση και η τρυφερότητα. Όχι μόνο στην περιγραφή της παιδικής ηλικίας και των όσων συμβαίνουν κατά τη διάρκειά της, αλλά και στο φινάλε, που δίχως να έχει τίποτα το ηρωικό (όπως και ολόκληρο το φιλμ άλλωστε) είναι από πιο συγκινητικά του σινεμά.
Σας το συνιστώ αν δεν έχετε πλήρως παραδοθεί στη βία και τη δράση, τα ψηφιακά εφέ, τις καταστάσεις / καρικατούρες και την ντε και καλά βιντεοκλιπίστικη οπτική του κυρίαρχου σύγχρονου Χόλιγουντ (με εξαιρέσεις βεβαίως πάντοτε).

Ετικέτες ,

Σάββατο, Οκτωβρίου 01, 2016

ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ ΤΟΥ "ATLANTIC CITY"

Το 1980 ο πολύ καλός γάλλος σκηνοθέτης Louis Malle (1932-1995) γυρίζει στην Αμερική μια από τις πιο όμορφες κατά τη γνώμη μου, αλλά μάλλον ξεχασμένες ταινίες του, το "Atlantic City", με πολύ καλούς στους βασικούς ρόλους έναν ηλικιωμένο Μπαρτ Λάνκαστερ και μια νεαρή Σούζαν Σάραντον.
Ένας γερασμένος πρώην απατεώνας ή ίσως γκάνγκστερ, που διαρκως ονειρεύεται το ένδοξο (;) παρελθόν, συναντά και ερωτεύεται μια νεαρή μπαργουμαν που φιλοδοξεί να γίνει γκρουπιέρισα σε καζίνο. Εκείνος θα μπλέξει με μια ιστορία με ναρκωτικά, κάποιοι φόνοι θα γίνουν, οι ζωές τους θα μπλεχτούν και οι δυο τους θα βρεθούν κυνηγημένοι απο τη μαφία.
Ναι, είναι ένα είδος γκανγκστερικής ταινίας, με την οπτική του Malle όμως. Ο σκηνοθέτης φτιάχνει μια σειρά από μερικές φορές συγκινητικούς χαρακτήρες, βουτηγμένους σε μια ατμόσφαιρα παρακμής. Η Atlantic City είναι μια πόλη με καζίνα και θα ήθελε να γίνει Λας Βέγκας, πλην όμως - κατά τη διάρκεια του φιλμ τουλάχιστον - είναι εξώφθαλμα αποτυχημένη και παρακμασμένη. Το ίδιο και οι χαρακτήρες που λέγαμε. Όλοι ζουν μίζερα στο περιβάλλον αυτό, όλοι όμως έχουν όνειρα, παλεύουν με τις λίγες δυνάμεις τους για κάτι καλύτερο. Ο βασικός αντρικός χαρακτήρας ζει διαρκώς στο παρελθόν, τρέφεται με μνήμες παλιάς δόξας (που, τελικά, δεν ήταν καν δόξα). Νοσταλγεί, καυχάται ασύστολα, ενίοτε ψευδόμενος, πλην όμως διαθέτει ένα προσωπικό είδος ιπποτισμού και ηθικής. Και πάντα είναι έτοιμος "να πιάσει την καλή", όσο κι αν τα χρόνια έχουν περάσει. Όσο για την ηρωίδα, τα όνειρά της φτάνουν μέχρι του να "προαχθεί" σε γκρουπιέρισα, αυτό όμως είναι το όνειρο που την τρέφει και την κάνει να ελπίζει για κάτι καλύτερο.
Ναι, υπάρχει μια υποβόσκουσα μελαγχολία στο φιλμ. Μικρές ζωές ασήμαντων ανθρώπων, που όμως ζουν με τα δικά τους όνειρα και βιώνουν τη δική τους περιπέτεια. Και, τελικά, αυτό έχει την ίδια αξία με τις μεγαλεπήβολες βλέψεις των"μεγάλων", αυτών που λάμπουν και φαίνονται. Και μια παρατήρηση: Κανένας από τους βασικούς χαρακτήρες του φιλμ δεν είναι ακριβώς "καλός" ή "κακός". Όλοι διαθέτουν θετικά και αρνητικά στοιχεία, όλοι έχουν τις καλές και κακές πλευρές τους. Όπως στην αληθινή ζωή δηλαδή, η οποία μάλλον δεν διαθέτει τέλειους σούπερ ήρωες...
Πέραν αυτών όμως ένα καλοστημένο σενάριο κατορθώνει να κρατά τον θεατή με το σασπένς του και, τελικά, κάθε άλλο παρά να τον κάνει να βαριέται. Αυτός ο συνδυασμός ιστορίας που σε "κρατά" και μελγχολίας και παρακμής ταυτόχρονα είναι ό,τι μ' αρέσει περισσότερο στην ταινία. Η οποία, παρά τα ναρκωτικά και τους γκάνγκστερς, αποδεικνύεται εξ ίσου τρυφερή με μερικές από τις γνωστότερες δημιουργίες του σκηνοθέτη.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Νοεμβρίου 06, 2009

ΑΣΑΝΣΕΡ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΝΟΥΑΡ


Φυσικά το φιλμ νουάρ είναι ένα αμερικάνικο είδος που υπάρχει ήδη από τη δεκαετία του 30. Να όμως που το 1958 ένας γάλλος κάνει ένα αριστούργημα του είδους (και γενικότερα). Εννοώ βέβαια το "Ασανσέρ για δολοφόνους" (Ascenceur pour l' echafaud) του Louis Malle (1932-1995) με τον Μορίς Ρονέ και τη θρυλική Ζαν Μορό.
Θεωρώ το ασπρόμαυρο αυτό φιλμ σαν ένα από τα σαγηνευτικότερα του παγκόσμιου σινεμά. Είναι ο συνδυασμός ενός έξυπνου και πρωτότυπου σεναρίου (με ένα φόνο φυσικά στο επίκεντρο), της θαυμάσιας, συχνά νυχτερινής φωτογραφίας, των ηθοποιών και της αξέχαστης, αυτοσχεδιαστικής μουσικής του Miles Davies που συνθέτουν το αξεπέραστο αυτό αποτέλεσμα.
Είναι επίσης εξαιρετική η αντιστικτική παρουσίαση των δύο ερωτευμένων ζευγαριών που πρωταγωνιστούν. Και τα δύο το ίδιο γοητευτικά, τόσο διαφορετικά όμως... Το ένα ώριμο, "καθώς πρέπει", σχεδιάζει μεθοδικά και εκτελεί έναν φόνο. Το άλλο νεανικό, ατημέλητο, επιπόλαιο, αυτοσχεδιάζει και σκοτώνει κι αυτό δίχως τίποτα να σκεφτεί. Δύο εγκλήματα. Ένα εν ψυχρώ, άψογα σχεδιασμένο, κι ένα εν θερμώ, άνευ ουσιαστικου λόγου, έτσι, σχεδόν για πλάκα. Και τα δύο ζεύγη θα καταστρέψουν τη ζωή τους. Με τόσο διαφορετικούς όμως τρόπους, με τόσο διαφορετική ιδιοσυγκρασία και στιλ... Έναυσμα όλου αυτού του θανατερού παιχνιδιού είναι ένα καπρίτσιο της μοίρας, μια σύμπτωση. Η μοίρα λοιπόν, όπως συχνά συμβαίνει στα νουάρ και στην αρχαία τραγωδία, είναι αυτή που θα αποδώσει δικαιοσύνη. Αν και δεν είμαστε και πολύ σίγουροι γι΄ αυτό. Θέλω να πω ότι το τι σημαίνει διακαιοσύνη δεν είναι πια καθόλου ξεκάθαρο σε έναν κόσμο που αποτελείται από "κακούς", όπως το πρώτο θύμα, ή, τέλος πάντων, όχι από καλούς.
Βέβαια οι σεναριακές αναλύσεις δεν λένε και πολλά για μια ταινία της οποίας η διαχρονική κατά τη γνώμη μου γοητεία βασίζεται σε μικρές λεπτομέρειες: Στις υπέροχες περιπλανήσεις μιας γεμάτης άγχος και αγωνία Μορό στο νυχτερινό Παρίσι υπό τη μουσική του Ντέιβις (όχι, στις σκηνές αυτές δεν συμβαίνει τίποτα ουσιαστικά, είναι όμως τόσο όμορφες...), στο ανοιχτό αυτοκίνητο του Ρονέ, στην καταγραφή μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μαλ και μια από τις καλύτερές του. Απαραίτητη νομίζω για τους φίλους του νουάρ, αλλά και τους φίλους του σινεμά γενικότερα.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker