Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2022

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΕΝΟΣ "ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ"

 


Το 1952 ο Akira Kurosawa (1910-1998) φτιάχνει μια από τις γνωστότερες ταινίες του, τον "Καταδικασμένο" (Ikiru). Μια ασπρόμαυρη, δραματική ταινία που μιλά ίσως... για το νόημα της ζωής.

Ένας απόλυτα γραφειοκράτης ηλικιωμένος προϊστάμενος σε δημόσια υπηρεσία, "άχρωμος", "άοσμος", τόσο που όλοι τον θεωρούν "άνθρωπο χωρίς ιδιότητες", μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και ότι του μένουν λίγοι μήνες ζωής. Τι θα κάνει στον χρόνο που του μένει;

Η ταινία διαθέτει πολλά επίπεδα: Υπάρχει το θέμα της άδειας ζωής (της ζωής του), που ξαφνικά συνειδητοποιεί ο ήρωας. Είναι μοναχικός, λιτοδίαιτος, ζει μεν με το γιο του και τη γυναίκα του τελευταίου, αλλά οι σχέσεις τους δεν βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδο, μάλλον τσιγκούνης (ίσως και όχι ακριβώς, αφού δεν βρίσκει πώς να ξοδέψει τα λεφτά του), ο κλασικός τύπος του "σπίτι - δουλειά". Η οποία δουλειά, σημειωτέον, κυλά μέσα στη μονοτονία και τη ρουτίνα, δίχως τίποτα δημιουργικό. 

Από την άλλη βλέπουμε ένα δυνατό σχόλιο πάνω στην αδράνεια των δημόσιων υπηρεσιών, τη γραφειοκρατία που πνίγει κάθε προσπάθεια, το βάλτωμα όσων εργάζονται εκεί - αλλά και γενικότερα πάνω στην αφόρητη ρουτίνα πολλών επαγγελμάτων, βασική πηγή δυστυχίας για τον άνθρωπο. Από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, μπορεί κανείς να δει το φιλμ και ως ένα καθαρά ιστορικό ντοκουμέντο πάνω στην εξαιρετικά μίζερη Ιαπωνία της εποχής. Υπενθυμίζουμε ότι βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια μετά την ήττα και τη βόμβα και τίποτα δεν προοιωνίζει το μετέπειτα οικονομικό θαύμα. 

Τέλος το φιλμ μιλά για την προτεραιότητα του "δημοσίου", του συλλογικού, της αλληλοβοήθειας επί του ιδιωτικού, της αποκλειστικής φροντίδας για τον εαυτό. Βλέπετε, ο ήρωάς μας θα δοκιμάσει διάφορους τρόπους να ξεδώσει ή, αν θέλετε, να ξοδέψει τα λεφτά του με τρόπους που δεν είχε ποτέ δοκιμάσει, που του είναι τελικά ξένοι και δεν το γεμίζουν. Λύτρωση θα βρει μόνο στο συλλογικό... Ή, αν το δείτε αλλιώς, μόνο όταν αποκτά ένα σκοπό στη ζωή, μια (υγιή) εμμονή. Έτσι γίνεται (η ταινία) ένα είδος καταδίκης (ή προειδοποίησης) για τους άδειους ανθρώπους, τους ανθρώπους χωρίς ενδιαφέροντα, που είναι πολύ περισσότεροι απ' όσους νομίζετε. Ο δυστυχισμένος άνθρωπος είναι ο άδειος άνθρωπος, ο άνθρωπος δίχως όραμα.

Προειδοποιώ ότι η ταινία είναι "σκοτεινή", ίσως και καταθλιπτική θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει. Για όλα τα παραπάνω όμως - και άλλα που εσείς θα εντοπίσετε - παραμένει μια από πιο συγκινητικές και βαθιά ανθρώπινες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, που δείχνει ανάγλυφα ότι η προσωπική ευτυχία μέσα σε ένα υποβαθμισμένο και μίζερο κοινωνικό περιβάλλον είναι ανέφικτη.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Μαΐου 16, 2020

ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ῾ὉΝΕΙΡΑ῾῾

Το 1990 ο Akira Kurosawa (1910-1998) γυρίζει τα ῾῾Ὀνειρα῾῾ σε αμερικάνικη παραγωγή (παρά το ότι το φιλμ μιλά και είναι απόλυτα γιαπωνέζικο).Ήταν η τελευταία ῾῾μεγάλη῾῾ ταινία (με την έννοια της μεγάλης, μεγαλεπήβολης θα έλεγα, παραγωγής) του σπουδαίου δημιουργού. Οι επόμενες δύο και τελευταίες του θα ήταν χαμηλού προϋπολογισμού (ταινίες δωματίου θα μπορούσες να τις πεις).
Τα ῾Ὅνειρα῾῾είναι, πολύ απλά, 8 όνειρα που έχει δει στη διάρκεια της ζωής του ο Κουροσάβα. Είναι λοιπόν ουσιαστικά 8 μικρού μήκους, αυτόνομες  ταινίες ενωμένες σε μία. Τα θέματά τους είναι ποικίλα - όπως άλλωστε και τα όνειρά μας -  και κυμαίνονται από τον πανέμορφο, ποιητικό λυρισμό έως τις ζοφερές, εφιαλτικές προβλέψεις για το τέλος του κόσμου από πυρηνική καταστροφή. Ήρωας σε όλα τα όνειρα είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είτε ως μικρό παιδί είτε ως ενήλικας. ¨Οπως αντιλαμβάνεστε, μερικά θα είναι παράλογα, με ανοιχτό τέλος (όπως αυτό με τις αλεπούδες) και άλλα πάλι θα έχουν κάποιο μήνυμα. Αυτό που έχει γίνει περισσότερο γνωστό είναι το όνειρο με τον Βαν Γκογκ, όπου ο ήρωας μπαίνει κυριολεκτικά στους πίνακες του μεγάλου ζωγράφου (τον οποίο ενσαρκώνει ο ίδιος ο Μάρτιν Σκορσέζε!).
Νομίζω ότι αυτό που προέχει στο φιλμ είναι η αισθητική άποψη. Όντως είναι πλημμυρισμένο από πανέμορφες εικόνες (όπως στα δύο πρώτα, με τις κερασιές και τις αλεπούδες), ίσως μερικές κάπως ερμητικές για τον δυτικό θεατή, αφού βασίζονται σε πολύ γιαπωνέζικα μοτίβα ή μύθους. Νομίζω όμως ότι αν κανείς αξίζει να το δει είναι κυρίως γι᾽αυτές τις εικόνες που στήνει ο μεγάλος δημιουργός (όπως έκανε στα προγενέστερα ῾Ῥαν῾῾και ῾῾Καγκεμούσα῾῾). Είναι αλήθεια ότι βρήκα κάπως υπερβολικά διδακτικά, έως και απλοϊκά, το όνειρα με την πυρηνική καταστροφή. Ο Κουροσάβα όμως, όταν γυρίζει τη μεγάλη αυτή ταινία, είναι ήδη 80 ετών (!), οπότε του συγχωρώ τον μία γεροντικό διδακτισμό. Άλλωστε την εποχή αυτή ο φόβος του πουρηνικού ολοκαυτώματος ήταν διάχυτος στον πλανήτη (περισσότερο, φαντάζομαι, στην Ιαπωνία, που ήταν η μόνη που το είχε ήδη υποστεί). Σίγουρα αρκετούς θα ξενίσει η ουσιαστική έλλειψη πλοκής. Θα προτείνω όμως να αφεθείτε στις εικόνες. Προσωπικά, και παρά τη μεγάλη διάρκεια που κάπως με κούρασε, το απόλαυσα για μια ακόμα φορά. Στο κάτω - κάτω πρόκειται για μεγάλο κινηματογραφικό ρίσκο. Και σ᾽αυτή την ηλικία μάλιστα!

Ετικέτες ,

Κυριακή, Απριλίου 05, 2020

῾῾ΓΙΟΖΊΜΠΟ῾῾: ΕΝΑ ῾῾ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ῾῾ΜΕ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

Το 1961 ο μεγάλος Akira Kurosawa (1910-1998) γυρίζει το κλασικό ῾Γιοζίμπο῾με τον Τοσίρο Μιφούνε στον εμβληματικό ρόλο του μοναχικού σαμουράι που τα βάζει με όλους.
Ένας περιπλανώμενος σαμουράι με εξαιρετικές ικανότητες στο σπαθί φτάνει σε ένα χωριό που σπαράσσεται από τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο άγριες συμμορίες (με οικογενειακή βάση).  Κάθε ειρηνική δραστηριότητα έχει παραλύσει, προς απόγνωση των κατοίκων, και το αίμα ρέει άφθονο. Εκείνος θα επιχειρήσει να λυτρώσει το μέρος πουλώντας τις υπηρεσίες του πότε στους μεν και πότε στους δε, με απώτερο στόχο να τις στρέψει τη μία ενάντια στην άλλη ώστε να αλληλοεξοντωθούν.
Σας θυμίζει τίποτα; Μα ναι, είναι ακριβώς το σενάριο (του ίδιου του Κουροσάβα και του Κικουσίμα) που 3 χρόνια αργότερα μετέφερε σχεδόν αυτούσιο ο Λεόνε σε γουέστερν, εγκαινιάζοντας πανηγυρικά τα γουέστερν σπαγγέτι και κάνοντας σούπερ σταρ τον Κλιντ Ίστγουντ (στο ρόλο του Μιφούνε, ως μοναχικού πιστολέρο αυτή τη φορά). Η μεταφορά είναι απόλυτα πιστή, σε πολλά σημεία σκηνή -σκηνή.
Πίσω όμως στο ῾Γιοζίμπο῾. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία; Την υποβλητική σκηνοθεσία, που παίζει με τα βλέμματα και με το λιτό, γυμνό  περιβάλλον; (ακόμη και τα πολλά κοντινά πλάνα στο πρόσωπο του Μιφούνε προοιωνίζουν τα κλασικά κοντινά στα μάτια του Ίστγουντ). Τις σκηνές δράσης (που, αντίθετα με τα γουέστερν, διαθέτουν και μια πρώιμη δόαση σπλάτερ); Τις απίστευτες μορφές των ηθοποιών (τέτοιες απίστευτες, γκροτέσκες φάτσες ξαναείδαμε δεκαετίες μετά στο ῾῾Όνομα του Ρόδου῾῾). Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι η ταινία διανθίζεται σε πολλά σημεία από χιούμορ, πράγμα που προξενεί εντύπωση σε ένα τἐτοιο σοβαρό και βίαιο φιλμ. Και τελικά υπάρχει η διαπίστωση: Τίποτα καλύτερο από την ειρήνη. Βέβαια εδώ, για να διασφαλιστεί αυτή, πρέπει να περάσουμε από λουτρά αίματος...
Κλασική ταινία, το ξαναλέω, που συστήνω ανεπιφύλακτα σε όσους δεν την έχουν δει.

Ετικέτες ,

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2010

ΤΟ "ΡΑΝ" ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΟΠΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΥΨΗΛΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ


Ο γνωστότερος στη Δύση από τους ιάπωνες σκηνοθέτες, ο Akira Kurosawa (1910-1998) γυρίζει το 1985 αυτό που για αρκετούς θεωρείται το αριστούργημά του: Το "Ραν". Μεταφέροντας τον "Βασιλιά Λιρ" του Σέξπιρ στην εποχή των σαμουράι, ο μεγάλος δημιουργός κάνει ένα αληθινά συγκλονιστικό έπος, στο οποίο τόσο η ιστορία (η τραγωδία μάλλον) όσο και η εικόνα παίζουν ισότιμο ρόλο.
Κατά τη γνώμη μου το "Ραν" είναι πάνω απ' όλα μια μελέτη της ανθρώπινης απληστίας και της φρίκης στην οποία πάντοτε οδηγεί η δίψα για εξουσία και δύναμη (θυμηθείτε μερικά πολύ κοινότοπα παραδείγματα: από τον Αλέξανδρο μέχρι τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ, το αποτέλεσμα πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν εκατομμύρια νεκροί και ανυπολόγιστες καταστροφές).
Όλα στο «Ραν» κινούνται πάνω και γύρω απ’ αυτό το μοτίβο. Ο τραγικός γέρος πατέρας βιώνει στο πετσί του την αχαριστία των ίδιων του των γιων (των δύο από τους τρεις τέλος πάντων) και από απόλυτος άρχοντας καταλήγει ένας τρελός πάμφτωχος γέρος που κοιμάται σε ερείπια, η φριχτή όμως αυτή τύχη δεν είναι ένα καπρίτσιο της μοίρας: Θερίζει τους καρπούς της δικής του προηγούμενης βίας, των δικών του σφαγών, της δικής του δίψας για εξουσία, έστω κι αν αυτά συνέβησαν χρόνια πριν. Ακόμα και η απόλυτα «κακιά» του φιλμ, η σύζυγος του ενός γιου, είναι κακιά επειδή θέλει να εκδικηθεί την πριν από χρόνια σφαγή των δικών της. Συμπέρασμα; Η βία γεννά βία, η δίψα για δύναμη τυφλώνει. Επίσης, δίχως να αποτελεί κεντρικό σημείο, η μοίρα των φτωχών χωρικών, που τελικά είναι αυτοί που πληρώνουν τα παιχνίδια εξουσίας των αρχόντων τους, δίχως να δείχνεται αναφέρεται σε κάποια σημεία.
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά ίσως δεν αρκούν για να κάνουν ένα μεγάλο φιλμ. Το «Ραν» όμως είναι μεγάλο και για την ανεπανάληπτη εικόνα του. Στην αρχή ξεκινά αργά, σχεδόν χαμηλότονα και όσο προχωρά «επιταχύνει». Οι εικόνες, πανέμορφες πάντοτε, καθώς ξεσπά η βία γίνονται όλο και πιο δυνατές, συγκλονιστικές θα έλεγα. Τα χρώματα αποτελούν μια αληθινή συμφωνία, η φύση σπάνια δείχτηκε τόσο όμορφη – και αυτό ακριβώς, το ότι δηλαδή το πανέμορφο, ειρηνικό, πράσινο τοπίο βιάζεται καθώς γίνεται το πεδίο ανείπωτων σφαγών, αποτελεί μια αξέχαστη αντίθεση. Το στήσιμο των κάδρων, η επιλογή και οι αντιθέσεις των χρωμάτων, οι φοβερές χορογραφίες των μαχών, οι σαν πίνακες συνθέσεις, αποτελούν αληθινή ποίηση. Η ίδια η μορφή του γέρου πρωταγωνιστή και το πέρασμά της από το μεγαλείο στη συντριβή και την τρέλλα, αρκεί για να χαραχτεί η ταινία στη μνήμη μας.
Καταλήγοντας επιγραμματικά, θα έλεγα ότι το «Ραν» αποτελεί ένα σπάνιο σημείο συνάντησης υψηλών νοημάτων και οπτικής ποίησης. Αν δεν το έχετε δει, θα το συνιστούσα ανεπιφύλακτα. Έστω κι αν σας ξενίσει (αν δεν είστε συνηθισμένοι) η τραχειά γιαπωνέζικη γλώσσα και η άκαμπτη καθημερινή εθιμοτυπία με την οποία γίνονται και τα πάντα.

Ετικέτες ,

Σάββατο, Ιουλίου 15, 2006

ΡΑΣΟΜΟΝ Ή ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


Το "Ρασομόν", γυρισμένο το μακρινό 1950, είναι μια από τις γνωστότερες ταινίες του Akira Kurosawa (1910-1998). Ασπρόμαυρη, παλιά, κι όμως βλέπεται με αμείωτο ενδιαφέρον, καταφέρνοντας να ερεθίσει την σκέψη και του σύγχρονου θεατή.
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλές σημερινές ταινίες με τόσο παράδοξο και ενδιαφέρον από φιλοσοφική άποψη θέμα: Μια ιστορία φόνου και βιασμού, που διαδραματίζεται στον γιαπωνέζικο μεσαίωνα, λέγεται με τέσσερεις διαφορετικούς τρόπους, από τη σκοπιά του εκάστοτε αφηγητή (οι οποίοι είναι ένας αυτόπτης μάρτυρας και οι τρεις πρωταγωνιστές του δράματος, ακόμα και ο νεκρός!) Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αφηγητές δεν λένε ψέματα για να γλυτώσουν το τομάρι τους. Αντίθετα, ο καθένας ισχυρίζεται ότι ο ίδιος είναι ο δολοφόνος! Οπότε; Οι σκέψεις μας οδηγούνται σε μονοπάτια που αφορούν την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, τα παιχνίδια της μνήμης, το φιλτράρισμα (ηθελημένο ή μη) των γεγονότων από τον χαρακτήρα, τις επιθυμίες ή την κοσμοθεωρία αυτών που τα έζησαν. Πιθανόν η τελευταία εκδοχή, αυτή του αυτόπτη μάρτυρα, να είναι η "αληθινή". Τελικά όμως ούτε αυτό έχει και πολλή σημασία. Θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί κι αυτή μια υποκειμενική ματιά, όπως οι υπόλοιπες. Δεν είναι λοιπόν η όποια "αλήθεια" που ενδιαφέρει, αλλά το πώς αυτή μετατρέπεται, φιλτράρεται, παραμορφώνεται, αλλάζει, από την υποκειμενικότητα και των χαρακτήρα των ανθρώπων.
Μέσα σ' αυτό το βίαιο τοπίο, με φόντο πάντα το φριχτό συμβάν, οι άνθρωποι που ακούν τις εκδοχές της ιστορίας, δείχνουν να απογοητεύονται από τον κόσμο και την ανθρώπινη κατάσταση, αν και στο τέλος ο Kurosawa αφήνει μια μικρή χαραμάδα ελπίδας και αισιοδοξίας (όχι βέβαια όσον αφορά τα γεγονότα του βιασμού και του φόνου, αυτά έχουν συμβεί αμετάκλητα, έστω και με άγνωστο, τελικά, τρόπο).
Ίσως η ταινία να βλέπεται δύσκολα από όσους έχουν συνηθίσει στον κλασσικό (αμερικάνικο κυρίως) τρόπο γραφής και αφήγησης, όχι τόσο λόγω της παλαιότητάς της, όσο κυρίως λόγω της "ιαπωνικότητάς" της. Οι ηθοποιοί "φωνάζουν", κάνουν υπερβολικές χειρονομίες και γκριμάτσες (κυρίως ο μόνιμος πρωταγωνιστής του Κουρασάβα Τοσίρο Μιφούνε), συμπεριφέρονται παράξενα για τα δικά μας δεδομένα. Ίσως αυτό έχει να κάνει με τους αρχαίους κώδικες και τρόπους του γιαπωνέζικου θεάτρου, που στους δυτικούς θεατές είναι ουσιαστικά άγνωστοι (η αρχή μάλιστα μάλιστα της κάθε ιστορίας είναι θεατρικά κινηματογραφημένη, καθώς ο αφηγητής μοιάζει να απευθύνεται στο θεατή, παρά το ότι μιλά στους ανακριτές του, οι οποίοι δεν δείχνονται ποτέ). Πάντως αυτές - και οι όποιες άλλες - "δυσκολίες", δεν μπορούν να κάνουν την ταινία λιγότερο κλασσική.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker