Τετάρτη, Δεκεμβρίου 16, 2015

Ο ΦΕΛΙΝΙ, ΤΑ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ ΚΑΙ Η ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ "SWEET CHARITY"

Βρισκόμαστε στα 1969. Ο Bob Fosse (1927-1987) είναι ήδη από τη δεκαετία του 50 ένας πασίγνωστος και πολυβραβευμένος θεατρικός σκηνοθέτης μιούζικαλ (το ίνδαλμά του είναι ο Φρεντ Αστέρ). Τη χρονιά αυτή αποφασίζει να ασχοληθεί και με το σινεμά. Το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη θα γίνει με τη μεταφορά μιας δικής του μεγάλης θεατρικής επιτυχίας, του "Sweet Charity". Και δείχνει από αυτή την πρώτη φορά ότι είναι ένας εξ ίσου ικανός κινηματογραφικός σκηνοθέτης.
 Η πλοκή της ταινίας (και του παλιότερου θεατρικού βεβαίως) βασίζονται στις "Νύχτες της Καμπίρια" του Φελίνι. Και εδώ παρακολουθούμε τις άλλοτε τρυφερές και αστείες και άλλοτε τραγικές και συγκινητικές ερωτικές ιστορίες μιας καλόκαρδης και μονίμως αισιόδοξης πόρνης (εδώ είναι "πριβέ χορεύτρια" σε καμπαρέ, αλλά συχνά...), μεταφερμένες βεβαίως στις ΗΠΑ.Όπως η Καμπίρια της κλασικής ταινίας, έτσι και η Τσάριτι είναι γλυκειά, μάλλον λιγάκι αφελής, συναισθηματική, ρομαντική και ξέρει να συγχωρεί. Πάνω απ' όλα όμως είναι αισιόδοξη. Περιμένει ένα καλύτερο μέλλον, πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα ξεφύγει από την τρύπα που δουλεύει, από το όχι και τόσο αξιοπρεπές επάγγελμά της. Ότι θα βρει τον άντρα της ζωής της, θα έχει επιτέλους μια κανονική ζωή. Στο μεταξύ όμως, πάντα με την ελπίδα, ο χρόνος κυλά αμείλικτος... Οι συνάδελφοι και φίλες της συμμερίζονται τα αισθήματά και τα όνειρά της, ίσως όμως είναι λίγο πιο προσγειωμένες.
Το φιλμ μεταλλάσσεται από αστείο σε τραγικό, από γλυκό σε πικρό και, σε κάποια σημεία, γίνεται αληθινά συγκινητικό. Ακόμα και στο τέλος πάντως, μέσα στην τραγικότητα, αφήνει και πάλι να διαφανεί η ελπίδα. Αυτό άλλωστε είναι και το μήνυμά του, το σήμα κατατεθέν της Τσάριτι (και της Καμπίρια βεβαίως). Όλα αυτά όμως, που πιθανόν ακούγονται και κάπως "ξενέρωτα" σε κάποιους, έχουν μικρότερη σημασία από την κινηματογραφική γραφή. Ας μη ξεχνάμε ότι πάνω απ' όλα πρόκειται για μιούζικαλ, από τα πλέον διάσημα μάλιστα, με μερικά πολύ γνωστά τραγούδια. Γι' αυτό ο  Fosse βρίσκεται στο στοιχείο του. Η πινελιά και το στιλ των 60ς υπάρχει έντονη και είναι εύκολα ορατή και για πολλούς νοσταλγική - προσέξτε και τους χίπις στο τέλος του φιλμ. Μερικά από τα χορευτικά / τραγουδιστικά νούμερα είναι πανέμορφα, σέξι και υπέροχα χορογραφημένα και φέρουν τη σφραγίδα του δημιουργού τους. Στην εποχή τους ήταν μοντέρνα. Κυρίως γι' αυτά, νομίζω, αξίζει η ταινία. Και για τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν, τη γλυκειά και τραγική συγχρόνως.
Αν είστε φαν των μιούζικαλ δείτε το οπωσδήποτε - έστω κι αν βαριέστε τις "αισθηματικές" ταινίες. Δεν είναι από αυτά των 30ς και 40ς, αλλά της "νέας γενιάς". Και είναι και Fosse. Κι αυτό αυξάνει σίγουρα το ενδιαφερον.
   

Ετικέτες ,

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2011

ΤΟ "ΚΑΜΠΑΡΕ" ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΑ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛΣ

Ο Bob Fosse (1927–1987) γύρισε 5 όλες κι όλες ταινίες. Τουλάχιστον 3 από αυτές είναι εξαιρετικές. Πάντοτε η θεματολογία του περιστρεφόταν γύρω από τη σόου μπίζνες σε διάφορες μορφές της. Έτσι το περίφημο "Cabaret" του 1972 μας πάει πίσω, σε μια από τις πιο σκοτεινές εποχές του 20ού αιώνα: Στη Γερμανία της δεκαετίας του 30, όταν η ευδαιμονία και οι (πολύ ευχάριστες) καταχρήσεις συνυπήρχαν με την απόλυτη φτώχια, απόροια της ήττας της χώρας στον πρώτο μεγάλο πόλεμο, κι όταν ο εφιαλτικός ναζισμός εδραιωνόταν σιγά - σιγά και ύπουλα, με τα γνωστά σε όλους μετέπειτα αποτελέσματα. Το "Καμπαρέ" λοιπόν σε πρώτο επίπεδο είναι μια όμορφη ερωτική ιστορία στο Βερολίνο της εποχής αυτής, ανάμεσα σε δύο ξένους που κατοικούν εκεί. Η αμερικάνα ηρωίδα, αρτίστα των περίφημων βερολινέζικων καμπαρέ και "εύκολη" (έως και ελαφρώς πόρνη πολυτελείας), ερωτεύεται έναν σοβαρό, άβγαλτο νεαρό εγγλέζο που μόλις φτάνει εκεί. Η ιστορία ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα, το χιούμορ και τα τραγούδια και τα νούμερα του περίφημου καμπαρέ και αντανακλά τα ελεύθερα ήθη της εποχής και του τόπου. Αυτό όμως, όπως είπαμε, είναι το πρώτο μόνο επίπεδο. Το δεύτερο, που αποτελεί τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο δομείται η ιστορία, είναι το πολιτικό. Που, βέβαια, δεν είναι άλλο από τη σταδιακή άνοδο των ναζί, που θα καταλήξει στην ανέλιξή τους στην εξουσία. Το στοιχείο αυτό ίσως να περνά σε δεύτερη μοίρα, αλλά παρακολουθούμε την όλο και συχνότερη παρουσία του στα τεκταινόμενα, ακόμα και μέσα στο ίδιο το καμπαρέ όπου διαδραματίζεται μεγάλο μέρος της δράσης, όπου οι ναζί συχνάζουν όλο και πιο πολύ σαν θεατές. Ταυτόχρονα η ταινία κάνει σαφείς νύξεις για την συλλογική ευθύνη των πολιτών για την άνοδο του εφιαλτικότερου καθεστώτος που γνώρισε ο εικοστός αιώνας στην "πολιτισμένη" δύση. Συγκεκριμένα μιλά για την ευκολοπιστία, την αφέλεια και την τρωτότητα στην προπαγάνδα των απλών, μέσων πολιτών, αλλά και για την άμεση ευθύνη - είτε λόγω εγκληματικής αδιαφορίας είτε λόγω καθαρής συνενοχής - της άρχουσας τάξης, των πλουσίων. Αυτό που θαυμάζω στο "Καμπαρέ" είναι το πόσο το δεύτερο αυτό επίπεδο, που όμως μοιραία επηρεάζει τις ζωές των ηρώων, περνά "εξ απαλών ονύχων", δίχως να καθιστά το φιλμ άμεσα αναγνωρίσιμο ως πολιτικό, αφού αυτό κύρια εξακολουθεί να ασχολείται με την ερωτική ιστορία και τα ήθη της εποχής και παραμένει απόλυτα ψυχαγωγικό. Παράλληλα βέβαια, υπάρχει η εξαιρετική Λίζα Μινέλι στον σαφώς σπουδαιότερο ρόλο της καριέρας της (δεν έπαιξε και πολλούς άλλωστε), υπάρχουν και τα θαυμάσια από μουσική και θεαματική άποψη νούμερα, με τον εξ ίσου καταπληκτικό Τζόελ Γκρέι ως επικεφαλής των χορευτών - τραγουδιστών του καμπαρέ, του οποίου η αμίμητη ατμόσφαιρα δίνεται πλήρως. Τα νούμερα αυτά, ως άλλος χορός αρχαίας τραγωδίας, σχολιάζουν τα όσα συμβαίνουν είτε στις ατομικές ιστορίες των ηρώων είτε στο δεύερο, το πολιτικοκοινωνικό, επίπεδο που λέγαμε. Και, βέβαια, μερικά από τα τραγούδια αυτά είναι εθιστικά. Το "Καμπαρέ" έρχεται σε μια εποχή παρακμής των μιούζικαλ. Κι ενώ τα κλασικά δείγματα του είδους συχνά ασχολούνται με προσωπικές ερωτικές ιστορίες ή είναι αυτοαναφορικά στο είδος αυτό καθ' εαυτό και τις σχέσεις "υψηλής" και "χαμηλής" τέχνης, αυτό εδώ σχολιάζει ερύτερα θέματα. Γι' αυτό και το αποκάλεσα "σκεπτόμενο" μιούζικαλ. Γενικότερα θεωρώ τον Fosse ως τον τελευταίο μεγάλο δημιουργό του είδους και, βέβαια, το συγκεκριμένο φιλμ ως ένα από τα τελευταία σημαντικά του δείγματα.

Ετικέτες ,

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 03, 2010

ALL THAT JAZZ : ΧΟΡΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ


Πιστεύω ότι το «All that Jazz", που γύρισε ο Bob Fosse (1927-1987) το 1979 δεν είναι μόνο το τελευταίο σημαντικό μιούζικαλ που γυρίστηκε μέχρι σήμερα, αλλά και ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών. Υπενθυμίζω ότι την εποχή αυτή (τέλη 70ς) το είδος έχει ήδη παρακμάσει ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, στην ουσία έχουν πάψει να γυρίζονται μιούζικαλ (οι εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν πάντα). Και ξαφνικά «σκάει» αυτή εδώ η ταινία και γίνεται ένα από τα ελάχιστα απόλυτα ενήλικα δείγματα του είδους.
Σίγουρα ένα μέρος της επιτυχίας οφείλεται στο ότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα αυτοβιογραφικό φιλμ. Γυρίζεται από έναν άνθρωπο που γνωρίζει πάρα πολύ καλά, από τα μέσα, το είδος, αφού ο Fosse υπήρξε και διάσημος άνθρωπος της show business με πετυχημένα θεατρικά μιούζικαλ στο ενεργητικό του. Ηθοποιός, περίφημος χορογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, πολύ απλά καταγράφει τη ζωή του και τις εμπειρίες του από έναν λαμπερό αλλά και σκληρό κόσμο, αυτόν της show business.
Ο ήρωας - ο ίδιος δηλαδή κι ας μην αναφέρεται το όνομά του - είναι διάσημος και ακριβοπληρωμένος όλα-αυτά-που-είπαμε-παραπάνω, είναι αθεράπευτος γυναικάς (έχει συνεχώς το σεξ στο μυαλό του, του λένε όλοι) και πέρα για πέρα αυτοκαταστροφικός: Ποτό, αμφεταμίνες, μανιώδες κάπνισμα, εξαντλητική δουλειά. Με έναν αποτυχημένο γάμο και μια κόρη, "τα έχει κάνει σκατά στη ζωή του", όπως λέει ο ίδιος. Ζει όμως για τη δουλειά που υπεραγαπά. Και βλέπει τον κόσμο γύρω του σαν ένα διαρκές μιούζικαλ, φανταζόμενος ότι χορογραφεί τα πάντα. Κι όταν, μετά από οξύτατη καρδιακή προσβολή, νοιώθει ότι το τέλος πλησιάζει, τι κάνει; Χορογραφεί τον ίδιο του το θάνατο.
Η ταινία λειτουργεί σε πολλά επίπεδα: Σαν ένα θαυμάσιο μιούζικαλ, με εξαιρετικά χορευτικά και πολύ καλή μουσική (κυρίως πάνω σε προϋπάρχοντα τραγούδια) με αποκορύφωμα το "Bye bye love", την κλασική επιτυχία των Everly Brothers σε μια απίστευτη διασκευή και χορογραφία, που κλείνει το φιλμ. Σαν μια πιστή καταγραφή του χώρου των show business, με τη δημιουργικότητα και την χαρά που μπορεί να προσφέρει στους "εργάτες" της, αλλά και τη σκληρότητα, την υποκρισία, τις λυκοφιλίες που τη διακρίνουν (μη ξεχνάμε ότι πρόκειται πάντοτε για επένδυση χρημάτων από κάποιους, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για το οικονομικό αποτέλεσμα). Σαν μια μελέτη για τον αναπότρεπτα επερχόμενο θάνατο και την αυτοκαταστροφικότητα. Και τέλος, σαν μια ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία.
Όλα αυτά δίνονται άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με συγκίνηση και τρυφερότητα, πάντοτε όμως με πολλή φαντασία. Ξαναβλέποντάς το μετά από πολλά χρόνια, το απόλαυσα όπως και την πρώτη φορά. Και θαύμασα ένα από τα ελάχιστα ενήλικα μιούζικαλ, που αν και μιούζικαλ, αφηγείται όσα θέλει να αφηγηθεί με απόλυτο ρεαλισμό και αλήθεια.
Ο Fosse πέθανε από καρδιακή προσβολή 8 χρόνια μετά. Ήταν μόνο 60 χρονών.

Ετικέτες ,

eXTReMe Tracker